«Αυτό το βράδυ είναι η φορά που θεωρείς πως άξιζε να τη ζήσεις τη ζωή σου, όπως την έζησες. Πως σου άξιζε να τη ζήσεις». Ανώνυμος αναγνώστης, γράφει για τη συγκλονιστική συγκέντρωση του ΟΧΙ στο Σύνταγμα.
Αγαπητοί φίλοι και σύντροφοι,
Θεώρησα αναγκαίο να γράψω μερικά πράγματα για τη χθεσινή συγκέντρωση στο Σύνταγμα. Δεν είναι πολιτικές εκτιμήσεις. Είναι κυρίως αισθήματα.
Ήταν η πρώτη φορά, στα πολλά τελευταία χρόνια, που δεν με χώραγε ο τόπος. Θεωρούσα πως έπρεπε να πάω στη συγκέντρωση από μια βαθύτερη παρότρυνση, πως έπρεπε να είμαι εκεί. Όχι από πολιτικό καθήκον, από την ένταση της ψυχής μου που συμπύκνωνε μέσα την οργή και στέρηση των χρόνων, αλλά κυρίως των ημερών. Το 1973, το πρωί της επόμενης ημέρας, Σάββατο, περιφερόμουν στους δρόμους του κέντρου προσπαθώντας να βρω κάποιους ακόμα για να φωνάξουμε, κι όταν βρίσκονταν δυο, τρεις, τέσσερεις μαζί, γιατί κι εκείνοι το ίδιο έψαχναν, έβγαινε ένα σύνθημα όχι από τη φωνή μας, από τις ρίζες μας, “δολοφόνοι”, μόνο αυτό. Έτσι ένοιωθε το μέσα μου στη Σύνταγμα χθες.
Κι όταν μπήκα στο βαγόνι του μετρό, που με το ζόρι χωρέσαμε δυο άνθρωποι, ήδη άρχισα να αισθάνομαι, όχι να καταλαβαίνω ακόμη, πως ήταν κάτι διαφορετικό αυτό που είχαμε όλοι μέσα μας. Κι όταν κατεβήκαμε στην πλατφόρμα του σταθμού κι οι σκάλες δεν μπορούσαν να εξυπηρετήσουν τόσο κόσμο, κι ο κόσμος ήρεμος στιμωχνόταν κάνοντας μικρά βήματα κάθε φορά, μια ελαφρά προώθηση προς τα πάνω, άρχισα να καταλαβαίνω πως μπαίνω στην επικράτεια ενός διαφορετικού κόσμου και μιας ημέρας που δεν είναι σαν άλλες. Κι όταν ο κόσμος περιμένοντας να κάνει τα μικρά του βήματα, προωθούμενος κατ’ ελάχιστο προς την πλατεία, άρχιζε να φωνάζει, ΟΧΙ, κατάλαβα πως σήμερα γίνεται μια ουσιαστική αναμέτρηση. Με την Ιστορία, με τον εαυτό του ο καθένας, με το παρελθόν και το μέλλον του;
Δεν ξέρω αν μπορώ αν εκτιμήσω με κάποια σχετική αντικειμενικότητα, αλλά μάλλον ήταν μεγαλύτερη από τις μεγάλες συγκεντρώσεις του 2011 και 2012. Δεν είναι όμως ο πρωτοφανής όγκος της συγκέντρωσης, ούτε τα συνθήματα. Είναι κυρίως η έντασή της. Όταν οι άνθρωποι φώναζαν συνθήματα, κι όταν τραγουδούσαν, σήκωναν ψηλά τα χέρια τους, τέντωναν τις φωνητικές χορδές, το σώμα τους και όλη τους τη ζωή προς τα πάνω. Για να φτάσουν έναν αόρατο παντοδύναμο εχθρό αλλά και για να βρουν τον πραγματικό τους εαυτό, που είναι μεγαλύτερος από εκείνον του καθηλωμένου τηλεοπτικού θεατή.
Όχι ηφαίστειο, άγρια θάλασσα, σεισμός κλπ. Δεν ήταν ξέσπασμα έκρηξης. Ήταν βουή. Αυτή η βουή που έρχεται πριν το σεισμό. Που προειδοποιεί και απειλεί. Που δεν κάνει μεγάλο θόρυβο, αλλά είναι πιο τρομακτική κι από τον ίδιο το σεισμό.
Ήταν η αγωνία των ανθρώπων να αποχτήσουν ανάστημα ίσο με τους αντιπάλους τους. Με τα αόρατα επιτελεία των Βρυξελλών και του Βερολίνου, που από απόσταση ασφαλείας και χωρίς έλεος ορίζουν ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων. Με τα περισσότερο ορατά επιτελεία των τηλεοπτικών “φίλων των Γερμανών”, που πολυβολούν αδιάκοπα προς το ανυποψίαστο πλήθος μοιράζοντας πτώματα και καταστρέφοντας ζωές, χωρίς αιδώ και χωρίς τύψεις.
Το “αλήτες, ρουφιάνοι, δημοσιογράφοι” δεν το φώναζαν αναρχικές ομάδες. Το φώναζε αυτός ο κόσμος, και το εννοούσε πολύ βαθειά. Το “κάτω η χούντα των καναλιών” δεν ήταν αυθαίρετη παρομοίωση. Δικαιωνόταν από την πραγματικότητα που οι άνθρωποι αυτοί ζουν κάθε μέρα στο σπίτι τους. Ήταν η βαθειά ανάγκη να αποτάξουν το σατανά που εισβάλλει απροειδοποίητα στη ψυχή τους μέσω ενός απρόσωπου κουτιού.
Ήταν λαός εκεί. Ό,τι ονομάζεται λαός. Τα λαϊκά προάστια κι οι άνθρωποί τους. Πρόσωπα που μπορούν να αλλάξουν τον εαυτό τους μέσα σε ένα όνειρο αν τους δοθεί. Μπορούσες εκεί να καταλάβεις, πως γίνεται μέσα σε λίγο χρόνο ο άνθρωπος του καναπέ, της μιζέριας και της επανάπαυσης, να γίνει αντάρτης.
Χθες, σε αυτή τη συγκέντρωση δεν μέτρησαν τα όσα έλεγαν τα μεγάφωνα. Μέτραγε τα όσα έλεγαν οι κάτω. Που δεν ξέχασαν το φόβο, αλλά αποφάσισαν να τον αντιμετωπίσουν.
Κι έλεγαν πως το ΟΧΙ, δεν είναι μια απάντηση σε ένα ερώτημα, είναι η απάντηση στη ζωή τους.
Αυτό το βράδυ είναι η φορά που θεωρείς πως άξιζε να τη ζήσεις τη ζωή σου, όπως την έζησες. Πως σου άξιζε να τη ζήσεις.
Κι όλη την ώρα εκεί στην πλατεία, και μετά κι όλο το βράδυ και το πρωί της επομένης που γράφω, γύρναγαν στο μυαλό μου οι στίχοι του Γ. Ρίτσου από τα “Λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας”, σαν να ήταν αυτό ό,τι ταίριαζε περισσότερο:
Μικρός λαός και πολεμά δίχως σπαθιά και βόλια
για όλου του κόσμου το ψωμί, το φως και το τραγούδι.
Κάτω απ’ τη γλώσσα του κρατεί, τους βόγγους και τα ζήτω,
κι αν κάνει πως τα τραγουδεί, ραγίζουν τα λιθάρια.
Σας παρακαλώ, υπογραμμίστε το “κάτω από τη γλώσσα του κρατεί”, είναι αυτό που απαντά σε όσους απογοητεύονται συχνά από το λαό, γιατί δεν είναι όπως τον θέλουν.