14.8 C
Athens
Παρασκευή, 6 Δεκεμβρίου, 2024

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Μη απαθώς μηδ’ αναισθήτως έχειν προς το κοινόν(1), του Γιώργου Θωμόπουλου

       Στον  εφιαλτικό  κόσμο  του  «1984»  του  Τζωρτζ  Όργουελ,   ο  παντεπόπτης  μεγάλος  αδερφός  ηδονίζεται  από  τη  μεγάλη  συγκίνηση  «να  ποδοπατά  έναν  ανήμπορο  εχθρό»  και  παρουσιάζει  στον  μη  διατεθειμένο  να  υποκύψει  σε  κάθε  ολοκληρωτισμό  Γουίνστον  την  εικόνα  του  μέλλοντος  που  ο  ίδιος  οραματίζεται: 

« Αν  θέλεις  μια  εικόνα  του  μέλλοντος,  φαντάσου  μια  μπότα  να  πατάει  το  πρόσωπο  ενός  ανθρώπου – για  πάντα ».

 

       Το  πώς  η  κοινωνία  μας  διολίσθησε  βήμα – βήμα,  σκαλί – σκαλί  και  πραγματοποιεί  το  όραμα  του  μεγάλου  αδερφού  αποθεώνοντας  την  έκπτωσή  της –  έστω  και  ασυναίσθητα  σε  πολλές  περιπτώσεις –  είναι  εξηγήσιμο,  παρότι  πολύπλοκο,  τόσο  από  φιλοσοφική,  όσο  και  από  επιστημονική  σκοπιά.  Επιτομή  μιας  απάντησης  στο  ερώτημα  θα  μπορούσε  να  είναι  το  λίαν  προβεβλημένο  σημερινό  γεγονός  ένα  μεγάλο  μέρος  του  πολιτικού  προσωπικού  της  χώρας  να  αποτίει  φόρο  τιμής  στους  τραγικούς  και  άτυχους  συνανθρώπους  μας – « θύματα  του  τυφλού  μίσους  που  γεννά  ο  διχασμός »,  κατά  την  διατύπωση  των  εμπνευστών  της  εκδήλωσης.  Αναφέρομαι  στην  εκδήλωση  για  τους  τρεις  νεκρούς  της  Μαρφίν  τον  Μάιο  του  2010  και  στην  αναθηματική  επιγραφή  που  αποκαλύφθηκε  παρουσία  της  Προέδρου  της  Δημοκρατίας,  του  Πρωθυπουργού,  του  Προέδρου  της  Βουλής,  της  Προέδρου  του  ΚΙΝΑΛ   και  εκπροσώπου  της  Ελληνικής  Λύσης.  Κυρίως  όμως  αναφέρομαι  στο  πνεύμα  και  την  αισθητική  του  πράγματος.  Η  διαστρέβλωση,  η  καπηλεία,  η  σκόπιμη  πλαστογράφηση  της  ιστορικής  αλήθειας  ήταν  παρούσα  βέβαια  και  συστηματικά  στα  200  έτη  του  ελευθέρου  πολιτικού  μας  βίου,  που  ετοιμαζόμαστε  να  εορτάσουμε  πανηγυρικά  ως  ομογάλακτοι  των  τζουμπέδων  και  των  τζογλανιών   που  δεν  τσιγκουνεύτηκαν  ποτέ  « δόλο  κι  απάτη». (2) Το  ίδιο  ισχύει  και  για  τη  φενακισμένη   συνείδηση  μιας  κοινής  γνώμης  που  συνήθισε  να  ιδιωτεύει.

 

      Πόσες  άραγε  γλυκερές  μελοδραματικές  κορώνες  μπορεί  ν’  αντέξει  ακόμα  αυτός  ο  τόπος  κι  ο  λαός;  Πόσος  και  τι  είδους  φόρος  τιμής  έχει  αποδοθεί  από  την  Ελληνική  πολιτεία  στα  αναρίθμητα  θύματα  ενός  ακήρυκτου  πολέμου  στον  αδυσώπητο  καθημερινόν  αγώνα  και  στο  «μόχθο  του  μεροκάματου» (3)  που  εμπράκτως  η  ίδια  λοιδωρεί;  Ποιος  λογικός  ειρμός  μπορεί  να  αρθρωθεί  ως  προς  το  νόημα  της  επιγραφής;  Από  πότε  το  τυφλό  μίσος  και  ο  διχασμός,  έννοιες  αφηρημένες,  μπορούν  να  νοηθούν  ως  φυσικοί  και  ηθικοί  αυτουργοί  ενός  εγκλήματος;  Το  Ελληνικό  κράτος,  το  οποίο  συμβαίνει  να  εκπροσωπούν  οι  αποτίοντες  τον  φόρο  τιμής,  είναι  ή  δεν  είναι  δημοκρατικό  και  ευνομούμενο  κράτος  με  συντεταγμένες  και  διακεκριμένες  λειτουργίες;  Αυτό  λοιπόν  το  υποκείμενο  με  τις  θεσμικές  του  εκφάνσεις  τι  είδους  δικαιοσύνη  απένεμε  και  απονέμει;  Και  ακόμη,  οι  εμπνευστές  αυτού  του  άθλιου  και  εμπαίζοντος  τη  νοημοσύνη  μας  κειμένου  γνωρίζουν  τον  αυτουργό ή  τους  αυτουργούς  αυτού  του  εγκλήματος;  Και  αν  ναι,  γιατί  δεν  τους  αποκαλύπτουν,  για  να  λάμψει  η  αλήθεια  και  να  αποδοθεί  επιτέλους  δικαιοσύνη;  Πόσο  θράσος  μπορεί  κανείς  να  κουβαλά,  ώστε  να  αποφαίνεται  δίκην  κήνσορος  από  ποια  ψυχικά  πάθη  ελαύνονταν  οι  αυτουργοί  ή  ο  αυτουργός;  Ή  μήπως  προφητική  αδεία  ετάζουν  νεφρούς  και  καρδίας  και  καταδύονται  στα  άδηλα  και  τα  κρύφια;  (4)

 

     Ας  έρθουμε  όμως  και  στην  εμμέσως  προκύπτουσα  καταδίκη  του  μίσους  και  του  διχασμού.  Ποιες  πολιτικές  και  κοινωνικές  δυνάμεις  άραγε  πόνταραν  στον  διχασμό  από  την  εποχή  της  επανάστασής  μας  έως  σήμερα  και  ποιοι  υπήρξαν  οι  αδίστακτοι  επικαρπωτές  της;  Ποιοι  πολιτεύτηκαν  προνομιακά  και  εργολαβικά  με  αφορεσμούς  και  αναθέματα,  με  χαρακτηρισμούς  και  διαβαθμίσεις  της  εθνικοφροσύνης,  με  πιστοποιητικά  κοινωνικών  φρονημάτων,  με  φυλακές,  εξορίες,  βασανιστήρια  και  διακρίσεις  των  πολιτών;  Ποιοι  έστησαν  επικερδή  βιομηχανία  με  όρους  όπως:  εθνοκατάρατοι,  συνοδοιπόροι, εαμοβούλγαροι, συμμορίτες,  προδότες,  μιάσματα;  Με  ποιους  ιστορικούς  τίτλους  άραγε  δηλώνουν  θεράποντες  της  ομόνοιας  και  της  καταλλαγής;  Μήπως  με  την  αισχρή  αποχώρηση  του  νυν  κυβερνώντος  κόμματος  από  την  Βουλή,  όταν  ψηφιζόταν  –  μετά  τεσσαράκοντα  συναπτά  έτη! –  η  αναγνώριση  της  εθνικής  μας  αντίστασης;  Πόσο  Γραικύλος  πρέπει  να  είναι  κανείς,  για  να  πορεύεται  φραστικά  με  τη  σημαία  της  αλήθειας  και  της  ομόνοιας,  όταν  η  ιστορική  του  διαδρομή  είναι  η  συστηματική  τους  ποδοπάτηση;

 

     Ας  έρθουμε  τώρα  και  στο  ακροτελεύτιο  θέμα  για  την  απογείωση  της  παιδείας.  Η  χθεσινή  τροπολογία  για  τη  στήριξη  της  συγχρονικής  εξ  αποστάσεως  εκπαίδευσης  και  την  –  τα  κατάφεραν  επιτέλους! – τοποθέτηση  της  κάμερας  στην  αίθουσα  διδασκαλίας  με  το  πρόσχημα  να  μη  μείνει  κανένας  μαθητής,  που  κωλύεται  να  βρίσκεται  στο  σχολείο,  απαίδευτος  είναι  ένα  κολοσσιαίο  μνημείο  αυτού  του  εκκολαπτόμενου    εκφασισμού  και  του  συνακόλουθου  εκμηδενισμού  και  της  στοιχειώδους  ανθρώπινης  αξιοπρέπειας. Η  αποθέωση  του  χαφιεδισμού  και  της  διαστροφής  της  κλειδαρότρυπας  γίνεται    η  ναυαρχίδα  στον  σκοπούμενο  διαχειρίσιμο  πολτό:  δάσκαλοι,  μαθητές  και  κοινωνία  γυμνοί  στο  μάτι  και  στη  διακριτικήν  ευχέρεια  του  ιεροεξεταστή,  όπως  συμβαίνει  στον  άνθρωπο – ανδράποδο  στο  στρατόπεδο  συγκέντρωσης.  Αυτό  θα  πει  ποιοτική  αναβάθμιση  του  εκπαιδευτικού  συστήματος!  Έτσι  και  το  διδασκόμενο  « ανεπαχθώς  τα  ίδια  προσομιλούντες »  (5)  γίνεται  με  τρόπο  μαγικό  διαπόμπευση,  στιγματισμός,  τσαλάκωμα  για   τον  καθένα  και  την  καθεμία  που  θα  τολμήσει  να  αποκλίνει  από  την  τόσο  υμνούμενη  ισοπεδωτική  ομοιομορφία.  Παστρικά  πράγματα.

 

        Μαζί  μ΄ αυτά  και  η    πρεμούρα  της  υπουργού  να  θεσμοθετήσει  με  συνοπτική  διαδικασία  εν  μέσω  του  τρομώδους  παραληρήματος  λόγω  κορωνοϊού  τις  δικές  της  εμπνευσμένες  μεταρρυθμιστικές  ιδέες  για  την  παιδεία  ερήμην –  για  μια  ακόμη  φορά –  της  αναρμόδιας,  όπως  φαίνεται,  εκπαιδευτικής  κοινότητας,  αρμόδιας  όμως  να  εφαρμόζει  τα  ποικίλα  φαιδρά  κατασκευάσματα  άσχετων  και  εμπαθών  παραγόντων.  Δυστυχώς  δεν  περισσεύει  ούτε  περίσκεψις  ούτε  αιδώς,  πόσο  μάλλον  η  διάγουσα  βίον  φαντάσματος  Δίκη.  Περισσεύει  όμως  ακμαίος  ο  Φαρισαϊσμός,  η  αμνησία  και  η  ακρισία.  Ταγή  για  τα  ποίμνια  και  τις  αγέλες  και  τα  νευροσπαστούμενα  σιγιλλάρια. Κι  ακόμα:  πομπής  κενοσπουδία,  επί  σκηνής  δράματα,  διαδορατισμοί,  οστάριον  τοις  κυσίν  ερριμμένον.  Και  εν  τέλει:  επτοημένων  μυιδίων  διαδρομαί.  Όπως  ακριβώς  τα  κατέγραψε  ελληνιστί  ο  φιλόσοφος  Μάρκος  Αυρήλιος  (6).

 

      Όσο  για  το  δίχα  νοείν  ως  στάση  ζωής,  μπορεί  να  αποδειχτεί  και  ευλογία  απέναντι  στον  πολυδιαφημισμένο  οδοστρωτήρα  της  ομόνοιας.  Στον  εκπληκτικό  λόγο  του  Αριστείδη  προς  τον  πολιτικό  του  αντίπαλο  Θεμιστοκλή,  που  αποτελεί  μνημείο  πολιτικής  αρετής,  προβάλλεται  ως  δέον  το  στασιάζειν  και  όχι  το  ομού  νοείν.  Διαφεύγει  μόνο  στους  κραυγαλέους  διαφημιστές  της  ομονοίας  το  πεδίο  αναφοράς:  περί  του  οκότερος  ημέων  πλέω  αγαθά  την  πατρίδα  εργάσεται. (7).

 

      Αλλά  για  τέτοιες  λεπτομέρειες  θα  μιλούμε  τώρα…   

 

 (*) Ο Γιώργος Θωμόπουλος είναι φιλόλογος, συνταξιούχος εκπαιδευτικός


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

(1).  Πλούταρχος,  βίος  Σόλωνος, 20.  Να  μη  μένει  κανένας  πολίτης  αδιάφορος  και  ασυγκίνητος  για  τα  δημόσια  ζητήματα.

(2)  Φράση  από  τα  Απομνημονεύματα  του  Μακρυγιάννη.

(3)  Φράση  από  στίχο  του  Γιάννη  Ρίτσου,  Γκραγκάντα.  Να  ξεχνάς  το  μόχθο  του  μεροκάματου  είναι  να  ξεχνάς  τους  νεκρούς,  την  ιστορία,  τη  μάνα  σου.  Είναι  να  ξεχνάς  αυτό  που  λέμε  δικαιοσύνη.

(4).  Γνωστές  ευαγγελικές  φράσεις.  Εξετάζουν  τους  νεφρούς  και  την  καρδιά ( δηλαδή  τις  προθέσεις  και  τα  αισθήματα ),  Τα  αφανέρωτα  και  τα  κρυφά. 

(5).  Θουκυδίδης,  Περικλέους  ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ,  Β. 37.  Στις  ιδιωτικές  μας  σχέσεις σεβόμαστε  και  δεν  ενοχλούμε  ο  ένας  τον  άλλον.

(6).  Μάρκος  Αυρήλιος,  Εις  εαυτόν, 7.3.  Κοπάδια,  συναγελασμοί, νευρόσπαστα  που  χειρονομούν.  Μάταια  επίδειξη  μεγαλείου,  δράματα  πάνω  στη  σκηνή,  διαξιφισμοί,  κοκκαλάκι  ριγμένο  στα  σκυλιά.  Τρεχαλητό  τρομοκρατημένων  μικρών  ποντικών.

(7).  Ηρόδοτος, Η,    Εμείς  οι  δυο  είναι  ανάγκη  να  αντιδικούμε  και  σε  κάθε  άλλη  περίσταση  και  περισσότερο  τώρα,  για  το  ποιος  από  τους δυο  μας  θα  προσφέρει  μεγαλύτερες  υπηρεσίες  στην  πατρίδα.

 

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ