Στην ιστορία της πολιτικής, οι δολοφονίες πολιτικών προσώπων έπαιξαν καταλυτικό και καθοριστικό ρόλο.
Η δολοφονία της Τζο Κοξ στην κορύφωση της προεκλογικής περιόδου, σε μια από τις πλέον αναπτυγμένες χώρες, είναι η πρώτη γυναίκας πολιτικού, η πρώτη επίσης μετά από 26 χρόνια στη Βρετανία και η πρώτη που δεν σχετίζεται με τη σύγκρουση Λονδίνου –IRA.
Η τελευταία δολοφονία Βρετανού πολιτικού ήταν τον Ιούλιο του 1990 όταν ο 53χρονος Ίαν Γκόου βουλευτής των συντηρητικών και πρώην υφυπουργός της Θάτσερ δολοφονήθηκε έξω από το σπίτι του στο Ανατολικό Σάσεξ από έκρηξη βόμβας που είχε τοποθετήσει ο IRA στο αυτοκίνητό του.
Η Κοξ παρόλο που ανήκε στη δεξιά πτέρυγα του εργατικού κόμματος, στήριζε χωρίς περιστροφές τα δικαιώματα των προσφύγων, αναγνώριζε το δράμα των ανθρώπων που ξεριζώνονται εξαιτίας του (ιμπεριαλιστικού) πολέμου και του ISIS.
Η δολοφονία της, όπως κάθε δολοφονία πολιτικού προσώπου, περνά την αντιπαράθεση σε άλλη διάσταση.
Αξίζει να πάρουμε υπόψη πως, σύμφωνα με την έρευνα της δημοσκοπικής εταιρείας Ipsos MORI, ενώ στις αρχές Μαΐου υπέρ της παραμονής τασσόταν το 55% και κατά το 37% των ερωτηθέντων, στις επτά τελευταίες πριν τη δολοφονία δημοσκοπήσεις, οι έξι δείχνουν υπεροχή των υποστηρικτών του Brexit.
Ακόμη και στην τελευταία, στις 11 έως 14 Ιούνη, το 51% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι θέλει την αποχώρηση της Βρετανίας από την ΕΕ έναντι 49% που τάσσεται υπέρ της παραμονής.
Πολλοί εικάζουν – και τα σημάδια δείχνουν προς τα εκεί – ότι η δολοφονία θα ανατρέψει τα δεδομένα υπέρ του στρατοπέδου που επιθυμεί την παραμονή στην ΕΕ.
Brexit: Μια αξιοπρόσεκτη αντοχή
Ωστόσο ανεξάρτητα του αποτελέσματος η πολιτική – εκλογική αυτή στάση των Βρετανών, η αντοχή και το ύψος του Brexit, αξίζουν ιδιαίτερης προσοχής.
Αυτή η αναμέτρηση θα έπρεπε, σύμφωνα με την τυπική λογική, να ήταν περίπατος υπέρ του Ναι.
Αρκεί να σκεφτεί κάποιος πως υπέρ της παραμονής τοποθετήθηκαν από την ηγεσία των Συντηρητικών και των Εργατικών, (στις τελευταίες εκλογές είχαν αθροιστικά πάνω από 67%), ως την Ένωση βρετανών Βιομηχάνων, από την καθολική εκκλησία Αγγλίας-Ολλανδίας την Goldman Sachs, την Citi bank, τις περισσότερες μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις, ως τους επικεφαλής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, του ΝΑΤΟ, τον Ομπάμα, τη Μέρκελ, τον Ολάντ, τον Μητσοτάκη, τις κυβερνήσεις της Κίνας, της Αυστραλίας, της Ελλάδας και βάζε νάχει. «Η ΕΕ, με όλα τα ελαττώματά της, έχει αποδείξει ότι είναι το κρίσιμο διεθνές πλαίσιο για να χτίσουμε το σύγχρονο κόσμο», ισχυρίζονται λίγο ως πολύ.
Ενάντια στην παραμονή της Βρετανίας στην Ε.Ε. τάσσονται ταυτόχρονα μια σειρά εκπρόσωποι των μεγάλων επιχειρήσεων και σύσσωμη η ακροδεξιά, με βασικότερο εκπρόσωπο το εθνικιστικό «Ukip».
Ο επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ Μόρις Όμπστφελντ, κατά την παρουσίαση της εξαμηνιαίας έκθεσης για της προοπτικές της διεθνούς οικονομίας, κατέγραφε με σαφήνεια την κατάσταση: «Η πολιτική ομοφωνία, που στο παρελθόν στήριζε το ευρωπαϊκό σχέδιο, βρίσκεται σε φάση αποσύνθεσης».
Και στους δύο πόλους του ερωτήματος «παραμονή ή έξοδος» κυριαρχούν οι αστικές συντηρητικές δυνάμεις.
Αλλά αυτό καθ αυτό το γεγονός, πως τα βασικά αστικά κόμματα όσο και μερίδες του κεφαλαίου διχάζονται, δεν είναι απλό πράγμα και μάλιστα σε ένα ζήτημα που σχετίζεται στενά με το μέλλον του βρετανικού και ευρωπαϊκού καπιταλισμού.
Στην εξέλιξη της αντιπαράθεσης το στρατόπεδο της παραμονής ομογενοποιείται σχετικά, στο στρατόπεδο της εξόδου η πρωτοκαθεδρία παραχωρείται στη δεξιά και την ακροδεξιά και ταυτόχρονα οι όροι πολιτικής αστάθειας και αναταραχής διατηρούνται ζωντανοί.
Εμφανίζεται μάλιστα μια ενδιαφέρουσα κοινωνική πόλωση.
Έρευνα του YouGov τον περασμένο Σεπτέμβριο έδειχνε ότι «οι φιλοευρωπαϊστές ψηφοφόροι έτειναν να ανήκουν στη μεσαία τάξη, να έχουν μεγαλύτερα εισοδήματα και εργασία, να υπερέχουν σε πανεπιστημιακή μόρφωση και να είναι νεότεροι σε αντίθεση με τους αντιευρωπαϊστές του Brexit, που ανήκαν κατά κύριο λόγο στην εργατική τάξη, όσων βίωσαν την περίοδο Θάτσερ από τα χαμηλότερα επίπεδα της κοινωνικής ιεραρχίας και στη γενιά των baby boomers».
Η βρετανική Αριστερά, όπως και ηγεσίες των οργανώσεων του εργατικού κινήματος, δε δείχνουν να αντιλαμβάνονται την παραπάνω λογική. Ο νέος ηγέτης των «Εργατικών», Τζέρεμι Κόρμπιν, που μιλάει στο όνομα της Αριστεράς και του τερματισμού της λιτότητας, μέχρι πρόσφατα σφοδρός πολέμιος της ΕΕ υπέκυψε στην πίεση της δεξιάς πτέρυγας του κόμματος και καλεί σε ψήφο υπέρ της παραμονής στην Ένωση.
Τα περισσότερα συνδικάτα, στην πλειονότητα της η αυτοπροσδιοριζόμενη ως «βρετανική Αριστερά», αγωνιστές και προσωπικότητες της Αριστεράς έχουν ταχθεί υπέρ της παραμονής της Βρετανίας στην ΕΕ ακολουθώντας τα χνάρια του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα. Υιοθετούν ένα «κριτικό ναι», στη λογική της φαντασίωσης «μένουμε στην ΕΕ για να την αλλάξουμε».
Η επιχειρηματολογία τους στηρίζεται σε δύο πυλώνες: Ο ένας αφορά την ελεύθερη διακίνηση εντός ΕΕ και την ύπαρξη κάποιων κοινών δικαιωμάτων σε μετανάστες εργάτες από άλλα κράτη-μέλη. Ο δεύτερος συνοψίζεται στο «να μη βρεθούμε μόνοι απέναντι στον Κάμερον». Είναι κατάλοιπο της ήττας της δεκαετίας του ’80, που έκανε πολλά συνδικάτα να πιστέψουν ότι η «κοινωνική Ευρώπη» είναι η μόνη προστασία που υπάρχει πια απέναντι στη Θάτσερ και τον «αγγλοσαξονικό» νεοφιλελευθερισμό.
Παρόλα αυτά το Brexit έχει ισχυρή παρουσία, αντέχει.
Τι ακριβώς συμβαίνει λοιπόν;
Ας σκύψουμε στη συμπύκνωση της πολιτικής, στην οικονομία.
Μέχρι πρότινος στη Βρετανία όλοι αντιλαμβάνονταν ότι το ζήτημα της οικονομίας ήταν το τελευταίο και πιο ισχυρό χαρτί υπέρ της παραμονής και με σύνθημα «η Μεγάλη Βρετανία έχει περισσότερες ευκαιρίες εντός ΕΕ» έπρατταν αναλόγως.
Το τελευταίο διάστημα και πολύ περισσότερο καθώς πλησιάζει η ημέρα της ψηφοφορίας πληθαίνουν τα δημοσιεύματα σε δυο κατευθύνσεις.
Το ένα νέφος δημοσιευμάτων επιχειρεί να αποδείξει πως αν οι Βρετανοί επιλέξουν την Έξοδο από την ΕΕ τότε όλες οι πληγές του Φαραώ θα επέλθουν στην ιστορική χώρα. Και το άλλο πως συμβαίνει ένα οικονομικό θαύμα, η ανεργία είναι στο χαμηλότερο ιστορικό από το 2008, το εμπορικό έλλειμμα στο χαμηλότερο των επτά μηνών, οι ρυθμοί ανάπτυξης πετούν και άλλες παρόμοιες φανφάρες.
Η πραγματικότητα όμως είναι αυτή που είναι και όχι αυτή που λέγεται πως είναι.
«Εκατομμύρια Βρετανοί δεν έχουν αρκετά χρήματα για να φάνε, και δεν είναι σε θέση να θερμάνουν επαρκώς τα σπίτια τους τον χειμώνα», λέει ο Ντέιβιντ Γκόρντον, ειδικός για τη φτώχεια στο Πανεπιστήμιο του Μπρίστολ.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Βρετανικής Στατιστικής Υπηρεσίας 8,4 εκατομμύρια εργάζονται με μερική απασχόληση (αύξηση κατά 152.000) από τα 23 εκατομμύρια άνθρωποι που είναι πλέον σε θέση εργασίας πλήρους απασχόλησης στη χώρα, 436.000 περισσότεροι από ό, τι ένα χρόνο πριν. Οι δε οικονομικά μη ενεργοί (όσοι βρίσκονται σε μακροχρόνια αναρρωτική άδεια, φροντίζουν έναν συγγενή ή έχουν εγκαταλείψει την αναζήτηση εργασίας), είναι σχεδόν σταθεροί, 1,68 εκατομμύρια (μειώθηκαν μόνο κατά 93.000).
Στα δύο πρώτα τρίμηνα του 2016, «η δημιουργία θέσεων απασχόλησης έχει πέσει σε χαμηλό δυόμισι ετών, η επιχειρηματική εμπιστοσύνη έχει υποχωρήσει σε χαμηλό τρεισήμισι ετών, οι δείκτες μεταποίησης, κατασκευών και υπηρεσιών προμηνύουν κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας, σε ετήσια βάση οι επενδύσεις κατέγραψαν πτώση το πρώτο τρίμηνο του 2016 στη Μεγάλη Βρετανία. Τα στοιχεία δείχνουν αναιμική ανάπτυξη κατά 0,4%.»
Τα αποτελέσματα που δημοσιοποίησε η βρετανική στατιστική υπηρεσία κρούουν ξανά τον κώδωνα του κινδύνου.
Οι ίδιοι οι Βρετανοί σχετικά με την πορεία της οικονομίας της χώρας τους, εμφανίζονται απαισιόδοξοι και μάλιστα με το ποσοστό αυτών που πιστεύουν ότι τα πράγματα θα χειροτερέψουν να έχει αυξηθεί κατά 17% από τον περασμένο Απρίλιο σύμφωνα με δημοσκόπηση του ινστιτούτου “Ipsos Mori” που διενεργήθηκε για λογαριασμό της εφημερίδας “London Evening Standard”.
Η κυβέρνηση αποδίδει την απώλεια της εμπιστοσύνης στην αναταραχή και αβεβαιότητα που προκαλεί η προεκλογική διαδικασία.
Πολλοί αναλυτές όμως αντιτείνουν ότι τα αίτια της δυσπραγίας θα πρέπει να αναζητηθούν στην ακολουθούμενη πολιτική.
Δεν είναι λίγοι, ακόμη και από το αστικό στρατόπεδο, που υποδεικνύουν ότι ποτέ άλλοτε, όπως τα τελευταία χρόνια, δεν υπήρξε δεκαετής συρρίκνωση των κρατικών της δαπανών στη Μ. Βρετανία. Υπογραμμίζουν ταυτόχρονα ότι το επιχειρηματικό μοντέλο που βασίζεται στη μείωση του κόστους εργασίας έφτασε στα όριά του και τονίζουν πως απαιτείται αλλαγή πορείας μακριά από αυτό που διαπιστώνεται σήμερα ως διεθνής τάση που είναι η απροθυμία για δημόσιες επενδύσεις.
Αυτή είναι η μια βάση διχασμού των αστικών κυρίως κομμάτων.
Η άλλη πρέπει να αναζητηθεί στις σύγχρονες μεταβαλλόμενες αντιθέσεις και ρευστές συμφωνίες ανάμεσα στις περιφερειακές και τις κύριες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, Κίνα, ΗΠΑ, Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και αναμεταξύ τους. Στο σχηματισμό βασικών στρατοπέδων με ανταγωνιστικά συμφέροντα: ο ευρωατλαντικός με διακριτά συμφέροντα και υπαρκτές αντιθέσεις και στο εσωτερικό τους, κυρίως μεταξύ ΗΠΑ και Βρετανίας, και με διακριτικά ενεργό συμμετοχή Γερμανίας και Γαλλίας από τη μια και ο άξονας Ρωσίας – Κίνας – Συρίας – Ιράν από την άλλη.
Σε αυτή τη δυναμική μέρος της βρετανικής ελίτ δεν ανέχεται τη Γερμανική ηγεμονία, την περαιτέρω υποβάθμιση του βρετανικού καπιταλισμού την αναπόφευκτη εξαφάνιση, αργά ή γρήγορα αν συνεχιστεί η ίδια διαδρομή, της αγγλικής λίρας.
Όλα μαζί τέμνουν το βρετανικό κοινοβούλιο.
454 βουλευτές, το 77% της Βουλής, έχουν δηλώσει την υποστήριξή τους στην καμπάνια υπέρ της παραμονής, 147 έχουν ταχθεί κατά μόλις το 24,5%.
Αυτή η πραγματικότητα σε συνδυασμό με το μέγεθος και την αντοχή του Brexit αποκαλύπτει την απόσταση του βρετανικού κομματικού συστήματος, την απόσταση των βουλευτών ανάμεσα στο «φτωχό λάο» και στους ίδιους.
Στον αντίποδα, οι υποστηρικτές του Brexit αναδείκνυαν την ταξική διάσταση του ζητήματος, προβάλλοντας εαυτούς ως προστάτες των συμφερόντων των λαϊκών τάξεων που πλήττονται από τη λιτότητα, χωρίς όμως να δεσμεύονται (οι προερχόμενοι από τους Tories) ότι θα συμπεριλάβουν την άρση της στο μελλοντικό τους κυβερνητικό πρόγραμμα.
Σε αυτή την πολιτική κινείται η πέραν της σοσιαλδημοκρατίας ριζοσπαστική Αριστερά η οποία όμως έχει ελάχιστη επίδραση τόσο εκλογικά όσο και πολιτικά. Η πολυδιάσπαση, η αμοιβαία καχυποψία μεταξύ των μικρών ομάδων της, η αδυναμία άρθρωσης ενός κοινού προγράμματος δεν βοηθούν.
Σε αυτό το ασφυκτικό πλαίσιο, τμήμα της βρετανικής ελίτ και τμήμα των ΜΜΕ, προώθησαν το ακροδεξιό UKIP, ένα κόμμα “πατριωτών και αντιπάλων της Ευρώπης”, με τον ηγέτη του Νάιτζελ Φάρατζ να στηρίζει την προεκλογική του καμπάνια στην αντιμεταναστευτική ρητορική και στην τρομοκράτηση των πολιτών με την επίκληση του τζιχαντιστικού κινδύνου, να χαρακτηρίζουν προσφάτως «καταληψία» τον νεοεκλεγέντα μουσουλμάνο δήμαρχο των Εργατικών στο Λονδίνο, Σαντίκ Χαν απειλώντας τον με άμεση δράση όπου ζει, δουλεύει και προσεύχεται.
Η όλη κατάσταση οδηγεί αγωνιστές που ορθά αποκλείουν το «ναι στην ΕΕ», να γέρνουν στην αποχή ή να είναι αναποφάσιστοι υπό τον πρόσθετο φόβο πως «την έξοδο θα διαχειριστεί πιθανότατα ο Μπόρις Τζόνσον (ευρωσκεπτικιστική πτέρυγα των Τόρηδων) με το ακροδεξιό UKIP, ενώ το πολιτικό μήνυμα δεν θα είναι «αντίστασης στην ευρωλιτότητα και την Ευρώπη-φρούριο» αλλά «εθνικής αναδίπλωσης» ενός πλούσιου κράτους.
Τις σκέψεις αυτές ενισχύουν και οι τοποθετήσεις κάποιων συνδικάτων υπέρ της εξόδου που, μαζί με σωστές κριτικές στην ΕΕ, προσθέτουν ότι «οι εργάτες από την Ανατολική Ευρώπη χρησιμοποιούνται από τα αφεντικά για να ρίχνουν τα μεροκάματα».
Η εξέλιξη αποκαλύπτει την κρίση στην οποία έχει περιπέσει η ΕΕ.
Αν πλειοψηφήσει το Brexit τότε η βρετανική ελίτ θα ακολουθήσει τη λογική της μεγάλης καθυστέρησης σε συνδυασμό με μια πολιτική μη επικύρωσης από το βρετανικό κοινοβούλιο του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος. Το BBC πριν από δέκα περίπου μέρες αποκάλυψε ότι συζητείται ζωηρά στους διαδρόμους του Westminster αυτή ακριβώς η πιθανότητα. «Εξάλλου, μία παράδοση των κρατών–μελών της ΕΕ είναι να επαναλαμβάνουν τα σχετιζόμενα με την ΕΕ δημοψηφίσματα μέχρι οι ψηφοφόροι να ψηφίσουν “σωστά”».
Παραπέμπουν δε στην εμπειρία των δύο ιρλανδικών δημοψηφισμάτων για την Συνθήκη της Λισαβόνας. Το πρώτο διεξήχθη τον Ιούνιο του 2008 με τους Ιρλανδούς να απορρίπτουν την ευρωπαϊκή πρόταση με 53,4% έναντι 46,6% και συμμετοχή του εκλογικού σώματος στο 53%. Ένα και πλέον χρόνο μετά, τον Οκτώβριο του 2009, με τη χρεοκοπία του τραπεζικού συστήματος και την ύφεση της οικονομίας σε πλήρη εξέλιξη, οι Ιρλανδοί ψήφισαν υπέρ με 67,1% έναντι 32,9% και συμμετοχή στο 59%.
Η όλη εξέλιξη για όσους αντιλαμβάνονται την κίνηση της Ιστορίας οδηγεί στην οριστική ματαίωσης της ομόσπονδης Ευρώπης των λαών.
Αυτή καθ αυτή η εξέλιξη αποκαλύπτει την κρίση στην οποία έχει περιπέσει η ΕΕ.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι σε κρίση. Σε αυτή την κατάσταση περιέπεσε γιατί η ίδια η δομή και συγκρότηση της στέκει έξω και πάνω στους λαούς που εξουσιάζει.
Γιατί είναι σε κρίση η ίδια η προωθούμενη αστική πολιτική της καταστολής της σύγχρονης εργατικής τάξης σε μια εποχή μάλιστα που ενισχύεται περισσότερο παρά ποτέ η δυνητική της ικανότητα να διοικεί.
Γιατί, επίσης, είναι σε κρίση η πολιτική υπερεκμετάλλευση της πιο επαναστατικοποιημένης παραγωγικής δύναμης, της εργατικής τάξης, στη σημερινή, την καθαυτό εργατική εποχή. Και γιατί είναι σε κρίση οι πολιτικές που σχεδιάζουν όχι πλέον την κοινωνία των 2/3 αλλά την κοινωνία – χυλό, την κοινωνία του 1/3, στην οποία ένα μέρος θα ζει σε φαβέλες, εκτός κοινωνίας. Εξ ου και η χρεοκοπία των προγραμμάτων και των μνημονίων στις λαϊκές συνειδήσεις.
Στη σημερινή ΕΕ, πάνω από 43 εκατ. Ευρωπαίοι ζουν στα όρια της πείνας και 120 εκατομμύρια άνθρωποι βιώνουν το διαρκή κίνδυνο να περιπέσουν σε αυτή την κατάσταση. Πάνω από 27 εκατ. άνθρωποι είναι άνεργοι και μάλιστα τα 20 εκατομμύρια από αυτούς βρίσκονται στα κράτη – μέλη της Ευρωζώνης (στοιχεία της Eurostat). «Συνολικά το δημόσιο χρέος στην Ευρωζώνη ανήλθε στα επίπεδα ρεκόρ του 91,9% το 2014, έναντι του 90,9% του 2013». «Οι 12 χώρες που ήταν οι πρώτες που μπήκαν στην ευρωζώνη (1991 και 2001), έχουν αποκλίνει οικονομικά», αναφέρει στο μηνιαίο δελτίο της η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Ένα «απογοητευτικό» συμπέρασμα που έρχεται σε αντίθεση με την υπόθεση ότι το κοινό νόμισμα θα επέτρεπε στις χώρες που υστερούν να καλύψουν σταδιακά τη διαφορά, ενισχύοντας την πρόσφατη εκτίμησή της ότι η ευρωζώνη είναι ατελής και ευάλωτη.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι σε κρίση γιατί περιδινείται στη τέταρτη μεγαλύτερη καπιταλιστική κρίση, έκφραση της ιστορικής κρίσης του χωρίς προοπτική καπιταλισμού. Μιας κρίσης η προοπτική της οποίας είναι «η σαθρή ανάκαμψη χωρίς ανάπτυξη» ή όπως λένε «η ανάπτυξη με ανεργία». Μιας κρίσης που παροξύνει τις ενδοκαπιταλιστικές και ενδοιμπεριαλιστικές αντιθέσεις, αναταράσσει τις διεθνείς σχέσεις και τις ολοκληρώσεις σε τέτοιο βαθμό ώστε η ΝΑFTA, η βορειοαμερικανική ολοκλήρωση, να έχει ξεχασθεί και η ευρωζώνη να βρίσκεται στο μάτι του κυκλώνα.
Η πάλη επομένως ενάντια στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι άμεσα συνδεδεμένη με την προάσπιση, προώθηση και επιβολή των εργατικών δικαιωμάτων στη σημερινή μάλιστα εποχή του αμύθητου πλούτου και της ανείπωτης φτώχειας. Συνδέεται επίσης με το αναφαίρετο δικαίωμα της εργατικής τάξης και των λαών για να δημιουργούν και επιβάλουν τους δικούς τους θεσμούς.
Ο αντικαπιταλιστικός αυτός αγώνας περνά από τη δύσκολη προσπάθεια για την απόσπαση εργατικών κατακτήσεων τώρα. Καθώς ο κόσμος της εργασίας θα βρίσκεται αντιμέτωπος με την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση, αφού αυτή βρίσκεται «σε όποια πέτρα και αν σηκώσεις», θα κατανοείται έμπρακτα η ανάγκη συνολικής ρήξης με αυτόν τον τοκογλυφικό και ιμπεριαλιστικό μηχανισμό, η ανάγκη εξόδου από αυτόν. Η έξοδος χώρας αποδυναμώνει ένα τέτοιο μηχανισμό, αποδυναμώνει την ίδια την αστική τάξη από τη χρήση του, διευκολύνει επομένως τον άμεσο εργατικό αγώνα. Αρκεί με τόλμη και αποφασιστικότητα να δίνει το παρόν η εργατική πολιτική.
Μια τέτοια πολιτική απαιτεί από την Αριστερά τη συγκέντρωση ανεξάρτητων αυτοτελών δυνάμεων για στρατηγικότερες απαντήσεις, γειωμένες στέρεα εκεί που η ελπίδα και η απογοήτευση αναγεννιούνται και αντιμάχονται, εκεί που χτίζεται η ενότητα, στη δράση, στον αγώνα για την καθημερινή επιβίωση και τη ζωή.