Οι καταγγελίες σεξουαλικών παρενοχλήσεων και βιασμών ανηλίκων εναντίον του πρώην διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου, Δ. Λιγνάδη, έχουν λάβει σοβαρές πολιτικές διαστάσεις. Είναι αδιαμφισβήτητο ότι οι εγκληματικές πράξεις που του αποδίδονται, θα μπορούσαν να ευνοηθούν μέσω των διαδοχικών θέσεων εξουσίας που κατείχε μέχρι τον προαποφασισμένο διορισμό του με την πρόφαση του “δημοσίου συμφέροντος” από τον πρώτο μήνα της σημερινής διακυβέρνησης. Οι υποτιθέμενα “προσωπικοί λόγοι” της παραίτησης Λιγνάδη και η επί σειρά ημερών υποβάθμιση των επώνυμων καταγγελιών σε “φήμες” από την μεριά της κυβέρνησης μέσω της αρμόδιας υπουργού, συνθέτει για μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης μια εικόνα συγκάλυψης.
Είναι συνηθισμένο φαινόμενο, οι αυλές των μεθυσμένων από τα πλούτη αστών και των εκπροσώπων τους, να συγκεντρώνουν την δομική διαφθορά του συστήματος. Μια τέτοια περίπτωση είναι αυτή της “γκουρού” των πανταχού νεοφιλελεύθερων, Μάργκαρετ Θάτσερ.
Ο προσωπικός γραμματέας της Θάτσερ στα αρχεία της ΜΙ5
Η Ανεξάρτητη Έρευνα για τη Σεξουαλική Κακοποίηση Παιδιών (IICSA), που εγκαινιάστηκε από την υπουργό Εσωτερικών Τερέζα Μέι το 2014 απέναντι στις αυξανόμενες ανησυχίες πως οι δημόσιοι φορείς δεν προστατεύουν τα παιδιά από τη σεξουαλική κακοποίηση, απελευθέρωσε έγγραφα της MI5 σύμφωνα με τα οποία η Βρετανή πρωθυπουργός παρείχε προσωπική προστασία στον συντηρητικό βουλευτή Πίτερ Μόρισον λόγω του “ενδιαφέροντός του για τα μικρά αγόρια”. Παρά τις καταγγελίες, τα αρχεία της μυστικής υπηρεσίας ενδιαφέρονται αποκλειστικά για τους κινδύνους που πιθανώς προέκυπταν για την εθνική ασφάλεια και όχι την ευημερία των παιδιών, καθώς Μόρισον ανέβαινε στην ιεραρχία διατελώντας υπουργός, στη συνέχεια αντιπρόεδρος του κόμματος των Τόρι και τελικά ο κοινοβουλευτικός προσωπικός γραμματέας της Θάτσερ.
Σε ένα από τα σημειώματα του 1986, η Eliza Manningham-Buller, μετέπειτα γενική διευθύντρια του MI5, γράφει για την συνάντηση της με τον Μόρισον. Σε ότι αφορά τις κατηγορίες εναντίον του, το υπόμνημα αναφέρει ότι “η πρωθυπουργός τις γνώριζε και τον υποστήριζε”. Το σημείωμα αναφέρει επίσης τη συνομιλία του με ένα άλλο μέλος του υπουργικού συμβουλίου της Μάργκαρετ Θάτσερ, τον σερ Νόρμαν Τέμπιτ”. Όταν μετά από χρόνια ο Τέμπιτ ρωτήθηκε σε συνέντευξη στο BBC αν υπήρχε μια “μεγάλη πολιτική συγκάλυψη” εκείνη την εποχή, ο πρώην πρόεδρος του Συντηρητικού Κόμματος απάντησε ότι “δεν μιλoύσες για αυτά τα πράγματα”. Μετά την επίσκεψη της αστυνομίας στα πλαίσια της έρευνας, ο Τέμπιτ ανέφερε ότι γνώριζε για “αρκετές δεκαετίες τις κατηγορίες για κακοποίηση παιδιών από το Westminster και την συγκάλυψη”.
Σε απόσπασμα από το ημερολόγιο της Εντουίνα Κάρι την 24η Ιουλίου 1990 (δημοσιεύθηκε το 2002), η υπουργός Υγείας της κυβέρνησης Θάτσερ έγραψε για τον τότε ανασχηματισμό του υπουργικού συμβουλίου:
Ένας διορισμός στον πρόσφατο ανασχηματισμό έχει προσελκύσει πολλά κουτσομπολιά και θα μπορούσε να είναι πολύ επικίνδυνος: Ο Πίτερ Μόρισον έγινε κοινοβουλευτικός προσωπικός γραμματέας της πρωθυπουργίας. Πρόκειται για αυτόν που κατονομάζουν ως “πασίγνωστο παιδεραστή”, με μια συμπάθεια για τα νεαρά αγόρια. Το ίδιο παραδέχθηκε και ο Νόρμαν Τέμπιτ όταν έγινε αντιπρόεδρος του κόμματος, αλλά πρόσθεσε, “Ωστόσο, είμαι πολύ διακριτικός” – και πρέπει να είναι! Είτε γνωρίζει και ρισκάρει, είτε όχι, όπως και να ‘χει, είναι μια πραγματικά χαζή κίνηση. Η Teresa Gorman μου είπε απόψε (σε ένα ταξί που επέστρεφε από ένα πάρτι με ποτά στο BBC) ότι “κληρονόμησε” την αξιωματικό του Μόρισον, η οποία ισχυρίστηκε ότι της προσφέρθηκαν χρήματα για να σιωπήσει σχετικά με τις δραστηριότητές του.
Η πρώην επικεφαλής της MI5 Manningham-Buller έγραψε σε ένα άλλο υπόμνημα ότι ο Μόρισον φωτογραφιζόταν από τον Τύπο ως “ο διακεκριμένος Τόρι ο οποίος ερευνήθηκε από την αστυνομία λόγω του ενδιαφέροντός του για μικρά αγόρια”. Ο σερ Άντονι Νταφ, ο οποίος ηγήθηκε της MI5 το 1986, διαβίβασε αυτή την πληροφορία στον γραμματέα του υπουργικού συμβουλίου της Μάργκαρετ Θάτσερ, σερ Ρόμπερτ Άρμστρονγκ. Σύμφωνα με τον Νταφ ο κίνδυνος πολιτικής αμηχανίας ήταν μεγαλύτερος από τον κίνδυνο για την ασφάλεια της χώρας, και έτσι δεν ελήφθη κανένα μέτρο. Το 1987, το MI5 συμβούλευσε τον Μόρισον “να προσέχει μην παρερμηνευτεί η συμπεριφορά του”. Η αστυνομία δεν τον ανέκρινε ποτέ για τους ισχυρισμούς εναντίον του. Πέθανε το 1995, αφού πρώτα πήρε τον τίτλο του ιππότη το 1993.
Η υπόθεση του Τζίμι Σάβιλ
Σε μια παρόμοια υπόθεση, βλέπουμε την Μάργκαρετ Θάτσερ να ασκεί πιέσεις για την απονομή του τίτλου του ιππότη στην τηλεοπτική και ραδιοφωνική περσόνα Τζίμι Σάβιλ, ο οποίος μετά τον θάνατό του το 2011 κατηγορήθηκε για σεξουαλική κακοποίηση και παιδοφιλία. Τα απόρρητα έγγραφα που αποκτήθηκαν το 2013 από την εφημερίδα Sun μετά από αίτημα ελευθερίας της πληροφόρησης, δείχνουν ότι η Θάτσερ έγραψε για πρώτη φορά στον Σερ Ρόμπερτ Άρμστρονγκ, σχετικά με την τιτλοφόρηση του Σάβιλ το 1983. Ο Άρμστρονγκ ασκησε βέτο με την αιτιολογία πως ήταν πολύ νωρίς μετά τις “ατυχείς αποκαλύψεις” όπου είχε κάνει ο διασκεδαστής καθώς καυχιόταν στα μέσα ενημέρωσης ότι έκανε σεξ με γυναίκες που γνώριζε κατά τη διάρκεια φιλανθρωπικών μαραθώνιων. Η Θάτσερ επανήλθε λίγους μήνες αργότερα, με τον σερ Ρόμπερτ να λέει ότι αυτές “οι γελοίες λεπτομέρειες” είναι απίθανο να έχουν ξεχαστεί και “θα ήταν καλύτερα αν ο κ. Σάβιλ περίμενε λίγο περισσότερο”. Ακόμα εξέφρασε φόβους πως μπορεί να εκμεταλλευτεί του αξίωμά του “προσβάλλοντας το σώμα των Ιπποτών”.
Σειρά απορρίψεων προκάλεσαν την δυσφορία του πρωθυπουργικού γραφείου, με το τότε γραμματέα της πρωθυπουργού να γράφει στο σώμα των Ιπποτών: “Η [Θάτσερ] αναρωτιέται πόσες φορές το όνομά του πρέπει να απορριφθεί, ειδικά ενόψει του μεγάλου έργου που είχε κάνει για το νοσοκομείο Stoke Mandeville”. Εκείνη την εποχή, η κυβέρνηση ηγούνταν μιας εκστρατείας για τους κινδύνους του AIDS και ο σερ Ρόμπερτ απάντησε δηλώνοντας ότι η αναγνωρισμένη “σεξουαλική ασυδοσία” του Σάβιλ δεν πρέπει να ενθαρρύνεται. Τους ίδιους λόγους επικαλέστηκε και ο διάδοχος του, Σερ Ρόμπιν Μπάτλερ, κατά το 10ο αίτημα της πρωθυπουργού. Τα έγγραφα δεν ρίχνουν φως στο γιατί, μετά από επανειλημμένες αρνήσεις, ποιες διαδρομές έφεραν τον Σάβιλ να λαμβάνει τελικά τον τίτλο ιππότη το 1990, κάποιες εβδομάδες μετά την παραίτηση της Θάτσερ από το πρωθυπουργικό γραφείο.
Ο τίτλος του Ιππότη ως δόλωμα αποπλάνησης ανηλίκων
Ενώ οι υποθέσεις παιδεραστίας του Σάβιλ αποκαλύφθηκαν έπειτα από τις έντονες πιέσεις της Θάτσερ στο σώμα των Ιπποτών, δεν ισχύει το ίδιο για τον Σίριλ Σμιθ. Η Θάτσερ αποφάσισε να απονείμει τον τίτλο του ιππότη στον βουλευτή που ήταν ύποπτος για κακοποίηση παιδιών, παρά το γεγονός ότι γνώριζε τις κατηγορίες εναντίον του. Σύμφωνα με την ανεξάρτητη έρευνα για τη σεξουαλική κακοποίηση παιδιών, ο Σμιθ φέρεται να κακοποιούσε νεαρά αγόρια στον ξενώνα του Cambridge και στο οικοτροφείο του σχολείου Knowl View στο Rochdale. Ο Brian Altman, επικεφαλής σύμβουλος της έρευνας, δήλωσε πως τίτλος έδωσε στον βουλευτή ένα “επίχρισμα σεβασμού και εξουσίας” που του επέτρεψε να συνεχίσει να εκμεταλλεύεται τα θύματά του χρησιμοποιώντας τον για να διατηρήσει δεσμούς με παιδικές οργανώσεις.
Η έρευνα που γινόταν υπό την ηγεσία του καθηγητή Alexis Jay, πληροφορήθηκε επίσης ότι η MI5 γνώριζε τις κατηγορίες ότι οι εισαγγελείς είχαν πει ψέματα όταν εξήγησαν την απόφασή τους να μην ασκήσουν δίωξη στον Σμιθ. Οι κατηγορίες κατά του βουλευτή διερευνήθηκαν από την αστυνομία του Lancashire και τρεις ξεχωριστές υποθέσεις διαβιβάστηκαν στην εισαγγελική υπηρεσία του Στέμματος. Ωστόσο, η υπόθεση αποσύρθηκε το 1970, όταν ο Σερ Νόρμαν Σκέλορν, τότε Διευθυντής Δημοσίων Διώξεων, αποφάσισε ότι ήταν απίθανο να οδηγήσει σε καταδίκη. Ο Σίριλ Σμιθ πέθανε το 2010 σε ηλικία 82 ετών. Παρά τις επίμονες κατηγορίες εναντίον του για κακοποίηση παιδιών κατά τη διάρκεια της καριέρας του, δεν αντιμετώπισε ποτέ δίκη.
Η Θάτσερ προστατεύει μέλος οργάνωσης “ακτιβιστών” υπέρ της παιδοφιλίας
Ο 37 σελίδων φάκελος που καταρτίστηκε μεταξύ Οκτωβρίου 1980 και Μαρτίου 1981 και παρουσιάστηκε στην δημοσιότητα το 2015, αποδεικνύει την προστασία που παρείχε η “σιδηρά κυρία” του νεοφιλελεθερισμού στον διπλωμάτη Σερ Πήτερ Χέιμαν. Ο φάκελος ενημέρωνε την Θάτσερ ότι ο ανώτερος διπλωμάτης είχε υποβληθεί σε αστυνομική έρευνα, αφού ένα δέμα που περιείχε “άσεμνο υλικό” βρέθηκε σε λεωφορείο του Λονδίνου το 1978, ενώ επιβεβαιώνει ότι ο ήταν μέλος της ομάδας ανταλλαγής υλικού παιδεραστίας και σκόπευε να κάνει “επαφή με ενήλικες με τους οποίους θα μπορούσε να ανταλλάξει το άσεμνο υλικό”.Τα έγγραφα που πλέον εκτίθενται Εθνικά Αρχεία, φέρουν τις χειρόγραφες σημειώσεις της Μάργκαρετ Θάτσερ, οι οποίες επισημαίνουν ότι ο Χέιμαν δεν πρέπει να κατονομαστεί.
Ο ίδιος ηταν μέλος στην οργάνωση Pedophile Information Exchange(PIE), η οποία έκανε εκστρατείες για την κατάργηση της ηλικίας συγκατάθεσης μεταξύ 1974-1984, όταν επίσημα διαλύθηκε. Τον Μάρτιο του 2014, προέκυψαν στοιχεία ότι η PIE είχε λάβει επιχορηγήσεις συνολικού ύψους 70.000 λιρών από το Υπουργείο Εσωτερικών, αφού ένας πληροφοριοδότης είπε στην αστυνομία ότι είδε μια εγκεκριμένη τριετή αίτηση ανανέωσης για 35.000 λίρες το 1980, που υπονοούσε ότι παρόμοια επιδότηση είχε γίνει το 1977.
Διαστροφή και εκμετάλλευση
Ο Ένγκελς γράφει στο “Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους” σχετικά με την πλέον πολιτισμένη δουλοκτητική κοινωνία, αυτή της αρχαίας Αθήνας: “Ο εξευτελισμός των γυναικών εκδικήθηκε τους άντρες και τους εξευτέλισε κι αυτούς, ώσπου κύλησαν στο αίσχος της παιδεραστίας και εξευτέλισαν και τους θεούς τους και τον εαυτό τους με τον μύθο του Γανυμήδη”. Στον Μεσαίωνα, η “ελέω θεού” θρησκευτική και κοσμική εξουσία έκλεισε την διαφθορά της στα κάστρα και τα μοναστήρια. Σε μια επιστολή που έστειλε στον Πάπα Λέοντα Θ’ το 1049, ο βενεδικτίνος Πέτρος Ντάμιαν διαμαρτύρεται για τον καρκίνο της σεξουαλικής κακοποίησης που εξαπλώθηκε μέσω της εκκλησίας, καταγγέλλοντας πως αγόρια και έφηβοι εξαναγκάστηκαν και παρασύρθηκαν να εκτελέσουν πράξεις σοδομίας από ιερείς και επισκόπους, ενώ υπήρχαν προβλήματα με τη σεξουαλική παρενόχληση μεταξύ των ανώτερων κληρικών και πολλά μέλη του κληρικού κρατούσαν παλλακίδες (C. Colt Anderson, An 11th-Century Scandal, America: The Jesuit Review of Faith & Culture).
Η εκμετάλλευση κατακτά την σφαίρα των ανθρώπινων σχέσεων, κυριαρχώντας στο ανθρώπινο σώμα. Οι εκμεταλλευόμενοι γίνονται μέσο πρώτα για την κερδοφορία και έπειτα για την ικανοποίηση κάθε είδους επιθυμίας των εκμεταλλευτών τους. Αυτή η σχέση γεννιέται μέσω της υποτέλειας και παράλληλα την διαιωνίζει. Οι Μαρξ και Ένγκελς γράφουν στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο σχετικά με την διαφθορά της αστικής τάξης: “Οι αστοί μας, μη όντας ευχαριστημένοι απ’ το γεγονός ότι έχουν στη διάθεσή τους τις γυναίκες και τις κόρες των προλετάριών τους, χωρίς καν να γίνεται λόγος για την επίσημη πορνεία, βρίσκουν μια ιδιαίτερη ευχαρίστηση να ξελογιάζουν ο ένας τη γυναίκα του άλλου”.
Η υποχώρηση κάθε μορφής προστασίας των αδυνάμων κατά την εποχή του νεοφιλελευθερισμού, που φτάνει μέχρι την αποδιάρθρωση της οργάνωσης των ίδιων των εκμεταλλευομένων σε υποκείμενο διεκδίκησης και ανατροπής, σε συνδυασμό με το επακόλουθο αίσθημα ατιμωρησίας της άρχουσας τάξης και των εκπροσώπων της, μας παραπέμπει στην παρακάτω αποστροφή του Φρίντριχ Ένγκελς σε επιστολή του στις 22 Ιουνίου 1869 στον Καρλ Μαρξ: “Οι παιδεραστές έχουν αρχίσει να μετριούνται μεταξύ τους και ανακάλυψαν ότι έχουν δύναμη στο κράτος. Το μόνο που τους λείπει είναι η οργάνωση αλλά σύμφωνα με αυτή τη πηγή υπάρχει ήδη κρυφά”.