Πανικό προκάλεσε τις τελευταίες μέρες, η ανακοίνωση της – sold out πλέον – συναυλίας του Θεσσαλονικιού ράπερ ΛΕΞ στις 28 Ιουνίου στο Ο.Α.Κ.Α. Σε λιγότερες από 24 ώρες, η συναυλία ανακοινώθηκε sold out με πάνω από 60.000 άτομα να περιμένουν υπομονετικά στην ουρά για ώρες, σε σκοπό να αποκτήσουν ένα από τα «μαγικά χαρτάκια». Ήδη, οι διοργανωτές συζητάνε την προσθήκη έξτρα ημερομηνιών για την συναυλία με την μουσική του 40χρονου σχεδόν ράπερ να ετοιμάζεται να κατατεθεί σε τριήμερο λαϊκό προσκύνημα.
Με ένα «υπερφυσικό» τρόπο, ο ΛΕΞ καταφέρνει να παγώνει τον χρόνο με κάθε του νέα ανακοίνωση και μας αναγκάζει να συντονιστούμε για να ακούσουμε τι έχει να πει. Το ίδιο έκανε και στην κυκλοφορία του καινούργιου του δίσκου (Γ.Τ.Κ. – Για Την Κουλτούρα) που αναρριχήθηκε στις κορυφές των ψηφιακών πλατφορμών το πρώτο κιόλας βράδυ. «Ζω και μ ’αγαπάνε σαν να πέθανα» λέει ένας στίχος στο τραγούδι «Όχι σήμερα» και αυτή η φράση μπορεί να περιγράψει καλύτερα από κάθε άλλη το σύμπαν που έχει δημιουργηθεί γύρω από τον ΛΕΞ.
Μπορεί να έγινε ευρύτερα γνωστός μετά την μεγάλη συναυλία στην Νέα Σμύρνη το 2022 αλλά ο ίδιος βρίσκεται στον χορό του ραπ τουλάχιστον τα τελευταία 20 χρόνια. Από τα στενά του κέντρου της Θεσσαλονίκης μέχρι τα μεγάλα στάδια σε Ελλάδα και εξωτερικό, η περίπτωσή του περισσότερο θυμίζει διαμάντι που φτιάχτηκε στην πίεση, παρά πυροτέχνημα.
Ο ΛΕΞ καταφέρνει να είναι επίκαιρος αλλά και διαχρονικός. Από τις εικόνες της Θεσσαλονίκης της κρίσης και τα κουφάρια που αυτή άφησε, μέχρι την ατομική του απόδραση από το σύμπαν που περιγράφει, τα στοιχεία που συνδυάζει δεν είναι μία περιγραφή της προσωπικής του ιστορίας αλλά μία ματιά στην κλειδαρότρυπα της αφανής ελληνικής κοινωνίας.
Σε μία διαρκή σύγκρουση με τα κυρίαρχα πρότυπα που αναδύονται στην βιομηχανία της μουσικής (άλλοτε ξεπερνώντας τα και άλλοτε παρασυρόμενος από αυτά), ο ΛΕΞ με τον πιο απλό και ήσυχο τρόπο παλεύει να κρατήσει ψηλά την μουσική του. Δεν θα τον δεις στα μεγάλα κέντρα διασκέδασης, δεν θα το δεις στα mainstream media και τα τηλεπαράθυρα (εκτός αν πρόκειται για τον τελικό του Copa del Rey). Μακριά από περσόνες και δημοσιότητες, ο ΛΕΞ σηκώνει το γάντι της ευθύνης που του επιβάλλει το ίδιο του παρελθόν και η δική του και μόνο δουλειά – «Το κάνουμε για τον κόσμο, κι ας μην τον νοιάζει τον ίδιο».
Με περιεχόμενο που δεν δίνει απαντήσεις, αλλά προσπαθεί να ανοίξει ακόμα περισσότερο καθημερινά, μικρά και μεγάλα ερωτήματα. Με τα μάτια όσων ζουν στην σκιά των πόλεων, αν και ο ίδιος «δεν έχει πλέον το δικαίωμα να παραπονιέται» όπως λέει. Με μία κινηματογραφική αφήγηση, ο ΛΕΞ συνθέτει τα λόγια των ανθρώπων που μεγάλωσαν μέσα στις αλλεπάλληλες κρίσεις, στην επισφάλεια και το γκρι χωρίς καμία προοπτική. Αφηγείται τις ζωές των περιθωριακών, των μεταναστριών, των έμφυλων υποκειμένων, των νέων και των κατατρεγμένων. Για ντελιβεράδες, σερβιτόρες και καθαρίστριες, τοξικοεξαρτημένους και μικροπαραβατικούς. Και αυτό με έναν τρόπο σύγχρονο, επιδραστικό και βαθιά πολιτικό.
Ο ΛΕΞ δεν είναι άγιος. Είναι ένας άνθρωπος της εποχής του, με τις αντιφάσεις που τον συνοδεύουν. Αναφέρεται σε μία συλλογική ταυτότητα που «σπάει» και χάνεται χωρίς όμως να χάνονται τα στοιχεία που την συγκροτούν – «Τα οικογενειακά μας άλμπουμ έχουν ίδιες στιγμές / Γιατί οι ιστορίες είναι κοινές σ’ όλες τις γειτονιές». Στην εποχή που κυριαρχούν ο ατομισμός, η ιδιώτευση, η έλλειψη συλλογικών διεκδικήσεων και μεγάλων αφηγημάτων, ο ΛΕΞ παλεύει – και καταφέρνει – να απευθυνθεί στην γενιά του με την δική της γλώσσα. Σε μία γενιά που οι υπάρχουσες ταυτότητες δεν την ενέχουν. Μία γενιά που δεν χωράει στο ατελείωτο πάρτυ του ελληνικού «σκυλάδικου», στον πολυτραγουδισμένο αιώνιο έρωτα του λαϊκού τραγουδιού, στην ματσίλα και την αυτοαναφορικότητα του mainstream χιπ χοπ. Δημιουργεί ένα σύμπαν που χωράει όσους και όσες νιώθουν αποκλεισμένοι, προσφέροντας μία εναλλακτική αφήγηση, βασισμένη στην κοινή εμπειρία της καθημερινής ζωής, της αβεβαιότητας και της αναζήτησης νοήματος.
Αυτή η αναζήτηση συλλογικής ταυτότητας είναι ο πυρήνας της επιτυχίας του και ο πυρήνας της αδυναμίας των τακτοποιημένων και των νοικοκυραίων να καταλάβουν τι το ωραίο βρίσκουν σε αυτόν τα παιδιά τους.
Ζούμε τον έρωτα σε νοικιασμένο σπίτια
που’χουν κομμένα ρεύματα και απλήρωτα ενοίκια/
Μικρά δωμάτια και όνειρα τεράστια
μίσος σαν τα γαλλικά προάστια/
Panadol, Mesulid και Depon
στην υγειά των παρανόμων και τον κακοποιών,
Που γουστάρουν να μ’ακούν στην μοναξιά των κελιών,
στοιβαγμένοι σαν τα ζώα μες στο Μεταγωγών.