Δεκάδες νυν και πρώην εργάτες βίωσαν σκληρές εργασιακές συνθήκες σε αποθήκες της Amazon στη Σαουδική Αραβία και καταγγέλλουν πως έπεσαν θύματα εξαπάτησης και εκμετάλλευσης από γραφεία «στρατολόγησης» στο Νεπάλ και εταιρείες παροχής εργατικού δυναμικού στην χώρα της αραβικής χερσονήσου, σύμφωνα με νέα δημοσιογραφική έρευνα (*).
Οι συντάκτες του αποκαλυπτικού δημοσιεύματος αναφέρουν πως τα καταγγελλόμενα παραπέμπουν σε πιθανή σωματεμπορία -όπως την ορίζει η νομοθεσία των ΗΠΑ και ο ΟΗΕ-: καταχρηστικές συνθήκες εργασίας και διαβίωσης, περιορισμός μετακίνησης και ψευδείς υποσχέσεις σχετικά με τους μισθούς, τις συνθήκες εργασίας και την ταυτότητα του εργοδότη. Η υπόθεση καταδεικνύει πώς μεγάλες αμερικανικές εταιρείες επωφελούνται, άμεσα ή έμμεσα, από τέτοιες πρακτικές απασχόλησης, πρακτικές βίας και εξαναγκασμών.
Σαράντα οκτώ από τους 54 Νεπαλέζους εργάτες, που ερωτήθηκαν σχετικά, απάντησαν πως οι υπεύθυνοι προσλήψεων τους παραπλάνησαν αναφορικά με τους όρους της απασχόλησής τους, υποσχόμενοι ψευδώς ότι θα δούλευαν απευθείας για την Amazon. Πληρώνονταν πολύ λιγότερο από αυτό εάν είχαν προσληφθεί απευθείας για να δουλέψουν στις αποθήκες του κολοσσού στη Σαουδική Αραβία, ενώ υποχρεώνονταν να πληρώσουν ρήτρα, που κυμαίνονταν από περίπου 830 έως 2.300 $ -πολύ παραπάνω από όσο επιτρέπει η κυβέρνηση του Νεπάλ-.
Ορισμένοι εργαζόμενοι ανέφεραν πως αφού απολύθηκαν η εταιρεία προμήθειας εργατικού δυναμικού τους προσπάθησε να αποσπάσει περισσότερα χρήματα από αυτούς, εκμεταλλευόμενοι τους νόμους της Σαουδικής Αραβίας που δίνουν στους εργοδότες ευρείες εξουσίες να ελέγχουν την ελευθερία μετακίνησης των ξένων εργαζομένων.
Για να επιστρέψουν στο Νεπάλ, θα έπρεπε να πληρώσουν τη ρήτρα που συχνά ισοδυναμούσαν με μισθούς αρκετών μηνών. Ένας από αυτούς, ο Μ. Μανσούρ έφτασε από το ασιατικό κράτος στο Ριάντ το 2021 για τη δουλειά των ονείρων του, όπως είπε, σε μία από τις μεγαλύτερες εταιρείες του κόσμου αλλά αντ’ αυτού εργάστηκε σε τεράστια διώροφη αποθήκη με χαμηλό μισθό. Σύμφωνα με τον ίδιο, απολύθηκε αιφνιδιαστικά μαζί με άλλους συναδέλφους τους και έμεινε εγκλωβισμένος στη χώρα της Αραβικής χερσονήσου.
Ο Μανσούρ λέει ότι παρακάλεσε τη σαουδαραβική εταιρεία, με την οποία είχαν υπογράψει τις συμβάσεις εργασίας. Ωστόσο, η μόνη επιλογή που του έδωσαν ήταν να μείνει, σε μέρος «κόλαση», σε έναν κοιτώνα γεμάτο κατσαρίδες στη Σαουδική Αραβία, αλλιώς θα έπρεπε να πληρώσει την ποινή, που προέβλεπε το συμβόλαιό του για αποχώρηση πριν την ολοκλήρωσή του, ύψους 1.300 δολαρίων. Όμως, αυτό ήταν αδύνατο για τη φτωχή οικογένειά του πίσω στο Νεπάλ -που έχει εισόδημα 300 $ τον μήνα- και εκείνος δεν μπορούσε να πληρώσει για το ταξίδι, χωρίς μισθό πλέον και 2.400 μίλια από την πατρίδα του.
Τώρα έχει μείνει πεινασμένος και χρεωμένος, ενώ νιώθει ένοχος για τα δάνεια που πήρε ο ίδιος και η οι δικοί του για να τον πάνε στον Περσικό Κόλπο και να τον φέρουν πίσω στο Νεπάλ. «Έχασα χρόνο και χρήματα δουλεύοντας στην Amazon. Έχασα τα πάντα», σημείωσε.
Σε ό,τι αφορά την απόλυσή του εξηγεί πως οι δεκάδες εργαζόμενοι έλαβαν, λίγες ώρες μόλις πριν πιάσουν βάρδια, μήνυμα στο κινητό, που έγραψε: «Μην πας στη δουλειά», «Δεν ήξερα γιατί με απέλυσαν. Κανείς δεν ήξερε γιατί απολύθηκαν», λέει.
«Τους είπα: ή σκοτώστε μας ή στείλτε μας σπίτι, αλλά μην μας δίνετε τόσο πόνο», λέει στο βρετανικό δίκτυο. «Έχουμε ήδη πληρώσει χρήματα για να έρθουμε εδώ και πρέπει να πληρώσουμε επιπλέον χρήματα για να επιστρέψουμε;» είπε ένας νυν εργαζόμενος.
Πολλοί εργαζόμενοι περιέγραψαν τις αθέμιτες πρακτικές της Amazon δείχνοντας φωτογραφίες, βίντεο και εκατοντάδες έγγραφα, συμπεριλαμβανομένων διαβατηρίων, συμβάσεων εργασίας, αεροπορικών εισιτηρίων, εγγράφων άφιξης, πληρωμών, αδειών εργασίας, ιατρικών αρχείων και εσωτερικά μηνύματα. Τα στάνταρ του ΟΗΕ σημειώνουν ότι οι ιδιωτικές υπηρεσίες στρατολόγησης δεν πρέπει ποτέ να χρεώνουν στους εργαζομένους αμοιβές ή έξοδα που είναι του εργοδότη.
Οι πρακτικές που περιγράφονται από τους εργαζόμενους στην αποθήκη φαίνεται φαίνεται να παραβιάζουν και τις εργασιακές πολιτικές της Amazon. Η εταιρία πως τα πρότυπά της αναγνωρίζουν την ευπάθεια αλλοδαπών μεταναστών εργαζομένων και καθιστούν σαφές ότι οι εργαζόμενοι ενδέχεται να μην χρεώνονται τέλη πρόσληψης σε κανένα σημείο της διαδικασίας πρόσληψης.
Η ομάδα ανθρωπίνων δικαιωμάτων της Διεθνούς Αμνηστία επιβεβαίωσε στον Guardian ότι διεξήγαγε τη δική της έρευνα σχετικά με τη μεταχείριση των εργαζομένων από το Νεπάλ στις επιχειρήσεις της Amazon στη Σαουδική Αραβία. Ερευνήτρια της οργάνωσης απάντησε πως ενημέρωσε την εταιρία τον Ιούνιο για αυτά τα ζητήματα.
Πρώην εργαζόμενος αναφέρθηκε στον Μπέζο, τον τρίτο πλουσιότερο άνθρωπος στον κόσμο, που υποσχέθηκε το 2021 να κάνει την Amazon τον «καλύτερο εργοδότη της Γης». «Είσαι σε αυτή τη θέση λόγω της δουλειάς μας. Δεν θα ήσασταν σε αυτή τη θέση χωρίς τις προσπάθειες εργατών και βοηθών από το Νεπάλ, τις Φιλιππίνες, την Ινδία, το Μπαγκλαντές, το Πακιστάν και άλλους» υπογράμμισε.
Αρκετοί εργαζόμενοι λένε ότι στελέχη της Amazon γνώριζαν πολλά από τα προβλήματα στη Σαουδική Αραβία κι οι εργαζόμενοι διαμαρτυρήθηκαν στους διευθυντές αποθήκης της εταιρίες ή σε υπεύθυνους ανθρώπινου δυναμικού για τους χαμηλούς, τις κακές συνθήκες στέγασης και την καταπόνηση στην αποθήκη. «Ξέρουν τα πάντα για τις καταστάσεις και τα βάσανά μας», λέει άνδρας, που δούλευε εκεί από το 2021 έως το 2023.
Σε γραπτή απάντησή της η εταιρία παραδέχτηκε ότι ορισμένοι εργαζόμενοι στις εγκαταστάσεις της στη Σαουδική Αραβία υπέστησαν κακομεταχείριση.
«Η παροχή ασφαλών, υγιεινών και δίκαιων συνθηκών εργασίας είναι μια απαίτηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας με την Amazon σε κάθε χώρα, όπου δραστηριοποιούμαστε και ανησυχούμε βαθύτατα ότι ορισμένοι από τους συμβασιούχους εργαζομένους μας στο Βασίλειο της Σαουδικής Αραβίας δεν αντιμετωπίστηκαν με τα πρότυπα που θέσαμε» υποστήριξε στην ανακοίνωσή της.
Τέλος, ισχυρίστηκε πως εφαρμόζει ισχυρούς ελέγχους για να «διασφαλίσει ότι δεν θα συμβούν παρόμοια περιστατικά και να αυξήσει τα συνολικά πρότυπα για τους εργαζόμενους στην περιοχή». Αυτό περιλαμβάνει «παροχή βελτιωμένης εκπαίδευσης για τρίτους σχετικά με τα πρότυπα εργασιακών δικαιωμάτων με ειδική εστίαση στις προσλήψεις, τους μισθούς και την εξαπάτηση».
* Η έρευνα έγινε από τον Guardian, τη Διεθνή Κοινοπραξία Ερευνητικών Δημοσιογράφων (ICIJ), το NBC News και τους Arab Reporters for Investigative Journalism.