Είναι μια σοβαρή συμβολή στη σκέψη μας και στην οικοδόμηση των προσπαθειών ανασυγκρότησης του εργατικού κινήματος. Ξεκινώ με το χαρακτηρισμό γιατί εκεί βρίσκεται η έμφαση. Πρόκειται για το βιβλίο του Γιάννη Κουζή, με τίτλο: Η μεγάλη εργασιακή απορρύθμιση, και με υπότιτλο: Τα 30+ χρόνια προς το ευέλικτο πρότυπο, το οποίο εκδόθηκε πριν λίγες μέρες από τις εκδόσεις Τόπος.
Σε σχετικά λίγες σελίδες βλέπεις την εικόνα της ελληνικής κοινωνίας των χρόνων μετά τη μεταπολίτευση του 1974, αλλά κυρίως των τελευταίων, οπότε ενέσκηψε η λαίλαπα του νεοφιλελευθερισμού, που συνοδεύτηκε από την οικονομική κρίση του 2008 και από την πανδημία του 2020.
Δεν είναι τίποτα άλλο από την απεικόνιση του σκληρού ταξικού πολέμου μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, η οποία δείχνει την έκταση και το βάθος της ήττας που υπέστη του εργατικό κίνημα, οι εργαζόμενες τάξεις και ολόκληρη η κάτω πλευρά της κοινωνίας.
Όπως αποκαλυπτικά αναφέρει: «Είναι ενδεικτικό ότι στα τέλη της δεκαετίας του 1990 οι πραγματικές αμοιβές αντιστοιχούν στους μισθούς του 1984, ενώ κατά την περίοδο των υψηλών ρυθμών ανάπτυξης (1998-2006) η συνολική αύξηση των πραγματικών αμοιβών υπολείπεται σημαντικά από την αυξημένη παραγωγικότητα της εργασίας (12,5% έναντι 20%). Επίσης, κατά την ίδια περίοδο οι τιμές βασικών προϊόντων αυξάνονται κατά 30%, εξανεμίζοντας έτσι τις μισθολογικές αυξήσεις, ενώ η κερδοφορία του κεφαλαίου παρουσιάζει αύξηση κατά 40%. Το 2009 οι ετήσιες αμοιβές των μισθωτών στην Ελλάδα αντιστοιχούν στο 68% των πραγματικών αμοιβών της ΕΕ15 και στο 83% με όρους αγοραστικής δύναμης, όταν η παραγωγικότητα της εργασίας βρίσκεται στο 92%».
Οπότε δε τα φάγαμε μαζί κύρ Πάγκαλε. Ή εν πάση περιπτώσει αυτά που φάγατε εσείς τα τρώγατε με άλλη παρέα κι όχι με τους εργαζόμενους.
Αντίθετα, όσα χρόνια εσείς τρώγατε, τρώγατε ζωντανή εργασία και κάνατε σχέδια πως θα την κατασπαράξετε. Έτσι η κρίση και η πανδημία αποτέλεσαν μια μοναδική ευκαιρία απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων, ανατροπής των κατακτήσεων πολλών δεκαετιών και αγώνων, υποβάθμισης του εμπορεύματος εργατική δύναμη και εκτόξευσης των κερδών που αποκομίζουν οι πολύ μεγάλοι της ολιγαρχίας.
Η έκθεση της πορείας από κυβέρνηση σε κυβέρνηση και από νόμο σε νόμο μέχρι σήμερα αποδεικνύει το σαρωτικό χαρακτήρα των μέτρων που έπαιρνα οι εγχώριοι πολιτικοί αξιωματούχοι υπακούοντας στις επιταγές των μεγάλων συμφερόντων εντός και εκτός της χώρας και κυρίως των μηχανισμών της ΕΕ.
Στις κυβερνήσεις με σαφή αντεργατικό προσανατολισμό περιλαμβάνεται και εκείνη του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία, παρότι εξήγγειλε αλλαγές προς όφελος της εργασίας προεκλογικά και παρότι στο πρώτο εξάμηνο του 2015 έκανε μερικά βήματα (και περισσότερο σχέδια επί χάρτου) για κάποια εκπλήρωση των υποσχέσεων, αβέβαια και δειλά σε κάθε περίπτωση, στη συνέχεια, μετά το δημοψήφισμα του Ιουλίου και τη διάσπαση του κόμματος, μπήκε ολοκληρωτικά στην υπηρεσία των ευρωπαϊκών και ελληνικών αστικών κέντρων.
Πολύ ενδιαφέρουσα είναι η παρατήρηση του συγγραφέα, που απευθύνεται προς όσους σήμερα μπορεί να έχουν αυταπάτες για το χαρακτήρα μιας ερχόμενης κυβέρνησης σοσιαλδημοκρατικού τύπου, ότι τα μνημονιακά μέτρα στις ρυθμίσεις των εργασιακών σχέσεων δεν είναι περιστασιακά. Ήρθαν για να μείνουν. «Η λογική τους αποτελεί τον οδικό χάρτη για το μέλλον της αναπτυξιακής χώρας» αναφέρει χαρακτηριστικά.
Το βασικό του συμπέρασμα στο τέλος του βιβλίου είναι πως «το ελληνικό παράδειγμα από τη δεκαετία του 2010 και εντεύθεν συνιστά πείραμα ακραίας απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων, με σκοπό τη δημιουργία ειδικής εργασιακής ζώνης εντός του ευρώ – με τα γεωγραφικά πλεονεκτήματα της χώρας -, σε μια Ευρώπη που σταδιακά και συνολικά αποκλίνει από τις διακηρύξεις της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας για το περιεχόμενο της αξιοπρεπούς εργασίας».
Καταλήγοντας πως κάθε δέσμη προτάσεων αλλαγής αυτού τους καθεστώτος για να είναι ρεαλιστική οφείλει να συνοδεύεται από πολιτικές ρήξεις απέναντι στην ΕΕ και υπερεθνικούς θεσμούς.
Η ανάγνωση του βιβλίου προσφέρει τη συνολική θέαση της σημερινής κατάστασης του λαϊκού κινήματος, ιδιαίτερα του εργατικού, των αιτίων για την αδυναμία του και εν τέλει τον τρόπο με τον οποίο αποσυγκροτείται η εργατική τάξη όχι μόνο ως τάξη για τον εαυτό της αλλά και ως τάξη καθεαυτή.
Συνολικά, το βιβλίο αυτό είναι εργαλείο γνώσης και μάχης για της δυνάμεις που υπερασπίζονται την εργασία, για το εργατικό κίνημα, της Αριστερά, τις κομμουνιστικές προσπάθειες. Καθώς η πρώτη προϋπόθεση της ανατροπής είναι η γνώση.