Η απόφαση της Κ.Ε. τού Κ.Κ.Ε., που ανακοινώθηκε στις 29/01/2024, με τίτλο: «Οι θέσεις τού Κ.Κ.Ε. για τον πολιτικό γάμο των ομόφυλων ζευγαριών και τις επιπτώσεις του στα δικαιώματα των παιδιών», αποτελεί επίσημη τοποθέτηση ιδιάζουσας βαρύτητας, η οποία επιβάλλεται να μελετηθεί, να αναλυθεί, και τελικά, αφού αναθεωρηθεί, να προσπεραστεί από την ιστορία ως ένα στιγμιαίο ατόπημα (παρόλο, που έχει πάνω από δεκαπενταετία που πραγματοποιείται· από τη στιγμή, δηλαδή, που ξεκίνησε η συζήτηση για την τροποποίηση του νόμου για το Σύμφωνο Συμβίωσης, το 2008).
Η διαδικασία αυτή, όμως, τής ανάλυσης και αναθεώρησης των θέσεων που εκφράζονται στην απόφαση της Κ.Ε., που δημοσιεύθηκε στις 29/01/2024, είναι αναγκαίο να πραγματοποιηθεί από τα ίδια τα μέλη τής Κ.Ε. (οποιοσδήποτε/οποιαδήποτε άλλος/άλλη επιχειρήσει να αναλύσει και να ασκήσει κριτική στην εν λόγω απόφαση· θα είναι αναγκασμένος/η να αντιμετωπίσει, ως συμπαγή θεωρητική τοποθέτηση -που καθορίζει και την πρακτική πολιτική στάση τού κόμματος-, ένα σύνθεμα ανορθολογισμών, αυθαίρετων, λογικών αλμάτων και στρεψοδικιών που, παρά το αγνό των προθέσεων και τον επαναστατικό προσανατολισμό τού κόμματος, οδηγούν σε αντιδραστικά, οπισθοδρομικά, πορίσματα, τα οποία ουδεμία σχέση θα μπορούσαν να έχουν με τον επαναστατικό μαρξισμό, και μπορούν μονάχα να χαρακτηριστούν ως αστικού τύπου βιολογιστικά μαρξεύσματα).
Οι «ανησυχίες» που εκφράζονται εισαγωγικά στην απόφαση της Κ.Ε. της 29ης Ιανουαρίου 2024 σαφώς και είναι βάσιμες. Είναι ξεκάθαρο σε κάθε «πονηρεμένο» πολίτη πως σκοπός τού υπό συζήτηση νομοσχεδίου δεν είναι η «κοινωνική αναγνώριση της δυνατότητας των ομόφυλων ζευγαριών να διαλέγουν μια μορφή συμβίωσης» και πως: «όχι μόνο δε συμβάλλει στην εξάλειψη των καταδικαστέων κοινωνικών πρακτικών σε βάρος ατόμων με ομόφυλη ή αμφίφυλη σεξουαλικότητα, αλλά αντίθετα μπορεί να οδηγήσει ακόμα και στην ένταση αποκρουστικών ομοφοβικών, ρατσιστικών επιθέσεων» (τα αποσπάσματα που παρατίθενται σε εισαγωγικά είναι από την απόφαση της Κ.Ε.). Επιπλέον, είναι ξεκάθαρο, πως στις υπάρχουσες συνθήκες καπιταλιστικής οικονομίας, συντελείται εμπορευματοποίηση του γυναικείου σώματος μέσω και της παρένθετης μητρότητας, για να επιφέρει δισεκατομμύρια κερδών στους βιομηχανικούς ομίλους που δραστηριοποιούνται ή θα δραστηριοποιηθούν στο πεδίο αυτό. Άλλωστε, τα πάντα εμπορευματοποιούνται σήμερα (η τέχνη, η εκπαίδευση, η υγεία, ο αθλητισμός κ.ο.κ.), και αυτό δεν αποτελεί έκπληξη.
Εκείνο που αποτελεί έκπληξη είναι πως όσο ο θεσμός τής παρένθετης μητέρας αφορούσε τα ετερόφυλα ζευγάρια και μόνο, δεν καθιστούσε τη γυναίκα αντικείμενο και εμπορικό εξάρτημα αναπαραγωγής! Αντίθετα, η μήτρα μετατρέπεται σε εμπόρευμα μόνο αν το ζευγάρι που πληρώνει για να τη χρησιμοποιήσει είναι ομόφυλο. Ακόμη, βέβαια, κι αν δεχτούμε πως δεν μας λέγει ακριβώς κάτι τέτοιο η απόφαση της Κ.Ε., και μιλά μονάχα για εντατικοποίηση της εμπορευματοποίησης («θεσμοθετώντας την αναγνώριση της εμπορευματοποιημένης χρησιμοποίησης της «παρένθετης μητρότητας» από ομόφυλα ζευγάρια ανδρών σε άλλη χώρα, καθώς και την αναγνώριση της εξωσωματικής γονιμοποίησης μέσω τράπεζας σπέρματος για ομόφυλα ζευγάρια γυναικών, ουσιαστικά τροφοδοτεί παραπέρα την εμπορευματοποίηση της διαδικασίας απόκτησης παιδιών»), ακόμη και τότε, αυτή η διαπίστωση -η ορθή κατ’ άλλα-, μπορεί να δικαιολογεί την καταψήφιση του συγκεκριμένου νομοσχεδίου, αλλά σε καμία περίπτωση δε δικαιολογεί τη «μαρξιστική» θέση εναντίωσης στην υιοθεσία παιδιών από ομόφυλα ζευγάρια γενικά και καθολικά, επειδή -δήθεν- οδηγεί σε: «παράκαμψη της σχέσης μητρότητας – πατρότητας».
Εδώ έγκειται το πρόβλημα με την απόφαση της Κ.Ε., λοιπόν, γιατί δεν πρόκειται για πολιτικό σφάλμα, αλλά για ολοκληρωτικά λανθασμένη φιλοσοφική θεώρηση, η οποία οδηγεί σε μια θεωρητική τοποθέτηση -και εμπραγματώνεται και σε πολιτική πρακτική-, που επιφέρει διαζύγιο με τον επαναστατικό μαρξισμό και θέτει σε καθεστώς ελεύθερης τεκνοθεσίας τις αρχές τού ιστορικού υλισμού (για να καταστρατηγούνται και να αξιοποιούνται από κάθε συντηρητική ιδεολογική αφετηρία· και, τοποθετημένες στην Προκρούστεια κλίνη, να εξάγουν το όποιο συμπέρασμα -ακόμη και το πιο αντιδραστικό). Γιατί υπάρχουν δεκάδες εύλογες ενστάσεις που θα μπορούσε κάποιος/κάποια να εγείρει στο συγκεκριμένο νομοσχέδιο, δεκάδες τροποποιήσεις που θα μπορούσε να ζητήσει, και δεκάδες λόγοι για να το καταψηφίσει· αλλά, οι λόγοι, για τους οποίους διατυπώνεται μια τέτοια θεωρητική θέση από την Κ.Ε. (που -δήθεν- αποσαφηνίζει και την καταψήφιση του νομοσχεδίου), είναι κάτι το ολότελα διαφορετικό· και η θέση αυτή, που πηγαίνει πολύ πιο πέρα από το παρόν νομοσχέδιο (σε φιλοσοφικές διατυπώσεις περί φυσιολογικού, ανθρώπινης φύσης, οικογένειας και αναπαραγωγικής διαδικασίας), θα πρέπει να μελετηθεί, αναλυθεί και αναθεωρηθεί, ασχέτως τής νομοθετικής διαδικασίας και τα διλλήματα που αυτή θέτει (και μπορεί να αναθεωρηθεί, μονάχα με την κατάκτηση μιας διαφορετικής θέσης).
Η λανθασμένη θεωρητική προσέγγιση του Κ.Κ.Ε. τα τελευταία χρόνια, όσον αφορά τα ζητήματα φύλου, των κοινωνικών ρόλων που υιοθετούν οι άνθρωποι και βάση τού φύλου τους (σε κάθε δοσμένη ιστορική στιγμή), τού σεξουαλικού προσανατολισμού και τού θεσμού τής οικογένειας (που εντάσσεται στο πλέγμα των θεσμών και σχέσεων που συγκροτούν και αναπαράγουν την κεφαλαιοκρατική εξουσία, καθιστώντας αναγκαίο τον επαναστατικό μετασχηματισμό της), δεν έχει προκαλέσει μονάχα σύγχυση στα μέλη του (από τα οποία ακούγονται διαρκώς συγκεχυμένες και αντικρουόμενες απόψεις), αλλά έχει σταθεί εμπόδιο και στον ταξικό προσανατολισμό και το επαναστατικό προχώρημα των συνειδήσεων.
Γιατί, δεν μπορεί να κατηγορούνται όσοι προασπίζονται τα κοινωνικά δικαιώματα των ατόμων μη ετερόφυλου σεξουαλικού προσανατολισμού ως θιασώτες τού «ατομικού δικαιωματισμού», που παραβλέπουν την ταξικότητα του ζητήματος, όταν η ίδια η θέση τού Κ.Κ.Ε., στέκεται εμπόδιο στο να ξεπεραστεί η μονομέρεια των ζητημάτων τής σεξουαλικότητας και να τεθεί το ζήτημα καθολικά: ως πρόβλημα της αυτοδιάθεσης του «σώματος» εν γένει, ως ανθρώπινο ζήτημα συνολικά, σφαιρικά, προσεγγισμένο, ώστε να περικλείει κάθε έκφανση της ανθρώπινης ζωής, η οποία γίνεται σήμερα ολόπλευρα προϊόν απάνθρωπης εκμετάλλευσης. Άλλωστε, η ευθύνη για την απόκτηση, ή όχι, ταξικού χαρακτήρα και αντικαπιταλιστικού προσανατολισμού, των -ανά ιστορική συγκυρία- υπό διαμόρφωση κοινωνικών κινημάτων, δε βαραίνει αποκλειστικά τα κινήματα καθαυτά, αλλά και την επαναστατική πρωτοπορία που απαιτείται να παρέμβει για να τους προσδώσει και ταξικά χαρακτηριστικά (δεδομένου τού γεγονότος πως η αστική κυριαρχία θα επιχειρήσει σίγουρα να τα εποικίσει ιδεολογικά και να τα στρέψει σε ασφαλή και ανώδυνα κανάλια για το σύστημα).
Το να απαντήσει κανείς/καμία, στο σύνολο της θέσης τής Κ.Ε., αλλά και στα επιμέρους επιχειρήματά της, καθίσταται το ίδιο «δύσκολο», με το να προσπαθήσεις να πείσεις κάποιον βιολογιστή, πως η ανθρώπινη συμπεριφορά δεν καθορίζεται από τα ένστικτα (όπως στα υπόλοιπα ζώα) ή έναν θεολόγο, πως ο θεός δεν έπλασε τον Αδάμ και την Εύα (και ευλόγησε μονάχα την ένωση μεταξύ αρσενικού και θηλυκό), δεν είναι κάτι που μπορεί να επιτευχθεί με χρήση λογικών αντεπιχειρημάτων και μόνο, δηλαδή, αλλά απαιτεί επαναπροσδιορισμό βασικών εννοιών και, συνεπώς, μια εκτενή φιλοσοφική διαλεκτική, η οποία σε κάθε της βήμα θα κινδυνεύει να υπονομευτεί από τις συντηρητικές αστικές προκαταλήψεις τής συνείδησης και τις σκοπιμότητες της μικροπολιτικής.
Αποτέλεσμα της δυσκολίας αυτής, να μιλήσει κανείς ξεκάθαρα και με σαφήνεια για ζητήματα που δεν είναι μονοδιάστατα και απλά (φύλο – σεξουαλικότητα – οικογένεια), είναι και η σύγχυση που επικρατεί στις μέρες μας. Επάνω στα ζητήματα που αναφέρθηκαν ακούγονται ποικίλες απόψεις, οι περισσότερες αυθαίρετες, που αποκαλύπτουν και τα συντηρητικά αντανακλαστικά τής ελληνικής κοινωνίας, αλλά και την αδυναμία τής πρωτοποριακής διανόησης να επιτελέσει τον διαπαιδαγωγικό της ρόλο. Στην προκειμένη περίπτωση, όσο το θέμα τής κατασκευής των κοινωνικών ταυτοτήτων των φύλων, θα μεταφράζεται σε ιερή εκδήλωση κάποιας θεϊκής ή βιολογικής απαραβίαστης οδηγίας και δε θα εξετάζεται σε καθεστώς ιστορικής ρευστότητας και εξάρτησης με τα κυρίαρχα κοινωνικά πρότυπα και τα ιδεολογικά στερεότυπα, που, μέσω τής κουλτούρας, τής γλώσσας και τού κοινωνικού αυτοματισμού, διαμορφώνουν τα ιστορικά χαρακτηριστικά των κοινωνικών ρόλων («που αντανακλούν τις υφιστάμενες κοινωνικές σχέσεις»), το αποτέλεσμα θα είναι να καταλήγουμε πάντοτε σε μια μεταφυσική θεμελίωση (στη συγκεκριμένη περίπτωση: σε μια θέση που ερείδεται στη φυσιολογικότητα της βιολογίας.
Θεωρώντας την πατρότητα και τη μητρότητα, όχι κοινωνικές κατασκευές, αλλά, εκδηλώσεις τής βιολογικής οδηγίας (συνδέοντας μεταφυσικά, τη «βιολογική» λειτουργία της αναπαραγωγής, με την κοινωνική διαδικασία της ανατροφής). Και, εφόσον, ο δεσμός τού παιδιού με τη μητέρα είναι «περισσότερο» βιολογικός, από ό,τι με τον πατέρα, εκτός από την άρνηση οποιαδήποτε άλλης μορφής γάμου, πέραν του ετερόφυλου ζευγαρωτού, θα διαιωνίζουμε και τον μείζονα ρόλο τής γυναίκας στην ανατροφή των παιδιών -δηλαδή πτυχές της γυναικείας έμφυλης εκμετάλλευσης).
Κλείνοντας, θεωρώ, πως η ουσία τού προβλήματος βρίσκεται στη φιλοσοφική ανάλυση και παραθέτω το απόσπασμα της απόφασης που, νομίζω, τη συμπυκνώνει: «Το Κόμμα μας θεωρεί ότι η γονεϊκότητα είναι η σχέση τού γονιού με το παιδί, που σε ατομικό επίπεδο αντανακλά τις υφιστάμενες κοινωνικές σχέσεις. Αυτή η ανάγκη έχει αντικειμενική βάση: Την αμφίπλευρη σχέση μητρότητας – πατρότητας, που προκύπτει από τη συμπληρωματική λειτουργία άνδρα – γυναίκας στη διαδικασία τεκνοποίησης. (…) Η σχέση μητρότητας – πατρότητας είναι αποκλειστικά ανθρώπινο χαρακτηριστικό, πέρα από την ενστικτώδη προστασία που παρέχει κάθε θηλαστικό στα νεογνά του. Η συμπληρωματική αυτή σχέση έχει φυσική βάση – γιατί ο άνθρωπος αναπαράγεται με φυσικό τρόπο – και από την πρώτη στιγμή αποκτά κοινωνικό χαρακτήρα. (…) Ο άνθρωπος είναι ένα κοινωνικό φυσικό ον, δηλαδή η ικανοποίηση των φυσικών αναγκών του, όπως και των κοινωνικών, μπορεί να συντελεστεί αποκλειστικά με κοινωνικό τρόπο. Άρα η ανθρώπινη μητρότητα και η ανθρώπινη πατρότητα είναι εγγεγραμμένες στο είδος άνθρωπος».
Θεωρώ, πως τα μέλη τής Κ.Ε. θα έπρεπε να απαντήσουν στους εαυτούς τους τα παρακάτω:
1. Πώς γίνεται η γονεϊκή σχέση να αντανακλά τις κοινωνικές σχέσεις, αλλά να στηρίζεται σε βιολογικά αντικειμενική βάση;
2. Πώς γίνεται η σχέση μητρότητας-πατρότητας, η οποία είναι «αποκλειστικά ανθρώπινο χαρακτηριστικό», να έχει φυσική βάση, παρόλο που ο «άνθρωπος αποκτά κοινωνικό χαρακτήρα»;
3. Πώς γίνεται η «ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών να πραγματοποιείται αποκλειστικά με κοινωνικό τρόπο», αλλά η «ανθρώπινη μητρότητα-πατρότητα να είναι εγγεγραμμένες στο ανθρώπινο είδος»;
4. Τί εννοούμε όταν λέμε πως ο άνθρωπος αναπαράγεται με τρόπο φυσικό (όταν ακόμη και η χρήση προφυλακτικών ή αντισυλληπτικών – για να μην αναφερθούν σημαντικότερες επιδράσεις τής επιστήμης- παρεμβαίνει στην αμιγώς φυσική διαδικασία);
5. Πόση περισσότερη «φυσική», βιολογική, θεμελίωση της ανθρώπινης δράσης θα έπρεπε να επιχειρήσει κανείς για να χαρακτηριστεί βιολογιστής; («…προσέγγιση της σχέσης μητρότητας – πατρότητας δε σημαίνει ούτε απόλυτο βιολογισμό…», γράφει η απόφαση).
Προσωπικά, όταν ακούω και διαβάζω διακηρύξεις για τη «φυσιολογικότητα» του ανθρώπου, τρομάζω. Κι όταν οι διακηρύξεις αυτές, προέρχονται από «μαρξιστές», τρομάζω διπλά! Και στα συγκεκριμένα διλήμματα (της φυσιολογικότητας ή μη), την απάντηση μπορεί να την έχει δώσει ήδη η ιστορία. Γιατί στην Κούβα (την οποία θυμόμαστε όταν θέλουμε να εξυμνήσουμε την ανωτερότητα του συστήματος υγείας, αλλά την ξεχνάμε όταν πρωτοστατεί σε άλλα ζητήματα), με τις πρόσφατες αλλαγές στο οικογενειακό δίκαιο, η οικογένεια διαμορφώνεται όπως την ορίζουν τα άτομα που συμμετέχουν σε αυτήν, ασχέτως φύλου ή σεξουαλικού προσανατολισμού και βιολογικής συμπληρωματικότητας.
Συγγραφέας, μέλος τής Σ.Ε. τού κύκλου μαρξιστικής διαλεκτικής