Τα αποτελέσματα των εκλογών της 25ης Γενάρη του 2015 δημιούργησαν μια νέα πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα.
Το περιεχόμενο που προσέδωσε η Αριστερά στον εκλογικό αγώνα ενίσχυσε τη διεθνή προβολή της δραματικής κατάστασης στην οποία έχει περιέλθει η ελληνική κοινωνία. Ενθάρρυνε το ευρύ κύμα αλληλεγγύης στο δοκιμαζόμενο ελληνικό λαό όπως αυτό εμφανίζεται στην οργάνωση συλλαλητηρίου στο Βέλγιο, στα συνθήματα συμπαράστασης στα συλλαλητήρια στις πρωτεύουσες και τις πόλεις χωρών, στη δημοσίευση εντυπωσιακού αριθμού άρθρων στο διεθνή Τύπο που έθεταν τουλάχιστον το ζήτημα της κοινωνικής δοκιμασίας (φτώχεια, ανεργία, νέο κύμα μετανάστευσης, υπογεννητικότητα, μείωση γάμων) και το ζήτημα του χρέους.
Ενίσχυσε επίσης πολιτικά, στο εσωτερικό της χώρας, τα επιχειρήματα ενάντια στην εφαρμοζόμενη πολιτική ΕΕ- ΔΝΤ – συγκυβέρνησης ΠΑΣΟΚ, ΝΔ.
Στην κάλπη ηττήθηκε η πολιτική του φόβου και της ακατάσχετης κινδυνολογίας, πάνω στα οποία συγκροτήθηκε κύρια ο πολιτικός λόγος της ΝΔ αλλά και του ΠΑΣΟΚ.
Όσον αφορά ειδικά τη ΝΔ, ηττήθηκε η “φαιά” προπαγάνδα, ο ανορθολογισμός, η αντιαριστερή υστερία και το αντικομουνιστικό παραλήρημα των Σαμαρά – Μπαλτάκου – Βορίδη μέσω των οποίων, καθώς ταιριάζει στις δυνάμεις της αντίδρασης, επιχείρησαν να πάρουν ιδεολογική ρεβάνς από την Αριστερά. Η ΝΔ έχασε μάλιστα ακόμη και στο ίδιο το πεδίο μιας εικονικής πραγματικότητας που η ίδια κατασκεύαζε με την ασύστολη επαναφορά του κομμουνιστικού κινδύνου, την απόδοση στο ΣΥΡΙΖΑ ανύπαρκτων κομμουνιστικών ιδιοτήτων, το τυχοδιωκτικό και πραξικοπηματικό παραμέρισμα της πολιτικής της εθνικής συμφιλίωσης που η ίδια η ΝΔ εγκαινίασε στην αρχή της μεταπολίτευσης προκειμένου να αφομοιώσει την Αριστερά.
Η ΝΔ έχασε μισό εκατομμύριο (577.000) ψήφους σε σύγκριση με το 2009 και 170.000 από τον Ιούνη του 2012. Αποτελεί όμως το μοναδικό – προς το παρόν – πυλώνα αναστήλωσης και αντιδραστικότερης αναμόρφωσης του καταρρέοντος παλιού κομματικού συστήματος. Γι’ αυτό και διατηρούν στην ηγεσία της τον Σαμαρά, αναγκαστικά και προς ώρας, παρόλο που βρίσκεται στο δεύτερο χαμηλότερο ποσοστό στην ιστορία της.
Για το σκοπό αυτό θα τους είναι χρήσιμη εφεδρεία και η φασιστική και νεοναζιστική Χρυσή Αυγή που εμφανίζει χαρακτηριστικά επικίνδυνου σκοταδιστικού και παρακμιακού κοινωνικού ρεύματος.
Το αποτέλεσμα για το ΠΑΣΟΚ ήταν ταπεινωτικό. Εκτός από τη διάσπαση, έχασε επιπλέον 466.868 ψήφους από τον Ιούνη του 2012 και πάνω από 2.300.000 από το ξέσπασμα της κρίσης το 2009.
Η πολιτική του εξαφάνιση είναι μη αντιστρέψιμη. Είναι η τιμωρία ενός λαού που κάποτε ήλπισε σε αυτό και που τελικά τον οδήγησε στο αντίστροφο του σκοπού για τον οποίο συγκροτήθηκε και επαγγέλθηκε.
Η ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ, το ΛΑΟΣ και η ΔΗΜΑΡ, τα κύρια κόμματα δηλαδή που προωθούν τις κανιβαλικές πολιτικές 6 χρόνια τώρα, έχουν γίνει απεχθή καθώς έχουν κάνει τραγικές τις συνθήκες διαβίωσης για τα εργατικά και λαϊκά στρώματα. Γι αυτό όλο και περισσότεροι πολίτες όχι μόνο δεν προσφεύγουν στις κάλπες για να τα υποστηρίξουν, όπως έκαναν άλλοτε, αλλά αισθάνονται τεράστια οργή που συμβαδίζει με ένα αίσθημα εξαπάτησης.
Πάνω από 3.000.000 πολίτες τους έχουν στρέψει την πλάτη και οδηγούν σε εξαφάνιση το ακροδεξιό ΛΑΟΣ και την (παγκόσμιας δυσφήμισης της Αριστεράς ) «κυβερνώσα» ΔΗΜΑΡ.
Η ήττα της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ οριστικοποίησε το τέλος του πάλαι ποτέ δικομματισμού, επισφράγισε το τέλος της μεταπολιτευτικής περιόδου.
Η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ ήταν σαρωτική καθώς ενισχύθηκε κατά 9,54 μονάδες σε σχέση με τον Ιούνη του 2012.
Σε συνδυασμό με την εκλογική ενίσχυση των ΚΚΕ και ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι μια πρώτη νίκη του δοκιμαζόμενου ελληνικού λαού.
Ο ελληνικός λαός προσήλθε στην κάλπη με σκοπό να αποτραπεί το χειρότερο, με οργή και με μισή ελπίδα, με δειλή την προσμονή του καλύτερου.
Όμως το πολιτικό του μήνυμα είναι σαφές: Τέλος με τα Μνημόνια και με τη μαύρη πολιτική που τα συνοδεύουν.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ως γνωστό δεν είναι ούτε η αντιιμπεριαλιστική, ούτε η αντιμονοπωλιακή και πολύ περισσότερο η αντικαπιταλιστική Αριστερά. Αυτοπροσδιορίζεται ως η ριζοσπαστική Αριστερά.
Το αν όντως είναι, θα κριθεί από την κυβερνητική του πρακτική. Θα κριθεί από το αν βάλει τέλος και στην πολιτική των Μνημονίων, όπως κι αν αυτά βαφτίζονται.
Οι πρώτες κυβερνητικές εξαγγελίες είναι σύμφωνες με το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης. Σηματοδοτούν μια πιο ήπια προσαρμογή της Ελλάδας, στο πλαίσιο της πολιτικής εξόδου από την καπιταλιστική κρίση, που κινείται εντός των υποχρεώσεων της χώρας έναντι της ιμπεριαλιστικής ΕΕ των πολέμων, και των τοκογλύφων.
Σε κάθε περίπτωση «έχει ήδη ξημερώσει μια νέα πολιτική μέρα». Αν θα είναι ιστορική και πόσο θα το αποδείξει η πράξη. Θα το αποδείξει κυρίως η εμφάνιση στο προσκήνιο αυτού που γράφει όχι την Ιστορία – φάρσα, αλλά την πραγματική Ιστορία: του λαϊκού παράγοντα.
Για να καταφέρει το εργατικό και λαϊκό κίνημα να επιβάλει εργατικές κατακτήσεις, φάρους ελπίδας και αυτοπεποίθησης. Να φτάσει ως την αντικαπιταλιστική ανατροπή της εφαρμοζόμενης πολιτικής της σκληρής λιτότητας, εγκαινιάζοντας νέους δρόμους έξω από την ΕΕ και το ευρώ, μακριά από τα νατοϊκά πλαίσια
Εκεί θα κριθεί και η αντικαπιταλιστική Αριστερά.
Ο λαός ψήφισε. Η ψήφος όμως είναι μια στιγμή, ένα χαρτί σε ένα κουτί. Μπορεί εντούτοις το εκλογικό αυτό αποτέλεσμα να είναι η αρχή μιας συνταραχτικής περιόδου.
Η συγκυβέρνηση που προέκυψε μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ είναι η έκτη από την εκδήλωση της κρίσης. Αυτό το φαινόμενο της γρήγορης φθοράς κυβερνήσεων θα συνεχίζεται όσο η χώρα θα παραμένει στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής που φορτώνει τα βάρη στις πλάτες του λαού.
Καθώς τα μέτρα και η πολιτική των ελαστικών εργασιακών σχέσεων, της λιτότητας, της ανάπτυξης με ανεργία, της συντριβής του εργατικού κινήματος και του αυταρχισμού δεν αποτελούν καπρίτσιο αλλά ανάγκη του κεφαλαίου για την ανόρθωση της κερδοφορίας του και τα σημερινά χαρακτηριστικά του καπιταλισμού είναι τα μόνιμα χαρακτηριστικά του, η κυβέρνηση αυτή θα έρθει σύντομα αντιμέτωπη με αυτή την πραγματικότητα.
Μπροστά και στη συντελούμενη μετατόπιση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ από τις συνεδριακές του αποφάσεις και καθώς το ΚΚΕ αδυνατεί να ανταποκριθεί στη χάραξη μιας δραματικά αναγκαίας μετωπικής πολιτικής, να αποδεχθεί την αναγκαιότητα της ενότητας δράσης όλων των μαχόμενων δυνάμεων της Αριστεράς και να προωθήσει την πολιτική συντονισμένων αποφασιστικών αγώνων στα χέρια των ίδιων των εργαζομένων,
η ύπαρξη μιας Αριστεράς σύγχρονης αντικαπιταλιστικής στόχευσης και κομμουνιστικής επαγγελίας θα αναδεικνύεται αντικειμενικά ως καθοριστική και περισσότερο αναγκαία.
Το ανεπαρκές αλλά ελπιδοφόρο εκλογικό ποσοστό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ – ΜΑΡΣ σε συνδυασμό με την ποιότητα του εκλογικού αγώνα και το πολιτικό άνοιγμα στο λαό, με όλες τις πολιτικές αδυναμίες, συνιστούν θετικό αποτέλεσμα.
Για μια μεγάλη μερίδα του κόσμου της εργασίας, η πολιτική της δημιουργεί την εικόνα μιας σοβαρής και μετωπικής πολιτικής δύναμης της Αριστεράς που μπορεί – υπό προϋποθέσεις – να αποκτήσει τα χαρακτηριστικά ενός μαζικού, εργατικού, αντικαπιταλιστικού μετώπου.
Τα δύσκολα και ενδιαφέροντα έπονται.
Οι σκληρές κοινωνικές αναμετρήσεις που θα έρθουν και θα κορυφωθούν και στο πεδίο του κινήματος και στο πεδίο της θεωρίας θα απαιτούν, καθώς ο πολιτικός χρόνος θα συμπυκνώνεται, την ορμητική ανάπτυξη του «καθοριστικού κόμματος», «του αποφασιστικού αντικαπιταλιστικού εργατικού μετώπου» και «του ανασυγκροτούμενου εργατικού κινήματος».
Τέτοια απότομα πετάγματα και μάλιστα σε ανάλογης κρισιμότητας καταστάσεις, η ιστορία των λαών έχει επιδείξει.
Γι’ αυτό φυσικά απαιτείται ανάλογη συλλογική και προσωπική στράτευση.