Υπάρχει μια ιστορία που δεν ξέρει η ίδια, αλλά ούτε κι εγώ, σε ποιό βαθμό είναι αποκύημα φαντασίας ή πραγματικότητα. Τη διάβασα κάπου ή από τα όσα διάβασα έπλεξα κι αυτή τη σκηνή.
Μάλλον πρόκειται για αληθινή περιγραφή, έτσι ζωντανή που την έχω στο μυαλό μου. Ωστόσο δεν μπορώ να το τεκμηριώσω, παραπέμποντας στην πηγή. Οι ως τώρα αναζητήσεις μου απέβησαν άκαρπες.
Αλλά ίσως είναι καλύτερα έτσι. Εξ άλλου, το ένα από τα δύο πρόσωπα που πρωταγωνιστούν, ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, αποθέωσε με τη ζωή και το έργο του ακριβώς αυτή τη σχέση της φαντασίας με την πραγματικότητα. Καλύτερα να “ανακαλύπτεις” μιά ιστορία, παρά να αναζητείς και να περιγράφεις τα ακριβή περιστατικά.
Στην Μπογκοτά το 1948 ο νεαρός Μάρκες, οπαδός ως τότε των συντηρητικών, βρίσκεται στο κέντρο των επαναστατικών γεγονότων. Λίγες ημέρες πριν η γραφομηχανή που του ειχε στείλει ο πατέρας του ως δώρο, είχε μπει ενέχυρο προκειμένου να γιορταστεί η άφιξή της, μαζί με την άφιξη του αδελφού του και κάποιων φίλων, στην πρωτεύουσα. Έκτοτε οι φίλοι περνούν καθημερινά έξω από το κατάστημα και παρατηρούν τη μηχανή, στο ράφι, δεμένη με φιογκάκι και το καρτελάκι των στοιχείων του ενεχύρου.
Την ημέρα που η Μπογκοτά βρίσκεται σε εξεγερτικό αναβρασμό, καταλαμβάνονται κυβερνητικά κτήρια, σπάνε βιτρίνες, λεηλατούνται μαγαζιά. Ο Γκάμπο βρίσκεται μπροστά στην σπασμένη βιτρίνα του ενεχυροδανειστηρίου και υποκύπτει στον πειρασμό να ανακτήσει την γραφομηχανή του. Δεν είναι πολύ περήφανος για την πράξη του, αλλά, εν τέλει, είναι μια απαλλοτρίωση επαναστατικού δικαίου, το οποίο αγνοεί αλλά αποδέχεται, καθώς το υλικό αντίκρισμα είναι η επανάκτηση της υψίστης σπουδαιότητας, για τον εκκολαπτόμενο συγγραφέα, γραφομηχανής.
Ένα χέρι φιλικό τον ακουμπάει και ήρεμα του λέει πως αυτή δεν είναι μια πράξη αντάξια συνειδητών ανθρώπων. Πως η εξέγερση πρέπει κλπ. κλπ.
Ύστερα από πολλά χρόνια θα αναγνωρίσει πως αυτό το πρόσωπο, είναι το ίδιο με εκείνο που μπαίνει θριαμβευτικά στην Αβάνα τον Ιανουάριο του 1960.
Κι αφού εξέθεσα την ιστορία όπως την έχω συλλάβει, ας εκθέσω και μια ακόμα περιγραφή, αυτή τη φορά του ίδιου του Μάρκες, από το αυτοβιογραφικό του βιβλίο : Ζω για να διηγούμαι (εκδ. Λιβάνη):
“ Μέσα σ’ εκείνη την ανεξέλεγκτη αναταραχή βρισκόταν και ο Κουβανός ηγέτης των φοιτητών, ο Φιντέλ Κάστρο, είκοσι χρόνων, εκπρόσωπος του Πανεπιστημίου της Αβάνας σε ένα φοιτητικό συνέδριο που έχει οργανωθεί ως δημοκρατική απάντηση στο Παναμερικανικό Συνέδριο…
Τη μαύρη εκείνη νύχτα, έπειτα από μιά φοβερή μέρα μέσα στο ανεξέλεγκτο πλήθος, κατέληξε στην Πέμπτη Μεραρχία της Εθνικής Αστυνομίας, αναζητώντας έναν τρόπο να φανεί χρήσιμος και να σταματήσουν οι σκοτωμοί στους δρόμους.
Πρέπει να τον γνωρίζει κανείς για να φανταστεί την απελπισία του στο εξεγερμένο οχυρό, όπου φαινόταν αδύνατη η επιβολή μιάς κοινής λογικής.
Συναντήθηκε με τους αρχηγούς της φρουράς και άλλους εξεγερθέντες στρατιωτικούς και προσπάθησε να τους πείσει, χωρίς να τα καταφέρει, πως οι δυνάμεις που παρέμεναν στους στρατώνες ήταν χαμένες. Τους πρότεινε να στείλουν τους άντρες τους να πολεμήσουν στους δρόμους για τη διατήρηση της τάξης και ένα πιο δίκαιο σύστημα. Τους παρακίνησε με κάθε είδους ιστορικά παραδείγματα, αλλά δεν εισακούστηκε, ενώ στρατεύματα και κυβερνητικά τάνκς γάζωναν το οχυρό με σφαίρες.
Τα ξημερώματα έφτασε στην Πέμπτη Μεραρχία ο Πλίνιο Μεντόσα Νέιρα με εντολές από τη Φιλελεύθερη Διοίκηση να πετύχει την ειρηνική παράδοση όχι μόνο των αξιωματικών και των στασιαστών αστυνομικών αλλά και πολυάριθμων αναποφάσιστων φιλελεύθερων που περίμεναν διαταγές για να δράσουν.
Τις πολλές ώρες που διήρκεσε η διαπραγμάτευση για μιά συμφωνία, στη μνήμη του Μεντόσα Νέιρα παρέμεινε χαραγμένη η εικόνα εκείνου του ρωμαλέου και αντιρρησία Κουβανού φοιτητή, που πολλές φορές παρενέβη στους διαπληκτισμούς των φιλελεύθερων ηγετών με τους στασιαστές αξιωματικούς, με μιά διαύγεια που τους ξεπέρασε όλους.
Μόνο μετά από χρόνια έμαθε ποιός ήταν, γιατί τον είδε τυχαία σε μιά φωτογραφία από την τρομερή εκείνη νύχτα, όταν ο Φιντέλ Κάστρο ήδη πλέον βρισκόταν στη Σιέρα Μαέστρα.
Τον γνώρισα έντεκα χρόνια αργότερα, όταν παρευρέθηκα ως δημοσιογράφος στη θριαμβευτική του είσοδο στην Αβάνα, και με τον καιρό αναπτύξαμε μιά προσωπική φιλία που άντεξε στις αναρίθμητες δυσκολίες που έφερε ο χρόνος.
Στις μακρές συζητήσεις μας σχετικά με καθετί ανθρώπινο και θεϊκό η 9η Απριλίου ήταν ένα επαναλαμβανόμενο θέμα που ο Φιντέλ Κάστρο ποτέ δεν σταμάτησε να αναφέρει ως ένα από τα αποφασιστικά δράματα της διαμόρφωσης του χαρακτήρα του. Ιδιαίτερα τη νύχτα στην Πέμπτη Μεραρχία, όπου συνειδητοποίησε ότι οι περισσότεροι από τους εξεγερθέντες που μπαινόβγαιναν ρίχνονταν στις λεηλασίες αντί να παραμείνουν στις θέσεις του για την εξεύρεση μιας πολιτικής λύσης”.