Πώς εξηγείται ένα κόμμα σαν τους Συντηρητικούς του Κάμερον, που έχει συστηματικά επιτεθεί στη βρετανική κοινωνία τα τελευταία πέντε χρόνια επιβάλλοντας επαχθή λιτότητα, τριπλασιάζοντας τα δίδακτρα των πανεπιστημίων και υποσχόμενο ακόμα πιο αντιλαϊκά μέτρα για την επόμενη θητεία του, να αυξάνει τις δυνάμεις του;
Οι βουλευτικές εκλογές της 7ης Μάη στο Ηνωμένο Βασίλειο είχαν δύο τεράστιους νικητές: τον Ντέηβιντ Κάμερον, αρχηγό των Συντηρητικών (Τόρις) στην Αγγλία, και τη Νίκολα Στέρτζον του Σκωτσέζικου Εθνικού Κόμματος (SNP). Ο πρώτος, σε πείσμα των δημοσκοπήσεων των τελευταίων μηνών, κατάφερε όχι μόνο να βγει πρώτος σε αριθμό βουλευτών – που ήταν σχετικά αναμενόμενο – αλλά και να πετύχει δύο ακόμα απρόβλεπτες νίκες: να αυξήσει τη δύναμή του σε σχέση με τις εκλογές του 2010 (από 306 σε 331 έδρες) αλλά και να βγάλει αυτοδυναμία, που οι Τόρις είχαν να δουν από το 1992. Η Σκωτσέζα Στέρτζον, από την άλλη, οδήγησε το SNP στη μεγαλύτερη ιστορική του νίκη, κατακτώντας τις 56 από τις 59 έδρες του εκλογικού διαμερίσματος. Μάλιστα, η ήττα των άλλων τριών μεγάλων κομμάτων ήταν τόσο αδιαμφισβήτητα συντριπτική ώστε οι αρχηγοί Εντ Μίλιμπαντ (Εργατικοί), Νικ Κλέγκ (Φιλελεύθεροι Δημοκράτες) και Νάιτζελ Φαράζ (Ukip – Κόμμα Βρετανικής Ανεξαρτησίας) αναγκάστηκαν να παραιτηθούν το επόμενο πρωί, πριν ακόμη καλά-καλά ολοκληρωθεί η καταμέτρηση των εδρών.
____________________________________________________________
Φωτο: στο τέλος του ντιμπέιτ των κομμάτων της αντιπολίτευσης, οι Νίκολα Στέρτζον (SNP), Λιάν Γούντ (Κόμμα Ουαλίας), και Νάταλι Μπένετ (Πράσινοι) αγκαλιάζονται σε ένδειξη αλληλεγγύης μπροστά στον αμήχανο Μίλιμπαντ. (Από το ITV)
Πώς εξηγείται, όμως, ένα κόμμα σαν τους Συντηρητικούς του Κάμερον, που έχει συστηματικά επιτεθεί στη βρετανική κοινωνία τα τελευταία πέντε χρόνια επιβάλλοντας επαχθή λιτότητα, τριπλασιάζοντας τα δίδακτρα των πανεπιστημίων και υποσχόμενο ακόμα πιο αντιλαϊκά μέτρα για την επόμενη θητεία του, να αυξάνει τις δυνάμεις του; Ο περίπατος των Τόρις, ο θρίαμβος της Στέρτζον και η συντριβή των Εργατικών βοηθήθηκαν από τρία δεδομένα: (α) τον απαρχαιωμένο, αντιδημοκρατικό εκλογικό νόμο, (β) την προπαγάνδα των μέσων ενημέρωσης και ειδικά των αγγλικών δεξιών ταμπλόιντ, και (γ) το συνεχώς οξυνόμενο δίπολο μεταξύ Σκωτσέζικου και Αγγλικού εθνικισμού.
Ας τα πάρουμε, λοιπόν, με τη σειρά. Το πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα (first-past-the-post) βασίζεται στην κατανομή εδρών με βάση 650 μονοεδρικές περιφέρειες, όπου σε καθεμία η σχετική πλειοψηφία μετατρέπεται σε απόλυτη νίκη. Με άλλα λόγια, οι ψήφοι όλων εκείνων που δεν υποστήριξαν τον νικητή της περιφέρειας δεν έχουν κανέναν αντίκτυπο στο τελικό αποτέλεσμα. Έτσι, έχουμε παράδοξα αποτελέσματα όπως: το Δημοκρατικό Ενωτικό Κόμμα της Β. Ιρλανδίας, με 184.260 ψήφους (0,6%) να παίρνει οκτώ έδρες, ενώ οι Πράσινοι, με 1.157.613 (3,8%) να καταλαμβάνουν μόνο μία (στο παραδοσιακά εναλλακτικό Μπράιτον) ή το Σκωτσέζικο Εθνικό Κόμμα να παίρνει σχεδόν όλες τις έδρες του διαμερίσματος με τις μισές μόνο ψήφους.
Φυσικά, το απίστευτα προβληματικό βρετανικό εκλογικό σύστημα δεν εξηγεί γιατί οι ψηφοφόροι έβγαλαν πρώτο (έστω και με 36,9%) ένα κόμμα που υπόσχεται να τους μειώσει κι άλλο τα εισοδήματα και τις συντάξεις, να κάνει περικοπές στην παιδεία και να τους ιδιωτικοποιήσει το Εθνικό Σύστημα Υγείας, για το οποίο οι Βρετανοί είναι τόσο περήφανοι ώστε το δραματοποίησαν μέχρι και στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων. Το παιχνίδι αυτών των εκλογών, όμως, κρίθηκε από την τρομολαγνεία των επιτελείων του Κάμερον κατά των Εργατικών και του SNP στο διαμέρισμα της Αγγλίας, με τη συμπαράταξη σχεδόν όλων των εφημερίδων εθνικής εμβέλειας, πλην του παραδοσιακά αντι-Συντηρητικού Guardian. Έντυπα του (ακρο)δεξιού λαϊκισμού όπως η Daily Mail και η Sun του Αυστραλιανού μιντιακού μεγιστάνα Ρούπερτ Μέρντοκ, νεοφιλελεύθερες οικονομικές εφημερίδες όπως οι Financial Times και ο Economist, αλλά ακόμα και «προοδευτικά» έντυπα όπως ο Independent, όλοι υποστήριξαν με επίσημα editorial την προηγούμενη συγκυβέρνηση. Η ανελέητη προπαγάνδα που υπέστη ο Βρετανός – και κυρίως ο Άγγλος – ψηφοφόρος, ανήγαγε σε κυρίως θέματα την «απειλή» του μεταναστευτικού ρεύματος και την αποφυγή της συμμετοχής του Σκωτσέζικου Κόμματος σε έναν ενδεχόμενο μετεκλογικό συνασπισμό με τους Εργατικούς. Μέσα σε αυτό το κλίμα, οι Συντηρητικοί κατάφεραν να στρέψουν το πολιτικό διακύβευμα μακριά από κοινωνικά και οικονομικά θέματα και να παρουσιάσουν τη δική τους εθνικιστική νεοφιλελεύθερη ατζέντα ως την πιο «ασφαλή» επιλογή, με αποτέλεσμα να συντρίψουν τους Εργατικούς στο Αγγλικό διαμέρισμα.
Ακόμα, ενδίδοντας σε συνεχείς πιέσεις τόσο από το ακροδεξιό Ukip όσο και από τα δεξιότερα στελέχη του, ο Κάμερον υποσχέθηκε δημοψήφισμα περί εξόδου από την ΕΕ μέχρι το 2017. Παρ’ όλο που το δημοψήφισμα ακούγεται ως δημοκρατική λύση, αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι ο βρετανικός ευρωσκεπτικισμός καλλιεργείται από αμιγώς νεοφιλελεύθερα και εθνικιστικά μετερίζια. Οι κύριες διεκδικήσεις των ευρωσκεπτικιστών του Ukip και της «δεξιάς γαλαρίας» (backbenchers) των Συντηρητικών είναι οι φραγμοί στη μεταναστευτική ροή από την υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ένωση, η ‘ελάφρυνση’ της νομοθεσίας περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων και η αποφυγή εργασιακών και περιβαλλοντικών ρυθμίσεων που περιορίζουν την ελεύθερη αγορά. Φανταστείτε λοιπόν ένα πολιτικό περιβάλλον όπου η Ε.Ε. παρουσιάζεται ως σοσιαλδημοκρατικό εμπόδιο και θα πάρετε μία γεύση του σχιζοφρενικού πολιτικού λόγου που επικρατεί στη Βρετανία από το 2010 και μετά. Μάλιστα, η ξενόφοβη ρητορική πήρε τέτοιες διαστάσεις ώστε, λίγες εβδομάδες πριν τις εκλογές, ακόμα και οι παραδοσιακά διεθνιστές Εργατικοί παρουσίασαν ατζέντα περιορισμού της μετανάστευσης (με πρωταγωνίστρια μία γελοία κούπα του καφέ), που όπως ήταν αναμενόμενο εξόργισε ακόμα και στελέχη μέσα στο κόμμα.
Η πανωλεθρία του Εργατικού κόμματος, παρ’ όλα αυτά, επισφραγίστηκε κυρίως στη Σκωτία. Το πολιτικό σχίσμα μεταξύ Σκωτίας και Αγγλο-κυριαρχούμενης Βρετανίας ξεκίνησε με τη Μάργκαρετ Θάτσερ στη δεκαετία του 1980, και εντάθηκε με τη δεξιά στροφή των «Νέων Εργατικών» του Τόνυ Μπλαιρ από το 1990 και μετά. Η νίκη των Συντηρητικών το 2010 βάρυνε το κλίμα στη Σκωτία, ένα διαμέρισμα που τείνει να στηρίζει αριστερόστροφες πολιτικές (ενδυνάμωση του κοινωνικού κράτους, δωρεάν παιδεία, αναδιανεμητικό φορολογικό σύστημα) και παρ’ όλα αυτά να καταλήγει να κυβερνάται από νεοφιλελεύθερες ηγεσίες εκλεγμένες από τη νότια Αγγλία. Το δημοψήφισμα για την Σκωτσέζικη ανεξαρτησία μπορεί να κατέληξε με οριακή νίκη του «Όχι», αλλά η πολιτική δύναμη του Σκωτσέζικου Εθνικού Κόμματος ενισχύθηκε από τους αγώνες για μια κοινωνία περισσότερης ισότητας και δικαιοσύνης. Το SNP κατάφερε να σφετεριστεί πολλούς από αυτούς τους αγώνες παρ’ όλη την πολυμορφία τους, ουσιαστικά καπελώνοντας πράσινα, σοσιαλιστικά, αναρχικά, και φεμινιστικά κινήματα που καμία σχέση δεν είχαν με τον ηγεμονικό Σκωτσέζικο εθνικισμό. Ταυτόχρονα, η αμφιλεγόμενη σύμπραξη των Εργατικών με τους Τόρις υπέρ της παραμονής της Σκωτίας στο Ηνωμένο Βασίλειο προσλήφθηκε ως απόλυτη προδοσία των αγώνων της Σκωτσέζικης αριστεράς, με αποτέλεσμα τα ποσοστά τους να εξανεμισθούν. Μπροστά στα διακυβεύματα των προχθεσινών εκλογών, το SNP πρόταξε καθαρή γραμμή εναντίον της λιτότητας και της αντιλαϊκής φοροληστείας, κατά του πυρηνικού εξοπλιστικού προγράμματος, υπέρ του κοινωνικού κράτους, της μεταναστευτικής ανοχής και των σχέσεων με την υπόλοιπη Ευρώπη. Την ίδια στιγμή, οι Εργατικοί στάθηκαν αμήχανα μπροστά στη δεξιά ρητορική των Τόρις, αντιπροτείνοντας μετριασμένη λιτότητα, δανεισμό, και έναν – «ανθρωπιστικά ευαίσθητο» – έλεγχο της μετανάστευσης.
Αν κάτι αποδεικνύει ο χάρτης της επόμενης μέρας των εκλογών είναι ότι, τη στιγμή που η Βρετανία κυβερνάται από το βαθύ μπλε της κεντρικής Αγγλίας, οι ρωγμές της χώρας με την κατακίτρινη Σκωτία του SNP βαθαίνουν. Το ξημέρωμα της Παρασκευής 8 Μαΐου βρήκε τη διχόνοια μεταξύ σοσιαλιστών και «Μπλαιρικών» να επανέρχεται δριμύτερη μέσα στο Εργατικό κόμμα, με αμφότερους να αλληλοκατηγορούνται για την καταβαράθρωση των ποσοστών. Αν κανείς πάρει στα σοβαρά το Σκωτσέζικο εκλογικό θαύμα, όμως, είναι φανερό ότι η αντιπολίτευση στους Συντηρητικούς δε μπορεί να γίνεται με μισόλογα και με σχιζοφρενικούς αριστεροδεξιούς τακτικισμούς. Όπως και στην Ελλάδα, έτσι και στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι εθνικισμοί δεν είναι όλοι ίδιοι και στο δίπολο μεταξύ σκωτσέζικου αντι-νεοφιλελεύθερου πατριωτισμού και αγγλικού αποικιοκρατικού σωβινισμού, ο πρώτος είναι σαφώς προτιμότερος. Οι αγώνες κατά του νεοφιλελευθερισμού, όμως, όπως δείχνει και η «έντιμη» μοναξιά του ΣΥΡΙΖΑ στις Ευρωπαϊκές διαπραγματεύσεις, είναι καταδικασμένοι σε αποτυχία όταν γίνονται κάτω από εθνικές σημαίες. Ενώ, λοιπόν, οι Εργατικοί μαζεύουν τα κομμάτια τους από την ήττα της περασμένης εβδομάδας, οι φωνές στις τοπικές συνελεύσεις και τα πανεπιστήμια δυναμώνουν ζητώντας στιβαρή αντίσταση στην ταξικά εκδικητική και εθνικά απομονωτική λαίλαπα των Συντηρητικών. Η νέα επίθεση στην κοινωνία, την εργασία, την παιδεία και τα ανθρώπινα δικαιώματα που ετοιμάζει η – αυτοδύναμη πια – κυβέρνηση του Κάμερον θα βαθύνει τις αντιθέσεις στη Βρετανική κοινωνία. Ίσως αυτό βοηθήσει και τη βρετανική αριστερά να βρει την περπατησιά της σε πιο ριζοσπαστικά μονοπάτια, αλλιώς η σχιζοειδής σχέση μεταξύ της πολιτικής ελίτ και των αναγκών της κοινωνίας σύντομα θα δημιουργήσει συνθήκες απολυταρχικής δυστοπίας.