17.4 C
Athens
Δευτέρα, 21 Απριλίου, 2025

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

ΔΙΗΓΗΜΑ Άστεγος στην Αιόλου, της Όλγας Μοσχοχωρίτου

 

-Τί κακό κι αυτό με τις γυναίκες να θέλουν να στα οργανώσουν όλα.

Άστο κυρά μου. Εγώ το κεσεδάκι μου το θέλω εκεί. Και τις σακούλες μου κόμπο η μία στην άλλη.

Και μη μου δένεις τα κορδόνια, με κόβουν τα παπούτσια στο κουτουπιέ.

Ε ναι έχουν πρηστεί. Το ξέρω. Δεν ξέρω αν είναι το ζάχαρο ή τίποτε άλλο.

Παράτα με χριστιανή μου. Σου ζήτησα εγώ να με προσέχεις;

Είδα κι έπαθα να γλυτώσω από τη γυναίκα μου. Αυτή τα είχε όλα υπό έλεγχο. Και τί κατάλαβε; Μπαμ και κάτω. Πήγε εις τόπον χλοερόν, μαζί με όλους τους ελέγχους της, τις νοικοκυροσύνες της, τους νόμους και τους παρανόμους της.

Και θα ’χω τώρα εσένα;

-Πω, πω κοντεύει Πάσχα. Μυρίζει. Το μυρίζω εγώ το Πάσχα. Αμέ. Δε χρειάζομαι ημερολόγιο. Έρχεται μια ζεστή μυρωδιά λες και κάτω από τις πλάκες και το τσιμέντο. Από τα νερατζολούλουλα των δρόμων, τις γαζίες, τα γιασεμάκια και τις πασχαλιές απ’ τα λουλουδάδικα του πεζόδρομου. Από τις σιδεριές του μικρού προαύλιου της Αγιά- Ειρήνης, μεγάλη η χάρη της.

Κι αν δεν ήταν κι αυτή η αλλεργία που χειροτέρεψε τα τελευταία χρόνια, πολύ θα τ’ απολάμβανα τα βράδια.

«Αλλά η συνεχής έκθεσις εις την γύριν…η συνεχής έκθεσις…όπως και να το κάνεις…»

Τί ωραία που ήταν πριν δέκα χρόνια. Ησυχία… Λίγοι και καλοί. . Και στην καραντίνα…Ακόμα πιο ωραία! Καθάρισε ο τόπος κι η ατμόσφαιρα. Ούτε χαρτιά, ούτε πλαστικά, ούτε αυτοκίνητα… Εμείς και τα πουλιά. Μετά ήρθαν τα λεφούσια…και κατέλαβαν τα πάντα. Τουρίστες σου λέει, βαλίτσες και ροδάκια στις πλάκες…Να συρίζουν…

Και απαιτούν από εμάς, τους παλαιούς, να αποχωρήσομε, διότι λέγουν ότι από εμάς υποτιμούνται οι περιουσίες τους!

Ακούς θράσος;

Aκούω να λες.

-Παράτα με χρυσή μου γυναίκα…Μη με πιλατεύεις.

Ναι, σκόνταψα στη ζαρντινιέρα προχτές. Έκανε καύκαλο… κακάδι… πώς το λένε… καλά είναι. Μην το πειράζεις…

Όχι δε θα πω στα κορίτσια το βράδυ να δουν τους κόκκινους λεκέδες που ΄χω στη γάμπα. Και σταμάτα να με ψειρίζεις. Μπα σε καλό σου…

Τί μαζεύεις εκεί;

Άσε κάτω τα ρούχα μου. Γιατί τα βάζεις στο καλάθι σου;

Όχι…σου είπα ή όχι δεν τα δίνω για πλύσιμο;

Άστα κάτω καλή μου γυναίκα, λέμε…

**********

Γέμισε και το κέντρο τουρίστες. Τώρα θα μας διώξουν για τα καλά. Πρέπει να βρούμε καμιάν άλλη καβάτζα.

Ας το καθυστερήσουμε όμως όσο μπορούμε. Είναι καλά εδώ. Κάτι θα μαζεύουμε και λόγω των ημερών. Και το φαγητό δε θα μας λείψει.

Να! Είδες; Με έκανες να μιλάω πάλι στο πρώτο πληθυντικό.

Κι ενώ σου έχω πει. Δε θέλω τους πληθυντικούς. Τους σιχαίνομαι τους πληθυντικούς. Κυρίως τα ζευγάρια.

Θα φύγω αλλά δε θα σου πω ούτε το πότε, ούτε το για πού.

Να βρω πρώτα το σύνδεσμο. Να έχω σίγουρο τον τόπο και να είναι κοντά στο στέκι μου. Στο βιβλιοπωλείο ντε… Εκεί με τα παλιά βιβλία τα μεταχειρισμένα. Να τα χαζεύω και να πουλάω κιόλας. Να ξεκουράζω και τον… άλλον.

-Εσύ , αν θες να βοηθήσεις φύλα τα πράγματα μέχρι να γυρίσω. Και τάισε τον Κανέλο τζούνιορ. Μετά τις 2 το μεσημέρι να πας. Γιατί τότε …έχουν …τα περισσέματα…

Κι άσε το ούζο κάτω. Το θέλω για το δόντι μου. Με πεθαίνει το βράδυ.

Και σταμάτα να νιαουρίζεις και να τιτιβίζεις σα βραχνιασμένη καρδερίνα. Δε σε ακούω καλά. Μίλα καθαρά χριστιανή μου.

-Αχ ναι. Θα κάτσω να περάσει η Μεγάλη βδομάδα.

Τόσοι ύμνοι. Τόσα λουλούδια, κεριά. Μ’ αρέσει η Μεγάλη βδομάδα. Όχι η Κυριακή του Πάσχα. Όχι. Η Μεγάλη Βδομάδα. Και θα ψέλνω.

Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή

…..

Οίμοι! Λέγουσα, ότι νυξ μοι υπάρχει, οίστρος ακολασίας

΄Ακουσες; « Κύριε, εγώ η αμαρτωλή γυναίκα

Αλλοίμονο σε μένα, γιατί μέσα μου είναι νύχτα κατασκότεινη»

Ωραία λόγια!

Μετάνιωσε η γυναίκα… Όχι… να το λέμε. Μετάνιωσε. Όχι σαν κάτι άλλες. Όνομα και μη χωριό…

Φεύγω. Πάω να δω μια καβάτζα που μου μήνυσε ο Δεκαοχτούρας…

************

-Μμμ, καλά, σιγά το μυστικό. Σ’ όλους τόχει πει αυτός. Ψάχνει για μερτικό στην υποενοικίαση. Καλή η γέφυρα αλλά πολύ μοναχικά εκεί και επικίνδυνα.

Λοιπόν θα πάω αύριο να δω η ίδια τί φτιάχνει. Όλο κάτι κουβαλάει. Ψαχουλεύει τους κάδους και μαζεύει. Κύριος οίδε τί θα κάνει τόσα καφάσια.

-Κανέλο τζούνιορ… έλα, έλα εδώ… Φάε. Κοίτα, κοτόπουλο βρήκα… Εσύ δε νηστεύεις ε… άχου το, μωρέ, άχου το…

Άκου το ‘σκασε από το Ίδρυμα…Καλά θα ήταν εκεί. Ζεστό κρεββάτι, φαΐ, φάρμακα.

Αλλά όχι. Καλύτερα ο δρόμος κι η ελευθερία του.

Τί να τον έκαναν κι οι γείτονες. Βρώμισε σου λέει ο τόπος. Τρεις μέρες πεθαμένη η συχωρεμένη.

Κι αυτός απτόητος. Να επιμένει να πιούν καφέ μαζί.

************

Αι γενεαί πάσαι,
ύμνον τή Ταφή σου,
προσφέρουσι Χριστέ μου.

Κατά τόν Σολομώντα,
βόθρος βαθύς τό στόμα,
Εβραίων παρανόμων.

Εβραίων παρανόμων,
εν σκολιαίς πορείαις,
τρίβολοι καί παγίδες.

Μεγάλα λόγια. Μεγάλες κουβέντες της Μ. Παρασκευής. Δεν το χάνεις με τίποτα. Ποιος να τα σκεφτεί σήμερα…

Κάτω από τη γέφυρα…Ωραία είναι. Φτιάχνεις σπιτάκι.

-Αμ η άλλη;

Πετσί και κόκκαλο. Κοκκινάδι γύρω απ’ το στόμα. Νύχια μαύρα. Τριπλή περούκα στο κεφάλι. Η κασιδιάρα. Με τα δίσολα, τις κοντές φούστες και τη τσάντα του δικηγόρου να ξεχειλίζει χαρτιά, τί νόμισε; Πώς θα μας θαμπώσει.

Κόρη δικηγόρου σου λέει. Μεγάλωσε στη Μαυροματαίων. Στο δεύτερο ρετιρέ. Πιάτο το Άλσος, απέναντι.

Και μεις κυρία μου μορφωμένοι είμασταν τί νόμισες;

Μπέλα. Άκου Μπέλα. Είναι όνομα αυτό;

Από έξω Μπέλα-Μπέλα κι από μέσα κατσιβέλα… Χιχι…Κι από μέσα κατσιβέλα…κατσιβέλα…

Ενώ εμένα μ’ έβγαλαν Φιντέλιο. Φιντέλ. Δηλαδή άνθρωπος εμπιστοσύνης.

Ξέρεις τί είναι ο δρόμος να σε πιστεύει για άνθρωπο εμπιστοσύνης; Ε; ξέρεις;

-Τα τακτοποίησα. Έστρωσα και το κρεββάτι. Ακούμπησα και το κασόνι για κομοδίνο δίπλα και το λαμπάκι με μπαταρία. Τέλεια.

Για να σας δω τώρα κα Μπέλα, τί έχετε να πείτε.

Θα βάλω ωραία, ωραία τα πραγματάκια μου στο καροτσάκι και θα το κυλίσω σιγά – σιγά ως εδώ.

Τις νύχτες θα μου κάνουν παρέα τα κορίτσια. Είναι καλά τα κορίτσια. Κερνάνε κανά τσιγάρο, κανά κονιάκ, λίγο ούζο. Να ναι καλά τα κορίτσια.

Αλλά για Μεγαλοβδόμαδο στην Αιόλου. Δίπλα στην Αγία Ειρήνη.

Να κάνουμε Ανάσταση και μετά έρχομαι.

Βασιλεῦ Οὐράνιε, Παράκλητε, τὸ Πνεῦμα τῆς Ἀληθείας, ὁ Πανταχοῦ Παρὼν καὶ τὰ Πάντα Πληρῶν, ὁ Θησαυρὸς τῶν Ἀγαθῶν καὶ Ζωῆς Χορηγός, ἐλθὲ καὶ σκήνωσον ἐν ἡμῖν καὶ καθάρισον ἡμᾶς ἀπὸ πάσης κηλῖδος καὶ σῶσον, Ἀγαθὲ τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

                             ****************

-Τί στο καλό, πού χάθηκε ο χριστιανός.

Φιντέλ, Φιντέλ, Φιντέλιο; Πού είσαι καλέ;

Φοβήθηκε κι ο Κανέλος τα πυροτεχνήματα και τα μπαμ-μπουμ. Είπες πως θα φεύγαμε μετά την Ανάσταση. Είπες πως έφτιαξες σπιτάκι κάτω από τη γέφυρα.

Χριστός Ανέστη εκ νεκρών

Θανάτω, θάνατο πατήσας

καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι,
ζωὴν χαρισάμενος!

Είδες; Τα ΄μαθα κι εγώ. Τα ψέλνω με τις περισπωμένες τους και τις δασείες τους και τα όλα τους.

-Μήπως είδατε το Φιντέλιο; Έναν κύριο. Να! Έτσι. Πολύ ευγενικό κύριο. Μ’ ένα πολύχρωμο ριγιέ σκούφο στο κεφάλι. Εγώ του το’ φτιαξα. Εγώ; Δεν ξέρω και σίγουρα, μπορεί να’ μουν εγώ.

Πρέπει να τον βρω. Δεν μπορεί μόνος του. Περιμένει και το καφεδάκι του. Το πίνουμε κάθε πρωί μαζί. Από το ίδιο φλυτζάνι.

Πήγε χτες σ’ ένα μαγαζί να κάνει την ανάγκη του. Πάνω κει που το «καταπέτασμα του ναού σκίστηκε στα δύο. Κι έσβησαν τα φώτα. Και φώναζε ο παπάς «δεύτε λάβετε φως».

Κι έτρεξαν όλοι να πάρουν πρώτοι απ’ το βλογημένο. Τότε παραλίγο να με κάψουν όταν έσταξαν τα κεριά πάνω μου. Και κανείς δε με πρόσεχε που φώναζα.

Κι άκουσα νομίζω το Φιντέλιο να ψέλνει:

Η ζωή πως θνήσκεις;
πώς και τάφω οικείς;
του θανάτου το βασίλειον λύεις δε
και του Άδου τους νεκρούς εξανιστάς.

Ο ζωής ταμίας
πως οράται νεκρός;
εκπληττόμενοι οι άγγελοι έκραζον
πως δ’ εν μνήματι συγκλείεται Θεός;

Φιντέλ, έλα χρυσέ μου. Δεν μπορώ μόνη μου. Δεν θα τα καταφέρω μέρα πού ‘ναι.

Τοῦ λίθου σφραγισθέντος ὑπὸ τῶν Ἰουδαίων καὶ στρατιωτῶν φυλασσόντων τὸ ἄχραντόν σου Σῶμα,ἀνέστης τριήμερος, Σωτήρ, δωρούμενος τῷ κόσμῳ τὴν ζωήν· διὰ τοῦτο αἱ δυνάμεις τῶν οὐρανῶν ἐβόων σοί, Ζωοδότα· Δόξα τῇ Ἀναστάσει σου, Χριστέ, δόξα τῇ βασιλείᾳ σου, δόξα τῇ οἰκονομίᾳ σου,μόνε φιλάνθρωπε.

 

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ