Το κείμενο που ακολουθεί είναι σύντομη περίληψη της ομιλίας του Τάκη Κυπραίου από την εκδήλωση που διοργανώθηκε στις 2 Φεβρουαρίου 2018 στην ΕΣΗΕΑ από το Kommon.gr, την Παρέμβαση και το Σύλλογο Γιάνη Κορδάτο.
Το Μακεδονικό ζήτημα πρέπει να το εξετάσουμε σε σχέση με τη συνολική εξωτερική πολιτική που ασκεί η κυβέρνηση. Θα αναφερθούμε σε μερικά κομβικά και ενδεικτικά γεγονότα. Είναι αξιοπρόσεκτη η σύσφιξη των σχέσεων με το Ισραήλ και ιδιαίτερα η σχέση που έχει αναπτυχθεί στο στρατιωτικό τομέα. Οι στρατιωτικές ασκήσεις που πραγματοποιούνται με αυτό έχουν πυκνότητα που δεν συγκρίνεται με καμιά αντίστοιχη του παρελθόντος. Η χώρα μας συμμετέχει στον άξονα που διαμορφώθηκε μεταξύ Ελλάδος, Κύπρου, Ισραήλ και Αιγύπτου, καθώς επίσης και στον άξονα Ελλάδας, Κύπρου, Ιορδανίας. Είναι γνωστός ο ρόλος της Ιορδανίας ως χώρας προτεκτοράτο του ΝΑΤΟ με εξαιρετικά ενεργό και κρίσιμο ρόλο στον πόλεμο που διεξάγεται στη Συρία. Η Ελλάδα είναι από τις λίγες χώρες που έχουν καλές σχέσεις με το καθεστώς της Αιγύπτου και του δικτάτορα Αλ Σίσι, με την δικαιολογία πως σε διαφορετική περίπτωση θα είχαμε αυξημένο ρεύμα μετανάστευσης από την Αίγυπτο. Η κυβέρνηση έχει υπογράψει περίπου 50 μυστικές συμφωνίες με διάφορες χώρες, μεταξύ των οποίων άγνωστος αριθμός στρατιωτικών συμφωνιών. Η χώρα μας έχει αναπτύξει σχέσεις σε ανώτατο διπλωματικό επίπεδο με την Ουκρανία του Ποροσένκο και τη Λιβύη. Έχουμε δώσει νέες βάσεις στις ΗΠΑ, όπως οι διευκολύνσεις στο λιμάνι της Αλεξανδρούπολης και βάση για ελικόπτερα, βάση στην Κάρπαθο και διεύρυνση της βάσης στη Σούδα. Από την άλλη έχουν επιδεινωθεί οι σχέσεις μας με τη Ρωσία. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση της ματαίωσης της Ελληνορωσικής διυπουργικής συνόδου, με θέμα την άρση των Ρωσικών αντικυρώσεων σε αγροτικά προϊόντα, λόγω του εμπάργκο που έχει επιβάλει η ΕΕ για τη χώρα αυτή, μετά την απαίτηση της Ελληνικής κυβέρνησης να μην συμμετάσχουν στη Ρωσική αντιπροσωπία στελέχη καταγόμενα από την Κριμαία.
Μέσα σε αυτό το κλίμα και με αυτά τα δεδομένα προέκυψε ξαφνικά το ζήτημα της άμεσης επίλυσης των Ελληνοσκοπιανών εκκρεμοτήτων. Είναι ηλίου φαεινότερο ότι οι επισπεύδοντες είναι το ΝΑΤΟ και οι ΗΠΑ. Και ως είθισται, η λύση θα εξυπηρετεί τα συμφέροντά τους. Η χώρα μας αποτελεί τη γεωπολιτική τομή δύο υποσυστημάτων. Εκείνων της Ανατολικής Μεσογείου και των Βαλκανίων. Ο εξαιρετικά σπουδαίος ρόλος που, εν δυνάμει, μπορεί να ασκήσει, συνιστά ταυτόχρονα κίνδυνο να εμπλακεί σε στρατιωτικές επιχειρήσεις στην περιοχή. Με απλά λόγια, υπάρχει σοβαρός κίνδυνος ο πόλεμος να κτυπήσει την πόρτα μας. Το ΝΑΤΟ επείγεται να ενταχθούν σε αυτό τα Σκόπια, για να εγκαταστήσουν στρατιωτικές βάσεις και έτσι να περικυκλωθεί από ΝΑΤΟικές χώρες η Σερβία, να ολοκληρώσει την επιχειρησιακή του παντοδυναμία (και πολιτική) στο χώρο των Βαλκανίων και να σφίξει περισσότερο ο κλοιός στη Ρωσία με δηλωμένο στόχο την πολεμική επίλυση των ενδοιμπεριαλιστικών αντιθέσεων.
Στο ζήτημα των Σκοπίων και του σλαβομακεδονικού πληθυσμού η πολιτική της Ελληνικής αστικής τάξης ήταν αμυντική ή επιθετική;
Ο νόμος του Ελληνικού κράτους 25360/53 αντιμετώπισε με βαρβαρότητα τους σλαβομακεδόνες και τις οικογένειές τους των παραμεθόριων περιοχών της Βόρειας Ελλάδας, ολοκληρώνοντας ανάλογες και αντίστοιχες προπολεμικές παρεμβάσεις. Οι διώξεις που ακολούθησαν τη λήξη του εμφυλίου πολέμου δεν περιελάμβανα μόνον πρόσφυγες αγωνιστές του Δημοκρατικού Στρατού, αλλά και πολίτες με σλαβομακεδονική καταγωγή. Σήμερα ο σλαβομακεδονικής καταγωγής πληθυσμός στην Ελλάδα, λόγω έλλειψης δημογραφικών στοιχείων μπορεί μόνον έμμεσα να υπολογιστεί. Στις εκλογές που σχετικά πρόσφατα συμμετείχε ο συνδυασμός τους «Ουράνιο Τόξο» έλαβε 5.000 με 6.000 ψήφους. Συνυπολογίζοντας και κάποια αυξημένη αποχή, ο πληθυσμός τους δεν υπερβαίνει τα 10.000 άτομα. Δεν συνιστούν μειονότητα, αλλά ομάδα με κάποια δικά τους πολιτιστικά κυρίως στοιχεία, που όπως κάθε πολιτιστική κληρονομιά πρέπει να τη σεβαστούμε και να τη διατηρήσουμε.
Η Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας ιδρύθηκε το 1946 και αποτέλεσε ομόσπονδο κράτος της Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας. Οι Ελληνογιουγκοσλαβικές σχέσεις προσδιορίστηκαν από το γεγονός ότι ο ηγέτης της Γιουγκοσλαβίας Τίτο ήρθε σε ρήξη με τις δυνάμεις του Συμφώνου της Βαρσοβίας και την Σοβιετική Ένωση. Οι ΗΠΑ άρπαξαν την ευκαιρία. Έσπευσαν να αναπτύξουν καλές σχέσεις με το καθεστώς Τίτο και σε αυτό το πλαίσιο οδήγησαν (υποχρέωσαν;) την Ελλάδα να αναγνωρίσει την Γιουγκοσλαβία και συνεπώς τη Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας, να αναπτύξει διπλωματικές σχέσεις και να παράσχει οικονομικές διευκολύνσεις, μεταξύ των οποίων και εμπορευματικές στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, στη γείτονα χώρα. Συνολικά οι σχέσεις μας με την Γιουγκοσλαβία εξυπηρετούσαν τα συμφέροντα των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ καθ’ όλη τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, το διαμελισμό της Γιουγκοσλαβίας και τις ανακατατάξεις στα Βαλκάνια προέκυψε το ζήτημα με το ανεξάρτητο πλέον κράτος της πΓΔΜ.
Η διαμάχη μεταξύ Ελλάδας και πΓΔΜ επικεντρώνεται στο όνομα. Το όνομα είναι ένα ζήτημα, αλλά ούτε το μοναδικό, ούτε το κύριο. Η απαίτηση για ονομασία έναντι όλων δεν ευσταθεί και δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή, γιατί θα αποτελούσε εξανδραποδισμό για την πΓΔΜ. Ως γνωστόν η ονοματολογία των κρατών που αναγνωρίζονται από το ΟΗΕ περιλαμβάνει περισσότερα του ενός ονόματα. Επίσης πρέπει να ληφθεί υπόψη το πολύ σοβαρό γεγονός ότι πάνω από 130 χώρες έχουν αναγνωρίσει τη γείτονα με το όνομα Μακεδονία. Και εν τέλει, για να είμαστε ρεαλιστές, όποια ονομασία και να δοθεί, αυτό που θα επικρατήσει θα περιλαμβάνει και τη λέξη Μακεδονία.
Ωστόσο, να μην μας διαφεύγει η ιστορικότητα του ονόματος και ότι στην Ελλάδα ανήκει το μεγαλύτερο γεωγραφικό μέρος της Μακεδονίας όπου ο ίδιος όρος χρησιμοποιείται εδώ και πολλά χρόνια. Η ίδια ονομασία σε όμορες περιοχές διαφορετικών κρατών είναι ένα πρόβλημα. Κατά συνέπεια είναι αναγκαία μια ονοματολογική διάκριση. Η εκτίμησή μας είναι ότι μια σύνθετη ονομασία που περιλαμβάνει τον όρο Μακεδονία μαζί με γεωγραφικό ή χρονικό προσδιορισμό πρέπει να αποτελέσει αμοιβαία αποδεκτό συμβιβασμό. Θα εκφράζαμε μάλιστα μια μικρή προτίμηση στο πρόθεμα «νέα» σε σχέση με το πρόθεμα «άνω», γιατί, ενδεχομένως, αποτρέπει μελλοντικές παρερμηνείες.
Επαναλαμβάνουμε όμως, ότι το κύριο δεν είναι το όνομα. Είναι ο αλυτρωτισμός. Η δεξιές κυβερνήσεις της πΓΔΜ ενέταξαν στο σύνταγμα απόψεις που θεωρούν τη χώρα τους προστάτιδα των απανταχού σλαβομακεδόνων, ότι τα σύνορά τους δεν είναι μόνιμα και ότι έχουν δικαίωμα να επεμβαίνουν για κάποια ζητήματα στα εσωτερικά άλλων χωρών. Παράλληλα προώθησαν μέχρι παραχάραξης ιστορικών γεγονότων, μέχρι παράνοιας και κιτς αισθητικής το γεγονός ότι αποτελούν τη συνέχεια των αρχαίων Μακεδόνων. Αντί να περιοριστούν στα πραγματικά πλαίσια που τους συγκροτούν ως έθνος σλαβομακεδόνων με βάση την κρατική συγκρότηση, την κοινή γλώσσα, το έδαφος, την οικονομική ζωή και την ψυχοσύνθεση όπως αυτή εκδηλώνεται στην κουλτούρα τους, προσπάθησαν να παραβιάσουν προφανή στοιχεία και να παρουσιάσουν εαυτούς ως διαδόχους του Μεγάλου Αλεξάνδρου και μέσω αυτής της παραχάραξης να διεκδικήσουν την εδαφική ολότητα του Μακεδονικού χώρου. Αυτός είναι ο επικίνδυνος αλυτρωτισμός που πρώτα και κύρια πρέπει να εξαλειφθεί. Ιδιαίτερα επικίνδυνος είναι επίσης ο αλυτρωτισμός και η ιστορική παραχάραξη που περιλαμβάνονται στα σχολικά εγχειρίδια της πΓΔΜ και καλλιεργούν με μαζικούς όρους συνείδηση στις νέες γενιές.
Στην Ελλάδα, ευτυχώς, δεν υπάρχουν αντίστοιχα επίσημες αλυτρωτικές βλέψεις, ούτε μαζικές λαϊκές εκδοχές, πλην ελαχίστων ακροδεξιών απόψεων, που διατυπώνονται μέσω των εφημερίδων με κείμενα του τύπου «Μόνη λύση του ελληνοσκοπιανού είναι τα σύνορα με τη Σερβία».
Οι λαοί των δύο χωρών δεν έχουν τίποτα να χωρίσουν και κανένα συμφέρον να έχουν εχθρικές βλέψεις και σχέσεις μεταξύ τους. Αντίθετα μάλιστα, πρέπει να σταθούν αλληλέγγυοι για την σταθερότητα στην περιοχή, το σεβασμό και το απαραβίαστο των συνόρων, τη μη ένταξη της πΓΔΜ στο ΝΑΤΟ, την ειρήνη στην περιοχή και στον αγώνα για αποτροπή των συρράξεων που γεννούν οι ενδοιμπεριαλιστικές αντιθέσεις.
Η Ελληνική αστική τάξη έχει επιλέξει το δρόμο της οικονομικής εξάπλωσης στην πΓΔΜ και όπως έχει φανεί, παρά το γεγονός ότι κύριος επενδυτής στη χώρα είναι η Γερμανία και ακολουθούν άλλες χώρες της ΕΕ, είναι ικανοποιημένη με τα οφέλη του φτωχού συγγενή που αποκομίζει.
Οι Ελληνικές κυβερνήσεις κατέβαλαν προσπάθειες για την εξάλειψη του αλυτρωτισμού. Τέτοια ενέργεια ήταν και η ενδιάμεση συμφωνία που υπογράφτηκε από την Ελλάδα και την πΓΔΜ με τον τότε υπουργό Εξωτερικών Κ. Παπούλια. Βέβαια από όσα προέβλεπε η συμφωνία αυτή ελάχιστα έχουν υλοποιηθεί μέχρι σήμερα.
Το 2008 η κυβέρνηση Κ. Καραμανλή με υπουργό Εξωτερικών τη Ν. Μπακογιάννη στη σύνοδο του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι ήρθε σε οξεία αντιπαράθεση με τους εταίρους του ΝΑΤΟ και κυρίως των ΗΠΑ που πίεζαν ασφυκτικά για άμεση λύση του ονόματος της πΓΔΜ, ώστε η χώρα να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ. Πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι μεταξύ των πολλών και κυρίαρχων ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, υπάρχει και η αντίθεση μεταξύ παγκοσμιοποίησης και εθνικού κράτους. Αυτή η αντίθεση ως ερμηνευτικό πλαίσιο κατανόησης στην εποχή μας παίρνει ολοένα και πιο διευρυνόμενη αξία. Υπό αυτήν την παραδοχή ένα μειοψηφικό τμήμα της Ελληνικής αστικής τάξης, αλλά εξαιρετικά δυναμικό, επέλεξε την ανάπτυξη οικονομικών σχέσεων με τη Ρωσία κυρίως στον τομέα της ενέργειας. Οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ στην προσπάθεια ανάσχεσης μιας τέτοιας προοπτικής αποφάσισαν να επισπεύσουν την ένταξη της πΓΔΜ στο ΝΑΤΟ και την εγκατάσταση στρατιωτικών βάσεων. Παράλληλα με την απαίτηση για άμεση λύση του ονόματος με την πΓΔΜ ωθούσαν την ελληνική κυβέρνηση να αθετήσει την απόφαση του συμβουλίου των αρχηγών των πολιτικών κομμάτων για ονομασία χωρίς τον όρο Μακεδονία δημιουργώντας έτσι στην κυβέρνηση εσωτερικό πρόβλημα. Τότε η κυβέρνηση υιοθέτησε την σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό ή χρονικό προσδιορισμό.
Η πΓΔΜ αρνήθηκε την προτεινόμενη συμβιβαστική πρόταση, αλλά οι πιέσεις για άμεση λύση στην Ελληνική κυβέρνηση συνεχίστηκαν με μεγαλύτερη ένταση. Τελικώς η κυβέρνηση δεν υποχώρησε, ο Γ.Γ. του ΝΑΤΟ απέσυρε την πρόταση για ένταξη της πΓΔΜ και η συνδιάσκεψη έληξε χωρίς το επιθυμητό αποτέλεσμα για τις ΗΠΑ. Θυμίζω απλώς ότι ακολούθησαν οι τηλεφωνικές παρακολουθήσεις του πρωθυπουργού, η μη διαψευσθείσα εμπλοκή πρακτόρων της CIA και Ρώσων στην παρακολούθηση που γινόταν στις κινήσεις του πρωθυπουργού, η απρόσμενη και άνευ ουσιώδους λόγου παραίτηση της κυβέρνησης, η μακρόχρονη απόλυτη σιωπή του πρώην πρωθυπουργού και ο αναιτιολόγητος αποκλεισμός της Ν. Μπακογιάννη από την ηγεσία της ΝΔ.
Το συλλαλητήριο που έγινε στη Θεσσαλονίκη στις 28 Ιανουαρίου 2018 για τη Μακεδονία ήταν πράγματι μαζικό και με πολύ κόσμο που συγκεντρώθηκε για να φωνάξει για την Ελληνικότητα της Μακεδονίας. Οι διοργανωτές του ήταν διάφορες περίεργες συλλογικότητες στην Ελλάδα και το εξωτερικό, οι πρωτοστατούντες με αξιοπρόσεκτο και αξιοπερίεργο παρελθόν, ο ομιλητής πρώην στρατηγός Φράγκος Φραγκούλης γνωστός για τις στρατοκρατικές του απόψεις και η εκκλησία που κινητοποίησε και μετέφερε με δικά της έξοδα πολλές χιλιάδες κόσμου από την περιφέρεια. Η χρηματοδότηση του συλλαλητηρίου, που ανέρχεται σε αρκετά υψηλό ποσό έγινε από ασαφείς έως άγνωστες πηγές. Στο συλλαλητήριο κυριάρχησαν ακροδεξιά και φασιστικά στοιχεία της Χρυσής Αυγής, τα οποία και προέβησαν σε καταστροφικές, αλλά αξιοπρόσεκτες συμβολικές ενέργειες.
Ήσαν όλοι οι συμμετέχοντες στο συλλαλητήριο δεξιοί ή ακροδεξιοί; Σε καμιά περίπτωση, η απάντηση πρέπει να είναι σαφής και κατηγορηματική. Τότε γιατί πήγαν σε μια εκδήλωση που εκ προοιμίου θα κυριαρχούσαν συντηρητικά στοιχεία; Στην πολιτική όπως στην ψυχολογία ισχύει το φαινόμενο της «μετάθεσης» όπου τα συμπλέγματα εμφανίζονται υποσυνείδητα μέσα από άλλες μορφές. Ένας λαός που ουσιαστικά έχει χάσει την εθνική του κυριαρχία με την επιτροπεία της ΕΕ και του ΔΝΤ και τα μνημόνια, ένας λαός που έχει χάσει κάθε κοινωνική παροχή και υποδομή, άνεργος και ανασφάλιστος, που οικονομικά εξαθλιώνεται, που ακούει από τους κυβερνώντες ψεύτικα λόγια και κυρίως που δεν βλέπει καμιά ελπίδα διεξόδου στον ορίζοντα έχει κάθε λόγο να ξεχυθεί στους δρόμους διαδηλώνοντας. Το πρόβλημα βρίσκεται αλλού, βρίσκεται στην Αριστερά που έχει αφήσει πολιτικό κενό. Και σαν το νόμο των αερίων, κάποια άλλη δύναμη θα γεμίσει το κενό. Δυστυχώς αυτή είναι η Δεξιά μαζί με την Ακροδεξιά.
Ο λαός είχε και στο παρελθόν διαμαρτυρηθεί με μαζικό τρόπο ενάντια στην εξαθλίωση και τη φτωχοποίηση. Όπως στο ονομαζόμενο κίνημα των πλατειών ή ακόμα και στο δημοψήφισμα με το «όχι». Τότε όμως σε αντίθεση με το σήμερα οι διαδηλώσεις είχαν ως κύριο άξονα την Αριστερά, ενώ τώρα έχουν ως άξονα τη Δεξιά. Αυτή η ουσιώδης μετατόπιση συνιστά ήττα για την Αριστερά, το λαό και το λαϊκό κίνημα. Ελλοχεύουν μεγάλοι κίνδυνοι με πρωτεύοντα έναν επικίνδυνο εθνικισμό που δεδομένων των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων και των γεωστρατηγικών τους επιδιώξεων μπορούν να οδηγήσουν τη χώρα μας σε πολεμικές περιπέτειες . Ας ευχηθούμε και κυρίως ας προσπαθήσουμε να αντιστρέψουμε την κατάσταση. Είναι απαίτηση του λαού, των εργαζομένων και όλου του κόσμου.