Ο δημογραφικός δείκτης είναι ο λόγος των συνταξιούχων προς τους εργαζομένους και ο οικονομικός δείκτης είναι ο λόγος της μέσης σύνταξης προς τον μέσο μισθό των εργαζομένων
Το τελευταίο χρονικό διάστημα, το οποίο συμπίπτει με την περίοδο μετά την ψήφιση του Ν.4826/21 για την κεφαλαιοποίηση των ατομικών λογαριασμών της επικουρικής ασφάλισης, πληθαίνουν τα δημοσιεύματα υποστήριξης του λανθασμένου επιχειρήματος, όπως ακριβώς στο άμεσο παρελθόν με την επικουρική κοινωνική ασφάλιση, της κατάρρευσης του διανεμητικού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης της αλληλεγγύης των γενεών. Το επίκεντρο του επιχειρήματος συμπυκνώνεται στον ισχυρισμό ότι για να είναι βιώσιμο το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, ο ελάχιστος απαιτούμενος αριθμός εργαζομένων για κάθε συνταξιούχο θα πρέπει να είναι τέσσερις εργαζόμενοι. Όμως, η υποστήριξη αυτού του λανθασμένου επιχειρήματος προϋποθέτει την θεωρητική και μεθοδολογική γνώση προέλευσης αυτού του δείκτη.
Στο πλαίσιο αυτό απαιτείται η θεωρητική και μεθοδολογική κατανόηση τόσο της προέλευσης αυτού του συγκεκριμένου δείκτη, όσο και της ανάδειξης ότι ο προαναφερόμενος ισχυρισμός είναι παντελώς λανθασμένος. Από την άποψη αυτή αξίζει να σημειωθεί ότι στα οικονομικά της κοινωνικής ασφάλισης (Pension Economics), για τον καθορισμό του ύψους της εισφοράς (20% στην Ελλάδα για την κύρια ασφάλιση), χρησιμοποιείται στην ανάλυση μόνο η κύρια σύνταξη γιατί αυτή λειτουργεί με συντελεστές αναπλήρωσης. Έτσι, ο υπολογισμός αναφέρεται στο ποσοστό της εισφοράς, το οποίο ισούται με το γινόμενο του δημογραφικού δείκτη και του οικονομικού δείκτη. Ο δημογραφικός δείκτης είναι ο λόγος των συνταξιούχων προς τους εργαζομένους και ο οικονομικός δείκτης είναι ο λόγος της μέσης σύνταξης προς τον μέσο μισθό των εργαζομένων (δηλαδή ο συντελεστής αναπλήρωσης). Με άλλα λόγια, όταν δημιουργήθηκε το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης στην Ελλάδα θεσμοθετήθηκε 20% εισφορά και ανώτερος συντελεστής αναπλήρωσης 80%.
Λαμβάνοντας υπόψη αυτά τα δεδομένα για να ήταν βιώσιμο αυτό το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης θα έπρεπε ο δημογραφικός δείκτης να είχε τιμή 25% (δηλαδή να αντιστοιχούν 4 εργαζόμενοι για κάθε ένα συνταξιούχο). Όμως, στο σύστημα που ισχύει σήμερα στην κοινωνική ασφάλιση, στην κύρια σύνταξη για 40 έτη ασφάλισης ο συντελεστής αναπλήρωσης είναι 50%. Άρα, η αναλογία που απαιτείται σήμερα είναι 2,5 εργαζόμενοι για κάθε έναν συνταξιούχο. Δηλαδή, αυτό που απαιτείται να γίνει κατανοητό είναι ότι αυτός ο δείκτης 4 εργαζόμενοι προς 1 συνταξιούχο που χρησιμοποιείται συνεχώς στην χώρα μας δεν είναι σταθερός, αλλά εξαρτάται από το ποιο είναι το ποσοστό εισφοράς που θέλουμε να καταβάλλουμε και ποιο είναι το ποσοστό του συντελεστή αναπλήρωσης. Δεν είναι μια σταθερά όπως λανθασμένα υποστηρίζεται. Επίσης, όπως αναφέρθηκε, η αναλογία αυτή εξαρτάται από τον οικονομικό δείκτη. Ο οικονομικός δείκτης προκύπτει από τον λόγο του ύψους της σύνταξης των συνταξιούχων προς τον μισθό των εργαζομένων.
Έτσι, εάν υποθέσουμε ότι οι συντάξεις αυξάνονται σύμφωνα με τον πληθωρισμό και οι μισθοί των εργαζομένων ανάλογα με την αύξηση του ΑΕΠ, τότε η αναλογία αυτή μπορεί να είναι ακόμη μικρότερη για να καλύπτεται ο συντελεστής αναπλήρωσης του 50% με 20% εισφορά των εργαζομένων. Για παράδειγμα, εάν το μέσο ΑΕΠ αυξάνονταν με 3% κατά μέσο όρο ετησίως και ο πληθωρισμός ήταν 1,5%, τότε η απαιτούμενη αναλογία για την μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης θα ήταν 1,25 εργαζόμενοι για κάθε συνταξιούχο. Κατά συνέπεια, αναδεικνύεται με τον πιο εύληπτο τρόπο πόσο σημαντικό ρόλο παίζει η ανάπτυξη της πραγματικής οικονομίας για την μακροχρόνια βιωσιμότητα του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης.
Ουσιαστικά, η βιωσιμότητα της κοινωνικής ασφάλισης βασίζεται στον οικονομικό δείκτη, και οι οικονομικές επιπτώσεις της γήρανσης του πληθυσμού στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης μπορούν να αντισταθμιστούν από την οικονομική ανάπτυξη. Επιπρόσθετα, διατυπώνεται ο ισχυρισμός ότι λόγω της γήρανσης του πληθυσμού ένα αναδιανεμητικό συνταξιοδοτικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης δεν είναι μακροπρόθεσμα βιώσιμο με την έννοια ότι θα επιβαρύνει τα δημοσιονομικά της χώρας. Όμως και αυτός ο ισχυρισμός είναι λανθασμένος και αυτό γιατί το φαινόμενο της γήρανσης του πληθυσμού συνοδεύεται με ταυτόχρονη μελλοντική συρρίκνωση του πληθυσμού.
Έτσι, μπορεί ο δείκτης γήρανσης του πληθυσμού να επιβαρύνεται μελλοντικά, δηλαδή η αναλογία του πληθυσμού ατόμων άνω των 65 ετών προς τον πληθυσμό ηλικίας 15-64 ετών να αυξάνεται από το 34,6% που είναι το 2020 στο 59,6% το 2027. Όμως αυτό δεν συνεπάγεται απαραίτητα και αύξηση των δημοσιονομικών δαπανών και αυτό γιατί σε απόλυτες χρηματικές μονάδες, η κρατική χρηματοδότηση μπορεί να μειωθεί αφού θα έχει μειωθεί ο πληθυσμός που θα λαμβάνει τις συντάξεις λόγω της συνολικής μείωσης του πληθυσμού. Με άλλα λόγια, στο αναδιανεμητικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, η σημερινή απαιτούμενη αναλογία 2,5 εργαζομένων για κάθε συνταξιούχο, αντιστοιχεί στον σημερινό πληθυσμό των 10,7 εκατ. ατόμων και αυτή η αναλογία θα απαιτείται και στο μέλλον εφόσον ο πληθυσμός παραμένει σταθερός.
Αυτή η δυναμική του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης μπορεί να αποτυπωθεί μόνο με μια αναλογιστική μελέτη δημογραφικών και οικονομικών προβολών και όχι με μια απλή αναλογία. Ακριβώς για το λόγο αυτό, σύμφωνα με την αναλογιστική μελέτη του Ν. 4670/2020 το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης παρουσιάζει μακροχρόνια βιωσιμότητα και οικονομική ισορροπία. Ειδικότερα, σύμφωνα με την αναλογιστική μελέτη που εκπονήθηκε για τον Ν.4670/2020 για την Ελλάδα, ο δείκτης συνταξιοδοτικής δαπάνης προς το ΑΕΠ το 2018 ήταν 15,6% του ΑΕΠ και το 2070 θα είναι 11,9% του ΑΕΠ, όταν ο μέσος όρος των χωρών της Ευρωπαϊκής ‘Ενωσης εκτιμάται ότι το 2070 θα είναι 12,5% ΑΕΠ. Επίσης, ο δείκτης της κρατικής συμμετοχής προς το ΑΕΠ από 9,5% του ΑΕΠ στην χώρα μας, εκτιμάται ότι το 2070 θα μειωθεί στο 5,5% του ΑΕΠ.
Κατά συνέπεια, αυτό που απαιτείται να γίνει κατανοητό είναι πως το δημογραφικό πρόβλημα δεν επηρεάζει και ούτε επιβαρύνει τα δημοσιονομικά της χώρας, αλλά οι μεγαλύτερες επιπτώσεις είναι γενικότερες κοινωνικο-οικονομικά, αφού έχουν εκτιμηθεί οι επιπτώσεις που θα έχει στην οικονομική ανάπτυξη και στις χρηματιστηριακές και επενδυτικές διαδικασίες, δεδομένου ότι η αλλαγή της πληθυσμιακής δομής επηρεάζει τις προτιμήσεις ενός γηρασμένου πληθυσμού, με αποτέλεσμα να είναι και δυσκολότερη η επίτευξη ικανοποιητικών επενδυτικών αποδόσεων στις αγορές (Nomura 2012, Credit Suisse 2011). Το γεγονός αυτό δείχνει πόσο σοβαρά θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το δημογραφικό πρόβλημα της χώρας μας, ώστε να σχεδιαστούν και να υλοποιηθούν άμεσα οι κατάλληλες πολιτικές, προκειμένου να αποτραπεί η προβλεπόμενη μείωση του πληθυσμού (εκτιμάται στα 8,6 εκ. το 2070 σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες δημογραφικές προβολές της Eurostat, EuroPop 2019) ή να μετριαστεί ο ρυθμός μείωσης του.
Ο Σάββας Γ. Ρομπόλης είναι Ομ. Καθ. Παντείου Πανεπιστημίου και ο Βασίλειος Γ. Μπέτσης είναι Διδάκτορας Παντείου Πανεπιστημίου