Ο Ταγίπ Ερντογάν, μιλώντας πρόσφατα σε περιφερειακούς αξιωματούχους της Τουρκίας άφησε να εννοηθεί ότι η χώρα του ζημιώθηκε από τη Συμφωνία της Λωζάννης (1923) που έθεσε τα όρια της σύγχρονης Τουρκίας αμφισβητώντας ταυτόχρονα και με σαφήνεια την εδαφική ακεραιότητα και της Ελλάδας.
Μεταξύ πολλών άλλων που ανέφερε ο Ερντογάν, είπε χαρακτηριστικά: «Το 1920 μας έδειξαν τη Συνθήκη των Σεβρών για να μας πείσουν το 1923 για τη Συνθήκη της Λωζάννης. Και κάποιοι προσπάθησαν να μας το παρουσιάσουν αυτό ως νίκη».
«Με τη Συνθήκη της Λωζάννης δώσαμε στους Έλληνες τα νησιά, που αν φωνάξεις από τις ακτές του Αιγαίου, θα ακουστείς απέναντι. Αυτό είναι νίκη;» αναρωτήθηκε.
Και συνέχισε: «Όσοι έκατσαν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων στη Λωζάννη, δεν εκμεταλλεύτηκαν τη συνθήκη αυτή και επειδή αυτοί δεν την εκμεταλλεύτηκαν, δυσκολευόμαστε σήμερα εμείς».
Εδώ πρέπει να δοθεί στον φίλο αναγνώστη μια σύντομη ιστορική διευκρίνιση. Τα νησιά του Βορείου Αιγαίου ελευθερώθηκαν και ενσωματώθηκαν στην υπόλοιπη ελληνική επικράτεια μετά τους νικηφόρους για την Ελλάδα Βαλκανικούς πολέμους του 1912-1913 και όχι με τη Συνθήκη της Λωζάννης το 1923.
Η Συνθήκη της Λωζάννης το 1923 έδωσε τα νησιά του Νοτίου Αιγαίου, δηλαδή τα Δωδεκάνησα, όχι στην Ελλάδα αλλά στην Ιταλία.
Τα νησιά αυτά, δηλαδή τα Δωδεκάνησα, ενώθηκαν με την Ελλάδα το 1947, με την υπογραφή της συνθήκης ειρήνης του Παρισιού (10 Φεβρουαρίου 1947) μεταξύ των συμμαχικών δυνάμεων (και Ελλάδας) και της ηττημένης Ιταλίας δηλαδή μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και όχι το 1923 όπως ισχυρίζεται ο Ερντογάν.
Σύμφωνα με αυτή τη συνθήκη, η Ιταλία εκχωρεί στην Ελλάδα τα νησιά της Δωδεκανήσου και τις παρακείμενες νησίδες που κατείχε από το 1923.
Και τίθεται το ερώτημα: Είναι ο Ερντογάν ανιστόρητος ή αυτή η δήλωσή του εξυπηρετεί κάποια άλλη επιδίωξη.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Για τους γνωρίζοντες, από τη δεκαετία του ’70 όλες οι τουρκικές κυβερνήσεις αμφισβητούν με πατριωτική συνέπεια και με κάθε πρόσφορο τρόπο τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας σε πολιτικό, διπλωματικό και στρατιωτικό επίπεδο.
Άρα δεν μπορούν να μας εκπλήσσουν οι διακηρύξεις Ερντογάν. Τότε γιατί αυτή η δήλωση για τη Συνθήκη της Λωζάννης τώρα; Ποιοι είναι οι πραγματικοί του στόχοι;
Οι στόχοι είναι δύο, με έναν μισοκρυμμένο άσσο στο μανίκι.
Ο πρώτος αφορά το εσωτερικό πολιτικό μέτωπο και ο δεύτερος τη δικαιολόγηση της στρατιωτικής εισβολής της Τουρκίας στη Συρία και στο Ιράκ.
1. Ο πρώτος στόχος.
Μετά το αποτυχημένο σε βάρος του στρατιωτικό πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου, η προσπάθεια του Ταγίπ Ερντογάν ήταν να εδραιώσει το καθεστώς του παραμερίζοντας μεθοδικά οτιδήποτε είχε σχέση με το κεμαλικό κατεστημένο.
Βεβαρημένος με κατηγορίες για εμπλοκή σε οικονομικά σκάνδαλα, έπρεπε να αποπροσανατολίσει την κοινή γνώμη της χώρας του, ώστε να την προετοιμάσει για το κάθε σκληρό μέτρο που θα έπαιρνε για να χτυπήσει αλύπητα τον κεμαλισμό.
Ένα τέτοιο σκληρό μέτρο που έλαβε ήταν η απόφασή του να παρατείνει την κατάσταση εκτάκτου ανάγκης που έχει επιβάλει στην Τουρκία ώστε να την διοικεί ανεξέλεγκτα.
Ένα σκληρό μέτρο για το οποίο δυσφορεί η αντιπολίτευση, κυρίως δε η κεμαλική.
Για να την αδρανοποιήσει επέλεξε να αναδείξει και να προβάλει σαν εθνική μειοδοσία την υπογραφή της Συνθήκη της Λωζάννης.
Εδώ να θυμίσω ότι τη Συνθήκη της Λωζάννης την υπέγραψε ο Ισμέτ πασάς, μετέπειτα Ισμέτ Ινονού, στενός συνεργάτης και διάδοχος του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, δεύτερος Πρόεδρος της Τουρκικής Δημοκρατίας (1938-1950) και αργότερα πρωθυπουργός (1961-1965) μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα που ανέτρεψε την κυβέρνηση Μεντερές.
Έτσι, με αυτόν τον πολιτικό ελιγμό – καταγγελία της συνθήκης εμφανίζει τον κεμαλισμό σαν αποτυχόντα στο να προάγει τα τουρκικά εθνικά συμφέροντα.
Με τον πολιτικό αυτό ελιγμό η καινούργια Τουρκία, του Ισλαμιστή Ερντογάν αποκτούσε άλλο ένα εργαλείο για να καθίσει με ευκολία στο εδώλιο του κατηγορουμένου τον άθεο κεμαλισμό.
2 . Ο δεύτερος στόχος.
Στα ανατολικά σύνορα της Τουρκίας και συγκεκριμένα στο Ιράκ και στη Συρία διεξάγεται ένας αδυσώπητος πόλεμος συμφερόντων μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας γύρω από τη διευθέτηση του τρόπου ροής του αραβικού μαύρου χρυσού μέσω δημιουργίας αγωγών προς τη Μεσόγειο θάλασσα και από εκεί προς την ευρωπαϊκή ήπειρο.
Είναι κοινό μυστικό ότι μετά στο τέλος των πολεμικών επιχειρήσεων ο γεωγραφικός χάρτης των κρατών της περιοχής θα αλλάξει.
Αυτό σημαίνει αυξομειώσεις συνοριακών ορίων και πιθανώς δημιουργία Κουρδικού κράτους – σφήνας.
Αυτό σημαίνει ότι ΗΠΑ, Ρωσία και συμμετέχουσες δυνάμεις σε αυτές τις πολεμικές επιχειρήσεις δέχονται την κατάργηση της Συνθήκης της Λωζάννης που οριοθετεί τα σημερινά σύνορα της Τουρκιάς με όλους τους γείτονές της στην ευρωπαϊκή ήπειρο και στην Ασία.
Στο ίδιο μήκος κύματος και η τουρκική εισβολή στη Συρία, δυτικά του Ευφράτη, και η συγκεκαλυμμένη εισβολή στα εδάφη του βορείου Ιράκ με το πρόσχημα παροχής εκπαιδευτικής στρατιωτικής εκπαίδευσης και τεχνογνωσίας προς τους Κούρδους του Ιράκ για την απελευθέρωση των πετρελαιοφόρων κοιτασμάτων της Μοσούλης από τον ISΙS.
Η πολιτική λοιπόν τοποθέτηση του Ερντογάν δεν είναι τίποτα άλλο από αποδοχή και από μέρους του της επερχόμενης αλλαγής των συνόρων. Με μια υπενθύμιση. Να ικανοποιηθούν τα εθνικά συμφέροντα της χώρας του και να μην αδικηθεί πάλι η Τουρκία όπως έγινε το 1923 με τη Συνθήκη της Λωζάννης επί Κεμάλ Ατατούρκ.
Να υπενθυμίσω ότι ένα από τα πιο ακανθώδη θέματα που ταλάνισαν τη διάσκεψη της Λωζάννης ήταν το μέλλον της Μοσούλης.
3. Ο μισοκρυμμένος άσσος στο μανίκι.
Η πολιτική ρητορική του Τούρκου Πρόεδρου, όπως προανέφερα, στοχεύει σε δυο μέτωπα.
α) Στο εσωτερικό επίπεδο, με την αποκαθήλωση των ιδρυτών της Τουρκικής Δημοκρατίας με ταυτόχρονη ανάδειξη του ίδιου σε ρόλο εθνικού σωτήρα και σημαιοφόρου ενός νέου «Αγώνα Εθνικής Ανεξαρτησίας» απέναντι σε εσωτερικούς εχθρούς οι οποίοι απεργάζονται την ανατροπή του και από την άλλη τον διαμελισμό της χώρας
β) Στο διεθνές επίπεδο, με την ενεργή στρατιωτική ανάμιξη της Τουρκίας στις εσωτερικές υποθέσεις του Ιράκ και της Συρίας, για μελλοντική επανάκτηση συγκεκριμένων εδαφικών περιοχών, όπως των πετρελαιοφόρων εδαφών της Μοσούλης.
Στην προσπάθειά του αυτή, αν κάτι στραβώσει στο ένα ή και στα δύο μέτωπα έχει σαν εναλλακτική λύση να ανασύρει τον μισοκρυμμένο άσσο από το μανίκι.
Αυτός δεν είναι τίποτα άλλο από το να εκτρέψει την προσοχή της κοινής γνώμης και τον πατριωτισμό του στρατιωτικού κατεστημένου σε μια τεχνητή κρίση στα Δωδεκάνησα με επίκεντρο την νήσο Μεγίστη ή Καστελλόριζο, έκτασης και έντασης ανάλογης του εξυπηρετούμενου στόχου του.
Τονίζω και επαναλαμβάνω, τη νήσο Μεγίστη ή Καστελλόριζο γιατί είναι το ανατολικότερο άκρο της Ελλάδας που οριοθετεί και συνδέει την ΑΟΖ της Ελλάδας με τα πετρελαιοφόρα κοιτάσματα Κύπρου και Αιγύπτου, και απέχει μόνο 1,25 ναυτικά μίλια από τις τουρκικές ακτές.
Ο Ταγίπ Ερντογάν είναι ευφυής και εξαιρετικά απρόβλεπτος άνθρωπος και πολιτικός. Αντιπαρατίθεται σθεναρά με μεγάλες δυνάμεις και ταυτόχρονα αποκαθιστά συμμαχίες με αυτές ελισσόμενος.
Το να υποδείξει σαν θύμα διαμελισμού, σε δεύτερο χρόνο, μια φτωχοποιημένη χώρα όπως είναι η Ελλάδα είναι κάτι πολύ εύκολο για αυτόν και πολύ επικίνδυνο για εμάς.
Αυτό είναι και το νόημα της φράσης του προς τους περιφερειακούς αξιωματούχους της Τουρκίας, ότι «με τη Συνθήκη της Λωζάννης δώσαμε στους Έλληνες τα νησιά, που αν φωνάξεις από τις ακτές του Αιγαίου, θα ακουστείς απέναντι. Αυτό είναι νίκη;»
LUPO DI MARE