Ο Ιούλιος του ‘74 σηματοδοτεί την απαρχή μιας νέας ιστορικής περιόδου που ονομάστηκε μεταπολίτευση ή, για άλλους, Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία. Είναι ο μήνας που καταρρέει το εθνικοπατριωτικό αφήγημα που ξεκινά με την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού και κράτησε 26 περίπου χρόνια, κατά τα οποία ηγεμονεύει μια δεξιά που στηρίζεται στη βία, στις φυλακίσεις και τις εξορίες για τους ηττημένους.
Τον Ιούλη του ‘74 το αστικό πολιτικό σύστημα οργανώνει τη λεγόμενη ομαλή μετάβαση με πολιτικούς από την ίδια μήτρα που γέννησε τους χουντικούς. Παράλληλα, ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία του εργατικού και λαϊκού κινήματος που θέτει, μαζί με τα άμεσα αιτήματα για δημοκρατικές ελευθερίες και δικαιώματα, εθνική ανεξαρτησία, αυξήσεις στους μισθούς κ.λπ., το θέμα της κοινωνικής και πολιτικής αλλαγής, που στη διετία 1974-76 έβαλε την σφραγίδα του, δημιουργώντας συνθήκες όπου πλατιές λαϊκές και εργατικές μάζες, για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες, βγαίνουν στο προσκήνιο.
Η πτώση της χούντας τον Ιούλιο του ‘74 βρίσκει την οικονομία να παρουσιάζει ήδη τα πρώτα σημάδια ύφεσης, λόγω της πρώτης πετρελαϊκής κρίσης, που είχε ξεσπάσει στις αρχές της δεκαετίας του ΄70. Το οικονομικό μεταπολεμικό θαύμα της Ελλάδας εμφανίζει τα πρώτα σημάδια στασιμότητας, ενώ οι δείκτες του πληθωρισμού χρόνο με τον χρόνο ανεβαίνουν. Στα τέλη της δεκαετίας του ‘70 αρχές ‘80 ο ελληνικός καπιταλισμός είναι, πλέον, σε φάση κρίσης. Η ντόπια μεγαλοαστική τάξη αντιλαμβάνεται ότι χάνει την ασυδοσία που της εξασφάλιζε το μετεμφυλιακό καθεστώς (με αποκορύφωμα τη χούντα), όπου με την τρομοκρατία, τις φυλακίσεις και τη διάλυση του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος, τη συμπίεση του εργατικού εισοδήματος, επιτύγχανε και διατηρούσε ένα ικανοποιητικό ποσοστό κέρδους, χωρίς να επενδύει στον εκσυγχρονισμό των μηχανημάτων και του βιομηχανικού εξοπλισμού, χάνοντας, πλέον, το πλεονέκτημα της έναντι του διεθνούς ανταγωνισμού.
Βλέποντας, λοιπόν, ότι το φτηνό μεροκάματο αμφισβητείται άμεσα από το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα της πρώτης μεταπολιτευτικής περιόδου, αφήνει τα εργοστάσια κυριολεκτικά να σκουριάσουν και να σαπίσουν, με τεχνολογίες ξεπερασμένες, χωρίς καμιά δυνατότητα ανταγωνιστικότητας στην παγκόσμια αγορά και, στο τέλος, τα εγκαταλείπει στο κράτος ως «προβληματικές επιχειρήσεις», μεταφέροντας μαζί τους τα χρέη και τη μελλοντική τους, αργά ή γρήγορα, οριστική χρεοκοπία, οδηγώντας στην ανεργία χιλιάδες εργαζόμενους.
Το ελληνικό μεγάλο κεφάλαιο, ουσιαστικά, επιλέγοντας τη σύνδεσή του με τους ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς της Ε.Ο.Κ, μετακόμισε στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, αλλά και σε ανερχόμενους τομείς όπως οι τηλεπικοινωνίες, η φαρμακευτική βιομηχανία κ.λπ. Κομβικό στοιχείο αυτής της περιόδου είναι η επέκταση του κεφαλαίου σε χώρους και τομείς που μέχρι τώρα αποτελούσαν υπηρεσίες τις οποίες αναλάμβανε το κράτος. Χώροι όπως η υγεία, η παιδεία, η πρόνοια, η ασφάλιση, οι υπηρεσίες γενικότερα, είναι πεδία νέας κερδοφορίας, άμεσης και ευέλικτης παρέμβασης του ιδιωτικού κεφαλαίου και των υπηρεσιών που γνωρίζουν αλματώδη εξέλιξη.
Το εργατικό κίνημα στο προσκήνιο της πολιτικής αλλαγής
Η πτώση της χούντας βρίσκει το ταξικό εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα ουσιαστικά διαλυμένο. Τα στελέχη του είχαν βρεθεί επί χρόνια σε φυλακές και εξορίες. Στα εργοστάσια και γενικότερα στους τόπους δουλειάς υπάρχει ωμή τρομοκρατία από την εργοδοσία, που εξακολουθεί να στηρίζεται στους χουντικούς μηχανισμούς, ιδιαίτερα στα μεγάλα εργοστάσια. H δικτατορία είχε διαλύσει τα αγωνιστικά εργατικά συνδικάτα της δεκαετίας του ‘60, τα συνδικάτα της θρυλικής «Συντονιστικής Επιτροπής των 115», που συσπείρωνε πάνω από 800 σωματεία, Ε.Κ και ομοσπονδίες.
Οι συνθήκες, μέσα στις οποίες βιώνει η εργατική τάξη την πολιτική αλλαγή του 1974, είναι οι χαμηλές αμοιβές, οι κακές συνθήκες εργασίας, ο μεγάλος αριθμός εργατικών ατυχημάτων, η αστυνόμευση των εργατών στη δουλειά τους, το ανύπαρκτο εργατικό δίκαιο. Οι συνθήκες αυτές είναι το κοινωνικό και οικονομικό υπόβαθρο που γέννησε τους μεταπολιτευτικούς εργατικούς αγώνες. Αυτή η κατάσταση συσσώρευσε απεριόριστη οργή στις συνειδήσεις των εργαζομένων, αλλά και τη θέληση για άμεση συνδικαλιστική οργάνωση.
Η νίκη της Ν.Δ. στις εκλογές του 1974 με 54% συνοδεύτηκε από το ξεκίνημα ενός πρωτοφανούς ξεσπάσματος του εργατικού κινήματος, με κύριο χαρακτηριστικό του για πρώτη φορά τη δυναμική εμφάνιση του βιομηχανικού εργοστασιακού προλεταριάτου, την επανεμφάνιση των οικοδόμων και, σε δεύτερη φάση, των εργαζομένων στις τράπεζες και στην κοινή ωφέλεια.
Στόχος των εργαζομένων ήταν να αποκατασταθούν οι συνδικαλιστικές ελευθερίες, να αποκατασταθεί το εργατικό εισόδημα, που χανόταν λόγω του ραγδαία ανερχόμενου πληθωρισμού, να συγκροτηθεί ένα σοβαρό κράτος πρόνοιας και, σε ορισμένες περιπτώσεις, να δημιουργηθούν θεσμοί εργατικού ελέγχου, συμμετοχής και αυτοδιαχείρισης. Οι εργαζόμενοι οργανώθηκαν όπου βρέθηκαν, ακολουθώντας όσους εξέφραζαν ένα ριζοσπαστικό συνδικαλιστικό αλλά και πολιτικό λόγο.
Χρησιμοποίησαν από τις πιο απλές μορφές αυτοοργάνωσης, με εργοστασιακές επιτροπές, μέχρι την ίδρυση σωματείων, αποφάσιζαν δημοκρατικά μέσα από εργοστασιακές συνελεύσεις, παρά και ενάντια στους νόμους της χούντας, που υπήρχαν ακόμα. Διεκδικούσαν αυξήσεις στους μισθούς, βελτίωση των συνθηκών εργασίας, δημοκρατικές ελευθερίες και δικαιώματα στους τόπους δουλειάς. Κύριο χαρακτηριστικό της περιόδου ήταν οι απεργίες διαρκείας, πάνω από ένα μήνα!
Οι πιο σημαντικές απεργίες της περιόδου είναι η πολιτική πανελλαδική απεργία τον Μάη του 76, ενάντια στον «Νόμο 330». Οι απεργίες στη «Νάσιοναλ Καν», στην «Μάντεμ Λάκκο», στην Λάρκο, στα ναυπηγεία Ανδρεάδη, στην ΝΤΟΙΤΣ, στην Πυρκάλ, στην «ΑΜΙΑΝΤΙΤ», στην «Κεραφίνα», στη ΙΖΟΛΑ, στην ΠΙΤΣΟΣ, στην χαρτοβιομηχανία ΜΕΛ, αλλά και σε μικρότερες επιχειρήσεις και τόπους δουλειάς, ιδιαίτερα στα εργοστάσια των δυτικών συνοικιών, της Ν Ιωνίας, Περάματος, Ταύρου και Καλλιθέας.
Το Μάη του ΄76 η κυβέρνηση Καραμανλή ψηφίζει τον αντεργατικό νόμο 330 (που περιόριζε δραστικά το δικαίωμα στην απεργία, κατοχύρωσε την ανταπεργία, νομιμοποίησε τη συγκρότηση απεργοσπαστικών μηχανισμών και κυρίως απαγόρευε την πολιτική απεργία), δημιουργώντας νέα δεδομένα για τους εργατικούς αγώνες, που ουσιαστικά βγαίνουν στην παρανομία. Ο νόμος Χατζηδάκη, στην πραγματικότητα, είναι η εφαρμογή του νόμου του Λάσκαρη προς το χειρότερο.
Το εργατικό κίνημα απαντά με την πρώτη πολιτική πανεργατική απεργία στην Ελλάδα. Η διαδήλωση, με πρωτοπόρους τους οικοδόμους, εξελίσσεται γρήγορα σε σκληρή σύγκρουση με την αστυνομία, με ένα νεκρό. Από κει και μετά, είναι εκατοντάδες οι εργατικές κινητοποιήσεις, που συγκρούονται με τις δυνάμεις καταστολής. Οι συλλήψεις και οι καταδίκες πρωτοπόρων εργατών συνδικαλιστών, ειδικά μετά το ‘77, είναι στην ημερήσια, πια, διάταξη, αφού όλες οι απεργίες, με βάση τον 330, είναι παράνομες.
Το ταξικό εργατικό κίνημα της εποχής για να ξεπεράσει την εγκάθετη χουντοδεξιά διοίκηση της ΓΣΕΕ, αλλά και πολλών εργατικών κέντρων και ομοσπονδιών, δημιουργεί σε όλη την Ελλάδα συντονιστικές επιτροπές αγώνα, κατά κλάδο, πόλη και περιφέρεια, που οδήγησαν στην δημιουργία των ΣΑΔΕΟ και ΣΑΔΟ, δηλαδή συντονισμούς πρωτοβάθμιων σωματείων και ομοσπονδιών στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, που λειτουργούν σε αντιπαράθεση με την χουντοδεξιά ΓΣΕΕ, προσπαθώντας να συντονίσουν τους αγώνες.
Νέο συνδικαλιστικό κίνημα
Όλες αυτές οι εξελίξεις σηματοδότησαν την αρχή της δημιουργίας ενός νέου συνδικαλιστικού κινήματος, με έντονα ταξικά και πολιτικά χαρακτηριστικά, με κατακτήσεις και αυξήσεις στους μισθούς. Το κύριο χαρακτηριστικό των αγώνων της περιόδου είναι ότι εμφανίζεται και παίζει αποφασιστικό ρόλο το εργοστασιακό βιομηχανικό προλεταριάτο. Ξεπερνώντας απίστευτες δυσκολίες που δημιουργούσαν οι νόμοι της χούντας αλλά και της Ν.Δ., που στόχευαν στην πλήρη απαγόρευση των απεργιών, το εργοστασιακό προλεταριάτο ξεκινά σκληρές, ανυποχώρητες απεργίες. Σταδιακά, το απεργιακό κύμα αγκαλιάζει σχεδόν κάθε κλάδο εργαζομένων.
Τα αιτήματα ξεκινούν από τα άθλια μεροκάματα, τις συνθήκες εργασίας, την ανεργία, την ελευθερία του συνδικαλισμού. Στις περισσότερες των περιπτώσεων, οι απεργοί καταφέρνουν να επιβάλλουν τα αιτήματά τους ή ένα μεγάλο μέρος τους, μετά από σκληρό αγώνα. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα της χαρτοβιομηχανίας ΜΕΛ, όπου, μετά από 80 μέρες απεργίας και κατάληψη του εργοστασίου, οι εργάτες κερδίζουν μια περιφανή νίκη: 20% αύξηση στο μισθό (27% για όσους είναι πάνω από 2 χρόνια στη δουλειά), πληρωμή των 80 ημερών της απεργίας και δώρο Χριστουγέννων. Στη ΣΚΟΥΙΜΠ, πολυεθνική φαρμακοβιομηχανία, οι εργαζόμενοι με αγώνες επέβαλαν ωράριο 37,5 ωρών και εικοσάλεπτο διάλειμμα εντός του ωραρίου, όταν στη μεγάλη πλειονότητα των επιχειρήσεων ίσχυαν ακόμα 48 ώρες την εβδομάδα. Το καλύτερο παράδειγμα όμως είναι η θρυλική απεργία των μεταλλωρύχων στη ΜΑΔΕΜ ΛΑΚΚΟ, όπου οι απεργοί άντεξαν τις συγκρούσεις, τις συλλήψεις, τις καταδίκες, την αστυνομική τρομοκρατία επί 2 χρόνια και 3 μήνες( !) μέχρι που ανάγκασαν τον Μποδοσάκη να λυγίσει. Εξαιρετική σημασία έχουν οι μορφές αλληλεγγύης εμβληματικών αγώνων, όπως αυτός της ΛΑΡΚΟ το 1977, που κράτησε 110 μέρες. Η απεργία της ΛΑΡΚΟ θα γίνει πρότυπο για τη μορφή, το περιεχόμενο, την κλιμάκωση του αγώνα, την οργάνωση της αλληλεγγύης, την εναλλαγή των μορφών πάλης (προειδοποιητικές απεργίες, στάσεις εργασίας, συλλαλητήρια με την τοπική κοινωνία κ.λπ).
Ένα απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Γιώργου Αλεξάτου «Η παράξενη υπόσχεση» (Άπαρσις, 2012, σ. 77-78) αποδίδει πολύ χαρακτηριστικά το αγωνιστικό κλίμα της εποχής:
«Ήταν συγκλονιστικές εκείνες οι απεργίες, που κρατούσαν ακόμα και μήνα, κάποιες φορές και περισσότερο. Να βλέπεις κόσμο, που θα τον περίμενες μίζερο, παραιτημένο, να έχει αποδεχτεί τη μοίρα του και όμως! Απεργούσαν για να αυξηθεί το μεροκάματο, αλλά και γιατί απολύθηκαν κάποιοι συνάδελφοί τους! Απεργούσαν για να έχουν το δικαίωμα να φτιάξουν το δικό τους σωματείο, αλλά και γιατί απεργούσε το διπλανό εργοστάσιο ή και κάποιο άλλο, μακρινό, που ουδέποτε είχαν συναντηθεί με τον κόσμο που δούλευε εκεί, αλλά τώρα του συμπαραστέκονταν, έχαναν μεροκάματα, κινδύνευαν να χάσουν τη δουλειά τους! Κορίτσια, που μέχρι τότε η μόνη τους έγνοια ήταν να βρεθεί κάποιο παλικάρι να αποκατασταθούν και ίσως να ξεφύγουν και από την κόλαση του εργοστασίου, συζητούσαν τώρα με πάθος, χρησιμοποιώντας όρους όπως “εργατική τάξη”, “πάλη των τάξεων”, “ταξική ενότητα”, “αλληλεγγύη”».
Οι εργατικοί και λαϊκοί αγώνες στις γειτονιές της Αθήνας
Σημαντικό χαρακτηριστικό γνώρισμα των εργατικών αγώνων της περιόδου 1974-1976 είναι ότι την ίδια περίοδο υπάρχει γενικότερος κοινωνικός αναβρασμός στις λαϊκές συνοικίες της Αθήνας. Οι αγώνες στα εργοστάσια αλληλοτροφοδοτούνται με τους λαϊκούς αγώνες στις γειτονιές και δημιουργούν εκρηκτικές καταστάσεις, που θορυβούν το πολιτικό σύστημα και συχνά φέρνουν σε αμηχανία την Αριστερά. Τέτοιο χαρακτήρα είχαν οι συγκρούσεις στο Πέραμα και στο Κερατσίνι, όταν οι κάτοικοι έδιναν μάχες με την αστυνομία για να υπερασπιστούν τα παράνομα κτισμένα σπίτια τους από το γκρέμισμα, με το νόμο για τα αυθαίρετα. Στο Κερατσίνι (και πάλι), τον Ρέντη, το Μοσχάτο, το Μαρούσι, τα Σπάτα, οι αγώνες των κάτοικων ενάντια στις «χαβούζες» (χώρος συγκέντρωσης των λυμάτων του Λεκανοπεδίου), συσπείρωσαν τη μεγάλη πλειονότητα του κόσμου.
Στην Αγία Βαρβάρα η απεργία πείνας του μαθητή Ν. Μπουντούκη, που διαμαρτύρεται για τις διώξεις, τον σχολικό αυταρχισμό και την απαγόρευση της συνδικαλιστικής δράσης των μαθητών στα σχολεία, γίνεται αφορμή να ξεσπάσουν αποχές σε εκατοντάδες Γυμνάσια για τα δημοκρατικά δικαιώματα και τις συνδικαλιστικές ελευθερίες, για ελεύθερες μαθητικές εκλογές. Χιλιάδες μαθητές και εργάτες, διαδηλώνουν καθημερινά στους δρόμους της πόλης. Εκατοντάδες πορείες, που ξεκινούσαν από το Αιγάλεω και την Αθήνα ακόμα, κατέληγαν στη σκηνή του απεργού πείνας μαθητή. Η κυβέρνηση μιλάει για «αναρχικούς» που «παρεισέφρησαν» στους μαθητές και στέλνει τα ΜΑΤ ξημερώματα, συλλαμβάνοντας τον απεργό, αλλά και αλληλέγγυους, πνίγοντας στα δακρυγόνα στη συνέχεια για δυο μέρες την πόλη, συλλαμβάνοντας εκατοντάδες κατοίκους, που αντιστέκονται στην άγρια καταστολή με οδοφράγματα, μαθητές, εργάτες και φοιτητές. Κάποιοι από αυτούς πέρασαν από δίκη και καταδικάστηκαν σε φυλακίσεις, μη εξαγοράσιμες, καταλήγοντας για δυο ή και τρία χρόνια σε διάφορες φυλακές.
Άλλο χαρακτηριστικό των αγώνων ήταν ότι εκατοντάδες καλλιτέχνες, μουσικά ερασιτεχνικά, αλλά και επαγγελματικά συγκροτήματα, θέατρα του δρόμου κ.λπ, έδωσαν το παρόν τους στους εργατικούς αλλά και στους άλλους λαϊκούς αγώνες της εποχής εκφράζοντας δυναμικά την αλληλεγγύη τους. Τα μουσικά, θεατρικά αλλά και εικαστικά έργα εκείνου του καιρού, εμπνεόμενα από τους αγώνες της περιόδου, εμψύχωναν τους απεργούς συνέβαλαν στο δυνάμωμα και την αντοχή των αγώνων. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην απεργία της ΝΤΟΙΤΣ στο Αιγάλεω στις 60 μέρες που κράτησε, σχεδόν καθημερινά υπήρχε καλλιτεχνική παρέμβαση, που έφτανε μέχρι και σε έκθεση εικαστικών.
Η κυβέρνηση Καραμανλή περνάει στην αντεπίθεση, όπου καταγγέλλει ανοιχτά ότι τα «άκρα» βρίσκονται πίσω από τις κινητοποιήσεις, με σκοπό την «αποσταθεροποίηση του καθεστώτος» και την παρεμπόδιση της «ομαλής εγκαθίδρυσης της δημοκρατίας». Με όχημα τη θεωρία του «αριστεροχουντισμού», οικοδομείται πολύ γρήγορα ένα αυταρχικό κράτος, για να κτυπήσει το εργατικό λαϊκό κίνημα. Κορύφωση αυτής της τακτικής ήταν η επέμβαση το Πολυτεχνείο το ΄80 και η δολοφονία του Κουμή και της Κανελλοπούλου από τα κλομπ των αστυνομικών, που επιτέθηκαν στους διαδηλωτές. Η πρώτη περίοδος των εργατικών αγώνων κλείνει με μια σειρά από σημαντικές ήττες για το εργατικό κίνημα. Οι συνδικαλιστικές πρωτοπορίες αποδιαρθρώνονται και αποδεκατίζονται γρήγορα, με απολύσεις και δίκες, ακόμα και πολύχρονες φυλακίσεις.
Η ενσωμάτωση και υποταγή του συνδικαλιστικού κινήματος
Η άνοδος του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία και τα πρώτα χρόνια της «αλλαγής» ουσιαστικά ολοκληρώνουν τις διαδικασίες της πρώτης ενσωμάτωσης του εργατικού κινήματος στη ρεφορμιστική διαχειριστική γραμμή της ΠΑΣΚΕ. Η οποία είχε αξιοποιήσει και τους δισταγμούς του ΚΚΕ έναντι της μορφής οργάνωσης του εργοστασιακού συνδικαλισμού στα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια, τη δεξιόστροφη πολιτική του ΚΚΕ εσωτερικού και την πολυδιάσπαση της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς.
Οι απεργίες σταματούν, αφού το «μορατόριουμ» της Αριστεράς διαδέχεται η πράξη νομοθετικού περιεχομένου με την απαγόρευση των αυξήσεων σε μισθούς και συντάξεις. Το αστικό πολιτικό σύστημα με λυμένα τα χέρια προχωρά ακάθεκτο στην ανασυγκρότηση του, απαιτώντας πια την ανοικτή συναίνεση της Αριστεράς, φοβούμενο τα απεργιακά ξεσπάσματα της εποχής, παρά την υποταγή των συνδικαλιστικών ηγεσιών (Τράπεζες , ΔΕΗ, εκπαιδευτικοί, Πειραϊκή Πατραϊκή κ.λπ). Από τότε, ουσιαστικά, διαμορφώνονται οι όροι και οι προϋποθέσεις για τη δημιουργία του κρατικομματικού- γραφειοκρατικού υποταγμένου συνδικαλισμού που φτάνει μέχρι της μέρες μας.
Η γραμμή της Αριστεράς στο εργατικό κίνημα, ακόμα και τότε που διαψεύδονται οι μεγάλες αυταπάτες, παραμένει στην κατεύθυνση μιας ψευδεπίγραφης «παραγωγικής ανασυγκρότησης προς όφελος του λαού», αντί αυτής των σύγχρονων αναγκών της εργατικής τάξης και των νέων ταξικών αντιθέσεων. Αυτό που ξεχωρίζει ως βασική πολιτική επιλογή της στο εργατικό κίνημα είναι μια αναβάθμιση της θέσης της στο πλαίσιο του εκσυγχρονισμού και των ανακατατάξεων του πολιτικού συστήματος. Είναι η εποχή που οι αριστερές ηγεσίες ενσωματώνουν και αναπαράγουν τα αστικά ιδεολογήματα, δίνοντας τους, υποτίθεται, «αριστερό περιεχόμενο» (ανάπτυξη προς όφελος των εργαζομένων, προοδευτικός εκσυγχρονισμός κ.λπ.) Αυτή η γραμμή οδήγησε στην απόλυτη συναίνεση με την αστική κυριαρχία και τον Τζανετακισμό.
Το ταξικό εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα της περιόδου 1974-1976 μπορεί να ηττήθηκε από τις διάφορες εκδοχές της αστικής ρεφορμιστικής διαχείρισης, αριστερής ή και σοσιαλδημοκρατικής, όμως άφησε μια αγωνιστική, ταξική παρακαταθήκη, που συνδέεται με το σήμερα, μέσα από τις τότε μεγάλες ταξικές συγκρούσεις και την εμπειρία του πώς πρέπει να νικούν οι εργατικοί αγώνες. Μια γραμμή, που, όσο λεπτή και αδιόρατη πολλές φορές να φαίνεται, όσο και αν διακόπτεται από τις παλινωδίες και τα πισωγυρίσματα της Αριστεράς, συνδέει τους μεγάλους ταξικούς αγώνες της μεταπολίτευσης με το ταξικό αγωνιστικό ρεύμα της εποχής μας.
Το ρεύμα αυτό μπορεί σήμερα να είναι δυσδιάκριτο, μετά την ήττα και την οπισθοχώρηση του συνδικαλιστικού κινήματος ιδιαίτερα στην περίοδο της πανδημίας , μπορεί να αδυνατεί να αναχαιτίσει την επίθεση των αντιδραστικών δυνάμεων του κεφαλαίου, να παραμένει ακόμα αδιαμόρφωτο, μειοψηφικό, κατακερματισμένο με αντιφάσεις, που γεννούν οι καιροί και τα αδιέξοδα της Αριστεράς. Το συναντάμε με διάφορες μορφές σε όλες τις εργατικές πρωτοπορίες, που, όμως, δεν μπορεί να βρει ακόμα τον κοινό βηματισμό του. Ένας από τους λόγους αυτής της αδυναμίας είναι τα εμπόδια που θέτουν οι δυνάμεις του κοινοβουλευτικού και εξωκοινοβουλευτικού κομματισμού. Η ανασυγκρότηση του συνδικαλιστικού κινήματος δεν μπορεί να υπάρξει αν οι δυνάμεις της ταξικής ανεξαρτησίας και της νέας εργατικής χειραφέτησης, όποιο πολιτικό σχέδιο και αν ακολουθούν, δεν πάρουν την υπόθεση στα χέρια τους.
Το καθήκον αυτό γίνεται όλο και περισσότερο επιτακτικό λόγω της οργής που συσσωρεύεται από τις πολιτικές ισοπέδωσης των κατακτήσεων των εργαζομένων, του λαού και της νεολαίας από την κυβέρνηση της ΝΔ. Συμβαίνει και σήμερα ότι συνέβαινε και το 1974. Επιπλέον, μπορεί να φαίνεται ότι αυτή η κυβέρνηση δεν έχει ουσιαστικά κανέναν αντίπαλο πολιτικά και κοινωνικά, όπως φαινόταν και τότε, όταν ο Καραμανλής έπαιρνε το 54%, αλλά και το 1990 με το θηριώδες ποσοστό του 48% του πατήρ Μητσοτάκη. Τότε ο ντόπιος αστισμός έλπιζε ότι θα τσακιστούν οι εργατικοί αγώνες αλλά μετά από μια περίοδο κάμψης, η απεργία της ΕΑΣ, σε συνδυασμό βέβαια και με άλλους πολιτικούς και κοινωνικούς παράγοντες, έριξε την κυβέρνηση του Μητσοτάκη.
Σήμερα η όποια πολιτική κυριαρχία του ακραίου φιλελευθερισμού είναι βέβαιο ότι θα δημιουργήσει τον νεκροθάφτη της, γιατί η ταξική πάλη συνεχίζει να οξύνεται. Προς το παρόν υπόγεια και βουβά… Όμως αργά η γρήγορα θα βρεθεί ο ξενιστής που θα γονιμοποιήσει την υπόγεια βουβή οργή σε ένα μεγάλο ποτάμι φουσκωμένο…