Πηγή: BDS
Ο καθηγητής Ilan Pappe* συμμετείχε ως ομιλητής στην ετήσια Ημέρα Μνήμης Γενοκτονίας της IHRC (Islamic Human Rights Commission – Ισλαμική Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων) στο Λονδίνο, στο Ηνωμένο Βασίλειο, στις 21 Ιανουαρίου 2024 και μίλησε για την ανάγκη να καταλάβουμε ότι η γενοκτονία των Παλαιστινίων που εκτυλίσσεται μπροστά μας σήμερα, όσο βίαιη και αν είναι, σηματοδοτεί επίσης το θάνατο του λεγόμενου εβραϊκού κράτους. Πρέπει να είμαστε έτοιμοι να φανταστούμε έναν νέο κόσμο πέρα από αυτό.
Η ιδέα πως ο σιωνισμός είναι εποικιστική αποικιοκρατία δεν είναι καινούργια. Ήδη από τη δεκαετία του 1960, οι Παλαιστίνιοι μελετητές που εργάζονταν στη Βηρυτό, στο Ερευνητικό Κέντρο της PLO, είχαν καταλάβει ότι αυτό που αντιμετώπιζαν στην Παλαιστίνη δεν ήταν ένα κλασικό αποικιακό σχέδιο. Δεν μπορούσαν να δουν το Ισραήλ απλώς ως μια βρετανική ή αμερικανική αποικία, αλλά ως ένα φαινόμενο που υπήρχε και σε άλλα μέρη του κόσμου και ορίστηκε ως εποικιστική αποικιοκρατία. Έχει ενδιαφέρον ότι για 20-30 χρόνια η έννοια του σιωνισμού ως εποικιστικής αποικιοκρατίας εξαφανίστηκε από τον πολιτικό και ακαδημαϊκό διάλογο. Επανήλθε όταν μελετητές σε άλλα μέρη του κόσμου, κυρίως στη Νότια Αφρική, την Αυστραλία και τη Βόρεια Αμερική, συμφώνησαν ότι ο σιωνισμός είναι ένα φαινόμενο όμοιο με το κίνημα των Ευρωπαίων που δημιούργησαν τις Ηνωμένες Πολιτείες, τον Καναδά, την Αυστραλία, τη Νέα Ζηλανδία και τη Νότια Αφρική. Η ιδέα αυτή μας βοηθά να κατανοήσουμε πολύ καλύτερα τη φύση του σιωνιστικού σχεδίου στην Παλαιστίνη από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι σήμερα και μας δίνει μια ιδέα για το τι να περιμένουμε στο μέλλον.
Νομίζω ότι αυτή η συγκεκριμένη ιδέα στη δεκαετία του 1990, που συνέδεσε τόσο ξεκάθαρα τις ενέργειες των Ευρωπαίων εποίκων, ιδίως σε μέρη όπως η Βόρεια Αμερική και η Αυστραλία, με τις ενέργειες των εποίκων που ήρθαν στην Παλαιστίνη στα τέλη του 19ου αιώνα, διασαφήνισε ξεκάθαρα τις προθέσεις των Εβραίων εποίκων που εποίκισαν την Παλαιστίνη, καθώς και τη φύση της τοπικής παλαιστινιακής αντίστασης σε αυτόν τον εποικισμό. Οι έποικοι υιοθέτησαν τη βασικότερη λογική που διέπει τα εποικιστικά αποικιοκρατικά κινήματα, ότι δηλαδή για να δημιουργήσεις μια επιτυχημένη κοινότητα εποικιστικής αποικιοκρατίας εκτός Ευρώπης πρέπει να εξοντώσεις τους αυτόχθονες του τόπου που έχεις εποικίσει. Αυτό σημαίνει ότι η αντίσταση των αυτοχθόνων σε αυτή τη λογική ισοδυναμούσε με αγώνα ενάντια στην εξόντωση και όχι απλώς με έναν απελευθερωτικό αγώνα. Είναι σημαντικό αυτό να λαμβάνεται υπόψη όταν εξετάζουμε τον τρόπο λειτουργίας της Χαμάς και άλλων παλαιστινιακών αντιστασιακών επιχειρήσεων από το 1948 και μετά.
Οι ίδιοι οι έποικοι, όπως και πολλοί Ευρωπαίοι που κατέφυγαν στη Βόρεια Αμερική, την Κεντρική Αμερική ή την Αυστραλία, ήταν πρόσφυγες και θύματα διώξεων. Κάποιοι από αυτούς ήταν λιγότερο δυστυχείς και απλώς αναζητούσαν μια καλύτερη ζωή με ευκαιρίες. Οι περισσότεροι όμως ήταν απόβλητοι στην Ευρώπη και ήθελαν να δημιουργήσουν μια Ευρώπη σε ένα άλλο μέρος, μια νέα Ευρώπη, αντί για την Ευρώπη που δεν τους ήθελε. Στις περισσότερες περιπτώσεις, επέλεξαν ένα μέρος όπου ζούσαν ήδη κάποιοι άλλοι, ένας λαός αυτοχθόνων. Τα πιο σημαντικά πρόσωπα μεταξύ τους ήταν μια βασική ομάδα ηγετών και των ιδεολόγων τους, οι οποίοι παρείχαν κατάλληλες θρησκευτικές και πολιτιστικές αιτιολογήσεις για τον εποικισμό της γης κάποιων άλλων. Σε αυτό μπορεί να προστεθεί η ανάγκη να στηρίζονται σε μια αυτοκρατορία ώστε να ξεκινήσει, αλλά και για να διατηρηθεί ο εποικισμός, ακόμη κι αν την εποχή εκείνη οι έποικοι επαναστατούσαν εναντίον της αυτοκρατορίας που τους βοηθούσε και ζητούσαν την ανεξαρτησία τους, την οποία σε πολλές περιπτώσεις κατέκτησαν, για να ανανεώσουν μόνο στη συνέχεια τη συμμαχία τους με την αυτοκρατορία. Η αγγλο-σιωνιστική σχέση που μετατράπηκε σε αγγλο-ισραηλινή συμμαχία είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Η ιδέα ότι μπορείς να απομακρύνεις με τη βία τον λαό από τη γη που θέλεις, γίνεται μάλλον πιο κατανοητή –αλλά όχι δικαιολογημένη– εάν λάβουμε υπόψη τις συνθήκες που επικρατούσαν κατά τον 16ο, τον 17ο και τον 18ο αιώνα, καθώς η πρακτική αυτή είχε την πλήρη έγκριση του ιμπεριαλισμού και της αποικιοκρατίας. Τροφοδοτήθηκε από την κοινή απανθρωποποίηση –την διαδικασία μέσω της οποίας τα ανθρώπινα όντα χάνουν τα χαρακτηριστικά που τα προσδιορίζουν ως ανθρώπινα όντα– των άλλων μη δυτικών, μη ευρωπαϊκών λαών. Εάν καταφέρεις να απανθρωποποιήσεις τους ανθρώπους, μπορείς πιο εύκολα να τους απομακρύνεις. Η διαφορά με το σιωνισμό ως εποικιστικό αποικιακό κίνημα είναι ότι εμφανίστηκε στη διεθνή σκηνή σε μια εποχή κατά την οποία οι άνθρωποι σε όλο τον κόσμο είχαν αρχίσει να αμφισβητούν το δικαίωμα να απομακρύνονται οι αυτόχθονες, να εξολοθρεύονται οι ιθαγενείς, και επομένως υπό αυτό το πρίσμα, μπορούμε να καταλάβουμε τον κόπο και την ενέργεια που αφιέρωσαν οι Σιωνιστές και αργότερα το κράτος του Ισραήλ στην προσπάθεια να καλύψουν τον πραγματικό στόχο ενός εποικιστικού αποικιακού κινήματος όπως ο σιωνισμός, που ήταν η εξολόθρευση των ιθαγενών.
Σήμερα όμως που στη Γάζα εξολοθρεύουν τον ντόπιο πληθυσμό μπροστά στα μάτια μας, πώς γίνεται να έχουν σχεδόν εγκαταλείψει 75 χρόνια προσπάθειας απόκρυψης των εξοντωτικών πολιτικών τους; Για να το καταλάβουμε αυτό, πρέπει να αντιληφθούμε το μετασχηματισμό της φύσης του σιωνισμού στην Παλαιστίνη με την πάροδο των χρόνων.
Στα πρώτα στάδια του σιωνιστικού εποικιστικού αποικιοκρατικού σχεδίου, οι ηγέτες του διεξήγαγαν τις πολιτικές εξόντωσής τους, σε μια γνήσια προσπάθεια να τετραγωνίσουν τον κύκλο, ισχυριζόμενοι ότι ήταν δυνατό να οικοδομηθεί μια δημοκρατία και ταυτόχρονα να εξολοθρευθεί ο ντόπιος πληθυσμός. Υπήρχε μια έντονη επιθυμία να ανήκουν στην κοινότητα των πολιτισμένων εθνών και οι ηγέτες υπέθεταν, ιδίως μετά το Ολοκαύτωμα, ότι οι πολιτικές εξόντωσης δεν θα απέκλειαν το Ισραήλ από αυτή την κοινότητα.
Προκειμένου να τετραγωνιστεί ο κύκλος, η ηγεσία επέμενε ότι οι εξοντωτικές ενέργειές της κατά των Παλαιστινίων ήταν «αντίποινα» ή «απάντηση» στις παλαιστινιακές ενέργειες. Αλλά πολύ σύντομα, όταν αυτή η ηγεσία θέλησε να προχωρήσει σε πιο ουσιαστικές ενέργειες εξόντωσης, εγκατέλειψε το ψεύτικο πρόσχημα της «αντεκδίκησης» και απλά σταμάτησε να δικαιολογεί αυτά που έκανε.
Από αυτή την άποψη, υπάρχει ένας συσχετισμός μεταξύ του τρόπου με τον οποίο εξελίχθηκε η εθνοκάθαρση το 1948 και των επιχειρήσεων των Ισραηλινών στη Γάζα σήμερα. Το 1948, η ηγεσία δικαιολογούσε στον εαυτό της κάθε σφαγή, συμπεριλαμβανομένης της διαβόητης σφαγής της Ντέιρ Γιασίν στις 9 Απριλίου, ως αντίδραση σε μια παλαιστινιακή ενέργεια, όπως η ρίψη πέτρας σε λεωφορείο ή η επίθεση σε έναν εβραϊκό οικισμό. Η ισραηλινή επίθεση έπρεπε να παρουσιαστεί στο εσωτερικό και στο εξωτερικό ως κάτι που δεν έρχεται από το πουθενά, αλλά ως αυτοάμυνα. Μάλιστα, αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο ισραηλινός στρατός ονομάζεται «Ισραηλινές Δυνάμεις Άμυνας». Επειδή όμως πρόκειται για ένα σχέδιο εποικιστικής αποικιοκρατίας, δεν μπορεί να στηρίζεται συνέχεια στην «αντεκδίκηση».
Οι σιωνιστικές δυνάμεις ξεκίνησαν την εθνοκάθαρση κατά τη διάρκεια της Νάκμπα τον Φεβρουάριο του 1948 και για έναν μήνα όλες αυτές οι επιχειρήσεις παρουσιάζονταν ως αντίποινα στην παλαιστινιακή αντίθεση στο σχέδιο διχοτόμησης του ΟΗΕ τον Νοέμβριο του 1947. Στις 10 Μαρτίου 1948, η σιωνιστική ηγεσία έπαψε να μιλάει για αντίποινα και υιοθέτησε ένα κεντρικό σχέδιο για την εθνοκάθαρση της Παλαιστίνης. Από τον Μάρτιο του 1948 έως το τέλος του 1948 η εθνοκάθαρση της Παλαιστίνης που οδήγησε στην εκδίωξη του μισού πληθυσμού της Παλαιστίνης, την καταστροφή των μισών χωριών της και στην αποαραβοποίηση των περισσότερων πόλεων της, έγινε στο πλαίσιο ενός συστηματικού και σκόπιμου κεντρικού σχεδίου εθνοκάθαρσης.
Παρομοίως, μετά την κατοχή της Δυτικής Όχθης και της Λωρίδας της Γάζας τον Ιούνιο του 1967, κάθε φορά που το Ισραήλ ήθελε να αλλάξει ριζικά την πραγματικότητα ή να εμπλακεί σε μια επιχείρηση εθνοκάθαρσης πλήρους κλίμακας, δεν χρειαζόταν πια να καταφεύγει σε δικαιολογίες.
Σήμερα, γινόμαστε μάρτυρες ενός παρόμοιου τρόπου δράσης. Στην αρχή, οι ενέργειες παρουσιάστηκαν ως αντίποινα για την επιχείρηση Tufun al-Aqsa. Τώρα όμως πρόκειται για πόλεμο, που ονομάζεται «σπαθί του πολέμου» και έχει ως στόχο να επιστρέψει η Γάζα υπό τον άμεσο ισραηλινό έλεγχο, αλλά με εθνοκάθαρση του λαού της μέσω μιας εκστρατείας γενοκτονίας.
Το μεγάλο ερώτημα είναι γιατί οι πολιτικοί, οι δημοσιογράφοι και οι ακαδημαϊκοί στη Δύση έπεσαν στην ίδια παγίδα που είχαν πέσει το 1948; Πώς μπορούν ακόμα και σήμερα να πιστεύουν σε αυτή την ιδέα ότι το Ισραήλ υπερασπίζεται τον εαυτό του στη Λωρίδα της Γάζας; Ότι αντιδρά στις ενέργειες της 7ης Οκτωβρίου;
Ή ίσως να μην πέφτουν στην παγίδα. Μπορεί να γνωρίζουν ότι αυτό που κάνει το Ισραήλ στη Γάζα είναι να χρησιμοποιεί την 7η Οκτωβρίου ως πρόσχημα.
Όπως και να έχει, μέχρι στιγμής, η επίκληση από τους Ισραηλινούς κάθε φορά που επιτίθενται στους Παλαιστίνιους σε ένα πρόσχημα, έχει βοηθήσει το κράτος να διατηρήσει την ασπίδα ασυλίας του, που του επιτρέπει να συνεχίζει την εγκληματική του πολιτική χωρίς να φοβάται οποιαδήποτε ουσιαστική αντίδραση από τη διεθνή κοινότητα. Το πρόσχημα βοηθά να προβληθεί η εικόνα του Ισραήλ ως μέρος του δημοκρατικού και δυτικού κόσμου, και ως εκ τούτου υπεράνω από κάθε καταδίκη και κυρώσεις. Όλη αυτή η συζήτηση περί άμυνας και αντιποίνων είναι καίριας σημασίας για την ασπίδα ασυλίας που απολαμβάνει το Ισραήλ από τις κυβερνήσεις του Παγκόσμιου Βορρά.
Αλλά όπως και το 1948, έτσι και σήμερα, το Ισραήλ καθώς η επιχείρησή του παρατείνεται, απεμπολεί το πρόσχημα, και τότε είναι που ακόμα και οι μεγαλύτεροι υποστηρικτές του δυσκολεύονται να υποστηρίξουν την πολιτική του. Το μέγεθος της καταστροφής, οι μαζικές δολοφονίες στη Γάζα, η γενοκτονία, είναι σε τέτοιο επίπεδο που οι Ισραηλινοί δυσκολεύονται όλο και περισσότερο να πείσουν ακόμα και τους εαυτούς τους ότι αυτό που κάνουν είναι στην πραγματικότητα αυτοάμυνα ή αντίδραση. Έτσι, πιθανώς στο μέλλον όλο και περισσότεροι άνθρωποι θα δυσκολεύονται να αποδεχτούν αυτή την ισραηλινή εξήγηση για τη γενοκτονία στη Γάζα.
Για τους περισσότερους ανθρώπους είναι σαφές ότι αυτό που απαιτείται είναι ένα πλαίσιο και όχι ένα πρόσχημα. Ιστορικά και ιδεολογικά, είναι πολύ σαφές ότι η 7η Οκτωβρίου χρησιμοποιείται ως πρόσχημα για να ολοκληρωθεί αυτό που το σιωνιστικό κίνημα δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει το 1948.
Το 1948 το κίνημα εποικιστικής αποικιοκρατίας του σιωνισμού χρησιμοποίησε ένα συγκεκριμένο σύνολο ιστορικών συνθηκών τις οποίες παραθέτω λεπτομερώς στο βιβλίο μου «Η εθνοκάθαρση της Παλαιστίνης», προκειμένου να εκδιώξει τον μισό πληθυσμό της Παλαιστίνης. Όπως προανέφερα, κατά τη διαδικασία αυτή κατέστρεψαν τα μισά παλαιστινιακά χωριά και κατεδάφισαν τις περισσότερες παλαιστινιακές πόλεις. Κι όμως, οι μισοί Παλαιστίνιοι παρέμειναν μέσα στην Παλαιστίνη. Όσοι Παλαιστίνιοι έγιναν πρόσφυγες εκτός των ορίων της Παλαιστίνης συνέχισαν την αντίσταση των Παλαιστινίων και ως εκ τούτου το αποικιοκρατικό ιδεώδες της εξάλειψης των ντόπιων δεν εκπληρώθηκε και σταδιακά το Ισραήλ χρησιμοποίησε όλη του τη δύναμη από το 1948 μέχρι σήμερα για να συνεχίσει την εξόντωση των αυτοχθόνων.
Η εξόντωση των αυτοχθόνων από την αρχή μέχρι το τέλος δεν περιλαμβάνει μόνο μια στρατιωτική επιχείρηση, με την οποία καταλαμβάνεται ένας τόπος και σφαγιάζονται ή εκδιώκονται άνθρωποι. Η εξόντωση θα πρέπει να είναι δικαιολογημένη ή θα πέσει σε αδράνεια, και ο τρόπος για να γίνει αυτό, είναι η συνεχής απανθρωποποίηση αυτών που σκοπεύεις να εξοντώσεις. Δεν μπορεί κανείς να σκοτώσει μαζικά ανθρώπους ή να διεξάγει γενοκτονία χωρίς να τους αφαιρέσει τα χαρακτηριστικά που τους κάνουν ανθρώπους. Έτσι, η απανθρωποποίηση των Παλαιστινίων μεταφέρεται ως ένα ρητό και σιωπηρό μήνυμα στους Ισραηλινούς Εβραίους μέσω του εκπαιδευτικού τους συστήματος, του συστήματος κοινωνικοποίησής τους στο στρατό, των μέσων επικοινωνίας και του πολιτικού λόγου. Αυτό το μήνυμα πρέπει να συνεχίσει να μεταδίδεται για να ολοκληρωθεί η εξόντωση.
Έτσι, γινόμαστε μάρτυρες μιας νέας, ιδιαίτερης σκληρής προσπάθειας να ολοκληρωθεί η εξόντωση. Και όμως, δεν είναι όλα απελπιστικά. Στην πραγματικότητα, όλως παραδόξως, η συγκεκριμένη απάνθρωπη καταστροφή της Γάζας εκθέτει την αποτυχία του σχεδίου εποικιστικής αποικιοκρατίας του σιωνισμού. Αυτό μπορεί να ακούγεται παράλογο, επειδή περιγράφω μια σύγκρουση μεταξύ ενός μικρού κινήματος αντίστασης, του παλαιστινιακού απελευθερωτικού κινήματος και ενός ισχυρού κράτους με μια στρατιωτική μηχανή και μια ιδεολογική υποδομή που επικεντρώνεται αποκλειστικά στην καταστροφή του ιθαγενούς λαού της Παλαιστίνης. Αυτό το απελευθερωτικό κίνημα δεν έχει μια ισχυρή συμμαχία πίσω του, ενώ το κράτος που αντιμετωπίζει, έχει παντοδύναμους συμμάχους –από τις Ηνωμένες Πολιτείες μέχρι τις πολυεθνικές εταιρείες, τις εταιρείες ασφαλείας της στρατιωτικής βιομηχανίας, τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης και την κυρίαρχη ακαδημαϊκή κοινότητα. Μιλάμε για κάτι που ακούγεται σχεδόν απελπιστικό και θλιβερό, επειδή υπάρχει αυτή η διεθνής ασυλία για τις πολιτικές εξόντωσης που ξεκινούν από τα πρώτα στάδια του σιωνισμού μέχρι σήμερα. Θα φανεί ίσως το χειρότερο κεφάλαιο της ισραηλινής προσπάθειας να προωθήσει τις πολιτικές εξόντωσης σε ένα νέο επίπεδο, σε μια πολύ πιο επικεντρωμένη προσπάθεια δολοφονίας χιλιάδων ανθρώπων σε σύντομο χρονικό διάστημα, όπως δεν έχει τολμήσει ποτέ ως τώρα.
Πώς μπορεί αυτή λοιπόν να είναι και μια στιγμή ελπίδας; Πρώτα απ’ όλα, αυτό το είδος πολιτικής οντότητας, ένα κράτος, που πρέπει να συντηρεί την απανθρωποποίηση των Παλαιστινίων για να δικαιολογεί την εξόντωσή τους είναι μια πολύ επισφαλής βάση, αν κοιτάξουμε στο απώτερο μέλλον.
Αυτή η δομική αδυναμία ήταν ήδη εμφανής πριν από την 7η Οκτωβρίου και μέρος αυτής της αδυναμίας είναι το γεγονός ότι αν αφαιρέσετε το σχέδιο εξόντωσης, υπάρχουν πολύ λίγα πράγματα που ενώνουν την ομάδα των ανθρώπων που αυτοπροσδιορίζονται ως το εβραϊκό έθνος στο Ισραήλ.
Αν αποκλείσουμε την ανάγκη να πολεμούν ενάντια στους Παλαιστινίους με σκοπό την εξόντωσή τους, αυτό που μένει είναι δύο αντιμαχόμενα εβραϊκά στρατόπεδα, τα οποία μάλιστα είδαμε να συγκρούονται στους δρόμους του Τελ Αβίβ και της Ιερουσαλήμ μέχρι τις 6 Οκτωβρίου 2023. Τεράστιες διαδηλώσεις κοσμικών Εβραίων, εκείνων που αυτοπροσδιορίζονται ως κοσμικοί Εβραίοι –κυρίως ευρωπαϊκής καταγωγής– που πιστεύουν ότι είναι δυνατόν να δημιουργηθεί ένα δημοκρατικό πλουραλιστικό κράτος, διατηρώντας παράλληλα την κατοχή και το καθεστώς απαρτχάιντ απέναντι στους Παλαιστίνιους μέσα στο Ισραήλ, έρχονταν αντιμέτωποι με ένα μεσσιανικό νέο είδος σιωνισμού που αναπτύχθηκε στους εβραϊκούς εποικισμούς στη Δυτική Όχθη, αυτό που αποκάλεσα αλλού το κράτος της Ιουδαίας, το οποίο εμφανίστηκε ξαφνικά ανάμεσά μας, οι οποίοι πιστεύουν ότι τώρα έχουν τον τρόπο να δημιουργήσουν ένα είδος σιωνιστικής θεοκρατίας χωρίς σεβασμό στη δημοκρατία, και πιστεύουν ότι αυτό αποτελεί το μοναδικό όραμα για ένα μελλοντικό εβραϊκό κράτος.
Δεν υπάρχει τίποτα κοινό μεταξύ αυτών των δύο οραμάτων εκτός από ένα πράγμα: και τα δύο στρατόπεδα δεν νοιάζονται για τους Παλαιστίνιους, και τα δύο στρατόπεδα πιστεύουν ότι η επιβίωση του Ισραήλ εξαρτάται από τη συνέχιση των πολιτικών εξόντωσης απέναντι στους Παλαιστίνιους. Αυτό δεν πρόκειται να αντέξει για πολύ. Θα διαλυθεί και θα καταρρεύσει εκ των έσω, διότι δεν μπορείς στον 21ο αιώνα να συγκρατήσεις ένα κράτος και μια κοινωνία στη βάση του ότι η κοινή αίσθηση του ανήκειν είναι να είναι μέρος ενός εξολοθρευτικού γενοκτονικού σχεδίου. Για κάποιους μπορεί να λειτουργεί, αλλά όχι για όλους.
Είδαμε ήδη ενδείξεις γι’ αυτό και πριν από την 7η Οκτωβρίου, πώς Ισραηλινοί που έχουν ευκαιρίες σε άλλα μέρη του κόσμου λόγω της διπλής τους ιθαγένειας, των επαγγελμάτων τους και των οικονομικών τους δυνατοτήτων, σκέφτονται σοβαρά να μεταφέρουν τόσο τα χρήματά τους όσο και τους εαυτούς τους εκτός του κράτους του Ισραήλ. Αυτό που θα μείνει είναι μια κοινωνία οικονομικά αδύναμη, η οποία θα καθοδηγείται από αυτού του είδους τη συγχώνευση του μεσσιανικού σιωνισμού με τον ρατσισμό και τις εξοντωτικές πολιτικές απέναντι στους Παλαιστίνιους. Ναι, ο συσχετισμός δυνάμεων στην αρχή θα είναι με την πλευρά της εξόντωσης, όχι με τα θύματα, αλλά ο συσχετισμός δυνάμεων δεν είναι μόνο τοπικός, ο συσχετισμός δυνάμεων είναι περιφερειακός και διεθνής, και όσο πιο καταπιεστικές είναι οι εξοντωτικές πολιτικές (και είναι τρομερό να το λέω, αλλά είναι αλήθεια) τόσο λιγότερο μπορούν να καλυφθούν ως «απάντηση» ή «αντίποινα» και τόσο περισσότερο θεωρούνται ως μια βάρβαρη πολιτική γενοκτονίας. Έτσι, μειώνονται οι πιθανότητες η ασυλία που απολαμβάνει σήμερα το Ισραήλ να συνεχιστεί στο μέλλον.
Συνεπώς, πιστεύω πραγματικά ότι σε αυτή την πολύ σκοτεινή στιγμή που βιώνουμε –και είναι μια σκοτεινή στιγμή επειδή η εξόντωση των Παλαιστινίων έχει περάσει σε ένα νέο, πρωτοφανές επίπεδο, από την άποψη του λόγου που χρησιμοποιεί το Ισραήλ, της έντασης και του σκοπού των εξοντωτικών πολιτικών. Δεν έχει υπάρξει τέτοια περίοδος στην ιστορία, αυτή είναι μια νέα φάση της κτηνωδίας κατά των Παλαιστινίων. Ακόμα και η Νάκμπα, μια αδιανόητη καταστροφή, δεν συγκρίνεται με αυτό που βλέπουμε τώρα και με αυτό που θα δούμε τους επόμενους μήνες. Κατά τη γνώμη μου, διανύουμε τους πρώτους τρεις μήνες μιας περιόδου δύο ετών κατά την οποία θα γίνουμε μάρτυρες της χειρότερης φρίκης που μπορεί να προκαλέσει το Ισραήλ στους Παλαιστίνιους.
Αλλά ακόμα και σε αυτή τη σκοτεινή στιγμή, θα πρέπει να καταλάβουμε ότι τα σχέδια εποικιστικής αποικιοκρατίας που καταρρέουν χρησιμοποιούν πάντα τα χειρότερα μέσα για να προσπαθήσουν να διασωθούν. Το είδαμε στη Νότια Αφρική και στο Νότιο Βιετνάμ. Δεν το λέω αυτό ως ευσεβή πόθο και δεν το λέω ως πολιτικός ακτιβιστής: Το λέω ως μελετητής του Ισραήλ και της Παλαιστίνης με όλη την αυτοπεποίθηση που μου προσδίδουν τα επιστημονικά μου προσόντα. Με νηφάλια επαγγελματική εξέταση, δηλώνω ότι γινόμαστε μάρτυρες του τέλους του σιωνιστικού σχεδίου, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία γι’ αυτό.
Αυτό το ιστορικό σχέδιο έχει φτάσει στο τέλος του και είναι ένα τέλος βίαιο –τέτοια σχέδια συνήθως καταρρέουν βίαια, επομένως είναι μια πολύ επικίνδυνη στιγμή για τα θύματα αυτού του σχεδίου, και τα θύματα είναι πάντα οι Παλαιστίνιοι μαζί με τους Εβραίους, επειδή οι Εβραίοι είναι επίσης θύματα του σιωνισμού. Έτσι, η διαδικασία της κατάρρευσης δεν είναι απλώς μια στιγμή ελπίδας, είναι επίσης η αυγή που θα έρθει μετά το σκοτάδι, είναι το φως στην άκρη του τούνελ.
Μια τέτοια κατάρρευση όμως παράγει ένα κενό. Το κενό εμφανίζεται ξαφνικά: είναι σαν ένα τείχος που διαβρώνεται σιγά-σιγά από ρωγμές, και μετά καταρρέει σε μια στιγμή. Και πρέπει να είναι κανείς έτοιμος για τέτοιες καταρρεύσεις, για την εξαφάνιση ενός κράτους ή την αποσύνθεση ενός σχεδίου εποικιστικής αποικιοκρατίας. Είδαμε τι συνέβη στον αραβικό κόσμο, όταν το χάος του κενού δεν καλύφθηκε από κανένα εποικοδομητικό και εναλλακτικό σχέδιο· σε μια τέτοια περίπτωση, το χάος συνεχίζεται.
Ένα πράγμα είναι σαφές, όποιος σκέφτεται μια εναλλακτική για το σιωνιστικό κράτος δεν πρέπει να αναζητήσει στην Ευρώπη ή στη Δύση τα μοντέλα που θα αντικαταστήσουν το κράτος που καταρρέει. Υπάρχουν πολύ καλύτερα μοντέλα τα οποία είναι τοπικά και αποτελούν παρακαταθήκες από το πρόσφατο και πιο μακρινό παρελθόν του Μασρέκ (της ανατολικής Μεσογείου) και του αραβικού κόσμου στο σύνολό του. Η μακρά οθωμανική περίοδος έχει τέτοια μοντέλα και παρακαταθήκες που μπορούν να μας βοηθήσουν να πάρουμε ιδέες από το παρελθόν για να κοιτάξουμε στο μέλλον.
Αυτά τα μοντέλα μπορούν να μας βοηθήσουν να οικοδομήσουμε ένα πολύ διαφορετικό είδος κοινωνίας που σέβεται τις συλλογικές ταυτότητες καθώς και τα ατομικά δικαιώματα, και χτίζεται από το μηδέν ως ένα νέο είδος μοντέλου που επωφελείται από τις διδαχές των λαθών της αποαποικιοποίησης σε πολλά μέρη του κόσμου, συμπεριλαμβανομένου του αραβικού κόσμου και της Αφρικής. Αυτό ελπίζουμε ότι θα δημιουργήσει μια διαφορετικού είδους πολιτική οντότητα που θα έχει τεράστιο και θετικό αντίκτυπο στον αραβικό κόσμο στο σύνολό του.
Πηγή: Ισλαμική Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων
*Ο Ilan Pappé είναι καθηγητής Ιστορίας και διευθυντής του Ευρωπαϊκού Κέντρου Παλαιστινιακών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Exeter. Είναι συγγραφέας πολυάριθμων βιβλίων, με πιο πρόσφατα τα «Η μεγαλύτερη φυλακή της Γης: Μια Ιστορία της Ισραηλινής Κατοχής της Παλαιστίνης» (Oneworld, 2015), «Η Ιδέα του Ισραήλ» (Verso, 2014) και «Η Σύγχρονη Μέση Ανατολή: Μια Κοινωνική και Πολιτιστική Ιστορία» (Routledge, 2014).