Oι K. Μαρξ και Φ. Ένγκελς ήταν εκείνοι που θεμελίωσαν σε επιστημονική βάση τη διαλεκτική μέθοδο, προτάσσοντας τον υλιστικό χαρακτήρα των κοινωνικών σχέσεων ως δεσπόζοντα, καθώς η υλικότητα ενυπάρχει σε όλο το εύρος των κοινωνικών σχέσεων και ταυτόχρονα σφυρηλατεί τον ιστορικό ορίζοντα της ανθρωπότητας. Oι Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς, λοιπόν, γύρισαν ανάποδα τη διαλεκτική τού Χέγκελ (γιατί πρωτύτερα ήταν με τα πόδια επάνω και το αίμα στο κεφάλι)· για να έρθει η Κ.Ε. τού Κ.Κ.Ε. και να την επαναφέρει στα «σωστά» της, δηλαδή: να τη γυρίσει και πάλι ανάποδα!
Σε άρθρο τού «Ριζοσπάστη», με τίτλο «Είναι ο άνθρωπος κοινωνικο-βιολογικό ον;» (το ερωτηματικό στο τέλος τής φράσης προκαλεί έκπληξη, μετά την ανάγνωση του άρθρου), το οποίο δημοσιεύθηκε στις 10/02/2024, ο αρθρογράφος επιχειρεί να απαντήσει στις κατηγορίες που διατυπώθηκαν το τελευταίο διάστημα (με αφορμή την απόφαση της Κ.Ε., της 29ης Ιαν 2024), πως «το Κ.Κ.Ε. κατρακυλά σε έναν βιολογισμό, ακόμα και δαρβινισμό, δηλαδή σε μια αντίληψη ότι το βιολογικό στοιχείο στην ανθρώπινη φύση προκαθορίζει το κοινωνικό» (Από το άρθρο «Είναι ο άνθρωπος κοινωνικο-βιολογικό ον;»). Πρόδηλα εδώ ο αρθρογράφος συγχέει την υλιστική κοσμολογία με τη βιολογία, θεωρώντας πως ό,τι είναι βιολογικό είναι υλιστικό και ό,τι είναι μη βιολογικό είναι μη υλιστικό, υπονοώντας πως η βιολογία -ευρισκόμενος σε σκοτοδίνη- συνιστά προσδιοριστικό παράγοντα της ύλης. Για να μας αποδείξει εν τέλει πως οι «κατηγορίες» πράγματι ευσταθούν και να καταστήσει ξεκάθαρο ότι όσες φορές κι αν επαναλάβεις -ή αναδιατυπώσεις- μια κοινωβιολογική τοποθέτηση, δεν πρόκειται ποτέ να κατορθώσεις να τη φέρεις σε συμφωνία με τη μαρξιστική διαλεκτική.
Στο άρθρο τού «Ριζοσπάστη», «Είναι ο άνθρωπος κοινωνικο-βιολογικό ον;», μεταξύ άλλων διαβάζουμε:
- «…αναιρούνται η μητρότητα και η πατρότητα ως αλληλοσυμπληρούμενη αντικειμενική σχέση και αντικαθίστανται από μια τεχνητή άφυλη γονεϊκότητα»
- «Αποτελεί αμφισβήτηση της κοινωνιο-βιολογικής ουσίας τού ανθρώπου, η οποία μπορεί να γίνει μονάχα στη σκέψη και την αντίληψή μας, ως αμφισβήτηση της ίδιας της αντικειμενικής πραγματικότητας και επικράτηση του υποκειμενικού ιδεαλισμού»
- «Η κοινωνιο-βιολογική ουσία τού ανθρώπου δεν τεμαχίζεται σε βιολογική και κοινωνική, υπάρχει ως διαλεκτική ενότητα»
- «Τα βιολογικά χαρακτηριστικά τού ανθρώπου συνδέθηκαν άρρηκτα με τις κοινωνικές σχέσεις»
- «Η κοινωνική κίνηση της ύλης είναι ανώτερη μορφή κίνησης, που ως τέτοια εμπεριέχει και τη βιολογική ως κατώτερη μορφή»
- «Η πατρότητα/μητρότητα δεν είναι ρόλοι που ανατίθενται από την κοινωνία, αλλά πηγάζουν από την ίδια την ανθρώπινη φύση, αντικειμενικά από τη βιολογική διαφορά άνδρα-γυναίκας…»
Μελετώντας κανείς την απόφαση της Κ.Ε. (29ης Ιαν 2024), αλλά και την επεξηγηματική επιχειρηματολογία τού άρθρου «Είναι ο άνθρωπος κοινωνικο-βιολογικό ον;», δεν μπορεί παρά να επιβεβαιώσει τον επικρατούντα βιολογισμό τους· και αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει όσες φορές κι αν επαναλάβουν τις συγκεκριμένες θέσεις, ελπίζοντας πως κάποια στιγμή θα μεταμορφωθούν σε διαλεκτικουλιστικές (Είναι κι ένας ορισμός τής παράνοιας αυτός, να επαναλαμβάνεις την ίδια πράξη ξανά και ξανά, περιμένοντας διαφορετικά αποτελέσματα).
Εφόσον, όμως, το άρθρο τού «Ριζοσπάστη» θέτει ένα ερώτημα (Έστω με τη χρήση τού ερωτηματικού στον τίτλο του, γιατί στο κείμενό του απαντάει «ξεκάθαρα»), έχουμε χρέος να δώσουμε μια ξεκάθαρη απάντηση, και αυτή είναι: Ο άνθρωπος είναι κοινωνικό ον και όχι κοινωνιο-βιολογικό ον. Η βιολογική του υπόσταση έγκειται στο γεγονός πως είναι έμβιο ον, κοινωνικής φύσεως. Συνεπώς, η έννοια «κοινωνικό ον» είναι επαρκής στο να περιγράψει τη διαλεκτική σύνδεση κοινωνικού-βιολογικού· ενώ, αντίθετα, ο όρος «κοινωνιο-βιολογικό ον» εμπεριέχει έναν πλεονασμό που δίνει προβάδισμα στη βιολογία (κάτι, που, φυσικά, αποδεικνύεται σε όλη την απόφαση της Κ.Ε. και τις θέσεις που αναπτύσσονται στο άρθρο τού «Ριζοσπάστη»). Ακριβώς γι’ αυτό, η έννοια και η παλλόμενη συνθήκη «κοινωνικό» συνιστά το πρωταρχικό καλειδοσκόπιο με την αρωγή τού οποίου ερμηνεύεται η βιολογική εξέλιξη του ανθρώπου· η οποία δε θα υφίστατο με αυτόν τον τρόπο, αυτήν την έκταση και αυτήν την ποιότητα, αν η κοινωνική διάσταση δεν είχε ηγεμονεύσει στα πλαίσια του εν λόγω δυισμού.
Τί εννοούμε, όμως, λέγοντας πως ο άνθρωπος είναι κοινωνικό (έμβιο) ον; Παραθέτω μια έτοιμη απάντηση, από το άρθρο τού Μιχάλη Ρίζου, με τίτλο «Βιολογία, Κ.Κ.Ε. και Επανάσταση» (06/02/2024): «Ο άνθρωπος είναι και βιολογικό και κοινωνικό ον. Σε ενότητα και αντίθεση διαλεκτική ανάμεσα στη διπλή φύση του. Η κοινωνική του φύση, σύμφωνα με τον ιστορικό υλισμό, προέρχεται από την ικανότητα για παραγωγή-εργασία, συνειδητή δημιουργία με σχέδιο και σκοπό, που ωριμάζει μέσα από την ιστορική και διαρκώς κλιμακούμενη αλληλεπίδρασή του με το περιβάλλον, και είναι εκείνη που διακρίνει τους ανθρώπους από τα υπόλοιπα έμβια όντα. Η κοινωνική ωρίμανση του ανθρώπου είναι μια δυναμική και συνεχώς μεταβαλλόμενη διαδικασία που επηρεάζει και τη βιολογία του. Μετασχηματίζει επομένως τη βάση από την οποία προέκυψε, την πρώτη του φύση, υπερβαίνοντας ως έναν βαθμό και τα σχετικά όρια που αυτή θέτει».
Περαιτέρω, λοιπόν, η βιολογική ιδιοσυστασία τού ανθρώπου δεν κινείται αυτοτελώς και σε διάρρηξη προς τον κοινωνικό του χαρακτήρα, αλλά, ανάστροφα, είναι η οντολογία τού κοινωνικού η οποία μετασχηματίζει και εξελίσσει τη βιολογική ταυτότητα του ανθρώπου ως κοινωνικού όντος. Στη βάση αυτής της παραδοχής η βιολογία δεν εξηγεί τον άνθρωπο ως κοινωνική και ιστορική εκβολή, παρά μόνο έθεσε τις αρχικές έμβιες προϋποθέσεις προκειμένου να δημιουργηθεί ιστορικά και κοινωνικά η έννοια «άνθρωπος», η οποία είναι αυτοτελώς ιστορική, άρα αναπόδραστα κοινωνική και ως εκ τούτου καμία σχέση δεν έχει με τη βιολογία (με την έννοια: ότι δεν υπάρχουν σιδερένιοι νόμοι τής βιολογίας που καθορίζουν την κοινωνική απόδοση «άνθρωπος», όπως και δεν υπάρχουν σιδερένιοι νόμοι τής ιστορίας που να καθορίζουν την εξελικτική πορεία τής ανθρωπότητας διαμέσου προγραμμένης συνταγογράφησης).
Τί σημαίνει ακριβώς, όμως, πως ο άνθρωπος είναι κοινωνικό ον, και γιατί όταν το άρθρο τού «Ριζοσπάστη» γράφει πως ««Η κοινωνιο-βιολογική ουσία τού ανθρώπου δεν τεμαχίζεται σε βιολογική και κοινωνική. Η κοινωνική κίνηση της ύλης είναι ανώτερη μορφή κίνησης, που ως τέτοια εμπεριέχει και τη βιολογική ως κατώτερη μορφή», εκπίπτει -δίχως να το αντιλαμβάνεται- στα επίπεδα του χυδαίου υλισμού και της κοινωνιοβιολογίας; Στην κοινωνική κίνηση, οι υλικές δομές που αναπτύσσονται, προκύπτουν από τη δράση τού μοναδιαίου ανθρώπου, καθώς εκείνος συλλογικοποιείται και αναπτύσσει συγκεκριμένες κοινωνικές πρακτικές οι οποίες διαμορφώνουν καθορισμένες κοινωνικές σχέσεις, όπως αυτές επιβάλλονται από τον ιστορικά δοσμένο κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό, όπου εντάσσεται ο άνθρωπος δίχως τη θέλησή του. Η υλικοιστορική οντότητα «άνθρωπος», στη διαδικασία τής αλληλεπίδρασής του με τους συνανθρώπους του (στη βάση τής κοινωνικής του δράσης, δηλαδή) μορφοποιεί νοητικές παραστάσεις, αντιλήψεις και συνειρμούς, και εν ολίγης, σχηματίζει την κοινωνική του συνείδηση.
Στο σημείο αυτό, βέβαια, είναι κομβικό να αποσαφηνίσουμε πως με τον όρο «άνθρωπος» δεν αναφερόμαστε στο βιολογικό ον, αλλά αποκλειστικά στο κοινωνικό (στη διαδικασία τής κοινωνιογένεσης και τής διαμόρφωσης της συνείδησης, η βιολογία δεν παίζει κανέναν ρόλο· πέραν τού εξαιρετικά σημαντικού και απαραίτητου, του να έχει εφοδιάσει τον άνθρωπο με έναν εγκέφαλο καθορισμένης ποιότητας. Και το έκανε αυτό, ακολουθώντας τα δικά της προτσές, στα οποία, βέβαια, από ένα σημείο και έπειτα, επεμβαίνει και το τεχνητό-κοινωνικό περιβάλλον για να τα επικαθορίσει). Σε κάθε περίπτωση, όμως, δε γίνεται να μας ενδιαφέρει περισσότερο ο άνθρωπος ως ανώτερο θηλαστικό, και όχι ως κοινωνικό υποκείμενο (οδηγώντας μας στο συμπέρασμα πως: οι κατώτεροι τρόποι οργάνωσης της ύλης, τελικά, κυριαρχούν επί των ανωτέρων).
Φυσικά, η βιολογική κίνηση αποτελεί προϋπόθεση της κοινωνικής, αλλά ούτε εξηγεί δίχως υπόλοιπο, ούτε καθορίζει την κοινωνική διαμόρφωση, τις κοινωνικές σχέσεις και νόμους (με τον ίδιο τρόπο που η ύπαρξη εγκεφάλου, από μόνη της, δε «δικαιολογεί» την κοινωνική υπόσταση του ανθρώπου και δεν μπορεί να την ερμηνεύσει. Οι χιμπατζήδες έχουν εξαιρετικά παρεμφερή εγκέφαλο με τον άνθρωπο, αλλά δεν αναπτύσσουν ούτε γλώσσα, ούτε κοινωνική συνείδηση). Σε τελική ανάλυση, η ουσία τής ανθρώπινης κοινωνικής συμπεριφοράς θα πρέπει να αναζητηθεί αλλού και όχι στα ορμέμφυτα και τις ενστικτώδεις παρορμήσεις. Ο κύριος παράγοντας που διαμορφώνει τη συνείδηση των ανθρώπων δεν είναι η βιολογία, αλλά η ανάπτυξη και η ιστορική εξέλιξη της κοινωνικής πρακτικής. Και οποιαδήποτε συσχέτιση ανάμεσα στον άνθρωπο και τα ζώα θα πρέπει να γίνεται με εξαιρετική προσοχή, καθώς υπάρχει ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στον άνθρωπο και τα ζώα (ακόμη και τα ανώτερα θηλαστικά), η οποία δεν περιορίζεται στις βιολογικές διαφοροποιήσεις, αλλά εδράζεται στα διακριτά κοινωνικά χαρακτηριστικά τής ύπαρξής τους (βλ. ο ρόλος τής εργασίας στον εξανθρωπισμό τού πιθήκου).
Η συνείδηση του ανθρώπου αποτελεί συγκεκριμένη μορφή αντανάκλασης του τρόπου κοινωνικής οργάνωσης της ύλης, «ιδιότητα της ανώτερα οργανωμένης ύλης και αντανάκλαση της αντικειμενικής πραγματικότητας που υπάρχει ανεξάρτητα από το υποκείμενο» («Βασικές αρχές τής μαρξιστικής φιλοσοφίας», εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2012), και η διαμόρφωση της κοινωνικής δράσης και της ατομικής συμπεριφοράς των κοινωνικών υποκειμένων, δεν μπορεί να αναζητηθεί στη Βιολογία, αλλά στην αντικειμενική βάση των υλικών συνθηκών, οι οποίες διαμορφώνουν το συλλογικό και ατομικό φαντασιακό που νομιμοποιεί και δρομολογεί τις ανθρώπινες πράξεις εντός, κάθε φορά, ενός δοσμένου ιστορικού περιβάλλοντος («Η συμπεριφορά τού ανθρώπου δεν καθορίζεται ούτε ενισχυτικά, ούτε ενστιγματικά, αλλά κοινωνικοαιτιοκρατικά», Τοντόρ Παβλόφ – «Η θεωρία τής αντανάκλασης»).
Η βιολογικοποίηση του ανθρώπου οδηγεί στη βιολογικοποίηση της κοινωνίας· και με τον τρόπο αυτόν οι κοινωνικοί σχηματισμοί δεν καταλήγουν τίποτα περισσότερο από εκδηλώσεις των νουκλεϊκών οξέων και των γονιδίων, τα οποία καθορίζουν τις κοινωνικές διεργασίες, με αντίστοιχο τρόπο που καθορίζουν μέσω τής φυσιολογίας και την ατομική δράση τού ανθρώπου. Όπως σημειώνει ο βιολόγος Νίκος Νικήσιανης στο άρθρο του «Κοινωνιοβιολογικό Κόμμα Ελλάδας»: «…η Κ.Ε. βασίζει την απόφασή της σε ψευδοεπιστημονικά, βιολογικά επιχειρήματα για τη φύση τού ανθρώπου· επιχειρήματα που ο μαρξισμός και η βιολογία καταπολεμάνε εδώ και 150 χρόνια. Η ιδεολογία πίσω από αυτά τα επιχειρήματα έχει και όνομα, λέγεται κοινωνιοβιολογία…
Κατά τη γνώμη μου, και νομίζω κατά τη γνώμη τού μαρξισμού, δεν υπάρχει καμία φυσικότητα στον άνθρωπο – για την ακρίβεια, δεν υπάρχει καν αυτή η μεταφυσική οντότητα που ονομάζεται άνθρωπος. Για τη δε βιολογία, δεν υπάρχει πια ούτε το είδος άνθρωπος, από τη στιγμή που έπαψε να είναι υποκείμενο στη φυσική επιλογή και τη βιολογική εξέλιξη. Υπάρχουν μόνο οι συγκεκριμένοι, ιστορικοί, άνθρωποι, οι οποίοι καθορίζονται από τις κοινωνικές σχέσεις σε όλες τις εκφράσεις τής ζωής τους…».
Καθίσταται σαφές πως η ανθρώπινη «φύση» δε δύναται να περιχαρακωθεί στη βιολογική της υπόσταση, καθώς, η τελευταία, παρέχει απλώς τις ανατομικές προϋποθέσεις για το ιστορικό πέρασμα στην κοινωνική διάσταση του ανθρώπου και την ανώτερη μορφή οργάνωσης της ύλης, την κοινωνική (φυσιολογικές προϋποθέσεις που μεταβάλλονται από την επίδραση του κοινωνικού επάνω και στο βιολογικό). Για κάποιους, όμως, οι υλικοί όροι ζωής και η κοινωνική οργάνωση δεν αποτελούν επαρκή αντικειμενική βάση· κι έτσι, αναγκάζονται να αναζητήσουν -στη βάση ενός θετικιστικού υλισμού-, μια αγνότερη βιολογική βάση η οποία καθορίζει και νομιμοποιεί τις κοινωνικές πρακτικές που εκδηλώνονται σε κάθε δοσμένη ιστορική περίοδο («Η πατρότητα/μητρότητα δεν είναι κοινωνικές κατασκευές, ρόλοι που ανατίθενται από την κοινωνία, αλλά πηγάζουν από την ίδια την ανθρώπινη φύση», από το άρθρο τού «Ριζοσπάστη»).
Κοινωνικές πρακτικές και θεσμοί που στην ιστορική τους εξέλιξη αποκτούν καθορισμένη δομομορφή, όπως αυτή καθορίζεται από την εκάστοτε υλική βάση οργάνωσης της κοινωνικής ζωής και το ιδεολογικό εποικοδόμημα που υψώνεται επάνω της για να την υποστηρίζει, διαμορφώνοντας έτσι την αντικειμενική βάση επάνω στην οποία δρομολογείται η ατομική και συλλογική ανθρώπινη συμπεριφορά, ιστορικά ορισμένη (Γιατί δεν είναι μια αυθαίρετη έκφραση κάποιου υποκειμενικού θέλω, το αίτημα «να έχω παιδί». Αντιθέτως, υπάρχουν αντικειμενικοί υλικοί όροι, που επιβάλλουν τη νομική, και γενικότερη απελευθέρωση των μορφών γάμου και συμβίωσης· άλλοι που ευνοούν την καπιταλιστική κυριαρχία, στην προσπάθειά της να συμφιλιώσει τις αντιθέσεις που από μόνη της γεννά· και άλλοι που την υπονομεύουν, ως δυνητική υπέρβαση των αντιθέσεών της).
Η θέση τής Κ.Ε. μπορεί να μην ταυτίζεται απόλυτα με τον βιολογισμό, και να προσπαθεί να προσεγγίσει το ζήτημα στη διαλεκτική διασύνδεση του βιολογικού με το κοινωνικό, αλλά, αναμφισβήτητα, στηρίζεται στον βιολογισμό και χρεοκοπεί λόγω αυτού· και στην προσπάθειά τους να υποστηρίξουν τη θέση τους καταφεύγουν στην κοινωνιοβιολογική επιχειρηματολογία όλο και περισσότερο, για να καταλήξουν στο συμπέρασμα πως η κατώτερη μορφή κίνησης της ύλης, που ενυπάρχει εντός τής ανώτερης, τελικά καθορίζει τη διαλεκτική σύνθεσή τους. Κάθε ανώτερη μορφή οργάνωσης της ύλης, όμως, εμπεριέχει την κατώτερη μονάχα ως υπόλειμμα και την υποδουλώνει, προσδίδοντάς της νέα ποιότητα. Τα συναισθήματα του ανθρώπου δεν είναι της ίδιας ποιότητας με εκείνα των ανώτερων θηλαστικών. Τα ένστικτα στον άνθρωπο δε διαδραματίζουν τον ίδιο ρόλο (παρόλο που υπάρχουν) που διαδραματίζουν στα ερπετά.
Το ερπετό έχει κληρονομήσεις τις αισθητικό-κινητικές δυνατότητες του φυτού, αλλά δεν είναι φυτό-ερπετό. Το ανώτερο θηλαστικό έχει αισθητικό-κινητικές παρωθήσεις και ενστιγματικές λειτουργίες, αλλά έχει και συναισθηματικό κόσμο (προϊόν τής ανάπτυξης του εγκεφάλου του, από τον ερπετικό στον θηλαστικό), αλλά δεν είναι φυτο-ερπετο-θηλαστικό. Στον άνθρωπο ενυπάρχουν το αισθητικό-ανακλαστικό, το ενστιγματικό (ασύνειδες λειτουργίες αναπνοής, πείνα κ.λπ.), το συναισθηματικό (που στο ζώο εκπορεύεται αποκλειστικά από το ένστικτο και έχει άλλη ποιότητα), αλλά όλοι αυτοί οι μηχανισμοί λειτουργούν υπό την ηγεμονία τής λογικής συνείδησης, καθώς αυτή διαμορφώνεται από την κοινωνική δράση τουύ ανθρώπου. Συνυπάρχει, δηλαδή, το βιολογικό (μεταβολισμός, αναπνοή, αναπαραγωγή) με το κοινωνικό (κοινωνικές σχέσεις, πρακτική δράση), αλλά το κοινωνικό, ως ανώτερο, μετουσιώνει και ηγεμονεύει το βιολογικό, δίχως να μπορεί να το καθυποτάξει απόλυτα (καθώς αποτελεί προϋπόθεση της ύπαρξής του), διαμορφώνοντας αυτό που αποκαλούμε ιστορικό άνθρωπο· ο οποίος, αποτελεί ιστορική προσαρμογή τής φύσης στις ανάγκες τής κοινωνικής ανάπτυξης· έχοντας συνείδηση που αναδύεται μέσω τής κοινωνικής εργασίας του και τής γλώσσας, και όχι μέσω των ορμονών και των γονιδίων.
Και για να θυμηθούμε τα βασικά: «Οι μεγάλοι επαναστάτες στοχαστές Κ. Μάρξ και Φ. Ένγκελς εξήγησαν ότι η σπουδαιότερη διαφορά ανάμεσα στους ανθρώπους και τα ζώα βρίσκεται στην εργασία. Η εργασία τού ανθρώπου έχει χαρακτήρα κοινωνικό. Γι’ αυτό ο άνθρωπος απομονωμένος από την κοινωνία δεν μπορεί να υπάρξει (…) δεν έχουν δίκιο αυτοί που θεωρούν ότι ο πίθηκος είναι σχεδόν άνθρωπος, ότι ανάμεσα στους ανθρώπους και τους πιθήκους δεν υπάρχει βασική διαφορά. Χρειάστηκαν εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια για να κάνουν οι πίθηκοι πρόγονοί μας το μεγάλο βήμα προς τα μπρος. Παρόλα αυτά, μιας και άρχισε η διαδικασία τής ανθρωποποίησης του πιθήκου, δε σταμάτησε να επιταχύνεται, ωσότου το ζώο μεταβλήθηκε ολότελα σε άνθρωπο.
Η εργασία πλάτυνε τον ορίζοντα του ανθρώπου και συνετέλεσε στην ανάπτυξη της συνείδησής του. Στον εγκέφαλο του ανθρώπου αναπτύχθηκαν τα τμήματα εκείνα του φλοιού που συνδέονται με την εργασία και την ομιλία, και λείπουν από τα άλλα ζώα. Έτσι, η κοινωνική εργασία είναι ο ισχυρός παράγοντας που ανύψωσε τον άνθρωπο πάνω από όλα τα ζώα και τον μετέτρεψε σε λογικό σκεπτόμενο ον. Η εργασία έγινε ο βασικός όρος τής ανθρώπινης ύπαρξης, ο μοναδικός κινητήρας τής προόδου, ο δημιουργός των άπειρων υλικών και πολιτιστικών αξιών. Αργότερα, η έναρθρη ομιλία επέδρασε στο μυαλό τού πιθήκου περαιτέρω, μετατρέποντας σε μυαλό τού ανθρώπου. Να γιατί ο ένας από τους ιδρυτές τού επιστημονικού κομμουνισμού, ο μεγαλοφυής Φ. Ένγκελς είχε δίκιο όταν βεβαίωνε: Η εργασία δημιούργησε τον άνθρωπο. Όλη η οργάνωση του ανθρώπινου σώματος είναι αποτέλεσμα του περάσματος του πρωτόγονου ανθρώπου στο όρθιο βάδισμα και την εργασία. Τόσο ο άνθρωπος, όσο και η κοινωνία, χρωστάει την καταγωγή της στην εργασία» (Η καταγωγή και η εξέλιξη του ανθρώπου – Ο Δαρβίνος και η μαρξιστική θεωρία της ανθρωποκοινωνιογένεσης).