Για να μπορούμε όμως να μιλάμε για ιστορική έρευνα και πολιτική συζήτηση, τελικά για να μπορέσει να κατανοηθεί η φύση των γεγονότων του 1956 απαιτείται η απομάκρυνση από το δίπολο “προλεταριακή εξέγερση απέναντι στον σοβιετικό ιμπεριαλισμό – ιμπεριαλιστικά καθοδηγούμενη συνωμοσία ενάντια στον σοσιαλισμό” δύο σχήματα που -κατά τη γνώμη του γράφοντος- εξυπηρετούν άλλες ανάγκες και όχι πάντως την επαναστατική, κριτική αντιμετώπιση του παρελθόντος.
Στη βάση της συμπλήρωσης 60 ετών από το ξέσπασμα της ουγγρικής εξέγερσης του 1956 έχει ανοίξει ένας διάλογος σχετικά με την αποτίμηση των γεγονότων εκείνης της εποχής. Η σημασία αυτής της δημόσιας αντιπαράθεσης παρουσιάζει ενδιαφέρον διότι μοιραία ξεφεύγει απ’ τα πλαίσια της Ουγγαρίας του ‘56, σχετίζεται με την αποτίμηση μίας εποχής (αξιολόγηση των συστημάτων των Λαϊκών Δημοκρατιών, της μεταπολεμικής πραγματικότητας και της ίδιας της Σοβιετικής Ένωσης) αλλά -κι αυτό είναι το πλέον σημαντικό- αναδεικνύει τις διαφορετικές προσεγγίσεις σχετικά με την ανάγνωση του επαναστατικού υποκειμένου (φύση της εργατικής τάξης), τη στάση μας απέναντι στο αυθόρμητο και τις λαϊκές εξεγέρσεις, την αλληλοδιαπλοκή της κίνησης στη βάση με την πολιτική της εκπροσώπηση και τις κινήσεις κορυφής…
Σήμερα, μετά το άνοιγμα σημαντικού μέρους των αρχείων των χωρών του “υπαρκτού σοσιαλισμού” αλλά και μέρους των αρχείων των ΗΠΑ, μας επιτρέπεται να έχουμε μία σαφώς καλύτερη εικόνα και να βασιζόμαστε σε πρωτογενείς πηγές παρά σε μαρτυρίες και εντυπώσεις. Παρ’ όλα αυτά, η έρευνα οφείλει να συνεχιστεί με σοβαρό τρόπο. Έτσι, το παρόν άρθρο έχει τη φύση της συμβολής στη συζήτηση. Για να μπορούμε όμως να μιλάμε για ιστορική έρευνα και πολιτική συζήτηση, τελικά για να μπορέσει να κατανοηθεί η φύση των γεγονότων του 1956 απαιτείται η απομάκρυνση από το δίπολο “προλεταριακή εξέγερση απέναντι στον σοβιετικό ιμπεριαλισμό – ιμπεριαλιστικά καθοδηγούμενη συνωμοσία ενάντια στον σοσιαλισμό” δύο σχήματα που -κατά τη γνώμη του γράφοντος- εξυπηρετούν άλλες ανάγκες και όχι πάντως την επαναστατική, κριτική αντιμετώπιση του παρελθόντος.
Η κατάσταση στην Ουγγαρία μέχρι την εξέγερση του ‘56
Για το ξέσπασμα της εξέγερσης στην Ουγγαρία συνέβαλλαν ποικίλοι παράγοντες. Στη βάση όλων των ζητημάτων βρισκόταν η κακή κατάσταση της ουγγρικής οικονομίας καθώς η τεράστια προσπάθεια μεταξύ 1949-1953 ώστε να μετατραπεί η Ουγγαρία από καθυστερημένο αγροτικό, σε σύγχρονο εκβιομηχανισμένο κράτος δεν είχε αποδώσει ακόμη καρπούς ενώ ελλείψει υποδομών και δυνατότητας ανεύρεσης άλλου τύπου χρηματοδότησης είχε βασιστεί κατά κύριο λόγο στην εντατική και κακοπληρωμένη εργασία των Ούγγρων εργατών. Η τότε ηγεσία του ΚΚΟυ προσπάθησε να απαντήσει “βολονταριστικά” στις προκλήσεις της εποχής που μετά το ‘47 καθιστούσαν την αδύναμη κι ευάλωττη Ουγγαρία “συνοριοφύλακα” του λαϊκοδημοκρατικού μπλοκ.
Πιο συγκεκριμένα, στα τέλη του ‘47 πραγματοποιείται στροφή στη σοβιετική τακτική, η οποία απαντά στην αυξανόμενη ιμπεριαλιστική επιθετικότητα με την ίδρυση της Κομινφόρμ. Στην ιδρυτική συνάντηση της τελευταίας, ο λόγος του σοβιετικού αντιπροσώπου Αντρέι Ζντάνοφ μιλά για πρώτη φορά για τον χωρισμό του κόσμου σε δύο αντιμαχόμενα μπλοκ, ένα δημοκρατικό με επικεφαλής την ΕΣΣΔ κι ένα ιμπεριαλιστικό κατευθυνόμενο από τις ΗΠΑ. Ως απάντηση στην αποπομπή των ΚΚ Ιταλίας και Γαλλίας απ’ τις κυβερνήσεις εθνικής ενότητας, πριμοδοτείται μια πιο αποφασιστική πολιτική που προβλέπει όξυνση της ταξικής πάλης στο εσωτερικό των Λαϊκών Δημοκρατιών και δημιουργία των πολιτικών και οικονομικών όρων για τον σοσιαλιστικό τους μετασχηματισμό.
Σε αυτά τα πλαίσια ευνοούνται τα πιο ριζοσπαστικά στοιχεία μέσα σε κάθε κόμμα ενώ η “μεταρρυθμιστική” λογική γίνεται αντικείμενο σφοδρής κριτικής και περιθωριοποιείται. Κατά τα έτη 1948-1949 εδραιώνεται το μονοκομματικό σύστημα σε όλη την Ανατολική Ευρώπη, με τις αστικές δυνάμεις να σιωπούν ή να διώκονται. Η κυβέρνηση Ράκοσι της Ουγγαρίας κι η πολιτική “σοβιετοποίησης” της χώρας είναι παιδί αυτής ακριβώς της συγκυρίας. Οι τεράστιες ελλείψεις της ουγγρικής οικονομίας επιχειρείται να υπερκαλυφθούν με φιλόδοξα οικονομικά πλάνα που προβλέπουν αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής κατά 400 και 500%. Η αλήθεια είναι ότι κατά την πενταετία 1949-1953 πραγματοποιούνται θεαματικά βήματα σε αρκετούς τομείς της ουγγρικής ζωής κι οικονομίας, τα οποία όμως είναι ακόμα μη-ορατά στην ουγγρική εργατική τάξη, η οποία δυσκολεύεται να επιβιώσει.
Η πραγματικότητα του μέσου Ούγγρου εργάτη το 1953 ήταν ότι δουλεύει περισσότερο και πληρώνεται λιγότερο κι η αίσθησή του ότι το παραγόμενο προϊόν καταλήγει στους Ρώσους, λόγω των πολεμικών επανορθώσεων που κατέβαλλε η Ουγγαρία στην ΕΣΣΔ για τις ζημιές που τις είχε προκαλέσει κατά τον Β’ΠΠ. Επιπλέον πηγή δυσκολιών αποτελούσε και η απότομη έλευση στις πόλεις παραδοσιακών αγροτικών πληθυσμών με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί πρόβλημα κατοικίας αλλά και να ενταχθούν στη βιομηχανική παραγωγή πληθυσμοί με εντελώς διαφορετική κουλτούρα. Η λογική των θυσιών και της αύξησης της παραγωγικότητας προϋπέθετε ατσαλένια πειθαρχία, βαθιούς πολιτικούς δεσμούς του ΚΚΟυ με την εργατική τάξη και απουσία αντιπολίτευσης. Από άποψη πολιτικών και οικονομικών όρων, η ουγγρική υπόθεση ήταν η δυσκολότερη στην Ανατολική Ευρώπη. Φαινόμενα γραφειοκρατικοποίησης κι αυταρχισμού, εντείνουν τη δυσαρέσκεια των κάτω. Καταλυτικό ρόλο για τα γεγονότα έπαιξε η συνάντηση αυτής της δυσαρέσκειας με τα συγκεχυμένα βήματα που πραγματοποιούνταν από τις ουγγρικές κυβερνήσεις την περίοδο 1953-56. Αυτά ήταν αποτέλεσμα της σφοδρής εσωκομματικής πάλης, ανάμεσα στους φορείς διαφορετικών λογικών για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού με αποτέλεσμα να μεταφέρεται η σύγχιση στην κοινωνική βάση. Ο θάνατος του Στάλιν τον Μάρτιο του ‘53 επιτρέπει σε φωνές μέσα στην ΕΣΣΔ και σε όλα τα ΚΚ να αμφισβητήσουν πτυχές ή το σύνολο της πολιτικής λογικής του σταλινισμού, ιδιαίτερα της τελευταίας περιόδου.
Αποκορύφωμα αποτελούν οι προτάσεις Μολότοφ το ‘54 για επανένωση της Γερμανίας με απόσυρση όλων των στρατών αλλά και να γίνει δεκτή η ΕΣΣΔ στο ΝΑΤΟ. Μόνο όταν οι σοβιετικές πρωτοβουλίες απορρίπτονται και οριστικοποιείται η είσοδος της Δυτικής Γερμανίας στο ΝΑΤΟ, προχωρά η ίδρυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας, τον Μάιο του ‘55 ως οργάνου συλλογικής ασφάλειας των Λαϊκών Δημοκρατιών και της Σοβιετικής Ένωσης. Η επίδραση των πολιτικών εξελίξεων στην ουγγρική υπόθεση ήταν καθοριστική καθώς διέκοψε πρόωρα, την ούτως ή άλλως καθυστερημένη προσπάθεια για να αποκτήσει η χώρα την απαραίτητη υλική βάση για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση. Γνωρίζουμε ότι σε περιόδους κοινωνικών μετασχηματισμών τα βήματα μπρος-πίσω ή αριστερά-δεξιά αποβαίνουν μοιραία.
Το καλοκαίρι του ‘53, ο πρωθυπουργός της Ουγγαρίας Ματίας Ράκοσι αναγκάζεται σε παραίτηση και την πρωθυπουργική θέση καταλαμβάνει ο μεταρρυθμιστής Ίμρε Νάγκυ που κυβερνά σχεδόν για μία διετία έως την άνοιξη του ‘55. Η περίοδος Νάγκυ αποτελεί άρνηση της πολιτικής του Ράκοσι, η οποία σε οικονομικό επίπεδο έβαζε τον στόχο την ραγδαία εκβιομηχάνιση της χώρας και την κολλεκτιβοποίηση στην ύπαιθρο ώστε να τεθούν οι βάσεις για τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας κατά τα σοβιετικά πρότυπα. Η παραπάνω λογική σε μια χώρα όπου το ΚΚ διατηρούσε μειωμένη δημοτικότητα (16% στις εκλογές του ‘45, 22% σε αυτές του ‘47 και ισχυρή αντικομμουνιστική παράδοση) σήμαινε σε πολιτικό επίπεδο, μηδενική ανοχή στις αστικές, μη-κομμουνιστικές δυνάμεις αλλά και στην εσωκομματική αντιπολίτευση.
Αντιθέτως ο “ουγγρικός δρόμος” του Νάγκυ σήμανε μια διετία πολιτικής χαλάρωσης, με απελευθέρωση χιλιάδων πολιτικών κρατουμένων, επιστροφή σημαντικού αριθμού αιχμαλώτων του Β’ΠΠ απ’ την ΕΣΣΔ (αρκετοί εξ αυτών θα στελεχώσουν τα οδοφράγματα του ‘56), “φρενάρισμα” της κολλεκτιβοποίησης και στροφή από τη βαριά βιομηχανία στην παραγωγή καταναλωτικών αγαθών.
Η μετα-σταλινική εποχή ευνοεί την ανάπτυξη των ιδιαίτερων “δρόμων” προς το σοσιαλισμό κι η Ουγγαρία κατά τη διακυβέρνηση Νάγκυ είναι η χώρα που απομακρύνεται περισσότερο από το σοβιετικό μοντέλο. Όμως, το 1955 ο Ράκοσι επανέρχεται στην πρωθυπουργία επαναφέροντας και τη λογική του. Βέβαια, η νέα περίοδος Ράκοσι δεν έχει τη δυναμική της πρώτης καθώς οι πολιτικές εξελίξεις στην ΕΣΣΔ δεν ευνοούν την επανάληψη της “σταλινικής περιόδου”. Ήδη μετά τον λόγο του Νικίτα Χρουτσόφ στο 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ, με τον οποίο εγκαινιάζεται η πολιτική της αποσταλινοποίησης με επίσημο τρόπο, η θέση του Ράκοσι τρίζει. Μετά από ένα εξάμηνο συνεχών παρασκηνιακών διαβουλεύσεων και έντονης εσωκομματικής πάλης, ο Ράκοσι αναγκάζεται να εγκαταλείψει την πρωθυπουργία και πάλι τον Ιούλιο του ‘56. Ας τονιστεί εδώ ότι στις 19 Ιούνη σε συζήτηση που έχει ο τότε πρέσβης της Σοβιετικής Ένωσης στην Ουγγαρία, Γιούρι Αντρόποφ, με τους ηγέτες του ΚΚΟυ Γκέρο και Χέγκεντιους ενημερώνεται για την αυξημένη δραστηριότητα δεξιών αντιπολιτευτικών στοιχείων μέσα στο Κόμμα. Συγκεκριμένα ο Αντρόποφ πληροφορείται ότι πληθαίνουν οι φωνές που αμφισβητούν τον καθοδηγητικό ρόλο του Κόμματος, την κολλεκτιβοποίηση στην ύπαιθρο ενώ παρουσιάζουν το γιουγκοσλαβικό μοντέλο ως παράδειγμα σοσιαλιστικής οικοδόμησης.
Αυτή η άσχημη εσωκομματική κατάσταση στο ΚΚΟυ που αποτελούσε αντανάκλαση της θολής τριετίας όσον αφορά την τακτική και τον προσανατολισμό της ΕΣΣΔ μετά τον θάνατο του Στάλιν στερούσε απ’ το ΚΚΟυ κάθε δυναμική και το αδρανοποιούσε ευνοώντας την αποσυσπείρωση μελών και συμπαθούντων. Όσο, στερεωνόταν η πεποίθηση ότι ο μέσος Ούγγρος δουλεύει για τη Σοβιετική Ένωση (και σ’ αυτό συνέβαλλε η δυτική προπαγάνδα αλλά και λανθασμένες πολιτικές επιλογές της ουγγρικής ηγεσίας Ράκοσι), τόσο άνοιγε ο δρόμος για την επανεμφάνιση του ουγγρικού εθνικισμού-φασισμού, που αποτέλεσε καθεστώς για 25 χρόνια (1920-1944) στη χώρα και στις πιο ακραίες εκφάνσεις του δεν στερούνταν “εργατικής ατζέντας”.
Οι ιδιαίτερα ριζοσπάστες σε επίπεδο συνθημάτων ούγγροι φασίστες του μεσοπολέμου έφτασαν να παίρνουν ποσοστά της τάξης του 40% σε εργατικές γειτονιές της Βουδαπέστης το 1939, πολέμησαν, δε, λυσσαλέα τον Κόκκινο Στρατό επί δύο και πλέον μήνες το 1944-1945 καθιστώντας την απελευθέρωση της Βουδαπέστης μία απ’ τις δυσκολότερες πολεμικές επιχειρήσεις του Β’ΠΠ. Τρίτος παράγοντας που ευνόησε το ξέσπασμα της ουγγρικής εξέγερσης υπήρξαν οι εξελίξεις στη διεθνή σκηνή. Η προσέγγιση της ΕΣΣΔ με τη Γιουγκοσλαβία κατά τα έτη 1954-55 κι η αναγνώριση εκ μέρους της ηγεσίας του ΚΚΣΕ του “γιουγκοσλαβικού δρόμου” προς τον σοσιαλισμό, λειτούργησε σαν μήνυμα προς τους απανταχού συμπαθούντες της ιδέας του “εθνικού κομμουνισμού”. Κι εδώ πρέπει να σταθούμε.
Η ιδέα του εθνικού κομμουνισμού
Ο “εθνικός κομμουνισμός” είναι μια υπαρκτή τάση σχεδόν σε όλα τα ευρωπαϊκά ΚΚ που συγκρούεται με την ιδέα του “σοβιετικού κομμουνισμού” και ορισμένες φορές και με την ίδια τη λογική της ύπαρξης “κομμουνιστικού μπλοκ”. Πρόκειται για μία οπτική που παλεύει για “ιδιαίτερους δρόμους” προς τον σοσιαλισμό, μεγαλύτερη ανεξαρτησία απ’ τη σοβιετική πολιτική και τονίζει τις “εθνικές ιδιαιτερότητες” της κάθε χώρας. Ο “εθνικός κομμουνισμός” συνήθως είναι συνυφασμένος με τον “μεταρρυθμισμό” και λειτουργεί ως αντίρροπη τάση στον “σοβιετισμό”, όπως ονομάζεται η λογική που επικρατεί στις χώρες του σοσιαλιστικού μπλοκ μετά την ίδρυση της Κομινφόρμ το 1947 και μέχρι τον θάνατο του Στάλιν το ‘53.
Όμως η λογική του “εθνικού κομμουνισμού” δεν είναι τίποτα άλλο παρά η επιβίωση της σοβιετικής τακτικής κατά τα έτη 1944-1947 που αντιμετώπιζε τις Λαϊκές Δημοκρατίες ως ιδιαίτερα, μη-σοσιαλιστικά πλην φιλο-σοβιετικά καθεστώτα, με έναν ορισμένο πολιτικό πλουραλισμό στο εσωτερικό τους και διαμοιρασμό της εξουσίας με αστικές, προοδευτικές και αντιφασιστικές δυνάμεις. Στη σφαίρα της οικονομίας, αυτή η λογική επέτρεπε τη συνύπαρξη ιδιωτικού κεφαλαίου και ενός διευρυμένου κρατικού τομέα με ενισχυμένη κοινωνική πολιτική.
Πίσω απ’ αυτή την προσέγγιση κρυβόταν η αρχική σοβιετική ελπίδα για συνέχιση της αντιφασιστικής συμμαχίας και μετά τον Β’ΠΠ ή ο προσεταιρισμός των ευρωπαϊκών κρατών και η διάσπαση της ενότητάς τους με τις ΗΠΑ. Αυτές οι προσδοκίες καταρρέουν πρώτα με το Σχέδιο Μάρσαλ που σηματοδοτεί τη γρήγορη είσοδο αμερικανικών κεφαλαίων στην ευρωπαϊκή ήπειρο με σκοπό την εξασφάλιση της αμερικανικής ηγεμονίας και τη δημιουργία “καπιταλιστικού μπλοκ” και τελικά με την ίδρυση του ΝΑΤΟ στις αρχές του 1949 που δεν είναι άλλο από τη στρατιωτική συγκρότηση αυτού του μπλοκ.
Η λογική του “εθνικού κομμουνισμού” που επανέρχεται στο προσκήνιο το 1953 διεκδικεί την εφαρμογή της σε μία εντελώς διαφορετική ευρωπαϊκή ήπειρο όπου ο χωρισμός της σε δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα είναι οριστικός. Δεν είναι τυχαίο ότι η κυβέρνηση Αϊζενχάουερ που ανέρχεται στην εξουσία το 1953 αντικαθιστά την έως τότε πολιτική “απελευθέρωσης της Ανατολικής Ευρώπης” με αυτήν του “χτισίματος γεφυρών”. Κοινώς, τις ενέργειες σαμποτάζ, υπονόμευσης και δημιουργίας αντι-κομμουνιστικών αντάρτικων αντικαθιστά μια λογική ιδεολογικής, πολιτικής επίδρασης στα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης με στόχο τη “σταδιακή απαγκίστρωσή” τους απ’ τη σοβιετική επιρροή.
Ως πρώτο βήμα αυτών των επιδιώξεων -όπως προκύπτει από αμερικανικά αρχειακά τεκμήρια- θεωρείται η προώθηση της ιδέας του “εθνικού κομμουνισμού” ώστε να δημιουργηθούν ρήγματα στη λογική του “κομμουνιστικού μπλοκ υπό την ηγεσία της ΕΣΣΔ”. Είναι αυτή η λογική που μπαίνει μπροστά για να δικαιολογήσει στο εσωτερικό των ΗΠΑ τη χρηματοδότηση κι εξοπλισμό της Γιουγκοσλαβίας του έως τότε “δεύτερου Στάλιν”, Γιόζιπ Μπροζ Τίτο. Ο αμερικάνικος και γενικά ιμπεριαλιστικός παράγοντας, λοιπόν, παίζει έναν μόνιμα υπονομευτικό ρόλο ενισχύοντας διακριτικά κάθε τάση κριτικής στην ΕΣΣΔ. Καθόλου τυχαία, λίγο μετά την ήττα των εξεγερμένων και την επικράτηση των φιλο-σοβιετικών δυνάμεων στην Ουγγαρία, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Αϊζεχνάουερ, σε γραπτή επικοινωνία του με τον Τίτο, συγχαίρει τον τελευταίο για την ιδεολογική επιρροή του στην ουγγρική περίπτωση. Όντως, τόσο ο Νάγκυ, όσο και σημαντικό κομμάτι φοιτητών, διανοούμενων και εργατών έβλεπαν στην περίπτωση της Γιουγκοσλαβίας μία περίπτωση επιτυχημένης “εθνικής” στάσης ενδιάμεσα στα δύο μπλοκ. Τα ουγγρικά εργατικά αιτήματα για εργατική αυτοδιαχείριση αποτελούν ουσιαστικά μίμηση του γιουγκοσλαβικού μοντέλου, το οποίο βέβαια το ‘56 δεν είχε δείξει ακόμα το αδιέξοδο μιας λογικής αυτοδιεύθυνσης των χώρων εργασίας όταν αυτή συμβαδίζει με ανοίγματα στην ελεύθερη αγορά.
Επίσης, όσον αφορά την έξωθεν επιρροή, το 90% των Ούγγρων προσφύγων του ‘56 δηλώνει ότι βασική πηγή ενημέρωσής του αποτελούσαν οι εκπομπές των ραδιοσταθμών “Ελεύθερη Ευρώπη” και “Φωνή της Αμερικής” που εξέπεμπαν απ’ το Μόναχο παροτρύνοντας τον ουγγρικό λαό να ανατρέψει το λαϊκοδημοκρατικό καθεστώς και υπονοώντας ότι μπορεί να υπολογίζουν στη στήριξη των ΗΠΑ. Έτσι, περισσότεροι από τους μισούς Ούγγρους πρόσφυγες δηλώνουν ότι πριν και κατά τη διάρκεια της εξέγερσης ανέμεναν αμερικανική στρατιωτική εμπλοκη. Παρ’ όλα αυτά, ο ίδιος ο Χρουτσόφ στη συνεδρίαση της Κ.Ε. του ΚΚΣΕ στις 24 Οκτώβρη σημειώνει ότι πρέπει να γίνουν κινήσεις βελτίωσης του επιπέδου ζωής σε Πολωνία κι Ουγγαρία αναγνωρίζοντας τα ζητήματα επιβίωσης ως βασικό “υποκινητή” των εξεγέρσεων. Όπως υπογραμμίζει δεν είναι τυχαίο ότι στην ΛΔ Τσεχοσλοβακίας που έχει πετύχει ένα ανώτερο βιοτικό επίπεδο για το λαό της δεν υπάρχουν αντίστοιχα γεγονότα για να προσθέσει με γλαφυρό τρόπο“όταν έχεις γεμάτο στομάχι, το να ακούς BBC και “Ελεύθερη Ευρώπη” δεν είναι και τόσο κακό”.
Η εξέγερση του ‘56 πέρα από τους μύθους
Το ξέσπασμα της ουγγρικής εξέγερσης έρχεται ως απόρροια όλων των παραπάνω. Πριν ξεκινήσουμε την ανάλυση των γεγονότων αυτών καθ’ εαυτών πρέπει να αναγνωρίσουμε την ύπαρξη τεσσάρων τάσεων μεταξύ των εξεγερμένων της Ουγγαρίας. Η πρώτη εκπροσωπούνταν από τον άνθρωπο-σύμβολο της δεξιάς τάσης του ΚΚΟυ κι υπέρμαχο της μεταρρυθμιστικής προσέγγισης, πρώην πρωθυπουργό Ίμρε Νάγκυ. Αυτή η τάση πράγματι παρουσίαζε επιρροή ανάμεσα στη διανόηση, τη φοιτητική νεολαία και στους εργάτες.
Η δεύτερη ήταν μια εθνική-δημοκρατική τάση, πολιτικά συγγενική με την πρώτη, συσπειρωμένη γύρω από τα μη-κομμουνιστικά κόμματα του πάλαι ποτέ Μετώπου Εθνικής Ανεξαρτησίας, τα οποία εμπνέονταν από έναν “μικροαστικό σοσιαλισμό” και έβλεπαν ευμενώς τον μεταρρυθμιστή Νάγκυ. Αρκετά εργατικά συμβούλια βρίσκονταν υπό την επιρροή των σοσιαλδημοκρατών. Οι άλλες δύο τάσεις στο εσωτερικό των εξεγερμένων όμως σχετίζονταν πολιτικά με το άλλο πολιτικό άκρο. Πρόκειται για τους υπέρμαχους μίας χριστιανικής-συντηρητικής τάσης με άνθρωπο-σύμβολο τον Καρδινάλιο Γιόζεφ Μιντσζέντι και την ακροδεξιά, φασιστική τάση. Οι δύο τελευταίες, σύμφωνα με τον ερευνητή των ουγγρικών αρχείων και διευθυντή του “Ινστιτούτου για την Ιστορία της Επανάστασης του 1956”, Γκιόργκι Λίτβαν (πρώην μέλος του ΚΚΟυ και μετέπειτα αντιπολιτευτικό στοιχείο από ρεφορμιστικές θέσεις), κατείχαν και τη μεγαλύτερη ισχύ ανάμεσα στους διαδηλωτές στους δρόμους των ουγγρικών πόλεων με ιδιαίτερη δύναμη στα ένοπλα τμήματα.
Είναι ενδεικτικό ότι την 1η Νοέμβρη στρατιωτικός διοικητής του “περάσματος Κόρβιν”, της ισχυρότερης εστίας αντίστασης στον σοβιετικό στρατό στη Βουδαπέστη, εκλέγεται ο αντικομμουνιστής Γέργκει Πόνγκρατς (μετά τον επαναπατρισμό του στην Ουγγαρία το 1990 ιδρύει το γνωστό νεοφασιστικό, εθνικιστικό κόμμα Jobbik). Ας πάμε όμως στα γεγονότα. Τον Οκτώβριο του ‘56, στον απόηχο της αιματηρής καταστολής των εργατών του Πόζναν, η νέα κυβέρνηση της Πολωνίας του μεταρρυθμιστή Γκομούλκα παίζει τη γάτα με το ποντίκι με τους σοβιετικούς παζαρεύοντας σκληρά τον “πολωνικό δρόμο” προς το σοσιαλισμό ενώ απειλείται σοβιετική στρατιωτική επέμβαση.
Αυτό που ξεκινάει στην Ουγγαρία ως φοιτητική διαδήλωση αλληλεγγύης στην πολωνική κυβέρνηση, στις 23 Οκτώβρη, γρήγορα μετατρέπεται σε παλλαϊκή εξέγερση μετά τις πρώτες συγκρούσεις με την αστυνομία που καταλήγουν στους πρώτους νεκρούς. Η λίστα αιτημάτων των πρώτων διαδηλωτών περιελάμβανε δεκαέξι σημεία τα οποία ξεκινούσαν από την αποχώρηση του σοβιετικού στρατού απ’ τα ουγγρικά εδάφη και τον διορισμό του Ίμρε Νάγκυ ως πρωθυπουργού και προχωρούσαν στη θέσπιση πολυκομματικού συστήματος και τη διεξαγωγή ελεύθερων εκλογών έως την επιστροφή των Ούγγρων αιχμαλώτων πολέμου από τη Σοβιετική Ένωση και την ισότιμη αντιμετώπιση των ιδιωτικών αγροκτημάτων. Παράλληλα έθεταν και εργατικά αιτήματα όπως αύξηση μισθών, μείωση των νορμών εργασίας κ.α. Ο σοβιετικός στρατός αρχικά αναλαμβάνει χρέη περιφρούρησης των κεντρικών κυβερνητικών κτιρίων όμως γρήγορα εμπλέκεται σε ένοπλη αντιπαράθεση με τους εξεγερμένους οι οποίοι εξοπλίζονται ταχύτατα από κομμάτια του ουγγρικού στρατού που αυτομολούν και ανοίγουν τις στρατιωτικές αποθήκες.
Σε μια σειρά εργοστασίων οι εργάτες σταματούν την παραγωγή, ιδρύουν επαναστατικές ή εθνικές επιτροπές και κατεβαίνουν στους δρόμους, μαζί και το 1/3 των μελών του ΚΚΟυ σύμφωνα με τους επίσημους κομματικούς υπολογισμούς. Ο έλεγχος χάνεται για την ουγγρική κυβέρνηση και ο Ίμρε Νάγκυ επανέρχεται στην εξουσία, κάτι που αποτελούσε κεντρικό αίτημα των διαδηλωτών.
Η πρώτη φάση της εξέγερσης λήγει γρήγορα με την εκεχειρία της 28ης Οκτωβρίου και την απόσυρση των σοβιετικών στρατευμάτων δύο μέρες μετά. Η σοβιετική ηγεσία συνεδριάζει πυρετωδώς κι αξιολογεί την κατάσταση με το σενάριο της αναγνώρισης του Νάγκυ και της οριστικής απόσυρσης του Κόκκινου Στρατού απ’ την Ουγγαρία να είναι ισχυρό. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι κατά την πρώτη φάση της εξέγερσης, οι περισσότερες σοβιετικές αναφορές αλλά και η πλειοψηφία των αξιωματούχων του ΚΚΟυ που παραμένουν πιστοί στη Μόσχα αποδέχονται την υλική βάση που οδήγησε στην εξέγερση, εκτιμώντας ότι σε πολλές περιπτώσεις πρόκειται περί εκδήλωσης αυθεντικής λαϊκής δυσαρέσκειας, συχνά με προοδευτικό πρόσημο. Όμως στη Μόσχα φτάνουν διαρκώς ανησυχητικά μηνύματα για την αυξανόμενη επιρροή των αντικομμουνιστικών και σοβινιστικών κύκλων.
Το κλιμάκιο της KGB στην Ουγγαρία, οι βουλγαρικές μυστικές υπηρεσίες ακόμα κι ο αντι-σταλινικός ηγέτης του ΚΚ Ιταλίας Παλμίρο Τολιάτι που αρχικά στήριζε τη λογική Νάγκυ εμφανίζονται τώρα ιδιαίτερα ανήσυχοι για το ότι η κατάσταση στην Ουγγαρία λαμβάνει οριστικά ξεκάθαρα αντιδραστική τροπή.
Στη συνεδρίαση της Κ.Ε. του ΚΚΣΕ στις 31 Οκτωβρίου επικρατεί έντονος προβληματισμός σχετικά με το αν η απόφαση για απόσυρση των σοβιετικών στρατευμάτων πρέπει να ανακληθεί. Υπάρχει η αίσθηση ότι μια οριστική απόσυρση δυνάμεων θα δώσει μήνυμα υποχώρησης κι ενδοτικότητας σε ΗΠΑ, Βρετανία, Γαλλία. Άλλωστε, την ίδια ημέρα το βρετανικό και γαλλικό ναυτικό βομβαρδίζουν τις δυνάμεις του αιγυπτιακού στρατού στο Σουέζ. Η σοβιετική ηγεσία, αν και αποφασίζει να διατάξει τα στρατεύματά της να επιστρέψουν στην Ουγγαρία, ακόμα και σε αυτό το στάδιο φαίνεται διατεθειμένη να δεχτεί τον Νάγκυ σε μια νέα κυβέρνηση αρκεί να εξασφαλιστεί ο φιλο-σοβιετικός της χαρακτήρας. Όμως, το διάγγελμα του Ίμρε Νάγκυ προς τον ουγγρικό λαό την 1η Νοέμβρη θέτει ως στόχο την άμεση απόσυρση της Ουγγαρίας από το Σύμφωνο της Βαρσοβίας και τη μετατροπή της σε “ουδέτερη χώρα”. Παράλληλα μεθοδεύονται εκλογές με επαναφορά του πολυκομματικού συστήματος. Όλα τα αστικά κόμματα της περιόδου 1944-49 και πολλά καινούρια -αρκετά σε σύνδεση με την καθολική εκκλησία- σπεύδουν να επανασυσταθούν. Στις 30 Οκτώβρη λαμβάνει χώρα ακόμα ένα γεγονός με έντονο συμβολισμό.
Μαζί με χιλιάδες πολιτικούς κρατουμένους και ποινικά στοιχεία, η κυβέρνηση Νάγκυ απελευθερώνει τον αντικομμουνιστή ηγέτη της ουγγρικής καθολικής εκκλησίας, καρδινάλιο Μιντσέντι, γνωστό για τις στενές του σχέσεις με τις ΗΠΑ. Την ίδια στιγμή, στους δρόμους των πόλεων, γκρεμίζονται όλα τα κομμουνιστικά σύμβολα κι αγάλματα ενώ καίγονται σε σωρούς βιβλία του Λένιν, του Στάλιν και άλλων σοβιετικών συγγραφέων. Ένοπλοι εφορμούν σε σπίτια κομμουνιστών, σε λεωφορεία αλλά και στα κεντρικά κομματικά γραφεία της Βουδαπέστης δολοφονώντας πάνω από 200 άτομα, αρκετά απ’ τα οποία απαγχονίζονται σε δημόσια θέα. Σύμφωνα με αναφορές αυστριακών κομμουνιστών 2.000 Ούγγροι πολιτικοί εμιγκρέδες του Β’ΠΠ εισέρχονται στο ουγγρικό έδαφος προκειμένου να λάβουν χώρα στις μάχες.
Ταυτόχρονα εμφανίζονται περιπτώσεις αντι-εβραϊκών πογκρόμ σε διάφορα μέρη της χώρας. Είναι χαρακτηριστικό ότι τόσο η εβραϊκή καταγωγή του Ματίας Ράκοσι και άλλων υψηλών αξιωματούχων της “σταλινικής φουρνιάς” του ΚΚΟυ, όσο κι η ύπαρξη αρκετών Ούγγρων πολιτών εβραϊκής καταγωγής σε υψηλά κλιμάκια, βασικά λόγω της μόρφωσής τους, έχουν δημιουργήσει μία ταύτιση εβραϊσμού-κομμουνισμού που προφανώς βρίσκεται σε επικοινωνία με τις αντι-εβραϊκές πολιτικές που ακολουθήθηκαν στην Ουγγαρία κατά τον Β’ΠΠ. Από την άνοδο του σοβινισμού δε γλιτώνουν ούτε οι Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες της Ουγγαρίας.
Οι τελευταίοι σε αγωνιώδεις αναφορές τους προς την Κ.Ε. του ΚΚΕ αναφέρουν λιντσαρίσματα, απόπειρες δολοφονίας Ελλήνων δασκάλων, παρενοχλήσεις των παιδιών τους στους παιδικούς σταθμούς ακόμα και ξήλωμα της πλακέτας στη μνήμη του Νίκου Μπελογιάννη από ελληνικό σχολείο στην ουγγρική επαρχία. Στη βιομηχανική πόλη Σταλινβάρος, 400 Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες γλιτώνουν το μακέλεμα κυριολεκτικά από θαύμα και παραμένουν κλεισμένοι σε ένα υπόγειο για ημέρες ενώ αργότερα φρουρούνται από σοβιετικά στρατεύματα.
Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι μετά από συζητήσεις με στελέχη του ουγγρικού κόμματος, η πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων δεν αναμιγνύεται στα γεγονότα του ‘56 καθώς όπως εκτιμούν οι ίδιοι αυτό θα οδηγούσε “να σφαγούν όλοι οι πρόσφυγες από κούνια”. Κάποιοι πιο ένθερμοι πολεμούν κατά των εξεγερμένων ενώ υπάρχουν και λίγες αντίθετες περιπτώσεις. Παρ’ όλα αυτά κοινή συνισταμένη όλων των εκτιμήσεων από πλευράς τόσο των οργανώσεών τους στην Ουγγαρία, όσο και του κλιμακίου της Κ.Ε. του ΚΚΕ που επισκέπτεται αργότερα τη χώρα είναι η ραγδαία άνοδος του ουγγρικού σοβινισμού κι η επικινδυνότητα της παραμονής των προσφύγων στη χώρα, τουλάχιστον όσο διαρκούν τα γεγονότα. Έτσι, περίπου το 1/3 των Ελλήνων προσφύγων του εμφυλίου πολέμου μεταφέρεται στην Τσεχοσλοβακία και σε άλλες Λαϊκές Δημοκρατίες. Είναι αυτή η τροπή των πραγμάτων που γέρνει την πλάστιγγα υπέρ μιας νέας σοβιετικής επέμβασης. Όταν οι Χρουτσόφ-Μαλένκοφ μεταβαίνουν στο Βελιγράδι στις αρχές Νοέμβρη για να ζητήσουν την άποψη του Τίτο, ο Γιουγκοσλάβος ηγέτης, αν και ψέγει τους σοβιετικούς για την αρχική τους στάση, καταλήγει και αυτός ότι μπροστά στην διαφαινόμενη παλινόρθωση του καπιταλισμού μια σοβιετική επέμβαση είναι το μικρότερο κακό.
Η επέμβαση αυτή πραγματοποιείται, στις 4 Νοέμβρη και μετά από πολυήμερες σκληρές μάχες η ένοπλη εξέγερση καταστέλλεται με χιλιάδες νεκρούς και περίπου 200.000 πολιτικούς πρόσφυγες που περνούν τα ουγγρο-αυστριακά σύνορα. Ο καρδινάλιος Μιντσέντι καταφεύγει στην πρεσβεία των ΗΠΑ, ενώ ο Ίμρε Νάγκυ στη γιουγκοσλαβική. Νέος πρωθυπουργός της Ουγγαρίας αναλαμβάνει ο Γιάνος Κάνταρ, ο οποίος μετά το τέλος της ένοπλης εξέγερσης αναλαμβάνει να λύσει το ζήτημα των εργατικών απεργιών. Αυτές συνεχίζονται όλο τον Νοέμβριο αλλά και τον Δεκέμβριο προβάλλοντας κυρίως μισθολογικά αιτήματα καιτο ζήτημα της εργατικής αυτοδιαχείρισης όμως ταυτόχρονα επιμένουν και στην ουδετερότητα της Ουγγαρίας και την αποχώρησή της από το Σύμφωνο της Βαρσοβίας. Με ένα μίγμα διαπραγματεύσεων, υποχωρήσεων και απειλών για νέα αιματηρή καταστολή, ο κύκλος της ουγγρικής εξέγερσης κλείνει τον Δεκέμβριο του ‘56.
Ο παλλαϊκός χαρακτήρας της ουγγρικής εξέγερσης, η μεγάλη συμμετοχή των εργατών και της νεολαίας σε αυτήν και η ύπαρξη εργατικών επιτροπών που έθεταν ως αίτημα την εργατική αυτοδιεύθυνση των εργοστασίων έχουν οδηγήσει σημαντικό κομμάτι αντικαπιταλιστικών δυνάμεων να τη χαρακτηρίζουν ως επανάσταση εναντίον του σοβιετικού “κρατικού καπιταλισμού” ή του σταλινισμού. Αυτή η λογική εξετάζει μοναχά την κοινωνική βάση της εξέγερσης και όψεις των λογικών που εμφανίστηκαν χωρίς να λαμβάνει υπόψη της, τον κεντρικό πολιτικό προσανατολισμό της, το πολιτικό πλαίσιο μες στο οποίο εμφανίστηκε, τον καθοριστικό ρόλο της πολιτικής εκπροσώπησης των εξεγερμένων και την επίσης καθοριστική έλλειψη επαναστατικών-κομμουνιστικών πολιτικών δυνάμεων για να συμβάλλουν στη συνειδητή δράση της εργατικής τάξης, όπως και τη φύση της ίδιας της εποχής στην ευρωπαϊκή ήπειρο.
Τα αιτήματα των Ούγγρων εξεγερμένων θα πρέπει να εξεταστούν ως σύνολο και να ληφθεί υπόψη η ιεράρχησή τους, όπως γινόταν από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές και όχι σύμφωνα με τις επιθυμίες ή τις φαντασιώσεις του καθενός. Κατά συνέπεια, μία εξέγερση στην Ουγγαρία του ‘56 που επιζητούσε την απόσυρση του Κόκκινου Στρατού, την “ουδετεροποίηση” της χώρας και το ισότιμο εμπόριο με τα δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα, την επαναφορά του πολυκομματικού συστήματος, το σταμάτημα της κολλεκτιβοποίησης και την ισότιμη αντιμετώπιση των ιδιωτικών γαιών, τον προσανατολισμό της παραγωγής στα καταναλωτικά αγαθά και την επαναφορά της μικρής ιδιωτικής πρωτοβουλίας, μαζί με την απελευθέρωση πολιτικών κρατουμένων του Β’ΠΠ δεν προοιωνιζόταν το καλό της ουγγρικής εργατικής τάξης αλλά και συνολικά της κομμουνιστικής υπόθεσης.
Μέσα στο παραπάνω πλαίσιο, τα δίκαια αιτήματα για μισθολογικές αυξήσεις και δημοκρατία στους χώρους δουλειάς έχαναν τον θετικό τους χαρακτήρα καθώς συμμαχούσαν κι υποτάσσονταν στη λογική της παλινόρθωσης του καπιταλισμού. Στο ασφυκτικό πλαίσιο της μεταπολεμικής Ευρώπης οι βασικές πολιτικές δυνάμεις με πρόγραμμα που θα αντικαθιστούσαν την κυβέρνηση της Λαϊκής Δημοκρατίας θα ήταν είτε οι δυνάμεις του μικροαστικού “σοσιαλισμού”, είτε οι δυνάμεις του αντικομμουνισμού-εθνικισμού που μετά από μια δεκαετία διώξεων έκαναν επίδειξη δύναμης στους δρόμους των ουγγρικών πόλεων.
Η συνειδητοποίηση της κατεύθυνσης των πραγμάτων έκανε γρήγορα και τα πιο συνειδητά τμήματα των εξεγερμένων να αλλάξουν την αρχική τους στάση, με τρανότερο παράδειγμα τον Γκεόργκι Λούκατς, ο οποίος διατηρώντας την επαναστατική κριτική ματιά του στον σταλινισμό αποστασιοποιήθηκε απ’ τους εξεγερμένους κι αργότερα επανεντάχτηκε στο ΚΚΟυ. Από την άλλη πλευρά, όσοι προσπαθούν να εξηγήσουν τα γεγονότα της Ουγγαρίας μονομερώς ως αποτέλεσμα ιμπεριαλιστικού δακτύλου αρνούνται την κριτική και γόνιμη συζήτηση γύρω απ’ τα προβλήματα οικοδόμησης του σοσιαλισμού, η οποία πρέπει να επανεξοπλίσει τις κομμουνιστικές δυνάμεις του 21ου αιώνα στις νέες τους προσπάθειες.
Ανακεφαλαιώνοντας, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η κίνηση της τάξης δεν είναι a priori προοδευτική, ιδιαίτερα όταν αυτή βρίσκεται υπό την επιρροή μικροαστικών και εθνικιστικών ιδεών, όμως από την άλλη πλευρά η κίνηση της τάξης σε ένα καθεστώς που αποπειράται να οικοδομήσει τον σοσιαλισμό πρέπει να είναι δείκτης αυτοκριτικής.
Η Σοβιετική Ένωση και η ουγγρική κυβέρνηση, μετά την καταστολή της εξέγερσης προσπάθησαν να ενσωματώσουν τη δυσαρέσκεια αναπροσαρμόζοντας την πολιτική τους κι υιοθετώντας τον μισο-σοσιαλισμό τύπου “Γκούλας”, του Γιάνος Κάνταρ. Έτσι, ενσωμάτωσαν τα περισσότερα οικονομικά -αλλά και κάποια πολιτικά- αιτήματα της εξέγερσης του ‘56 διατηρώντας όμως την Ουγγαρία στο “σοσιαλιστικό μπλοκ”. Αυτή ήταν κι η “κόκκινη γραμμή” της ΕΣΣΔ, την οποία δεν παραβίασε ποτέ ο Γκομούλκα αποτρέποντας μία σοβιετική επέμβαση στην Πολωνία.
Ας προβληματιστούμε από το γεγονός ότι η προσπάθεια συμβιβασμού και “διαλόγου” με τα αιτήματα των εξεγερμένων σήμανε δεξιά μετατόπιση στον οικονομικό και πολιτικό προσανατολισμό της Ουγγαρίας. Δυστυχώς, η άλλη αυτοκριτική για τη γραφειοκρατία, την εργατική δημοκρατία στους χώρους δουλειάς χωρίς όμως παράλληλες παραχωρήσεις στο ιδιωτικό κεφάλαιο, στη μικροαστική αντίληψη περί ελευθερίας και στον ιμπεριαλισμό δεν τέθηκε ουσιαστικά επί τάπητος στην Ουγγαρία του ‘56 κι έτσι δεν την έκανε κανείς.
*το παρόν άρθρο αποτελεί εκτεταμμένη εκδοχή αυτού της έντυπης έκδοσης του ΠΡΙΝ
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
Το άνοιγμα αρχείων της ΕΣΣΔ, των ΗΠΑ αλλά και της Ουγγαρίας και των υπολοίπων ανατολικοευρωπαϊκών κρατών μας επιτρέπουν σήμερα να έχουμε μια καλύτερη εικόνα της εποχής. Μια εύκολα προσβάσιμη πηγή με μεταφρασμένες αρχειακές πηγές στα Αγγλικά αποτελεί το ψηφιακό αρχείο του Wilson Center: http://digitalarchive.wilsoncenter.org/collection/9/1956-polish-and-hungarian-crises
Από εκεί και πέρα ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι αρχειακές συλλογές των: Csaba Bekes, Janos M. Rainer, Malcolm Byrne – The 1956 Hungarian Revolution: A History in Documents καθώς και η ρωσική έκδοση: Sovetskii Soyuz i Vengerskij krizis 1956 (Η Σοβιετική Ένωση και η ουγγρική κρίση του 1956)
Για την οπτική του επικεφαλής της ουγγρικής ομάδας ιστορικών που εξετάζουν τα γεγονότα του 1956 διαβάστε: Gyorgy Litvan – A forty-year perspective on 1956
Για τη μελέτη της οπτικής των Ούγγρων πολιτικών προσφύγων του 1956 κάποιος μπορεί να ανατρέξει στις συνεντεύξεις που έδωσε σημαντικό τμήμα τους σε αμερικάνικες υπηρεσίες κατά τα έτη 1956-1957 και βρίσκεται στην παρακάτω διεύθυνση: http://w3.osaarchivum.org/digitalarchive/index.html Εδώ βρίσκονται και κάποιες εκθέσεις της CIA της εποχής.
Για την κατάσταση της εργατικής τάξης στην Ουγγαρία: Mark Pittaway – The workers state. Industrial labor and the making of socialist Hungary.
Για τον ρόλο της δυτικής προπαγάνδας στην εξέγερση του ‘56: Ross Johnson – Setting the Record Straight: Role of Radio Free Europe in the Hungarian Revolution of 1956
Για τον ρόλο του διεθνή παράγοντα στην ουγγρική κρίση: Johanna Granville – International decision making during the Hungarian crisis of 1956.
Η παραπάνω ενδεικτική βιβλιογραφία προτείνεται κυρίως λόγω του πλούτου των αρχειακών πηγών τις οποίες παραθέτει, πρέπει όμως να εξετάζεται κριτικά καθώς οι συγγραφείς τους δεν αποφεύγουν την αναπαραγωγή ψυχροπολεμικών στερεοτύπων και της αντίστοιχης ορολογίας.
Πηγή Πρίν