Πηγή: Infowar
Με σχεδόν ομόφωνη απόφασή τους, οι δικαστές του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ αποφάσισαν πως εταιρεία δικαιούται να μηνύσει συνδικαλιστική ένωση για «ζημίες» που προκλήθηκαν κατά τη διάρκεια απεργίας, προκαλώντας ένα καίριο πλήγμα στο δικαίωμα των εργαζομένων στην απεργία.
Η απόφαση αφορά την υπόθεση «Glacier Northwest Inc εναντίον Teamsters», όπου η εταιρεία πώλησης τσιμέντου στην πολιτεία της Ουάσινγκτον, Glacier Northwest, μήνυσε το τοπικό παράρτημα της συνδικαλιστικής ένωσης των οδηγών φορτηγών, Teamsters, για «καταστροφή περιουσίας», ζητώντας αποζημιώσεις.
Η απεργία, το τσιμέντο και η μήνυση
Η μήνυση αφορά περιστατικό του 2017, όταν οι διαπραγματεύσεις νέων συμβολαίων μεταξύ του τοπικού συνδικαλιστικού οργάνου των φορτηγατζήδων και των εταιρειών πώλησης και διανομής τσιμέντου στην πολιτεία της Ουάσινγκτον κατέρρευσαν, με υπαιτιότητα των εταιρειών των οποίων ηγούνταν η Glacier Northwest. Με τα προηγούμενα συμβόλαια να έχουν λήξει, το συνδικάτο έδωσε εντολή να σταματήσουν την εργασία τους οι οδηγοί φορτηγών. Ογδόντα πέντε οδηγοί που δούλευαν για τη Glacier ακινητοποίησαν τα φορτηγά τους, ενώ 16 εξ αυτών, που είχαν φορτηγά ήδη φορτωμένα με τσιμέντο, τα επέστρεψαν στον εργοδότη τους με τα βαρέλια ανάδευσης σε συνεχή λειτουργία, ώστε το τσιμέντο που είχαν φορτωμένο να μην σκληρύνει και καταστεί άχρηστο — αλλά και να μην προκαλέσει ζημιά στα ίδια τα οχήματα.
Σύμφωνα με το νομικό πλαίσιο στις ΗΠΑ, οι απεργοί εργαζόμενοι οφείλουν να λαμβάνουν «εύλογες προφυλάξεις» για να προστατεύσουν την περιουσία του εργοδότη από άσκοπη ζημιά από μια ξαφνική διακοπή εργασίας. Θα πίστευε κανείς πως η πράξη των οδηγών, να επιστρέψουν τα οχήματά τους στον εργοδότη διασφαλίζοντας παράλληλα πως το προϊόν δεν θα αχρηστευτεί, θα εντασσόταν σε αυτές τις «εύλογες προφυλάξεις». Η εναλλακτική, το να παρατήσουν δηλαδή τα φορτωμένα φορτηγά στην άκρη του δρόμου σβηστά, με το τσιμέντο να σκληραίνει και να αχρηστεύεται, θα ήταν παραβίαση αυτού του κανόνα.
Η εταιρεία, όμως, είχε διαφορετική άποψη. Η Glacier Northwest, η οποία είναι μονάδα της Taiheiyo Cement Corp με έδρα την Ιαπωνία, δεν κατάφερε να πωλήσει και να διανείμει το εν λόγω τσιμέντο, αποφασίζοντας την καταστροφή του φορτίου. Και, σύμφωνα με την εταιρεία, υπεύθυνοι για αυτό ήταν οι οδηγοί και το συνδικάτο τους, που χρόνισαν την απεργία τους με τέτοιο τρόπο ώστε να «διευκολύνουν την εκ προθέσεως καταστροφή περιουσίας της εταιρείας».
Η Glacier αποφάσισε να μηνύσει το τοπικό παράρτημα του συνδικάτου στα δικαστήρια της πολιτείας της Ουάσινγκτον. Η πρωτόδικη απόφαση δικαίωσε τους απεργούς, όμως το Εφετείο ανέτρεψε την απόφαση και δικαίωσε την εταιρεία. Στη συνέχεια, το Ανώτατο Δικαστήριο της πολιτείας αποφάσισε πως το ζήτημα σύμφωνα με τον νόμο δεν πρέπει να επιλυθεί στα ποινικά δικαστήρια, αλλά στο Εθνικό Συμβούλιο Εργασιακών Σχέσεων (National Labor Relations Board – NLRB). Ο Γενικός Σύμβουλος του τελευταίου, αποφάσισε να εκδώσει καταγγελία αθέμιτης εργασιακής πρακτικής κατά της Glacier, θεωρώντας πως η μήνυση αποτελεί αντίποινα της εταιρείας ενάντια στους απεργούς.
Νομικό πλαίσιο
Το γενικό νομικό πλαίσιο υπό το οποίο διέπονται οι απεργίες στις ΗΠΑ καθορίζεται από τον Εθνικό Νόμο Εργασιακών Σχέσεων (National Labor Relations Act – NLRA) του 1935. Από εκεί προκύπτουν και οι «εύλογες προφυλάξεις» που πρέπει να λάβουν οι απεργοί ώστε να μην προκληθεί ζημία στον εργοδότη. Όμως, το ποιος αποφασίζει τι είναι αυτές οι «εύλογες προφυλάξεις» και αν ελήφθησαν από τους απεργούς, δεν καθορίζεται από τον νόμο. Καθορίζεται από το «δόγμα Garmon», που πηγάζει από απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου το 1959. Βάσει αυτής της απόφασης, το δόγμα λέει πως όταν έρχεται σε πολιτειακό δικαστήριο υπόθεση που αφορά πιθανά προστατευμένη υπό τον ομοσπονδιακό νόμο δράση, το πολιτειακό δικαστήριο οφείλει να υποκύψει στον προσδιορισμό του Εθνικού Συμβουλίου Εργασιακών Σχέσεων για το αν η δράση προστατεύεται όντως από τον νόμο.
Με απλά λόγια, υπό το «δόγμα Garmon» τα τοπικά πολιτειακά δικαστήρια δεν μπορούν μόνα τους να αποφασίσουν για μία διαμάχη που αφορά μια απεργία και τις ζημίες που μπορεί να προκλήθηκαν από αυτήν — πρέπει η υπόθεση να παραπεμφθεί στο ομοσπονδιακό όργανο επίλυσης διαφορών, και το δικαστήριο να υπακούσει σε όσα αποφασίσει το εν λόγω όργανο. Μέχρι την υιοθέτηση του δόγματος αυτού το 1959, τα πολιτειακά δικαστήρια συνήθως αποφάσιζαν σωρηδόν υπέρ των εργοδοτών και ενάντια στους απεργούς εργαζόμενους — το αποτέλεσμα ήταν ενός είδους έμμεσος εκφοβισμός, ώστε τα συνδικάτα να μην λαμβάνουν αποφάσεις για απεργίες.
Η Glacier — και μέσω αυτής το αμερικανικό Εμπορικό Επιμελητήριο που στηρίζει τις κινήσεις της εταιρείας — θέλει να επιστρέψουν οι εργασιακές σχέσεις σε αυτές ακριβώς τις συνθήκες. Τους εργαζόμενους να φοβούνται να πραγματοποιήσουν απεργία υπό τον φόβο πως θα κληθούν να αποζημιώσουν τους εργοδότες τους ακόμα κι αν λάβουν τις «εύλογες προφυλάξεις» που ορίζει ο νόμος.
Το «δόγμα Garmon» δεν πέθανε, αλλά είναι ετοιμοθάνατο
Στην απόφασή τους της 1ης Ιουνίου 2023, οι Ανώτατοι Δικαστές δεν ανέτρεψαν πλήρως το «δόγμα Garmon» — αποφάσισαν όμως, πως η εταιρεία δικαιούται να μηνύσει τους απεργούς στα πολιτειακά δικαστήρια προτού το Εθνικό Συμβούλιο αποφανθεί για το αν η απεργία είναι προστατευμένη.
Για να φτάσουν σε αυτή την απόφαση, οι Δικαστές της πλειοψηφίας έπαιξαν με τις λεπτομέρειες, λέγοντας πως το συνδικάτο δεν έλαβε τις «απαραίτητες προφυλάξεις», καθώς κήρυξε την απεργία «αφότου οι οδηγοί της είχαν φορτώσει έναν μεγάλο όγκο υγρού τσιμέντου στα φορτηγά διανομής της Glacier», όπως έγραψε στην απόφαση η Δικαστής Έιμι Κόνι Μπάρετ.
Όπως όμως τόνισε η μοναδική μειοψηφούσα Δικαστής, η νεότερη στο αξίωμα Κετάντζι Μπράουν Τζάκσον, το δικαστήριο «δεν είχε καμία δουλειά να εμβαθύνει σε αυτή την εργασιακή διαμάχη τη δεδομένη στιγμή». «Η υποβολή της διοικητικής καταγγελίας του Γενικού Συμβούλου», επιχειρηματολόγησε η Τζάκσον, «αναγκαία επαρκεί για να αποδειχθεί πως η απεργιακή συμπεριφορά του Συνδικάτου είναι “ενδεχομένως προστατευμένη” υπό την έννοια του Garmon». Κάτι που σημαίνει πως ούτε η μήνυση στα πολιτειακά δικαστήρια μπορεί να προχωρήσει, αλλά ούτε και το Ανώτατο Δικαστήριο έχει δικαίωμα να αποφασίζει για τις λεπτομέρειες της υπόθεσης.
Οι υπόλοιποι οκτώ Δικαστές του εννεαμελούς οργάνου διαφώνησαν. Όπως εξηγεί η νομικός Τζέιν ΜακΑλέβι σε κείμενό της στο The Nation, ο μόνος λόγος που δεν ανέτρεψαν πλήρως το «δόγμα Garmon» είναι πως οι συνθήκες της υπόθεσης δεν ήταν ακριβώς κατάλληλες για να γίνει αυτό. Με την απόφασή τους, οι Δικαστές στέλνουν την υπόθεση πίσω στο Ανώτατο Δικαστήριο της πολιτείας της Ουάσινγκτον. Εάν εκείνο αποφανθεί υπέρ των απεργών, η εταιρεία θα κυνηγήσει εκ νέου απόφαση του ομοσπονδιακού Ανώτατου Δικαστηρίου, οπότε και οι πλειοψηφούντες «υπερσυντηρητικοί» Δικαστές θα είναι έτοιμοι να ανατρέψουν το «δόγμα Garmon» και να αφήσουν τις απεργίες εσαεί στην κρίση των δικαστηρίων. Το ξεκαθαρίζουν άλλωστε και οι ίδιοι οι Δικαστές Αλίτο, Τόμας και Γκόρσιτς, σε ξεχωριστή συναινούσα απόφαση που συνέγραψαν.
Ο διακομματικός πόλεμος στην απεργία
Έχει ιδιαίτερη σημασία πως η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου πάρθηκε με ενισχυμένη πλειοψηφία 8-1. Σε προηγούμενες επιθέσεις του σε θεμελιωμένα δικαιώματα, όπως την προστασία του δικαιώματος στην άμβλωση, το Δικαστήριο χωριζόταν σε ιδεολογικές γραμμές. Από τη μία οι έξι «συντηρητικοί» Δικαστές, κι από την άλλη οι τρεις λεγόμενοι «φιλελεύθεροι».
Εδώ, όμως, οι Κέιγκαν και Σοτομαγιόρ «διέβησαν τον Ρουβίκωνα» και συμφώνησαν με τους συντηρητικούς συναδέλφους τους. Ίσως όχι τυχαία, μοναδική μειοψηφούσα Δικαστής ήταν η Τζάκσον, η πρώτη μαύρη γυναίκα στην Ιστορία του Δικαστηρίου και η οποία έχει παρελθόν ως δημόσια συνήγορος.
Η απόφαση έρχεται σε μία περίοδο εργατικού αναβρασμού στις ΗΠΑ, με τα συνδικάτα να αρχίζουν σταδιακά να αποκτούν τη χαμένη εδώ και τέσσερις δεκαετίες αίγλη τους. Η επιθυμία να ανακοπεί εν τη γενέσει της μια γενική αναβίωση του αμερικανικού εργατικού κινήματος, είναι μια επιθυμία διακομματική, στο πλαίσιο που και τα δύο κόμματα του πολιτικού συστήματος των ΗΠΑ στηρίζονται και χρηματοδοτούνται από τα ίδια ή παρόμοια επιχειρηματικά συμφέροντα.
Δεν προκαλεί λοιπόν εντύπωση η αντεργατική ψήφος των δύο «φιλελεύθερων» Δικαστών, αλλά ούτε και το γεγονός πως η κυβέρνηση του αυτοαποκληθέντος «πιο φιλοσυνδικαλιστικού προέδρου στην Ιστορία» Τζο Μπάιντεν, δεν επιχειρηματολόγησε υπέρ των απεργών ενώπιον του Δικαστηρίου, όπως μπορούσε να κάνει. Αντίθετα, μάλιστα, ενώ επισήμως κρατούσαν τη μεσοβέζικη στάση πως «δεν στηρίζουν καμία πλευρά», οι εκπρόσωποι της κυβέρνησης στην ουσία αποδέχτηκαν τους ισχυρισμούς της εταιρείας. Επιπλέον, στο κυβερνητικό υπόμνημα ενώπιον του Δικαστηρίου η κυβέρνηση υπερασπίστηκε το υπάρχον νομικό πλαίσιο ως φτιαγμένο για να «εξαλείψει» τις «πρακτικές των εργατικών οργανώσεων» που «έχουν την πρόθεση ή το αναγκαίο αποτέλεσμα να επιβαρύνουν ή να παρεμποδίζουν το εμπόριο».
Εν ολίγοις, δηλαδή, η κυβέρνηση του «φιλεργατικού» Τζο Μπάιντεν είπε στους Δικαστές πως δεν χρειάζεται να ανατρέψουν τα εργατικά κεκτημένα, γιατί στην ουσία δεν είναι εργατικά αλλά αντεργατικά.
Να θυμίσουμε πως η ίδια κυβέρνηση είχε πριν από μερικούς μήνες ζητήσει από το Κογκρέσο να νομοθετήσει ώστε να αναγκαστούν οι εργαζόμενοι στους σιδηρόδρομους να αποδεχτούν τα προτεινόμενα από τις εταιρείες συμβόλαια — το Κογκρέσο υπάκουσε και απέτρεψε μια πιθανώς γιγαντιαία απεργία που θα παρέλυε το αμερικανικό εμπόριο.
Η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου σημαίνει πως πλέον κάθε απεργία που κοστίζει στους εργοδότες θα αποτελεί στόχο μηνύσεων από τις εταιρείες. Το κόστος στον εργοδότη, βέβαια, είναι το κύριο μέσο πίεσης κάθε σοβαρής απεργίας, όπως αποδεικνύει και η περίπτωση των οδηγών φορτηγών στην Ουάσινγκτον. Πίσω στο 2017, όταν η απεργία απειλήθηκε να επεκταθεί και στους 200 οδηγούς που εργάζονταν για τις υπόλοιπες τέσσερις εταιρείες του κλάδου διανομής τσιμέντου, οι εταιρείες επέστρεψαν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Οι εργαζόμενοι κέρδισαν ένα τετραετές συμβόλαιο με αυξήσεις ρεκόρ, βελτιωμένες συντάξεις και ασφάλεια εργασίας.
Εκείνη η απεργία, δηλαδή, ήταν απόλυτα επιτυχημένη — εξού και η εχθρότητα της Glacier, αλλά και του συνόλου των επιχειρηματικών συμφερόντων, ενάντια στο δικαίωμα σε αυτήν.