Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών
Σοβαρούς τριγμούς στην κυβερνητική συνεργασία μεταξύ των κομμουνιστών και του προέδρου Μπόριτς προκαλεί το πρόσφατο κύμα καταστολής στον καταυλισμό Βίλα Φράνσια, παραδοσιακό προπύργιο των κινημάτων και του Κ.Κ.
Καραμπινιέροι εισέβαλαν στο κοινοτικό ραδιόφωνο, την κοινωνική κουζίνα και σε σπίτια της γειτονιάς ψάχνοντας για όπλα και συλλαμβάνοντας πολλούς κατοίκους
Η Villa Francia δεν έχει τίποτα από Γαλλία. Είναι ένας από τους τυπικούς προσωρινούς αυτοσχέδιους οικισμούς που ξεφύτρωναν σαν μανιτάρια -ιδίως τη δεκαετία του 1950-60- στην περιφέρεια των μεγάλων πόλεων της Χιλής, όπου συνέρρεαν εσωτερικοί μετανάστες, άποροι, άστεγοι. Εν αναμονή μιας πιο μόνιμης λύσης καταλάμβαναν άδεια χωράφια όπου χαρτόνια και τσίγκοι γίνονταν κατ’ ευφημισμόν σπίτια. Ως το 1969, όταν στο πλαίσιο της νέας στεγαστικής πολιτικής της κυβέρνησης του χριστιανοδημοκράτη Φερνάντο Φρέι, ο οικισμός Villa Francia νομιμοποιήθηκε και στις 1.500 οικογένειες που το κατοικούσαν παραχωρήθηκε -έναντι μικρού τιμήματος που ξεχρέωναν επί χρόνια- ένα σπίτι: στους φτωχότερους 10×20 μέτρα χωρίς αποχέτευση, νερό και ηλεκτρισμό, στους λιγότερο φτωχούς 10×30 μέτρα με την πολυτέλεια του νερού.
Είναι η εποχή των τεράστιων πολιτικών ανακατατάξεων στη Χιλή με πρωταγωνιστικό ρόλο των πιο παραγνωρισμένων πληθυσμών γύρω από τη Λαϊκή Ενότητα που με τον Σαλβαδόρ Αγέντε το 1970 έφτασε στην εξουσία. Επί της κυβέρνησής του η Villa Francia έγινε φυτώριο αγωνιστικής ετοιμότητας με έντονη παρουσία των μαχητικών ιερέων της Θεολογίας της Απελευθέρωσης και των ριζοσπαστικών κινημάτων. Eπί δικτατορίας του Πινοτσέτ είναι το «ανατρεπτικό επίκεντρο» της πρωτεύουσας: εμβληματικός τόπος της αντίστασης κατά του ολοκληρωτισμού (προπύργιο του Κινήματος της Επαναστατικής Αριστεράς, MIR), με πολυάριθμες συγκρούσεις με τις δυνάμεις ασφάλειας, 4 αγνοούμενους και 9 δολοφονημένους νέους. Στη διάρκεια όλης της μεταπολίτευσης και μέχρι σήμερα παραμένει ένας χώρος κοινωνικής διεκδίκησης, ο σημαντικότερος τόπος μνήμης και λαϊκής διαμαρτυρίας στο Σαντιάγο και συχνά στόχος της κρατικής βίας.
Αλλά μετά την πρωτοφανή επιδρομή των καραμπινιέρων στο κοινοτικό ραδιόφωνο, την κοινωνική κουζίνα και σπίτια της γειτονιάς, την κατάσχεση «δυνητικών εκρηκτικών» (καλώδια και μπουκάλια) και όπλων και τη σύλληψη πολλών κατοίκων μετατράπηκε σε λυδία λίθο της σχέσης ανάμεσα στο Κομμουνιστικό Κόμμα -που μετέχει στην κυβέρνηση- και τον πρόεδρο Γκαμπριέλ Μπόριτς.
Το Κ.Κ. αμφισβήτησε την ίδια την επιχείρηση που διατάχθηκε από την Εισαγγελία, θυμίζοντας πως πρόκειται για έναν «τόπο ιστορικής μνήμης» που επιχειρείται να αμαυρωθεί συνδέοντας την κοινωνική διαμαρτυρία με εγκληματικότητα. Η βουλεύτρια του κόμματος Κάρμεν Χερτς αναρωτώμενη για τη νομιμότητα της επιχείρησης ζήτησε από το υπουργείο Εσωτερικών πλήρη ενημέρωση για τους λόγους πίσω από αυτήν αλλά και για τη δράση των καραμπινιέρων. Αλλη συνάδελφός της είπε πως ο τρόπος δράσης των δυνάμεων ασφαλείας θύμισε τη λογική της δικτατορίας. Και ο γ.γ. του Κ.Κ., Λαουτάρο Καρμόνα, υπαινίχτηκε πολλά όταν σε ραδιοφωνική του συνέντευξη δήλωσε πως «ο κόσμος έχει δικαίωμα να πει: αυτό είναι μια προβοκάτσια, μια στημένη ιστορία».
Η κομμουνίστρια Καμίλα Βαγέχο, εκπρόσωπος της κυβέρνησης, διαφοροποιήθηκε από αυτό το κλίμα απαντώντας πως δεν επρόκειτο για πολιτική επιχείρηση εναντίον μιας κοινότητας και πως όσοι επιμένουν σε αυτό το σενάριο «δεν ξέρουν πώς λειτουργεί η κυβέρνηση». Η υπουργός Εσωτερικών Καρολίνα Τοά, που βρέθηκε στο επίκεντρο των επικρίσεων, αναγνώρισε τις «πολύπλοκες διαφορές» στον κυβερνώντα συνασπισμό και μέμφθηκε το Κ.Κ. για την έλλειψη εμπιστοσύνης στην ίδια την κυβέρνηση που μετέχει. Ενώ η πρόεδρος των Σοσιαλιστών Παουλίνα Βοντάνοβιτς επιτέθηκε δριμύτατα στους κομμουνιστές που αμφισβητούν δημόσια την κυβέρνηση, καταλήγοντας πως «δεν είναι μόνο πολιτικά παράλογο, αλλά και επιπλέον ξεπερνά και τη θεσμικότητα».
Δεν είναι ένα μεμονωμένο επεισόδιο. Πέρσι ήρθε η πρώτη κρίση όταν το Κ.Κ. επέκρινε την κυβέρνηση που έθεσε συντονιστή των εκδηλώσεων για τα 50 χρόνια από το πραξικόπημα του Αουγκούστο Πινοτσέτ τον συγγραφέα Πατρίσιο Φερνάντες, τον οποίο κατηγορούν ότι σχετικοποιεί τα εγκλήματα της δικτατορίας οδηγώντας στην απομάκρυνσή του.
Τον Φεβρουάριο η ομιλία του Μπόριτς στην κηδεία του συντηρητικού προέδρου Σεμπαστιάν Πινιέρα εξόργισε πολλά στελέχη των κομμουνιστών. Ιδίως όταν υποστήριξε πως μετά την κοινωνική εξέγερση του 2019 «οι προσφυγές στην Δικαιοσύνη (κατά του Πινιέρα και υπουργών του) και οι επικρίσεις ξεπέρασαν το δίκαιο και λογικό» και πως παρότι διαφωνούσε κάποιες φορές με τις δράσεις του, ο επιχειρηματίας πρώην πρόεδρος «πάντα χρησιμοποίησε τα εργαλεία της δημοκρατίας και του Συντάγματος».
Λίγες μέρες πριν από αυτή την αστυνομική επιχείρηση στελέχη του Κ.Κ. μίλησαν για αντικομμουνιστικές τάσεις στην κυβέρνηση έπειτα από την αποπομπή του Χουάν Αντρές Λάγος, μέλους της Πολιτικής Επιτροπής του Κ.Κ., από τη θέση συμβούλου του υφυπουργού Εσωτερικών. Κάτι που δεν θα αποφασιζόταν μόνο από τον υφυπουργό χωρίς τη σύμφωνη γνώμη (ή την «παρότρυνση» του προέδρου Μπόριτς), γεγονός που αποτελεί καμπή στη σχέση Κ.Κ. και προέδρου. Οπως καμπή αποτέλεσε και η προφυλάκιση μίας από τις πλέον προβεβλημένες και δημοφιλείς προσωπικότητες του Κ.Κ., του δημάρχου της Ρεκολέτα, Ντανιέλ Χαντούε. Οι αρχές τον κατηγορούν για απάτη και κακοδιαχείριση και ο ίδιος δηλώνει θύμα πολιτικής δίωξης.
Η κυβέρνηση επιχειρεί να εμφανίσει αυτή την αποστασιοποίηση του Κ.Κ. ως μια εσωτερική του υπόθεση ανάμεσα σε τάσεις του. Αλλά στην ουσία είναι μια ιδεολογική μάχη που γεννιέται από τις υπαναχωρήσεις μιας κυβέρνησης, η οποία έχει κάνει στροφή 180 μοιρών καταλήγοντας σε μια συμβιβαστική μετριοπάθεια που αθετεί τον ελάχιστο κοινό στόχο με το Κ.Κ.: το συμφωνημένο πρόγραμμα βαθιών μεταρρυθμίσεων.
«Η γενιά του Μπόριτς», γράφει η El País, «έφτασε στην εξουσία με την πρόθεση να ανανεώσει την πολιτική. Η ρητορική της επέκρινε τα 30 χρόνια κυβερνήσεων -στο μεγαλύτερο μέρος τους- της κεντροαριστερής Concertación. Και φτάνοντας στο προεδρικό μέγαρο Λα Μονέδα το 2022 όχι μόνο έχει στρογγυλέψει τις θέσεις της, αλλά και έχει εντάξει στην κυβέρνηση πολιτικούς που έπαιξαν ρόλο-κλειδί στην Concertación, όπως την υπουργό Εσωτερικών και Ασφάλειας Καρολίνα Τοά.
Σταδιακά αλλά συστηματικά ο Μπόριτς στράφηκε στη συντηρητική σοσιαλδημοκρατία σε όλα τα καίρια θέματα: την ασφάλεια, τη μετανάστευση, την ιστορική σύγκρουση με τους Μαπούτσε, την εξωτερική πολιτική ή τη δημοσιονομική πειθαρχία. Πολλά στελέχη του Κ.Κ. ποτέ δεν φαντάστηκαν ότι το κόμμα τους θα κατέληγε πυλώνας μιας τέτοιας κυβέρνησης. Και έτσι τώρα βλέπουμε μια έντονη διαφορά ανάμεσα σε δύο ομάδες, λέει στην El País ο Οκτάβιο Αβεντάνιο του Πανεπιστημίου της Χιλής. «Μία που μεριμνά περισσότερο για τη θεσμικότητα και μια άλλη που επιμένει στο πρόγραμμα που είχε στον πρώτο γύρο ο Μπόριτς και στις κοινωνικές κινητοποιήσεις».
Οι κυβερνητικές συμμαχίες διέρχονται ένα τούνελ, αλλά στο τέλος του λάμπει το (ξανά) ανερχόμενο άστρο της Δεξιάς, που οι δημοσκοπήσεις φέρουν ως επικρατέστερη να κερδίσει την προεδρία το 2025. Και πίσω της, στο βαθύ σκοτάδι, καραδοκεί η Ακροδεξιά του Αντόνιο Καστ και ο νεοφασισμός: αυτόν που το 2021 επέλεξε το 44% το πληθυσμού.