Στην περίοδο, που διανύουμε, το μέγεθος μιας επιχείρησης δεν κρίνεται μόνο από τον αριθμό εργαζομένων που απασχολεί, τα έσοδα και τους πόρους που συγκεντρώνει, τα προϊόντα που παράγει, τις αγορές ή τους τομείς δραστηριοποίησης της.
Η βασική παράμετρος, η οποία μεταβιβάζει ισχύ στο κόσμο των επιχειρήσεων, σε συμφωνία με τη νεοφιλελεύθερη πραγματικότητα, είναι η πολιτική τους διάσταση και προτεραιότητα: η θεώρηση ότι χωρίς αυτές η κοινωνική αναπαραγωγή αντιμετωπίζει ουσιώδη προβλήματα ή και ακόμη ότι δεν είναι εφικτή.
Λόγου χάρη, η κατάρρευση της Lehmann Brothers, ένα από τα κατεξοχήν επεισόδια της καπιταλιστικής κρίσης του 2008 σε επίπεδο συμβολισμού και ουσίας, γέμισε πανικό τις αγορές και αιφνιδίασε τις κοινωνίες αφού αμφισβήτησε προς στιγμή στη πράξη τη θεωρεία για την ύπαρξη «too big to fail» επιχειρήσεων. Ως τέτοιες, τόσο από κενσυανούς όσο και από νεοφιλελεύθερους οικονομολόγους -από ολόκληρο, δηλαδή, το φάσμα της παραδοσιακής οικονομικής σκέψης– ορίζονταν οι επιχειρήσεις που είναι τόσο μεγάλες και τόσο διασυνδεδεμένες ώστε η κατάρρευση τους να αποτελεί καταστροφική απειλή για το σύνολο του οικονομικού συστήματος. Επομένως, συνέχιζαν οι εισηγητές αυτής της θεώρησης, πρέπει να υποστηρίζονται από την κυβέρνηση, όταν τυχόν (ή για να μην) αντιμετωπίζουν το ενδεχόμενο κατάρρευσης.
Η θεώρηση αυτή κατέστησε αναγκαία για την κεφαλαιοκρατική αναπαραγωγή την ύπαρξη και διατήρηση τους, καθώς θεωρήθηκαν πόλοι σταθερότητας για ολόκληρο το οικονομικό οικοδόμημα. Τις τοποθέτησε στο κέντρο των αναδιανεμητικών πολιτικών των κυβερνήσεων, των ρυθμίσεων του ανταγωνιστικού και νομοθετικού πλαισίου, τις ανέδειξε κοινωνικά ως την επιτομή της αποδοτικότητας.
Η πρακτική αυτή, καθόλου ξέχωρη από τις διαχρονικές επιδιώξεις του κεφαλαίου, εισήχθη ηγεμονικά και σε μεγάλη ένταση κατά τη δεκαετία του ’80 με την συγχρονισμένη άνοδο νεοφιλελεύθερων κυβερνήσεων σε Βρετανία και Η.Π.Α καθώς και με το πολύπλοκο πεδίου που διαμόρφωνε η τεχνολογική ανάπτυξη, η χρηματοπιστοτικοποίηση και η παγκοσμιοποίηση.
Φαινομενικά ωστόσο, ο κρατικός παρεμβατισμός υπέρ της διατήρησης μεγάλων επιχειρήσεων, της υψηλής συγκέντρωσης κεφαλαίων και πόρων σε βασικούς κλάδους της οικονομίας (τράπεζες, επιχειρήσεις υψηλής τεχνολογίας, κοκ) αντιπαραβάλλεται στο πάγιο αίτημα του νεοφιλελευθερισμού για «ακηδεμόνευτη» και ελεύθερη να αυτορυθμίζεται αγορά. Και αυτό γιατί οι πολιτικές υπέρ των επιχειρήσεων αυτών δημιουργούσαν υψηλά εμπόδια εισόδου σε ανταγωνιστές, μείωσαν το ρίσκο τους, τους επέτρεψαν να ηγηθούν και από άποψη κόστους (μεταξύ άλλων λόγω των οικονομικών κλίμακας, της εξωτερίκευσης, των κεφαλαιακών διαθεσίμων, της αυξημένης ικανότητας lobbing). Ο μόνος τρόπος ανταγωνισμού απέναντι σε αυτό το status quo ήταν από την πλευρά των «μικρών» το κυνήγι υπέρ-αποδόσεων, με το αυξημένο ρίσκο που αυτό συνεπάγεται.
Το παράδοξο, ωστόσο έγκειται στο ότι το κυνήγι υπέρ- αποδόσεων έμεινε να αποτελεί τη μόνη επιλογή και για τις «μεγάλες» επιχειρήσεις: το μειωμένο ρίσκο σε συνδυασμό με τη εγγυημένη αποδοτικότητα στις κύριες δραστηριότητες και τη συνεργασία με το κράτος τους επέτρεψε να κινούνται σε χαμηλά επίπεδα κινδύνου. Αν δε φρόντιζαν να την εξισορροπήσουν, να αναλάβουν δηλαδή μεγαλύτερο ρίσκο, θα βρίσκονταν αντιμέτωπες με το μεγαλύτερο φόβο κάθε κεφαλαιοκράτη, την οδυνηρή απογοήτευση κάθε μετόχου και επενδυτή: διαφυγόντα κέρδη, μειωμένη αποδοτικότητα κεφαλαίων. Εν συντομία, αν οι μεγάλες επιχειρήσεις δε ρισκάρουν δεν εκμεταλλεύονται στο έπακρο το συγκριτικό πλεονέκτημα, που διαθέτουν έναντι των μικρών.
Μια αυτοεκπληρωμένη προφητεία
Τα παραπάνω έρχονται να επιβεβαιώσουν ένα βασικό αξίωμα της μαρξιστικής κριτικής στο καπιταλιστικό σύστημα. Όπως γράφει ο ίδιος ο Μαρξ στο πρώτο τόμου του Κεφαλαίου σ.1 : «Με επαρκή κέρδη το κεφάλαιο γίνεται πολύ τολμηρό. Για ένα ορισμένο 10 % θα εξασφαλίσει την απασχόληση του οπουδήποτε’ ένα 20 % είναι βέβαιο ότι θα παράγει προθυμία, το 50 % θετικό θράσος , το 100 % θα το καταστήσει έτοιμο να ποδοπατήσει όλους τους ανθρώπινους νόμους και για ένα 300 % , δεν υπάρχει έγκλημα στο οποίο θα διστάζει ούτε κίνδυνος που δε θα αναλάβει».
Το παρόν κείμενο ωστόσο δε φιλοδοξεί να αναλύσει τη φετιχοποίηση του κεφαλαίου ούτε να μιλήσει σε μεγάλο βάθος για τις σχέσεις κράτους- αγοράς. Το βασικό επίδικο είναι η συνειδητοποίηση ότι η εκτεταμένη ανάληψη υψηλού κινδύνου είναι μια επιτυχημένη στρατηγική του κεφαλαίου, ότι αυτή δε σταματά στα χρόνια της κρίσης και ότι η λιτότητα είναι μια ακόμη επιλογή, που πέραν από τους άλλους ρόλους που επιτελεί (τη σημαντική της βιοπολιτική διάσταση), συγκροτεί τους όρους συνδιαλλαγής ώστε οι μεγάλες επιχειρήσεις να απολαμβάνουν τη αυξημένη κρατική στήριξη που τους επιτρέπει να αντισταθμίζουν το κόστος των επικίνδυνων επιλογών τους.
Δεν υπάρχει πιο ταιριαστό παράδειγμα για αυτά από τις συνεχόμενες κρατικές ανακεφαλαιοποιησεις του ελληνικού τραπεζικού τομέα. Η κατάρρευση του τραπεζικού τομέα είναι μια μη διαχειρήσιμη προοπτική για την αναπαραγωγή του εγχώριου κεφαλαίου και ως εκ τούτου το κράτος καλείται να μεσολαβεί διαρκώς για να αποσοβήσει μια τέτοια εξέλιξη.
Η μεσολάβηση αυτή ωστόσο είναι περιορισμένη: κάλυψη χρηματοοικονομικών αναγκών από τα κρατικά έσοδα, καμιά ενέργεια για τη παρέμβαση στη διοίκηση, τη λειτουργία, το θεσμικό πλαίσιο των τραπεζών. Η υπεράσπιση μάλιστα αυτού του τρόπου κρατικής παρέμβασης στο ζήτημα των τραπεζών είναι αρκετά απλή και συνεκτική: « οι τράπεζες είναι αρκετά σημαντικές για να καταρρεύσουν. Δεν υπάρχει οικονομική και κοινωνική ζωή χωρίς αυτές».
Η αιτιολόγηση αυτή αποτελεί μια άκρως ηγεμονική αφήγηση από την πλευρά του αντιπάλου. Παρά τη διαδεδομένη λαϊκή αγανάκτηση απέναντι στο ρόλο και τη λειτουργία των τραπεζών για τη σημερινή κατάσταση της οικονομίας, η αδυναμία ενός διευρυμένου κοινωνικού υποκειμένου να υλοποιήσει ή να δραστηριοποιηθεί εκτός του αγοραίου πλαισίου και των δομών του, λειτουργεί αυταπόδεικτα για τη σύνδεση του καπιταλισμού και των επιχειρήσεων με τη κοινωνική αναπαραγωγή.
Το επιχείρημα «too big to fail» συνδέεται άμεσα και διαμορφώνει την κατάσταση των από τα κάτω: δεν τους στερεί μόνο πόρους (μετακύληση πόρων από το κοινωνικό κράτος στην αγορά) αλλά τους στερεί τη φαντασία, τα πειθαρχεί σε συγκεκριμένες οριοθετήσεις, αιτιολογεί τη χρησιμότητα της συγκεκριμένης επιλογής με όρους κόστους οφέλους (λχ αν κλείσει η τράπεζα θα χαθούν οι καταθέσεις σου), τα τρομάζει αλλά και εμπεδώνει μέσα τους τη σχέση τους με την αγορά και τις δομές τους.
Ως εκ τούτου είναι καίριας σημασίας να αναδείξουμε ότι το επιχείρημα «too big to fail» λειτουργεί σαν αυτό-εκπληρωμένη προφητεία. Η αντιστάθμιση του κινδύνου από το κράτους επιτρέπει στις επιχειρήσεις να ρισκάρουν περισσότερο, και ως εκ τούτου το αναγκάζει (;) να ρυθμίζει, να διανέμει, να παρεμβαίνει υπέρ της μη κατάρρευσης τους.
Σε δημοσίευμα της Wall Street Journal γίνεται η παραδοχή ότι κατά το ΔΝΤ η Deutsche Bank αποτελεί τον μεγαλύτερο κίνδυνο για τη παγκόσμια οικονομία. Για ποιον λόγο ωστόσο; «Από τις παγκόσμια συστημικά σημαντικές τράπεζες , η Deutsche Bank φαίνεται να έχει τη μεγαλύτερη συμβολή σε συστημικούς κινδύνους, ακολουθούμενη από την HSBC και τη Credit Suisse», αναφέρει το ΔΝΤ στο Πρόγραμμα Αξιολόγησης του Χρηματοπιστωτικού Τομέα. Οι πολιτικές προστασίας των μεγάλων επιχειρήσεων δεν αποτρέπουν κινδύνους, αλλά τους εντείνουν. Και αυτό γιατί η αναζήτηση υψηλών αποδόσεων, που συνεπάγονται υψηλούς κινδύνους, δεν είναι τακτική αλλά πάγια στρατηγική του καπιταλισμού για να εξασφαλίζει τη συσσώρευση πλούτου.
Μαρινόπουλος: μια ευκαιρία για να στοχαστούμε πάνω στην ηγεμονία
Η περίπτωση της χρεοκοπίας Μαρινόπουλου αποτελεί μια σημαντική ευκαιρία. Μια ευκαιρία για να αναδείξουμε τον τρόπο που λειτουργούν οι μεγάλες επιχειρήσεις, για το ανεξέλεγκτο τοπίο που τους επιτρέπει να δρουν με αυτό τον τρόπο. Ο όμιλος Μαρινόπουλου δεν αποτελεί μια τράπεζα, δεν ανακεφαλαιοποιήθηκε από το κράτος, για ποιο λόγο ως εκ τούτου να συνδέεται με ένα κείμενο για τις μεγάλες επιχειρήσεις;
Σε πρώτο βαθμό οφείλουμε να τοποθετήσουμε τον όμιλο αυτό στις μεγάλες εγχώριες επιχειρήσεις- το «κανόνι» ύψους 1,3 δις που ετοιμάζεται να ρίξει σε προμηθευτές, κράτος, εργαζόμενους είναι πόσο σχεδόν ανάλογο του 1% του ΑΕΠ. Αυτό από μόνο του αρκεί. Ποια ήταν ωστόσο η σύνδεση με το κράτος; Μια επιχείρηση ανάλογη του ομίλου Μαρινόπουλου έχει την δυνατότητα να δημιουργήσει πολιτική αβεβαιότητα και αστάθεια σε κάθε κυβέρνηση και να «βυθίσει» τα αφηγήματα των διαδοχικών μνημονιακών κυβερνήσεων για την ανάπτυξη που όλο έρχεται είτε επί Σαμαρά είτε επί Τσίπρα.
Αυτή τη δυνατότητα δε μπορούσε παρά να την εκμεταλλευτεί: πως γινόταν η μεγαλύτερη ελληνική αλυσίδα λιανεμπορίου να μη δημοσιεύει ισολογισμούς για δύο και πλέον χρόνια; Μα φυσικά χάρη σε «παραθυράκια του νόμου» που το επέτρεπε έναντι ενός μικρού προστίμου και αρχών που κάνουν τα στραβά μάτια. Με αυτό σαν αφορμή, μας γεννάται η επιθυμία να δράσουμε τόσο επί ειδικού όσο επί του γενικού επιπέδου, να αντισταθμίσουμε και εμείς με τη σειρά μας τους κινδύνους από τη εδραίωση και διάδοση τέτοιων πρακτικών.
Στο ειδικό, το εργατικό κίνημα οφείλει να ακυρώσει στη πράξη τις μνημονιακές και νεοφιλελεύθερες διατάξεις που εγγυούνται την «ασφάλεια» του οικονομικού συστήματος, όπως αναλύθηκε από πάνω. Προφανώς διατάξεις προστασίας του κεφαλαίου υπήρχαν και πριν, αλλά ο νεοφιλελευθερισμός και το μνημόνιο αναβάθμισε τα ποιοτικά τους χαρακτηριστικά, ως αποτέλεσμα της επιτυχημένης επίθεσης των κυριάρχων στο κόσμο της εργασίας. Μαζικά και οργανωμένα, με όλα τα δυνατά μέσα και με την απαραίτητη κοινωνική γείωση, να φροντίζουμε να ικανοποιηθούν πρωτίστως οι οφειλές απέναντι στους εργαζόμενος παρότι το ρυθμιστικό πλαίσιο παρέχει προτεραιότητα στην ικανοποίηση των τραπεζών.
Να ξεχωρίσουμε ότι η εφαρμογή τέτοιου είδους διατάξεων είναι πολύ πιο δύσκολη από την ψήφιση τους, δρώντας έτσι ενάντια στη νομιμοποίηση των αντεργατικών πολιτικών προστασίας του κεφαλαίου. Να προβάλλουμε και να θέσουμε στη δημόσια διαβούλευση τη τάση του κεφαλαίου και του κράτους να οδηγείται σε τέτοιες καταστάσεις, να καταρρέει ακόμη και αν είναι πολύ μεγάλο.
Την έμπρακτη στήριξη των δικαιωμάτων των εργαζόμενων, την αλληλεγγύη στους αγώνες τους καλούμαστε να συνδέσουμε με το γενικό. Για να πραγματοποιήσουμε λόγου χάρη το αίτημα για εργατικό έλεγχο των υπό πτώχευση επιχειρήσεων, οφείλουμε να συγκεντρώσουμε την ισχύ για να το επιβάλλουμε. Να συγκροτήσουμε τη δικιά μας ηγεμονία, η οποία να στηρίζεται στην δουλειά που έχει γίνει για να συμβαδίσουμε με τις εξελίξεις.
Η πρόσφατη εμπειρία ενσωμάτωσης του ΣΥΡΙΖΑ και ήττας του ριζοσπαστικού λόγου εντός του πολιτικού του σχεδίου, μας δίδαξε ότι το μνημόνιο δεν καταργείται με ένα νόμο ή μονομιάς – το ίδιο συμβαίνει και με τον καπιταλισμό. Η μάχη δίνεται καθημερινά, δίνεται εκεί που πάσχει από τις αντιθέσεις του, εκεί που δε μπορεί να υπερασπιστεί την άρση του κοινωνικού συμβολαίου, εκεί που δεν αποδεικνύει τους ισχυρισμούς του. Εκεί όπου οι «πολλοί μεγάλοι για να καταρρεύσουν» καταρρέουν.
Η ριζοσπαστική αριστερά δε μπορεί να ασχολείται μόνο με διαβιβάσεις προς το αστικό κράτος όπως έκανε και εξακολουθεί να κάνει μεγάλο κομμάτι της μέχρι και σήμερα. Αλλά δε μπορεί και να μην ενεργεί ενάντια του, να μη διεκδικεί χώρο απέναντι σε αυτό για να μπορέσει να δοκιμαστεί έξω από αυτό και έξω από την αγορά. Για να το κάνει αυτό απαιτείται να αντιληφθεί την απαξίωση των παραδοσιακών τρόπων άσκησης πολιτικής, να πειραματιστεί με νέους τρόπους, να επερωτήσει και να ανατρέψει ακόμη και τις μη χρήσιμες δικές της συνδικαλιστικές ή κινηματικές δομές.
Ο δημιουργικός αντικαπιταλισμός οφείλει να είναι το δικό μας αντιπρόταγμα στο νεοφιλελευθερισμό. Ως εκ τούτου, πρέπει εμείς να βάζουμε την ατζέντα και όχι να ακολουθούμε αυτή των κυριάρχων- για τον Μαρινόπουλο και για κάθε Μαρινόπουλου που η αντίδραση μας είναι αντιστρόφως ανάλογη της κατάστασης και των προοπτικών που ανοίγει.
Να βρούμε ξανά το θάρρος να μιλήσουμε και να υλοποιήσουμε εκείνη τη «κίνηση που ανατρέπει την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων»!
σ1: Μαρξ, Κ (1978-α), Το Κεφάλαιο, Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας. Τόμος πρώτος, σ.760, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.