…Ανεξαρτήτως του πιθανού θετικού ή αρνητικού πρόσημου που μπορεί να φέρουν
Υπενθυμίζεται ότι στις 16 Ιουνίου στη Γενεύη, έχει συμφωνηθεί να πραγματοποιηθεί συνάντηση κορυφής μεταξύ των προέδρων Μπάιντεν και Πούτιν.
Οι σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας είναι τόσο ψυχρές όσο ποτέ. Χαρακτηριστική είναι η φράση του ρώσου αξιωματούχου Ντμίτρι Πεσκόφ ότι «οι σχέσεις τους έχουν πιάσει πάτο». Το γεγονός ότι ο πρεσβευτής μιας χώρας έχει ανακληθεί «για διαβούλευση» δεν συνιστά παρά μόνο νέα ένταση. Πιο συγκεκριμένα, η πρωτοβουλία ανήκει στη Ρωσία. Η Ρωσία ανακάλεσε μέσα σε κλίμα οργής τον πρέσβη της από την Ουάσιγκτον, αφού ο πρόεδρος Μπάιντεν σε τηλεοπτική συνέντευξη χαρακτήρισε τον πρόεδρο Πούτιν «δολοφόνο». Στη συνέχεια προέτρεψε τον πρεσβευτή των ΗΠΑ να επιστρέψει στην πατρίδα του μετά το τελευταίο κύμα αμερικανικών κυρώσεων που επιβλήθηκαν στη Ρωσία και τα δύο αυτά έκτακτα γεγονότα αποτελούν την κορυφή του παγόβουνου .
Η χρήση μη διπλωματικής γλώσσας από πλευράς προέδρου Μπάιντεν μπορεί να προκάλεσε μεγαλύτερη αγανάκτηση από την προηγούμενη ρητορική των ΗΠΑ και οι κυρώσεις μπορεί να θορύβησαν μερικές μέρες παραπάνω μετά την συνομιλία των δύο προέδρων, αλλά εμπίπτουν σε ένα μοτίβο διαφωνίας που χαρακτήρισε τη σχέση τους την τελευταία επταετία . Το ερώτημα είναι αν η διοίκηση Μπάιντεν θα οδηγήσει σε περαιτέρω σκλήρυνση της πολιτικής των ΗΠΑ και σε μια ρωσική σκληρή ανταπάντηση ή, εναλλακτικά, θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για τις δύο πλευρές να προσπαθήσουν δοκιμαστικά να οδηγήσουν τις σχέσεις του σε μια πιο εποικοδομητική κατεύθυνση.
Παρά την επικρατούσα άποψη απαισιοδοξίας μεταξύ των αναλυτών σε Ουάσιγκτον και Μόσχα, όλα αυτά συμβαίνουν σε μια πιθανή καμπή για τη σχέση των δύο χωρών και αυτό διότι ο πρόεδρος Μπάιντεν έχει διατυπώσει μια αμφίδρομη πολιτική κατά της Ρωσίας — μία πολιτική που συνδυάζει την αποφασιστικότητα να απορρίψει τη ρωσική συμπεριφορά όταν κρίνει ότι απειλεί με ταυτόχρονη ετοιμότητα για εξεύρεση τομέων συνεργασίας και για τις δύο χώρες. Αυτό, στην πραγματικότητα, δεν διαφέρει πολύ από την πολιτική που ακολούθησαν οι πρόεδροι Ομπάμα και Τραμπ. αλλά επειδή ο πρόεδρος Μπάιντεν ενήργησε άμεσα για να σκληρύνει την πολιτική, οι περισσότεροι αναλυτές υποθέτουν ότι η πολιτική της «αποτροπής» θα επικρατήσει και εκείνη της «εκτόνωσης» θα παραμείνει σαν εργαλείο σε θεωρητικό επίπεδο. Ή, θα υπονομευθεί από τον τρόπο με τον οποίο η κυβέρνηση του θα αντιμετωπίζει τις ρωσικές ενέργειες που θα θεωρεί σαν απαράδεκτες για τα αμερικανικά συμφέροντα .
Στην πραγματικότητα, ωστόσο, υπάρχουν σημάδια αλλαγής που, εάν αντιμετωπιστούν εποικοδομητικά από Ουάσιγκτον και Μόσχα, θα μπορούσαν να βγάλουν τις δύο χώρες από το σημερινό αδιέξοδό τους. Δεν είναι εύκολο εγχείρημα, ούτε εγγυάται την αποτυχία. Αλλά ότι προσπαθούν ειλικρινά αντικατοπτρίζεται στα βήματα που έχουν κάνει τους πρώτους τρεις μήνες. Οι Αμερικανοί ξεκίνησαν τονίζοντας την πρόθεσή τους να «κρατήσουν τη Ρωσία υπόλογο» για συμπεριφορές που θεωρούνται απειλητικές για τα αμερικανικά και συμμαχικά τους συμφέροντα. Έτσι και το αυστηρό μήνυμα στην πρώτη τηλεφωνική συνομιλία του Μπάιντεν με τον Πούτιν τον Ιανουάριο, ένα μήνυμα που επαναλαμβάνονταν μονότονα από ανώτερους αξιωματούχους των ΗΠΑ σε κάθε ευκαιρία για εβδομάδες.
Επίσης, μια πρώτη υπόδειξη σε ότι αφορά τον συγκεκριμένο σκοπό ήταν η ρητή ανάθεση του προέδρου Μπάιντεν στις υπηρεσίες πληροφοριών των ΗΠΑ να διερευνήσουν εξονυχιστικά τα ρωσικά αδικήματα: της παρέμβασης στις προεδρικές εκλογές του 2020, της κυβερνοεπίθεσης στην Solar Winds και διείσδυση στις αμερικανικές υποδομές, την αντιμετώπιση του Αλεξέι Ναβάλνι και την ρωσική χρηματοδότηση για να εξοντωθεί αμερικανικό προσωπικό στο Αφγανιστάν. Ανάλογα με τα αποτελέσματα αυτής της εξέτασης, ο σύμβουλος εθνικής ασφάλειας, Τζέικ Σάλλιβαν, προειδοποίησε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα αντιδρούν με τρόπους «ορατούς και αόρατους» και όχι μόνο με κυρώσεις …
Όλα τα παραπάνω, σε συνδυασμό με τη σκληρή γλώσσα της αμερικανικής διοίκησης, έφεραν το Κρεμλίνο στα άκρα και η αρχική του αντίδραση ήταν να απαντήσει σε κάθε μέτρο που ελάμβανε η αμερικανική πλευρά με εφαρμογή αντίστοιχου ρωσικού αντίμετρου. Αλλά βαθύτερα, κάτω από την επιφάνεια αυτής της εφαρμογής μέτρων – αντίμετρων , κάτι ελπιδοφόρο φαίνεται ότι διαγράφονταν. Η σχετικά ήπια συμπεριφορά του Πούτιν στο χαρακτηρισμό του σαν «δολοφόνου» από τον Μπάιντεν και η συμβολική διπλωματική ενεργεία να ανακαλέσει από την Ουάσιγκτον τον πρέσβη Αντόνοφ στη Μόσχα μπορεί να θεωρηθεί ως μια μετρημένη προσπάθεια να εμφανιστεί αποφασιστική, αποφεύγοντας παράλληλα ενέργειες που θα ανέβαζε σημαντικά τους τόνους. Η τηλεφωνική συνομιλία του Μπάιντεν με τον Πούτιν στις 13 Απριλίου, σε διαφορετικό τόνο από εκείνη του Ιανουαρίου, αποτελεί ένα δεύτερο σημαντικό βήμα προόδου.
Έτσι η πρόταση Μπάιντεν προς τον πρόεδρο Πούτιν για μια σύνοδο κορυφής, με τη διαβεβαίωσή του ότι θέλει μια «σταθερή και προβλέψιμη σχέση με τη Ρωσία σύμφωνα με τα αμερικανικά συμφέροντα» και, το πιο σημαντικό, την ετοιμότητα του να συμμετάσχει σε έναν σοβαρό «διάλογο στρατηγικής σταθερότητας» για τα κρίσιμα ζητήματα που επιβαρύνουν τη σχέση των δυο υπερδυνάμεων δίνει πολλές υποσχέσεις ότι οι δυο πρόεδροι βλέπουν καταρχάς θετικά την προσπάθεια εξισορρόπησης των αντιθέσεων τους με πρόθεση την εξεύρεση εποικοδομητικών δεσμεύσεων σε θέματα κοινού ενδιαφέροντος.
Τα ουσιαστικά αποτελέσματα των συζητήσεων ανάμεσα στους δύο προέδρους θα φανούν μέσα στις επόμενες ημέρες στη Γενεύη στις 16 Ιουνίου, ημερομηνία που οι περισσότεροι αναλυτές της διεθνούς πολιτικής παγκοσμίως, θεωρούν ότι θα είναι η απαρχή νέων, καταιγιστικών εξελίξεων στον πλανήτη μας, ανεξαρτήτως του πιθανού θετικού ή αρνητικού πρόσημου που μπορεί να φέρουν.