Το ΟΧΙ σαν ένα μοναδικό συμβάν όπου κυριαρχεί το απρόβλεπτο, οι τάσεις υποταγής παραμερίζονται και δίνεται η ευκαιρία, για μια στιγμή, να φανεί ένας άλλος δρόμος έστω και αχαρτογράφητος
Είχαν ρίξει όλο τους το οπλοστάσιο και είχαν αποτύχει οικτρά. Με τρόμο έβλεπαν ότι η προπαγάνδα των καναλιών δεν έπιανε, ακόμη και στα μεσημεριανάδικα οι νοικοκυρές εξεγείρονταν. Στις δουλειές απειλούσαν με απολύσεις και λοκ άουτ, άλλοι κλαίγανε μπροστά στους εργαζόμενούς τους για την καταστροφή που θα έρθει, άλλοι έδιναν παραπάνω μισθούς με το φόβο του κουρέματος.
Τον είχε κυριέψει μια μανία το τελευταίο διάστημα ότι είχε καταντήσει σαν τον Τζορτζ Γκρος*. Τον είχε καταβάλει μια αίσθηση κυνισμού και ταυτόχρονης παραίτησης.
Στους μαθητές του στη σχολή έλεγε πάντα ότι δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από το να βλέπεις την ήττα μέσα από τα έργα ενός ζωγράφου. Αν από τις καρικατούρες βρεθείτε ποτέ να σχεδιάζετε τοπία και χαρούμενες οικογενειακές στιγμές, να ξέρετε τότε ότι κάτι δεν πάει καλά, έλεγε διαρκώς. Όταν του ζήτησαν από την εφημερίδα να φτιάξει ένα σκίτσο για την επέτειο του δημοψηφίσματος, όμως, ένιωσε ο ίδιος για πρώτη φορά αυτό το αίσθημα.
Προτιμούσε να ζωγραφίσει λόφους, πεδιάδες και ποτάμια. Βρήκε τον εαυτό του, μία ώρα αργότερα, να κάνει ζουμ ιν και ζουμ άουτ σε μια εικόνα που είχε πρόχειρα περάσει για επεξεργασία στον υπολογιστή. Τότε ήταν που τον έπιασε ένας μικρός πανικός, καθώς κατάλαβε ότι μεταμορφωνόταν ο ίδιος σε αυτό που σιχαινόταν. Έπρεπε να βρει ένα αντίδοτο, κάτι, απέναντι στην φτώχεια της φαντασίας. Αυτή την άβολη συνθήκη όπου δε μπορείς να φανταστείς ότι μπορεί να υπάρξει κάτι διαφορετικό, οπότε συμβιβάζεσαι με ότι έχεις δίπλα σου.
Πάνω από το γραφείο του είχε φτιάξει ένα κολάζ από τις αγαπημένες του καρικατούρες, ακουμπισμένο πρόχειρα πάνω στην βιβλιοθήκη σε μια κορνίζα που έδειχνε εδώ και καιρό τα σημάδια φθοράς, το βλέμμα του έπεσε πάνω σε μια του Γκρος. Ήταν ένα έργο του 1915. Το έργο ονομαζόταν η “Εξέγερση των Τρελών”. Απεικόνιζε μια περίεργη συνθήκη σε μια δυτική πόλη όπου τρέλα είχε καταβάλει τους πάντες.
Ο κόσμος έτρεχε πανικόβλητος, φόνοι, ξυλοδαρμοί, πυρπολήσεις κτιρίων. Το πιο ενδιαφέρον όμως ήταν ότι δε μπορούσες να διακρίνεις ποιός ήταν τρελός και ποιος όχι, ποιος ήταν ο δολοφόνος και ποιος το θύμα. Μια κοινωνία σε κατάσταση παροξυσμού όπου ίσως για πρώτη φορά όλοι κάνανε ακραίες πράξεις σε καταστάσεις ιδιαίτερες.
Σκέφτηκε τότε για λίγο εκείνες τις μέρες του περσινού Ιούλη, και η καρικατούρα του φάνηκε πολύ οικεία. Κάπως έτσι, περιέγραφαν τη μέρα μετά το ΟΧΙ, οι υποστηριχτές της τάξης, οι οπαδοί του καθεστώτος.
Το ΟΧΙ σαν ένα μοναδικό συμβάν όπου κυριαρχεί το απρόβλεπτο, οι τάσεις υποταγής παραμερίζονται και δίνεται η ευκαιρία, για μια στιγμή, να φανεί ένας άλλος δρόμος έστω και αχαρτογράφητος. Κανείς δε συμπεριφερόταν όπως παλιά, όλα ήταν μια ιδιαίτερη συνθήκη. Βλέπει ξανά αυτές τις πανικόβλητες φιγούρες με τα ψιλά καπέλα στο έργο του Γκρος και βρίσκει τον εαυτό του να χαμογελάει. Θυμήθηκε την τρέλα των ελιτ. Αυτό τον τρόμο που σε πιάνει όταν πιστεύεις ότι τα έχεις όλα υπό έλεγχο και ξαφνικά βλέπεις ότι ισχύει το αντίθετο.
Είχαν ρίξει όλο τους το οπλοστάσιο και είχαν αποτύχει οικτρά. Με τρόμο έβλεπαν ότι η προπαγάνδα των καναλιών δεν έπιανε, ακόμη και στα μεσημεριανάδικα οι νοικοκυρές εξεγείρονταν. Στις δουλειές απειλούσαν με απολύσεις και λοκ άουτ, άλλοι κλαίγανε μπροστά στους εργαζόμενούς τους για την καταστροφή που θα έρθει, άλλοι έδιναν παραπάνω μισθούς με το φόβο του κουρέματος. Για λίγες έστω μέρες ζούσαν με τον κίνδυνο ότι το πλαίσιο ζωής τους θα άλλαζε ριζικά. Έπρεπε να κάτσουν μαζί με όλους του άλλους και αυτοί να περιμένουν στις ουρές των τραπεζών, για να πάρουν ακριβώς όσα θα έπαιρναν όλοι οι άλλοι.
Τους έπιανε λύσσα. Αχ, αυτές οι ουρές. Είχε πιάσει τον εαυτό του πάνω από δύο φορές να βρίζεται με διάφορους ευκατάστατους κυρίους σε αυτές και πολύ του άρεσε. Έφτασαν ακόμη και στο σημείο να κάνουν ότι και οι άλλοι, να διαδηλώσουν, να καταλάβουν το Σύνταγμα, να κάνουν και αυτοί συγκεντρώσεις. Το χειρότερο, βέβαια, για αυτούς, είναι ότι πλέον δεν τους άκουγε κανείς, σα να τρελάθηκαν όλοι οι άλλοι και δε έβλεπαν την καταστροφή που έρχεται.
Καμία τρέλα.
Για αυτόν όπως και για πολλούς και πολλές άλλες, εκείνες οι μέρες δεν είχαν τίποτα το αποτρόπαιο. Ήταν κάτι σαν ένα πανηγύρι, ένα «πανηγύρι των καταπιεσμένων» όπως πολύ σωστά το είχε πει ο Μάρξ ή ο Λένιν, δε θυμόταν ακριβώς. Ήταν μια γιορτή όλων όσων δεν είχαν να χάσουν τίποτα. Μια παρανοϊκή κατάσταση όπου ένιωθε σαν η κοινωνία να ήταν συλλογικά ερωτευμένη. Όλοι ήταν σε αναβρασμό. Τον είχαν ενθουσιάσει ιδιαίτερα οι καταγγελίες στην αστυνομία ότι νέοι σε μηχανάκια, στο Περιστέρι και στο Αιγάλεω έπαιρναν στο κατόπι αυτοκίνητα πλουσίων. Συνταξιούχοι υπερασπίζονταν μανιακά το ΟΧΙ στις ουρές στις τράπεζες, ενώ περίμεναν υπομονετικά για ώρες μέσα στο κατακαλόκαιρο.
Ήταν αξέχαστες μέρες και παρόλα όσα ακολούθησαν κανείς δε μπορούσε να του αλλάξει αυτή την αίσθηση. Πάνω από όλα ήταν αυτή η αίσθηση ότι συμμετέχεις σε κάτι μεγάλο και νιώθεις έτοιμος για όλα, για κάθε θυσία. Το μυαλό του πήγε σε εκείνο το απόσπασμα του Μπένγιαμιν, που του άρεσε πολύ «Αν είναι έτσι, τότε υπάρχει μια μυστική συμφωνία μεταξύ των γενεών που πέρασαν και της δικής μας. Επειδή η άφιξή μας στη γη ήταν αναμενόμενη. Επειδή μας είχε δωριστεί, όπως σε κάθε γενιά που προηγήθηκε, μια ασθενική μεσσιανική δύναμη, πάνω στην οποία το παρελθόν εγείρει αξιώσεις. Αυτές οι αξιώσεις δεν είναι δυνατό να ικανοποιηθούν με φθηνό τίμημα. Ο ιστορικός υλιστής γνωρίζει το γιατί».
Επέστρεψε στα χαρτιά του και στα μολύβια του, και σαν μανιακός άρχισε να σκιτσάρει. Δεν ήξερε ακόμη τι ήθελε να κάνει, το μόνο για το οποίο ήταν σίγουρος ήταν ότι δε θα καταντούσε σαν τον Γκρος.
Εικόνα: “Riot of the Insane” Τζορτ Γκρος (1915)
* Ο Τζορτζ Γκρος, ήταν γερμανός ζωγράφος, από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες του Νταντά του Βερολίνου και μέλος της τάσης της Νεας Αντικειμενικότητας μαζί με τον Ότο Ντιξ. Ο Γκρος ήταν γνωστός για τις καρικατούρες του που κριτίκαραν την γερμανική κοινωνία του μεσοπολέμου και ιδιαίτερα την ελιτ και τον μιλιταρισμό. Θα πάρει μέρος σε όλα τα μεγάλα γεγονότα της γενιάς του σαν ενεργό μέλος των Σπαρτακιστών. Ήταν 26 χρονών στην εξέγερση των Σπαρτακιστών το 1919, κατά τη διάρκεια της οποίας συνελήφθη. Η αντιφασιστική του δράση θα τον αναγκάσει να εγκαταλείψει την Γερμανία για την Αμερική. Εκεί θα αποκηρύξει το ριζοσπαστικό του παρελθόν και θα αλλάξει εντελώς ύφος ζωγραφίζοντας τοπία και χαρούμενες οικογενειακές στιγμές.