«Εγώ γεννήθηκα στην Κοκκινιά και μεγάλωσα στα λεμονάδικα… Είμαι άγριο αρσενικό εγώ»
Μια μεγάλη αμηχανία κυριεύει την εγχώρια διανόηση, αριστερή ή ακροκεντρώα, όταν πρέπει να τοποθετηθεί κάπως απέναντι σε «λαϊκά» ή «μικροαστικά» είδωλα του πενταγράμμου, που εγκαταλείπουν τον …μάταιο τούτο κόσμο.
Και εάν σε κάποια στιγμή της καλλιτεχνικής τους πορείας συναντήθηκαν με τους μεγάλους του έντεχνου, πολύ περισσότερο εάν δηλώνουν οπαδοί κάποιου αριστερού κόμματος, το πράγμα βολεύεται.
Παρότι η κυρίως ζωή τους, όλων των λαϊκών συνθετών και τραγουδιστών, το δικό τους προσωπικό βίωμα, πόρρω απέχει από τα κοινώς αποδεκτά ή ακόμα και τα στερεότυπα του καλλιτέχνη που η ζωή και η τέχνη του εξευγενίζει τα γούστα του λαϊκού κοινού.
Το πρόβλημα είναι πώς κανείς να δικαιολογήσει την τεράστια λαϊκή αποδοχή, τη λατρεία προς το πρόσωπο τέτοιων καλλιτεχνών που η χώρα μας ανέδειξε κατά κόρον τα μεταπολεμικά χρόνια (άλλη μια πρωτοτυπία του λαού μας) και που σιγά- σιγά ο κύκλος ζωής τους κλείνει.
Είναι ένα φαινόμενο ξεχωριστό παγκόσμια, που μας παραπέμπει μόνο στους μαύρους τζαζίστες και τις μαύρες τραγουδίστριες, που ξεκίνησαν από το Χάρλεμ ή τη Ν. Ορλεάνη και ζουν τη ζωή τους «στο κόκκινο», με ό,τι αυτό σηματοδοτεί και εμπεριέχει .
Ο Τόλης Βοσκόπουλος που πέθανε στις 19 Ιουλίου στα 81 του χρόνια, είναι μια τέτοια περίπτωση.
Παρότι άρρωστος τα τελευταία χρόνια, όταν εμφανίστηκε λίγο πριν το lockdown, έστω και σε ένα μικρό μαγαζί της οδού Τσόχα, στο Paraonda, που δεν έμοιαζε καθόλου με τις μεγάλες πίστες των δεκαετιών ‘70-‘80, ο κόσμος συνέρρεε να τον ακούσει, ή καλύτερα να τον δει από κοντά.
Ο Βοσκόπουλος πρωτοεμφανίζεται στις αρχές της δεκαετίας του 60.
Ποιος θα το περίμενε ότι μετά τον Καζαντζίδη θα ήταν αυτός που θα τραγουδούσε το γνωστό τραγούδι του Μίκη «Παράπονο» (Τι θέλεις απ’ τα νιάτα μου) σε στίχους του Δημήτρη Χριστοδούλου.
Οι ασπρόμαυρες ελληνικές ταινίες της δεκαετίας του ‘60, λειτουργούσαν τότε, σαν τα μουσικά βιντεοκλίπ της δεκαετίας του ‘90 και εντεύθεν (όσο η μουσική βιομηχανία άντεξε). Πολλές φορές το υποτυπώδες και αφελές σενάριο αποτελούσε την πρόφαση για να ακουστούν υπέροχα λαϊκά τραγούδια.
Σε τέτοιες ταινίες πρωταγωνίστησε ο Βοσκόπουλος και έγινε γνωστός ως τραγουδιστής. Διότι το πρώτο του μεράκι ήταν η ηθοποιία, στην οποία και δεν διέπρεψε, σε αντίθεση με το τραγούδι.
Ποιο τραγούδι; Μα το ελαφρολαϊκό. Αυτό που σταδιακά εμφανίζεται τη δεκαετία του ‘60 κυρίως κατά το δεύτερο μισό της, και ουσιαστικά το λανσάρει ο Πάνος Γαβαλάς (όρθιος στην πίστα με το μπουζούκι του) ταυτόχρονα με τις γενικότερες κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές αλλαγές που συμβαίνουν αυτήν την δραματική περίοδο. Και παράλληλα με την ανάπτυξη του έντεχνου λαϊκού τραγουδιού των Μ. Θεοδωράκη, Μάνου Χατζιδάκι, Μάνου Λοϊζου, Σταύρου Ξαρχάκου και των άλλων μεγάλων.
Να λάβουμε βέβαια υπόψη μας το αναμφισβήτητο γεγονός ότι το κοινό δεν υπήρξε ποτέ απόλυτα διχασμένο.
Ένα μεγάλο μέρος του, τραγουδούσε και Θεοδωράκη και Ζαμπέτα ακόμα και Μάνο Χατζιδάκι,- γνωστός κι αυτός από τις ελληνικές ταινίες- και φυσικά και Καζαντζίδη και Μαρινέλλα και Βοσκόπουλο και Στράτο Διονυσίου ακόμα και Λευτέρη Μυτιληναίο και Μητροπάνο και Βίκυ Μοσχολιού.
Υπάρχει κάτι που συνδέει τον Μπιθικώτση, τον Καζαντζίδη, το Στέλιο Διονυσίου με το Βοσκόπουλο; Και δεν αναφέρομαι στην «φωνή» τους και τις δυνατότητες ενός εκάστου (ο Καζαντζίδης εδώ προφανώς υπερτερεί όλων αν και όχι το συνολικό του ρεπερτόριο που παραμένει άνισο), αλλά στο γενικότερο καλλιτεχνικό τους αποτύπωμα και τη λαϊκή αποδοχή. Το σίγουρο είναι ότι όλοι συνδέονται με μεγάλους οργανοπαίχτες, με μεγάλα μπουζούκια, όλοι ακολουθούν τους «λαϊκούς δρόμους» στη μουσική τους. Όλοι αρδεύονται από το ίδιο ποτάμι.
Το βασικό είναι οι βιρτουόζοι του μπουζουκιού, του κλαρίνου, του βιολιού. Είναι αυθεντικοί, τραγουδούν και ραγίζουν οι ίδιοι, τα λόγια και οι ρυθμοί συντονίζονται με το λαϊκό αίσθημα και συναίσθημα.
Κάτι το βακχικό εκλύεται που συμπαρασέρνει όσους συμμετέχουν νοερά ή σωματικά και που τους συνδέει κατά βάθος.
Έτσι συναντούν και το μεγάλο κοινό. Ένα κοινό που αλλάζει κι αυτό μαζί με τη χώρα που αναπτύσσεται οικονομικά, έστω άνισα και στρεβλά, που περνά μια δικτατορία και μια μεταπολίτευση που παράγει διαρκώς μουσικές αλλά εκφυλίζει και λαϊκές παραδόσεις.
Ο Τόλλιος είναι το φτωχόπαιδο από την Κοκκινιά, προέρχεται από μια προσφυγική οικογένεια που περιλαμβάνει 20 παιδιά(!) και μεγάλωσε στη λαχαναγορά και δεν το κρύβει! Είναι ένας δικός μας.
Έφτασε ψηλά, άρα κι εμείς μπορούμε να τον ακολουθήσουμε.
Τι αντιπροσώπευε τελικά ο Τόλης; Γιατί συγκινεί ακόμα τη γενιά του αλλά και νεώτερους;
Είναι μόνο ο αστικός μύθος που τον συνοδεύει μαζί με την εποχή των μεγάλων «δραμάτων» και ποιος τον δημιούργησε; Το σίγουρο είναι ότι ο Τόλης Βοσκόπουλος, όπως και άλλοι της γενιάς του, δεν είναι προϊόντα κατασκευής ειδώλων εταιρειών και μηχανισμών.
Εφευρίσκουν οι ίδιοι τον εαυτό τους και την εικόνα τους. Ενσωματώνουν το «πριν» με το «μετά» του συνόλου μιας κοινωνίας που σε άλλα διχάζεται. Δρουν ως ενοποιητικά στοιχεία ενός πολιτισμικού «όλου» που στους άλλους τομείς, κυρίως τον οικονομικοπολιτικό, μπορεί και να βρίσκονται σε αντίπαλα στρατόπεδα.
Κάτι τέτοιο ήταν ο Τόλης.
Ο «Τόλλιος» για τους φίλους του.
Αυτός που άψογος, με καλοραμμένα, λίγο στραφταλιζέ κοστούμια και ποσέτ απαραίτητο με την ασορτί γραβάτα, ατσάκιγος, ερμηνεύει τα τραγούδια του με την ένρινη φωνή του, βρισκόμενος σε διονυσιακό οίστρο, παίζοντας το μπουζούκι του τσακίζοντας τη μέση του, εν μέσω λουλουδιών (γαρδένιες κατά προτίμηση) και χειροφιλημάτων σε κυρίες.
Διότι το «λαϊκό είδωλο» το σωστό, θεωρεί τον εαυτόν του «υπηρέτη των γυναικών», στέλνει Τζάγκουαρ στις γυναίκες που αγαπάει και απειλεί ότι θα τις κάψει εάν τον αρνηθούν (τις Τζάγκουαρ, όχι τις γυναίκες), καθαρίζει φασολάκια και μπάμιες στο γρασίδι, έξω από την καμπάνα του στον Αστέρα της Βουλιαγμένης όπου διαμένει σχεδόν μόνιμα για μεγάλα διαστήματα, για να χαλαρώσει.
Δεν υπολογίζει το χρήμα, αυτός που τη δεκαετία ‘70-‘80, παρομοιάζονταν «με μηχανή που κόβει πεντοχίλιαρα», υπογράφει συμβόλαια χωρίς να τα διαβάσει, βοηθάει όλο του το σινάφι, δίνει δουλειά σε συναδέλφους του, όπως στο Στράτο Διονυσίου που μόλις είχε αποφυλακιστεί το 1976 (το «Αποκοιμήθηκα» που έγινε μεγάλο σουξέ).
Πετάει βαλίτσες με εκατομμύρια αρνούμενος να πάει περιοδεία στην Αμερική («γιατί θέλετε βρε σεις να σκοτώσετε το Βοσκοπουλάκι;», λέει), μένει άφραγκος και ξανασηκώνεται, τον κυνηγάει η εφορία, κάνει τέσσερις γάμους, εμπλέκεται δικαστικά με μία από τις συζύγους και όταν εμφανίζεται στα παιδικά του λημέρια, στο «Κατράκειο» της Νίκαιας στις 11 Ιουλίου 2017, σ’ ένα θέατρο που έβραζε από τη ζέστη, κατάμεστο από λαϊκό κόσμο της συνοικίας και του Πειραιά, τον υποδέχτηκε ένα πανό που έγραφε, “The King fan club”.
Κι αυτός, καλοντυμένος οικοδεσπότης, ευγνώμων, ευγενικός και διαθέσιμος για το κοινό του. Σεβόμενος το κοινό του. Με όσες δυνάμεις του είχαν απομείνει, ένας survivor της νύχτας που χάθηκε, όπως εύστοχα έγραψε ο δημοσιογράφος Δημήτρης Μανιάτης.
Τίποτα λοιπόν δεν είναι τυχαίο. Γι’ αυτό και ο λαός τον έχρησε «Άρχοντα» και «Πρίγκιπα».
Ο Βοσκόπουλος δεν ήταν μόνο τραγουδιστής. Ήταν και συνθέτης και μπουζουξής.
Τιμούσε πρώτ’ απ όλα την ορχήστρα του γι αυτό άλλωστε ήταν ο βιρτουόζος του μπουζουκιού Μανώλης Καραντίνης που επέβλεπε τα πάντα και για χρόνια ο Θανάσης Βασιλόπουλος στο κλαρίνο.
«Όταν ο Τόλης ανεβαίνει στην πίστα, την καταπίνει ολόκληρη», έλεγε ο Γιώργος Ζαμπέτας για τον Βοσκόπουλο. Το 1968 ο Γιώργος Ζαμπέτας του χαρίζει το πρώτο του μεγάλο σουξέ, την «Αγωνία» και το δισκογραφικό του κοντέρ αρχίζει να μετρά εκατοντάδες χιλιάδες δίσκους. Την ίδια εποχή, στα φημισμένα κοσμικά ξενυχτάδικα «Κουίντα» και «Igloo», ο Τόλης έχτιζε τον μύθο του πρίγκιπα της πίστας, προετοιμάζοντας το έδαφος για τις μνημειώδεις βραδιές στη «Νεράιδα» και τα μεγάλα κέντρα όπου ο κόσμος έκανε μέχρι τις αρχές του 1980 ουρές για να τον ακούσει.
«Το φεγγάρι πάνωθέ μου», «Δυο καρδιές», «Μα εγώ αγαπώ μία», «Αγωνία», «Και εσύ θα φύγεις», «Γλυκά πονούσε το μαχαίρι», «Οι άντρες δε μιλούν πολύ», «Άιντε στην υγειά της», «Λάθος δρόμο πήραμε καρδιά», «Σαν της γαρδένιας τον ανθό», «Όποια και να ’σαι», «Συγχωρήστε το απόψε το παιδί», «Δυο καρδιές», «Αδέλφια μου, αλήτες, πουλιά», «Ανεπανάληπτος», «Πριν χαθεί το όνειρό μας», «Μπορεί», «Ψύλλοι στα αφτιά μου», «Του χωρισμού η ώρα», «Ξανθή αγαπημένη Παναγιά», «Αποκοιμήθηκα» και εκατοντάδες άλλα τραγούδια, έγραψαν εποχή. Στην εποχή τους.
Ζαμπέτας, Ακης Πάνου, Μίμης Πλέσσας, Γιώργος Κατσαρός, Κώστας Βίρβος, Λευτέρης Παπαδόπουλος είναι μερικοί από αυτούς που έγραψαν πάνω στη φωνή του κι εκείνος τους γύρισε πίσω τα τραγούδια τους ολοκληρωμένα με τη δική του ερμηνεία, με τον ολοδικό του τρόπο.
Ειδικά ο Άκης Πάνου του είχε μεγάλη αδυναμία.
Πλούσιο ήταν και το συνθετικό του έργο αφού τραγούδια του ερμήνευσαν η Μαρινέλλα (τραγούδησαν μαζί τα «Εγώ κι εσύ», «Τι ζητάμε», «Σ’ αγαπώ» κ.ά.), ο συνοδοιπόρος του στην πίστα Στράτος Διονυσίου (μεταξύ αυτών το «Αποκοιμήθηκα» του 1976), η Δούκισσα («Αναμνήσεις», «Σαν της γαρδένιας τον ανθό», «Του χωρισμού η ώρα»), ο Γιάννης Βογιατζής (με το δικό του «Αδέλφια μου, αλήτες πουλιά» κέρδισε το πρώτο βραβείο στο Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης το 1971).
Τα είχε προβλέψει άλλωστε όλα αυτά ο Γιώργος Ζαμπέτας, όταν τον είδε να δίνει οντισιόν στην Columbia και να μην τον προσλαμβάνουν. «Ρε, αυτός θα κάνει ζημιά. Μην τον απορρίπτετε».
Δεν ξέρω γιατί, αλλά με το θάνατο του Βοσκόπουλου και το βιολογικό τέλος μιας εποχής και μιας γενιάς ολόκληρης (σχεδόν συμβολικό ότι γεννήθηκε το 1940 από πατέρα πρόσφυγα μικρασιάτη), σκέφτομαι όλους εκείνους τους χιλιάδες λαϊκούς ανθρώπους, θαυμαστές του, που το μεροκάματο δεν έφτανε ποτέ, για να τον απολαύσουν από κοντά. Ακόμα και τα 45άρια δισκάκια δύσκολα αποκτιόντουσαν. Κι όχι μόνο τον Τόλη Βοσκόπουλο αλλά και τους άλλους λαϊκούς συνθέτες και τραγουδιστές.
Ακόμα και τη δεκαετία του 1980 που μεσουρανούσε στις μεγάλες πίστες της παραλιακής, όταν η πασοκική διεύρυνση της περίφημης μεσαίας τάξης περιελάμβανε και ένα μέρος από κείνους τους παλιούς φτωχούς, πολύ δύσκολα θα αποφάσιζαν οι περισσότεροι να χαλάσουν ολόκληρο έστω και μισό μηνιάτικο για μια βραδιά στα «Δειλινά», για να τραγουδήσουν μαζί του «το φεγγάρι πάνωθέ μου» ή να κλάψουν την σκορδόπιστη «Εκείνη» και κυρίως να απολαύσουν τα περίφημα «μπουζούκια», να πετάξουν γαρδένιες, να «φανούν» κι αυτοί τέλος πάντων.
Τον λαϊκό τραγουδιστή του «έρωτα» απολαμβάνουν οι αστοί και οι μεσοαστοί και μερικοί εστέτ (λιγότεροι αυτοί).
Όμως ποτέ δεν έπαψαν να τον θεωρούν «δικό τους» και να τραγουδούν τα τραγούδια του, που πλέον μέσω της κασέτας μπορούν να αποκτήσουν ευκολότερα από ότι τα 45νταράκια της δεκαετίας του ‘60.
Και ποιητική αδεία μού ‘ρχεται στο μυαλό ένα απόσπασμα από το Μυθιστόρημα του Γιώργου Σκαπαρδώνη «Πολύ βούτυρο στο τομάρι του σκύλου»:
«Θεσσαλονίκη, 19 Μαΐου 1963, τρεις μέρες πριν δολοφονηθεί ο Γρηγόρης Λαμπράκης. Επίσημη επίσκεψη του Ντε Γκωλ στην πόλη. Το παρακράτος κάνει πρόβα τζενεράλε. 3.000 χαφιέδες των ασφαλίτικων οργανώσεων, αναλαμβάνουν την ασφάλεια του υψηλού επισκέπτη. Στο φόντο η «ΚΟΚΚΙΝΗ ΠΡΟΒΙΑ» ΚΑΙ Η «GLADIO».
Εν τω μεταξύ η πόλη φιλοξενεί τον Καζαντζίδη. Ο τροβαδούρος της φτωχολογιάς, παρουσιάζεται σε πολυτελές εξοχικό κέντρο διασκέδασης της παραλίας.
«Η φωνή του Καζαντζίδη βαριά, σπηλαιώδικη, παραπονετική, περνάει ως τη βάρκα κομματιασμένη απ’ το αεράκι.
Ο Νευρικός έχει παγώσει και κοιτάζει βουβός, θαυμάζοντας αυτήν την εικόνα του νυχτερινού μαγαζιού απέξω, μέσα απ’ τη θάλασσα – ακούει αποσπασματικές ομιλίες, θρύμματα από πενιές και μουσικές…: Δυό πόρτες έχει η ζωή…». Οι μυρωδιές, οι ευωδίες των ψητών ξανάρχονται και φεύγουν – ο Νευρικός βλέπει με κάποιο φθόνο τους καλοντυμένους πελάτες της ταβέρνας που τρώνε πίνουνε και γλεντάνε και μουρμουρίζει:
-Ρε Λέων, τι γίνεται; Αυτοί που έχουνε τα φράγκα και γλεντάνε είναι αριστεροί και συνοδοιπόροι, κι εμείς που δεν έχουμε μία είμαστε απ’ την ΑΛΛΗ ΜΕΡΙΑ!!!
Ακραία και αμφιλεγόμενη η σύγκριση θα μου πείτε. Για ξανασκεφτείτε το…