23.5 C
Athens
Πέμπτη, 3 Οκτωβρίου, 2024

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Πληθωρισμός: κίνδυνος για την «οικονομία» ή για τις εργαζόμενες τάξεις;, του Πέτρου Σταύρου


 

Πηγή: Commune

Σε αυτό το άρθρο θα δούμε λίγο πιο προσεκτικά τα στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ για τον πληθωρισμό και τον Δείκτη τιμών καταναλωτή (ΔΤΚ) που δημοσιεύτηκαν τελευταία και προκάλεσαν μεγάλη ανησυχία στα κυβερνητικά επιτελεία και όχι μόνο. Εκτιμάμε ότι η ανησυχία δεν είναι τόσο για τον πληθωρισμό αλλά για κάτι άλλο. Και δεν αναπτύσσεται μόνο εδώ, στην Ελλάδα, αυτή η ανησυχία αλλά σε όλη την Ευρώπη και στους υπόλοιπους ισχυρούς καπιταλιστικούς πόλους. Ειδικά μέσα στο εσωτερικό των βασικών καπιταλιστικών θεσμών της διακυβέρνησης και του χρήματος, η ανησυχία παίρνει την μορφή πότε του δισταγμού και πότε της αποφασιστικότητας.

 

Μια ρηχή δημοσιογραφική προσέγγιση θα διαπίστωνε μια κάποια απόσταση μεταξύ «περιστεριών» και «γερακιών». Το πολιτικό προσωπικό αυτών των θεσμών χωρίζεται στα «περιστέρια» (που θέλουν χαλαρά μέτρα και διστάζουν να «σφίξουν τα λουριά») και στα «γεράκια» (που ζητούν άμεση επιστροφή στην οικονομική ορθοδοξία της λιτότητας και του περιορισμού της ποσότητας του χρήματος). Γνώμη μας είναι πως οι διαφορές τους δεν είναι και τόσο μεγάλες, στο μεσομακροπρόθεσμο διάστημα. Εκείνο που ίσως τους χωρίζει είναι ο χρονισμός της παρέμβασης και όχι το είδος της παρέμβασης. Αλλά ας δούμε τα στοιχεία του ΔΤΚ.  

 

Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, λοιπόν, υπήρξε αύξηση του ΔΤΚ κατά 2,2% τον μήνα Σεπτέμβριο του 2021 σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2020. Πέρσι όμως υπήρξε μείωση του ΔΤΚ κατά 2% σε σύγκριση με το 2019. Άρα η αύξηση είναι σημαντική (από το -2 στο +2,2) και στην πραγματικότητα πρόκειται για την μεγαλύτερη μέση αύξηση, ανά μήνα, σε όλη την ΕΕ (2,3%).

 

Ο εμφανιζόμενος πληθωρισμός, αμέσως μετά την πανδημία, είναι, προς το παρόν, μια «οφθαλμαπάτη»

Αν δούμε όμως τα διαχρονικά στοιχεία των ετήσιων και μέσων μεταβολών του ΔΤΚ, θα διαπιστώσουμε ότι η μεγάλη αύξηση του πληθωρισμού είναι μια «οφθαλμαπάτη», όχι σκόπιμη αλλά προκαλούμενη από τον τρόπο παρουσίασης των δεδομένων. Ο λόγος γι’ αυτό το παράδοξο είναι ότι ο πληθωρισμός είναι η αλλαγή του επιπέδου των τιμών σε σχέση με το περασμένο έτος. Αυτό σημαίνει ότι το μετρημένο ποσοστό πληθωρισμού δεν εξαρτάται μόνο από το τι κάνουν οι τιμές τώρα, αλλά και από το τι έκαναν πριν από έναν χρόνο. Τις περισσότερες φορές, με την οικονομική κατάσταση, από έτος σε έτος, να αλλάζει ομαλά και σταδιακά αυτό δεν κάνει μεγάλη διαφορά. Αλλά οι αλλαγές πριν από έναν χρόνο, όπως όλοι και όλες θυμόμαστε, ήταν κάθε άλλο παρά αργές και σταδιακές. Η πανδημία και η ραγδαία πτώση της ζήτησης που προκλήθηκε, ήταν ανεπανάληπτα φαινόμενα. Είναι πιο πιθανό λοιπόν οι φετινές ταχύτατα αυξανόμενες τιμές να μας δείχνουν την ύφεση και τον αποπληθωρισμό του 2020 και όχι τον πληθωρισμό του 2021. Κάτι που πιστεύουμε επαληθεύεται αν κοιτάξουμε και την συμπεριφορά σε συγκεκριμένες υπο-ομάδες προϊόντων.

 

Φέτος, η αύξηση του ΔΤΚ προήλθε κυρίως από τις εξής ομάδες αγαθών και υπηρεσιών: Κατά 7,8% από την ομάδα «Μεταφορές», κατά 4,7% από την ομάδα «Στέγαση», κατά 3,1% από την ομάδα «Τρόφιμα», κατά 0,9% από την ομάδα Εκπαίδευση και κατά 0,5% στην ομάδα Ξενοδοχεία – Καφέ – Εστιατόρια. Το 2020 η μείωση του ΔΤΚ οφειλόταν περίπου στις ίδιες ομάδες δηλαδή κατά 7,9 % στις μεταφορές, κατά 6% στη Στέγαση, κατά 2,4% στις επικοινωνίες και κατά 1% στην ομάδα Ξενοδοχεία – καφέ – Εστιατόρια. Η συσχέτιση αποπληθωρισμού 2020 και πληθωρισμού 2021 είναι μεγάλη και εμφανέστατη ακόμα και στο επίπεδο αυτών των υπο-ομάδων προϊόντων και υπηρεσιών.

 

Όμως και σε σχέση με τους στόχους της ευρωπαϊκής νομισματικής πολιτικής δεν φαίνεται να δημιουργείται κάποιο μείζον θέμα από την αύξηση του γενικού επιπέδου των τιμών. Μέχρι χθες, το βασικό πρόβλημα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ήταν ο αποπληθωρισμός και όχι ο πληθωρισμός. Τελευταία, μετέτρεψε τον στόχο του 2% σε συμμετρικό στόχο. Περίοδοι που ο πληθωρισμός είναι κάτω από το 2% θα πρέπει να ακολουθούνται από περιόδους με πληθωρισμό πάνω από το 2% και αυτό γιατί πρέπει να υπάρξει κάποιος δυναμισμός στην ευρωπαϊκή οικονομία και να αποκαθηλωθούν τα κλασικά νομισματικά εργαλεία (ρύθμιση του βασικού επιτοκίου). Προς τι λοιπόν οι ανησυχίες και οι φόβοι;

 

Από τον «πληθωρισμό» στους «πληθωρισμούς» των υποτελών τάξεων

Στην πραγματικότητα αυτό που ονομάζεται Δείκτης Τιμών Καταναλωτή και που μετράει την ετήσια μεταβολή του επιπέδου των τιμών των προϊόντων και υπηρεσιών, σε ευμετάβλητες εποχές σαν τις σημερινές, έχει ελάχιστη οικονομική σημασία. Και αυτό γιατί δεν υπάρχει ένα μέσο «καλάθι» νοικοκυριού. Υπάρχουν τόσα «καλάθια» όσοι και οι καταναλωτές θα μπορούσαμε να πούμε. Υπάρχουν επίσης κάποια υποσύνολα «καλαθιών» που εμπεριέχουν τις δαπάνες των υποτελών – προλεταριακών στρωμάτων και όλων των χαμηλών εισοδημάτων.

 

Το γενικό επίπεδο των τιμών έχει ανέβει αρκετά, χωρίς όμως κάποια σημαντική μακροοικονομική συνέπεια για τους γενικούς και κεντρικούς στόχους της οικονομικής πολιτικής. Η αύξηση οφείλεται σε έναν πολύ περιορισμένο αριθμό προϊόντων. Δεν είναι υπερβολή να πούμε πως δεν υπάρχει ένα γενικό ποσοστό πληθωρισμού. Οι καταναλωτές που αγοράζουν κυρίως τα προϊόντα που αυξήθηκαν, αντιμετωπίζουν έναν πολύ διαφορετικό πληθωρισμό από τον πληθωρισμό που αντιμετωπίζουν καταναλωτές με άλλες προτιμήσεις, σε προϊόντα και υπηρεσίες που η τιμή τους δεν αυξήθηκε αλλά έμεινε σταθερή ή μειώθηκε κιόλας (βιομηχανικά τρόφιμα, ενδύματα, αναψυχή κ.λπ.).

 

Σύμφωνα με το δελτίο της ΕΛΣΤΑΤ, οι κυριότερες αυξήσεις του ετήσιου ΔΤΔ 2021 – 2020 ήταν σε: Φυσικό Αέριο 108,5%, Πετρέλαιο Θέρμανσης 28,9%, Νωπά Λαχανικά 21,1%, Μεταφορές επιβατών με αεροπλάνο 20,9%, Ελαιόλαδο 18,4%, Καύσιμα και λιπαντικά 18,1%, Αρνί κατσίκι 17,5%, Άλλα βρώσιμα έλαια 14%, Ξενοδοχεία Μοτέλ 9,5%, Νωπά Ψάρια 7,9%, Σοκολάτες 4,4%, Αυγά 3,5%, Αυτοκίνητα καινούργια 2,4%. Εκτός από τις μετακινήσεις με αεροπλάνο, τα ξενοδοχεία και τα καινούργια αυτοκίνητα που αφορούν δαπάνες που μπορούν να αναβληθούν για το μέλλον και δεν συμμετέχουν στην άμεση αναπαραγωγή ενός νοικοκυριού μισθωτών ή χαμηλοεισοδηματιών, όλα τα άλλα προϊόντα είναι βασικά στο μείγμα κατανάλωσης των υποτελών στρωμάτων. Η εκτίναξη των τιμών της ενέργειας, μάλιστα, αναμένεται να επηρεάσει περαιτέρω το κόστος παραγωγής βασικών καταναλωτικών αγαθών, όπως θα επηρεάζει και το σύνθετο αγαθό (συνδιαμόρφωση πολλών προϊόντων και υπηρεσιών) της στέγασης. Η νέα κατάσταση που δημιουργούν οι τιμές της ενέργειας έρχεται να προστεθεί στην ήδη διαμορφωμένη κατάσταση των αυξημένων τιμών των νωπών προϊόντων κατά τα προηγούμενα χρόνια. 

 

Στο ευρωπαϊκό επίπεδο, τα κύρια συστατικά του πληθωρισμού (3,4%) είναι η ενέργεια (17,4%) ακολουθούμενη από τα μη ενεργειακά βιομηχανικά αγαθά (2,1%), τα τρόφιμα, αλκοόλ & καπνός (2,1%) και υπηρεσίες (1,7%). Ειδικότερα στην Ευρωζώνη, οι πληθωριστικές πιέσεις που εντοπίζονται στην κατακόρυφη αύξηση των τιμών ενέργειας και των πρώτων υλών, είναι ακόμα πιο έντονες στις χώρες με ανταγωνιστικά μειονεκτήματα και μεγάλα εμπορικά ελλείμματα. Η υποτίμηση του ευρώ, σε σχέση με το δολάριο στο οποίο εκφράζονται τα περισσότερα από τα εισαγόμενα προϊόντα, επιδεινώνει τις πληθωριστικές πιέσεις που εμφανίζονται στην ενέργεια, στις πρώτες ύλες και στις μεταφορές.

 

Οι λεγόμενες αντιπληθωριστικές πολιτικές είναι συνήθως «κρυμμένες» πολιτικές λιτότητας

Όταν η κουβέντα για τον πληθωρισμό μένει στο επίπεδο του γενικού ΔΤΚ, στη μέση κίνηση των τιμών όλων των αγαθών και υπηρεσιών δηλαδή, τότε η επίσημη δογματική νεοφιλελεύθερη πολιτική έρχεται να επισημάνει τα εξής, υποτίθεται, ουδέτερα και τεχνοκρατικά θέσφατα: Εφόσον, η αύξηση του μέσου όρου είναι πολύ μεγάλη, τότε αυτό κάτι θα σημαίνει για το επίπεδο της ζήτησης. Όπως είναι γνωστό, από τα πανεπιστημιακά εγχειρίδια, η δυνητική παραγωγή ή η παραγωγική δυναμικότητα μιας οικονομίας αυξάνεται αργά και σταθερά με βάση την αύξηση του εργατικού δυναμικού και τη βελτίωση της τεχνολογίας.

 

Η συνολική ζήτηση της οικονομίας ποικίλλει και είναι πιο ευμετάβλητο μέγεθος από την παραγωγή. Πιθανή αναντιστοιχία μεταξύ παραγωγής και συνολικής ζήτησης λύνεται πάντα με προσαρμογή της ζήτησης. Επομένως, εάν ο πληθωρισμός είναι πολύ υψηλός, η λύση είναι να μειωθεί η ζήτηση, συνήθως αυξάνοντας τα επιτόκια, ή αλλιώς μειώνοντας τις δημόσιες δαπάνες και εφαρμόζοντας εισπρακτικές πολιτικές και πολιτικές λιτότητας. Θα μπορούσαμε να το περιγράψουμε και αλλιώς αυτό το θέσφατο, με λόγια μονεταριστικά και να λέγαμε πως υπάρχουν πολλά λεφτά στα χέρια μας ενώ η παραγωγή προϊόντων δεν αυξάνεται όσο αυξάνεται η διαθέσιμη ποσότητα χρήματος, οπότε πρέπει να αποσύρουμε χρήματα από την οικονομία. Είτε έτσι το πούμε είτε αλλιώς, στο σημερινό ευρωπαϊκό πλαίσιο, ένας επίμονος και θεωρούμενος ως υψηλός πληθωρισμός θα χρησιμοποιηθεί σίγουρα ως επιχείρημα για νέες απόπειρες περιοριστικών πολιτικών.

 

Αν όμως το πρόβλημα δεν είναι η αύξηση του μέσου όρου των τιμών (και δεν είναι) αλλά είναι η πολύ συγκεκριμένη αύξηση ορισμένων μόνο προϊόντων και υπηρεσιών, τότε το πρόβλημα δεν μπορεί να αναχθεί στον περιορισμό της συνολικής ζήτησης αλλά στις συνθήκες της προσφοράς αυτών των προϊόντων και υπηρεσιών. Πίσω από τις μεγάλες αυξήσεις των τιμών της ενέργειας κρύβεται η συγχώνευση της κλιματικής κρίσης με την ενεργειακή κρίση, πάνω σε έναν πολύπλοκο γεωπολιτικό καμβά. Πίσω από τις υπερβολικά φουσκωμένες τιμές του φυσικού αερίου κρύβεται η ενεργειακή μετάβαση της ευρωπαϊκής οικονομίας στις ΑΠΕ που καθυστερεί και που χρησιμοποιεί το φυσικό αέριο ως μεταβατικό καύσιμο. Πίσω από τις τιμές των super market κρύβεται ο ολιγοπωλιακός έλεγχος της εμπορίας και διανομής των τροφίμων κ.λπ.

 

Αν το ζήτημα λοιπόν είναι αυτές οι συγκεκριμένες αυξήσεις, τότε πολύ λίγο θα βοηθήσει η άνοδος των επιτοκίων, η εφαρμογή περιοριστικών πολιτικών και η μείωση της ποσότητας του χρήματος που κυκλοφορεί. Το ζήτημα είναι να αυξηθεί η παραγόμενη ποσότητα αυτών των προϊόντων και όχι η πρόκληση γενικής ύφεσης. Αυτό το γνωρίζουν οι ευρωπαϊκές κεντρικές αρχές και είναι ο ένας από τους δύο λόγους που δεν σκέφτονται να επιστρέψουν γρήγορα στις κλασικές νομισματικές πολιτικές (ρύθμιση επιτοκίων) από τις «ετερόδοξες» που εφαρμόζουν τώρα (ποσοτική χαλάρωση κ.λπ.). Ο δεύτερος λόγος που στέκεται αποτρεπτικός για μια άμεση χρήση του εργαλείου των επιτοκίων είναι, φυσικά, η μεγάλη φούσκα του ιδιωτικού και δημόσιου χρέους σε πλανητικό επίπεδο.

 

Η σημασία της διάρκειας και της έκτασης των πληθωριστικών πιέσεων

Η συζήτηση για την έκταση και τη διάρκεια των πληθωριστικών πιέσεων δεν έχει εκπαιδευτικό και ερευνητικό σκοπό, αν και πολλές φορές το εξηγητικό ύφος των ανακοινώσεων των κεντρικών καπιταλιστικών θεσμών υποκρύπτει την πειθαναγκαστική τακτική τους απέναντι στα λαϊκά στρώματα. Η άποψη της ΕΚΤ για τις πληθωριστικές πιέσεις είναι πως αυτές μάλλον θα αποδειχθούν βραχυπρόθεσμες. Αυτό σημαίνει ότι η ΕΚΤ δεν προτίθεται να λάβει μέτρα κλασικής νομισματικής πολιτικής -αύξηση των επιτοκίων- στο βραχυμεσοπρόθεσμο διάστημα για να αντιμετωπίσει κάποιον πληθωρισμό που δεν θεωρείται ακόμα υπερβολικός. Οι ανατιμήσεις προκλήθηκαν από την απότομη άνοδο της ζήτησης με την επανεκκίνηση των οικονομιών, που εκδηλώθηκε με εκτίναξη των τιμών στην ενέργεια, τα μέταλλα, τις μεταφορές κ.λπ. Έτσι, πέρασε η άνοδος των τιμών σε πολλά άλλα προϊόντα και υπηρεσίες, όπως τα τρόφιμα κ.λπ.

 

Αντίθετα, η ΕΚΤ φοβάται τη διάρκεια της ενεργειακής κρίσης, κι αυτό γιατί βάσιμα θα καθορίσει την έκταση και τη διάρκεια των πληθωριστικών πιέσεων. Κυρίως φοβάται την πολύ πιθανή περίπτωση η ενεργειακή κρίση να προκαλέσει κύμα αιτημάτων για αυξήσεις στους μισθούς. Κάτι τέτοιο, κατά την άποψή της, θα καθιστούσε μόνιμες τις βραχυμεσοπρόθεσμες πληθωριστικές πιέσεις. Τι μας λέει λοιπόν η ΕΚΤ; Μας λέει ότι δεν πρόκειται να παρέμβει βραχυμεσοπρόθεσμα. Μόνο όταν και εφόσον οι πληθωριστικές πιέσεις προκαλέσουν αιτήματα για αυξήσεις μισθών. Μόνο τότε τα κλασικά νομισματικά μέσα θα χρησιμοποιηθούν για να δώσουν σήμα στις κυβερνήσεις των κρατών-μελών να εφαρμόσουν πολιτικές λιτότητας. Μας λέει επίσης πως η χρήση των κλασικών νομισματικών μέτρων, επ’ αφορμή ενός επίμονου πληθωρισμού, θα γίνει τελικά, ακόμα και αν το δημόσιο και ιδιωτικό χρέος είναι υπερδιογκωμένο.

 

Η ΕΚΤ λοιπόν μας λέει πως δεν πρόκειται να κάνει τίποτα όσο οι πληθωριστικές πιέσεις θεωρούνται παροδικές και δεν προκαλούν μισθολογικά αιτήματα. Αν όμως χρειαστεί να κάνει κάτι, θα κάνει «αυτό που πρέπει», δηλαδή θα πάρει εκείνα τα μέτρα που θα κατευθύνουν όλες τις κυβερνήσεις των κρατών-μελών προς πολιτικές καταστολής των μισθολογικών απαιτήσεων. Η συγχώνευση της κλιματικής αλλαγής και της ενεργειακής κρίσης δεν πρέπει να οδηγήσει, επ’ ουδενί, σε αύξηση του μεριδίου των μισθών στο παραγόμενο προϊόν των ευρωπαϊκών οικονομιών. Αν η αύξηση των επιτοκίων θέσει σε διακινδύνευση τα συσσωρευμένα χρέη των οικονομιών, τότε θα χρησιμοποιηθούν «στοχευμένα» μέτρα παροχής ρευστότητας για να αποτραπεί το χρηματοοικονομικό ντόμινο.

 

Και ενώ οι ευρωπαϊκοί θεσμοί δεν συζητούν τις μισθολογικές αυξήσεις -είναι μια μεγάλη κουβέντα η κατεστημένη, αλλά λάθος, άποψη που θέλει τις μισθολογικές αυξήσεις να μεταφέρονται 100% στον καταναλωτή μέσω των αυξήσεων των τιμών- η Κομισιόν έχει ετοιμάσει, ήδη, τη σχετική εργαλειοθήκη αντιμετώπισης της ενεργειακής κρίσης με επιδοτήσεις, επιδόματα, φοροαπαλλαγές και αναβολές πληρωμών λογαριασμών ενέργειας. Έτσι, προκειμένου να μην επιτρέψουν μισθολογικές αυξήσεις δεν έχουν πρόβλημα να προτρέπουν σε κατάχρηση της επιδοματικής πολιτικής, κάτι που μέχρι πριν από λίγα χρόνια καταδίκαζαν μετά βδελυγμίας διότι έτρεφε, υποτίθεται, την αεργία και δεν δημιουργούσε κίνητρα εργασίας στον ιδιωτικό τομέα.

 

Με λίγα λόγια, δεν είναι ο πληθωρισμός που «ροκανίζει» τα λαϊκά εισοδήματα. Είναι η ενεργειακή κρίση, η κρίση της στέγης, η εμπορευματοποίηση βασικών και σύνθετων προϊόντων που δυσκολεύει, κάθε μέρα και περισσότερο, την καθημερινότητα των υποτελών στρωμάτων. Μόνον αυτά που οι καπιταλιστές δεν θέλουν, δηλαδή οι αυξήσεις των μισθών και των εισοδημάτων και η αναδιοργάνωση της παραγωγής των δημόσιων και σύνθετων αγαθών, είναι που μπορούν να μας προστατέψουν, περισσότερο αποτελεσματικά, από τις πολλαπλές κρίσεις που χτυπάνε τις κοινωνίες των ανοικτών οικονομιών. Τα πρόσκαιρα επιδόματα, χωρίς μισθούς και κοινωνικό κράτος, «ασυλοποιούν» την κοινωνία.

 

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ