Πηγή: SLPress.gr
Το κυβερνητικό εγχείρημα κεφαλαιοποίησης της επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης, χαρακτηρίζεται, μεταξύ των άλλων, από σοβαρές ελλείψεις και παραλείψεις. Αυτές αφορούν αφενός την αναγκαία και απαιτούμενη από τις σχετικές ευρωπαϊκές Οδηγίες τεκμηριωμένη και ποσοτικοποιημένη πληροφόρηση των πολιτών για το περιεχόμενο, αφετέρου τους κινδύνους για τους ίδιους τους ασφαλισμένους και τους συνταξιούχους.
Πιο συγκεκριμένα υποστηρίζεται ότι το κεφαλαιοποιητικό σύστημα είναι πιο ασφαλές από το διανεμητικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, όταν είναι γνωστό και αποδεκτό από όλη την επιστημονική κοινότητα και τους μελετητές των συνταξιοδοτικών οικονομικών (Pensions Economics), ότι το διανεμητικό σύστημα υπόκειται μόνο στον δημογραφικό κίνδυνο και εξαρτάται από την ανάπτυξη της πραγματικής οικονομίας.
Αντίθετα, το κεφαλαιοποιητικό σύστημα υπόκειται όχι μόνο στον δημογραφικό κίνδυνο, αλλά επιπλέον υπόκειται στον κίνδυνο των χρηματαγορών και κεφαλαιαγορών (επενδυτικός κίνδυνος), στον κίνδυνο του πληθωρισμού, στον κίνδυνο των εξόδων διαχείρισης και στην εμφάνιση ανισοτήτων, αφού οι πιο εύποροι ζούν κατά μέσο όρο περισσότερο χρόνο από τις φτωχότερες κοινωνικές τάξεις δες σχετικά στον ΟΟΣΑ εδώ και εδώ.
Παράλληλα, αξίζει να σημειωθεί ότι η επιλογή σύστασης και ανάπτυξης της δημόσιας κοινωνικής ασφάλισης διανεμητικού χαρακτήρα και διαγενεακής αλληλεγγύης, βασίστηκε, σε πολιτικούς και κοινωνικούς όρους. Βασίστηκε στην επιλογή ικανοποίησης κοινωνικών αναγκών και δικαιωμάτων -σε συνθήκες καπιταλιστικής λειτουργίας- μέσω ενός αναδιανεμητικού συστήματος (δευτερογενής ανακατανομή των πόρων) κοινωνικής προστασίας σε είδος και σε χρήμα. Αυτό είχε ως στόχο την άμβλυνση των ανισοτήτων της πρωτογενούς κατανομής των πόρων μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας.
Τα αδύναμα σημεία του κεφαλαιοποιητικού συστήματος
Παράλληλα, σε κοινωνικο-ασφαλιστικούς και τεχνικούς όρους, η σύσταση και η έναρξη λειτουργίας του κοινωνικο-ασφαλιστικού συστήματος βασίστηκε στο δεδομένο ύπαρξης του πληθυσμού των εργαζομένων (15-64 ετών) και του γηραιότερου πληθυσμού (65 ετών και άνω). Αυτό σημαίνει ότι εάν η κοινωνικο-πολιτική επιλογή ήταν το κεφαλαιοποιητικό σύστημα, τότε η ανυπαρξία ενός κοινωνικο-οικονομικού θεσμού δευτερογενούς ανακατανομής των πόρων θα σήμαινε “θεσμοποιημένη θέσπιση” των κοινωνικών και των εισοδηματικών ανισοτήτων.
Ταυτόχρονα, κατά τη σύσταση και έναρξη του κεφαλαιοποιητικού συστήματος, σε κοινωνικο-ασφαλιστικούς και τεχνικούς όρους, θα έπρεπε να επιλυθούν τρία συγκεκριμένα προβλήματα:
πως θα ελάμβανε σύνταξη ο γηραιότερος πληθυσμός, αφού οι εισφορές των εργαζομένων θα έπρεπε να συσσωρεύονται στον ατομικό τους κουμπαρά;
οι εργαζόμενοι που ήταν κοντά στην συνταξιοδότηση (50 ετών και άνω), θα ελάμβαναν μια πενιχρή σύνταξη αφού δεν θα είχαν αποταμιεύσει στον ατομικό τους κουμπαρά αρκετά χρήματα, και
τι σύνταξη θα ελάμβαναν όσοι έμειναν ανάπηροι από εργατικό ατύχημα αφού θα είχαν αποταμιεύσει λίγα χρήματα.
ποιό θα ήταν το ποσό σύνταξης για τις χήρες των θανόντων από εργατικό ατύχημα;
Ακριβώς, για τους προαναφερόμενους κοινωνικο-πολιτικούς και τεχνικούς λόγους σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο, κατά την περίοδο σύστασης των δημόσιων συνταξιοδοτικών συστημάτων, υιοθετήθηκε το διανεμητικό σύστημα της αλληλεγγύης των γενεών και της συλλογικής αντιμετώπισης. Αντίθετα, απορρίφθηκε το κεφαλαιοποιητικό σύστημα της ατομικής αντιμετώπισης των κινδύνων του γήρατος, της αναπηρίας και του θανάτου.
Αποσιωπάται το κόστος
Έτσι, το διανεμητικό σύστημα της αλληλεγγύης των γενεών είναι αυτό που συνάδει με την έννοια της δημόσιας, καθολικής κοινωνικής ασφάλισης ως κοινωνικό δικαίωμα. Αντίθετα, το κεφαλαιοποιητικό σύστημα της ατομικής ευθύνης, υιοθετήθηκε από την ιδιωτική κερδοσκοπική ασφάλιση ως ατομική προαιρετική επιλογή του κάθε ατόμου για επιπρόσθετη σύνταξη, εφόσον έχει την οικονομική δυνατότητα μέσω της αποταμίευσης. Η διανεμητική σύνταξη της αλληλεγγύης των γενεών της κοινωνικής ασφάλισης (κύριας και επικουρικής) έχει την εγγύηση του Κράτους (πρόσφατες αποφάσεις του ΣτΕ και Ν. 4670/2020), γεγονός που δεν ισχύει, εξ ορισμού, στην κεφαλαιοποιητική σύνταξη του ατομικού κουμπαρά.
Στις συνθήκες αυτές, αξίζει να σημειωθεί ότι την αβέβαιη και ανασφαλή προοπτική της κεφαλαιοποίησης και των ατομικών λογαριασμών της επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης, συνοδεύει η συστηματική αποσιωποίηση του κόστους μετάβασης που προκαλείται στην ελληνική οικονομία και κοινωνία από το εγχείρημα της κεφαλαιοποίησης της επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης. Παράλληλα, προβάλλεται το επιχείρημα ότι καμία επικουρική σύνταξη δεν θα μειωθεί.
Αντίθετα, αντί της επίτευξης αυτής της ανέφικτης υπόσχεσης, θα προκληθεί, κατά τους υπολογισμούς μας, τόσο το κόστος μετάβασης των 57 μέχρι 67 δισ. ευρώ, όσο και η μείωση των συντάξεων των σημερινών και μελλοντικών συνταξιούχων (σημερινών εργαζομένων). Σημειώνεται ότι σ’ αυτό το κόστος μετάβασης δεν λαμβάνονται υπόψη οι εκκρεμείς 120.000 επικουρικές συντάξεις, οι οποίες συνιστούν κρυφές ετήσιες υποχρεώσεις 280 εκατ. ευρώ του κοινωνικο-ασφαλιστικού συστήματος στην επικουρική ασφάλιση.
Πανδημία και κεφαλαιοποιητικό σύστημα: μάστιγες
Εάν σε αυτό προσθέσουμε και τις 165.000 εκκρεμείς αιτήσεις της κύριας ασφάλιση, περίπου 1,4 δισ. ευρώ, τότε το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης θα έχει συνολικά 1,7 δισ. ευρώ κρυφές ετήσιες υποχρεώσεις που θα επιβαρύνουν τον Κρατικό Προϋπολογισμό. Έτσι, σε αυτές τις ετήσιες κρυφές υποχρεώσεις το κυβερνητικό εγχείρημα της κεφαλαιοποίησης της επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης, θα προσθέσει και το ετήσιο κόστος μετάβασης που αρχικά εκτιμάται στα 250 εκ. ευρώ και θα αυξάνεται συνεχώς κατά την τρέχουσα δεκαετία προσεγγίζοντας το 1 δισ. ευρώ ετησίως το 2030.
Έτσι, εάν εντός του 2021 διευθετηθούν, σύμφωνα με τις κυβερνητικές ανακοινώσεις, οι εκκρεμείς αιτήσεις σύνταξης, λαμβάνοντας υπόψη και την ύφεση του 2020, η οποία εκτιμάται σε 10% με 11%, τότε ο δείκτης συνταξιοδοτικής δαπάνης προς το ΑΕΠ θα προσεγγίσει (2021) το 18,9% από 15,6% του ΑΕΠ το 2019, εξαιτίας κατά βάση, της σημαντικής, λόγω της πανδημίας, μείωσης του ΑΕΠ.
Οι δυσμενείς αυτές εξελίξεις της ελληνικής οικονομίας, επιδεινούμενες και από το εγχείρημα της κεφαλαιοποίησης της επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης και το κόστος μετάβασης, θα επιταχύνουν την δημοσιονομική κρίση της χώρας μας, αφού για να μειωθεί ο δείκτης της συνταξιοδοτικής δαπάνης προς ΑΕΠ κάτω από το 16,2% (επιβαλλόμενο όριο του πρώτου Μνημονίου που ισχύει και με τον πρόσφατο Ν. 4670/2020), θα πρέπει το ΑΕΠ να ανέλθει το 2021 στα 194 δισ. (187 δισ. ευρώ το 2019). Στην προοπτική αυτή, αναδεικνύεται, σύμφωνα με τους υπολογισμούς μας, ότι η αποφυγή επιδείνωσης της δημοσιονομικής κρίσης στην Ελλάδα, προϋποθέτει κατά τα επόμενα τέσσερα χρόνια μία μέση ετήσια αύξηση του ΑΕΠ πάνω από 4,5%.