Παράξενο; Ο τίτλος αφορά την εκπομπή «Τώρα μαζί», Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου 2024 στο OPEN.
Η αναγνώστρια, ο αναγνώστης μπορεί να βρει στο τέλος το σύνδεσμο της εκπομπής εάν θέλει να δει τα αναφερόμενα στιγμιότυπα*.
Η βία ξεκινά από τις πρώτες στιγμές, με τη μορφή συναισθηματικής έντασης (εξωλεκτικής ή λεκτικής).
Ο Σπύρος Χαριτάτος ακούει με περίσκεπτο ύφος την παρουσίαση της Χρύσας Φώσκολου, η οποία, ήδη, στο 8’’ αφήνει έναν διακριτικό πλην όμως διακριτό αναστεναγμό. Μπορούμε να υποθέσουμε, σχεδόν με βεβαιότητα, ότι με αυτό τον εξωλεκτικό τρόπο, θέλουν να υπογραμμίσουν, και οι δύο, τη σοβαρότητα του θέματος, εισάγοντας το με δραματικό τόνο (ή μήπως, μελοδραματικό;).
Ενώ παρατίθενται τα αριθμητικά στοιχεία, ο Σπύρος Χαριτάτος διακόπτει στο 56΄΄: «μιλάμε για συλλήψεις, όχι για προσαγωγές» και το επαναλαμβάνει έντονα και, θα έλεγα, επίμονα (μη τυχόν και μειωθεί η ένταση του σασπένς;).
Στο 1΄37΄΄ η Χρύσα Φώσκολου αναφωνεί: «37 συλλήψεις!», σε ένα τόνο έκπληξης και υπερτονισμού.
Συνεχίζουμε με την άμεση παρουσία βίας.
Στο 2΄48’’ έως 2΄52΄΄ έχουμε ένα θολό πλάνο βιαιοπραγίας μέσα σε σχολείο.
Στη συνέχεια προβάλλεται, επαναλαμβανόμενα, ένα θολό πλάνο όπου, όμως, διακρίνεται σαφώς μια κηλίδα αίματος, Συνολικός χρόνος: περίπου 45΄΄ **
Προβάλλεται, εξίσου επαναλαμβανόμενα, ένα θολό πλάνο συμπλοκής (;), φασαριών (;). Συνολικός χρόνος: 3’ 17’’.
Από το 8΄59΄΄ έως το 16΄05΄΄ προβάλλεται συνεχόμενα ο ξυλοδαρμός της 14χρονης στη Γλυφάδα. Στο 16΄05΄΄ αλλάζει το σκηνικό με πλάνα νυχτερινής «καταδίωξης»! και, εν γένει, της ΕΛΑΣ εν δράσει. Στο 16΄53’’ επανέρχεται ο ξυλοδαρμός της 14χρονης μέχρι το 18΄59΄΄. Συνολικός χρόνος των πλάνων ξυλοδαρμού: 9΄15’’.
Να σημειώσουμε ότι τα πλάνα αυτά προβάλλονται ενώ «είναι στον αέρα» ο πατέρας της 14χρονης… Δεν αρκεί, λοιπόν, η βία που δέχθηκε αυτός ο άνθρωπος από το συμβάν αυτό καθαυτό και, στη συνέχεια, από το βίντεο το οποίο κυκλοφορεί ήδη ανεξέλεγκτα, οφείλει να ξανα-υφίσταται αυτή τη βία την ώρα που μιλάει γι’ αυτή;
Υπαινικτικά πλάνα, στο 2΄39’’ έως 2΄49’’ με νεαρούς που περπατάνε, σε αργή κίνηση, κρατώντας τσιγάρο και στο 3’01’’ όπου 4 ανήλικοι περπατάνε, τη νύχτα, πάλι με τσιγάρο. Γιατί αυτές οι εικόνες αποτελούν ενδείξεις βίαιης συμπεριφοράς;
Προσθέτει κάτι στην κατανόηση του ζητήματος το να προβάλλονται τα βίαια πλάνα;
Όχι! Συμβαίνει, μάλιστα, το αντίθετο. Η προβολή της βίας, την κανονικοποιεί, εξοικειώνει με αυτή και αφήνει την εντύπωση ότι είναι ένας από τους διάφορους, φυσιολογικούς, τρόπους αντίδρασης.
Εννοείται, ότι για τα ΜΜΕ, είναι μέρος της κανονικής λειτουργίας τους, ιδιαίτερα σε συνθήκες κανιβαλλιστικού καπιταλισμού. Η προβολή και η διάχυση/προώθηση της βίας είναι οργανικό μέρος της λειτουργίας τους:
- για δημιουργία εντυπωσιασμού και για διέγερση τύπου Κολοσσαίου της μάζας,
- για την προώθηση της αντίληψης: «ο άνθρωπος είναι λύκος για τον άνθρωπο» και για τη διάσπαση των ανθρώπινων δεσμών αντί για την αλληλεγγύης και τη φιλία
- για την τρομοκράτηση του πληθυσμού
- και, τέλος, για λόγους τηλεθέασης, όπου εδώ υπάρχει και η «συμμετοχή»/συνενοχή του κοινού δηλαδή η ευθύνη όσων ανθρώπων αρέσκονται στο «Κολοσσαίο».
Σε μια εκπομπή 27 λεπτών, λοιπόν, υπάρχουν 13’ 17΄΄ βίαιων σκηνών.
Όπως αναφέρει, εύστοχα, ο Γ. Νικολαΐδης (11΄48΄΄): «υπάρχει ένα θέμα υπευθυνότητας για το πως είναι ο δημόσιος λόγος».
Μήπως, λοιπόν, μια Πολιτεία, η οποία θα είχε πραγματική θέληση για αντιμετώπιση του θέματος της βίας, να ξεκινούσε π.χ. με την απαγόρευση της δημοσιοποίησης τέτοιων σκηνών; Και το, όποιο, «κανάλι» να αρκούνταν είτε σε ουδέτερες εικόνες ή και σε καθόλου εικόνες, στη θέση των βίαιων;
Σημειώνω, στη συνέχεια, διάφορα στιγμιότυπα όπου οι δημοσιογράφοι ρίχνουν λάδι στη φωτιά ή μάλλον αίμα στην οθόνη.
Ο Σ. Χαριτάτος αναφωνεί στο 2΄53΄΄ έως 3΄05΄΄ «τα περιστατικά δεν τα προλαβαίνεις… πάμε σε αυτό που έχει το μαχαίρωμα… θα είχαμε τουλάχιστον μία ίσως και δύο απώλειες» (με τον τρόπο που λέγεται, μπορούμε να το ακούσουμε και σαν διατύπωση μιας ασυναίσθητης «επιθυμίας» να υπήρχαν απώλειες, και μάλιστα δύο. Η χαρά του Κολοσσαίου;) Η Βέρα Φώσκολου στο 8΄52΄΄ μας υπενθυμίζει αναλυτικά, με το κατάλληλο ύφος «υπογράμμισης», τι υπέστη η 14χρονη στη Γλυφάδα, και, μάλιστα, ενώ είναι ήδη ο πατέρας της στη γραμμή.
Στο 14΄24’’ έως 14΄39’’ παρέμβαση του Σ. Χαριτάτου με έντονες, βίαιες, αιματηρές εικόνες: «φαλτσέτες, μαχαίρια» και περιγραφή του ξυλοδαρμού της 14χρονης. Στο 15΄30’’ ο Σ. Χαριτάτος «ξαφνιασμένος» (πεφτοσυννεφάκιας;) απευθύνεται στον Σταύρο Μπαλάσκα με …έκπληξη και …απορία: «τι είναι αυτοί; ποιοι τους εκπαιδεύουν να έχουν αυτό το ύφος;». Ο Σ. Χαριτάτος ανεβάζει και πάλι τους τόνους και την ένταση στο …πάλκο με την παρέμβασή του στο 18΄38’’ θέλοντας να μας υποδείξει (;): «είναι σημαντικό» [η δημόσια παρέμβαση των γονιών], να υπογραμμίσει: «τραμπούκισαν» στο 19΄06’’, η Β. Φώσκολου παίρνει τη σκυτάλη στο 20΄07΄΄: «έτσι σας είπε ο διευθυντής;» – σε στυλ: μα είναι δυνατόν; (κι άλλος πεφτοσυννεφάκιας στη εκπομπή), σα να μην ήταν σαφές τι είπε η μητέρα. Επανέρχεται ο Σ. Χαριτάτος στο 20΄20’’ με ένα κάποιο μελοδραματικό ύφος «δηλαδή όπου μας βαράνε θα φεύγουμε;» και αντίστοιχα στο 21΄03’’ με την επίταση που βάζει στο λόγο του.
Δύο τυπικά, και θεμελιακά, στοιχεία της δημοσιογραφίας στη νεοφιλελεύθερη εποχή είναι η συνεχής διακοπή της συνέχειας και της συνοχής του λόγου και το πεταλούδισμα από θέμα σε θέμα.
Η Β. Φώσκολου παρεμβαίνει στο 12΄14’’: «τα ρίχνουμε όλα στον κορονοϊό;», διακόπτει στο 13΄04’’ όπως και στο 21΄44’΄ σε σημεία όπου ο Γ. Νικολαΐδης προτείνει μια άλλη ανάγνωση των αριθμών, σίγουρα διαφορετική από την τρομολάγνα λογική των ΜΜΕ και της Πολιτείας (12΄10΄΄), στο 13’04΄΄ αλλαγή θέματος (πεταλούδισμα) και, όταν ο Γ. Νικολαΐδης λέει ότι δεν θα λυθεί το πρόβλημα με την παρέμβαση της αστυνομίας, η Β. Φώσκολου, όπως και ο Σ. Μπαλάσκας στη συνέχεια, ναι μεν επαναλαμβάνουν ότι «είναι κοινωνικό θέμα», επόμενα συνηγορούν υπέρ της κοινωνιολογικής και όχι της αστυνομικής/κατασταλτικής προσέγγισης, πλην όμως το πρόβλημα είναι ότι έχει διακοπή η ροή της επιχειρηματολογίας του Γ. Νικολαΐδη και, μπορούμε να υποθέσουμε, ότι έχει διακοπεί και η ροή της συγκροτημένης σκέψης των τηλεθεατών. Στη συνέχεια περνάμε, στο 21΄45’’ έως 21΄50’’, και στο 21΄56’’ σε διακοπή από Στ. Μπαλάσκα, σε ένα κλασικό «ποδοπάτημα» φωνών, όπου η λογική και συγκροτημένη «φωνή» χάνεται.
Όταν ο Γ. Νικολαΐδης αναφέρει ότι υπάρχει αυστηρό νομικό πλαίσιο αλλά δεν εφαρμόζεται, χαλώντας έτσι το αφήγημα ότι χρειάζεται ακόμη πιο αυστηρό πλαίσιο, ο Στ. Μπαλάσκας ξαναδιακόπτει και από το 20΄20’’ έως 20΄30’’ έχουμε νέο «τσαλαπάτημα». Διακόπτοντας και δημιουργώντας συναισθηματική φόρτιση, είναι ένας τρόπος να παρεμποδιστεί το να μείνει στο μυαλό του θεατή μια πληροφορία διαφορετική από την κυρίαρχη άποψη.
Ο Σταύρος Μπαλάσκας, θα μπορούσαμε να πούμε πως σαν να μη «αντέχει» για πολύ την κοινωνικο-πολιτική προσέγγιση και στο 17΄20’’, με «λαϊκό τρόπο», όπως λέει ο ίδιος (τι έχει φορτωθεί κι αυτός ο λαός…!), φέρνει στο προσκήνιο αυτό που είναι για την κυβέρνηση και το σύστημα ευρύτερα, το κεντρικό επίδικο, δηλαδή το δόγμα: καταστολή παντού. Να υποσημειώσουμε, ότι ενώ ορθά επικρίνει τους «γονείς με το καπετάν τσαμπουκά ύφος», ο ίδιος δεν διαφέρει και πάρα πολύ… (17΄50’’).
Θεωρώ, ακόμη, ότι οι γονείς από τη Θεσσαλονίκη δεν προστατεύτηκαν επαρκώς. Δεν είναι υπερ-έκθεση το να εμφανίζονται με «ακάλυπτα» πρόσωπα; Μήπως θα έπρεπε το κανάλι να έχει μεριμνήσει να τους παρουσιάζει σε θολό πλάνο; Όχι για να μην τους αναγνωρίσει κάποιος, αλλά για να προστατευτούν από την βία της έκθεσης στο φακό και όταν, μάλιστα, έχουν ήδη υποστεί τη βία της επίθεσης στο παιδί τους αλλά και στους ίδιους. Είναι κατανοητό «φυσικά» πως η «γυμνή» εικόνα είναι πιο δελεαστική τόσο για το, όποιο, κανάλι όσο και τους ματάκηδες θεατές…
Μετά την τελευταία παρέμβαση του Γ. Νικολαΐδη, έστω και μετ’ εμποδίων, και η εκπρόσωπος της ΕΛΑΣ, Κωνσταντία Δημογλίδου, η οποία ήταν και συγκροτημένη και μετρημένη στις παρεμβάσεις της, συνέβαλε στην κατάρριψη του αφηγήματος της καταστολής.
Πιο συγκεκριμένα, ο Γ. Νικολαΐδης λέει ότι ( 21΄31’’ έως 23΄27’’ ) :
- μια σειρά προβλημάτων αφορούν την κατάσταση μέσα στο σχολείο και, επόμενα, οφείλουν να αντιμετωπιστούν από τους εκπαιδευτικούς και τους γονείς και όχι με αστυνομική παρέμβαση
- το νομικό πλαίσιο είναι επαρκώς αυστηρό αλλά δεν εφαρμόζεται και επόμενα δεν αιτιολογούνται οι απόψεις για αυστηροποίησή του
- υπάρχει εμπειρία από την αστυνομική/κατασταλτική αντιμετώπιση σε άλλες χώρες της Ευρώπης η οποία απέτυχε, και
- «να τονώσουμε την αλληλεγγύη και τη συλλογικότητα μέσα στις σχολικές κοινότητες ….μάθετε το παιδί σας να παρεμβαίνει όταν ο διπλανός του θυματοποιείται».
Διακόπηκε αρκετές φορές από τον Στ. Μπαλάσκα.
Η Κ. Δημογλίδου (23΄50’’ έως 24΄20’’) αναφέρθηκε στο ότι, όσες συλλήψεις και να κάνει η αστυνομία, εάν οι γονείς των δραστών δεν λάβουν μέτρα ψυχολογικής παρέμβασης για τα παιδιά τους και για να λυθεί το πρόβλημα μέσα στην οικογένεια, πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει, το πρόβλημα θα επανέρχεται και μάλιστα, πολύ συχνά, με τους ίδιους δράστες.
Ίσως γι’ αυτό το λόγο (;) δεν μπορούσε να λείψει στο τέλος ένα ακόμα «τσαλαπάτημα» από τον Στ. Μπαλάσκα (24΄26’’) και ανταλλαγή μιας σειράς από ερεθιστικές ατάκες μεταξύ Στ. Μπαλάσκα και Σ. Χαριτάτου, πράγμα το οποίο, δεν είχε να προσφέρει κάτι, πέραν του εντυπωσιασμού, της διέγερσης του συναισθήματος και της διάσπασης της συγκροτημένης σκέψης.
Να σημειώσουμε ακόμη ότι αφαιρέθηκε, κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο λόγος από την γυναίκα αστυνομικό και, έτσι, έδωσαν, πλέον, το τέλος της παράστασης – είχαν τον τελευταίο λόγο – δύο άντρες (ο δημοσιογράφος και ο αστυνομικός αναλυτής).
Να σημειώσω τη συγκαταβατική έως και αγενή αποστροφή του λόγου του Σ. Χαριτάτου στο 26΄20’’: «ναι εντάξει μας τόπατε». Ο πατέρας από τη Θεσ/κη δεν έχει την ευφράδεια, ούτε το τουπέ του Αθηναίου δημοσιογράφου και, μάλλον, πρέπει αυτή η ταξική και πολιτισμική «κατωτερότητα» ( του λαϊκού ανθρώπου, αυτού που δεν έχει πανεπιστημιακά διπλώματα, αυτού που δεν έχει την άνεση να μιλά σε κοινό) να υποσημειωθεί με απαξιωτικό τρόπο και, ως εκ τούτου, να στιγματιστεί. Με άλλα λόγια το μήνυμα είναι: «μη φανταστείτε, λαϊκοί και απαίδευτοι άνθρωποι, πως επειδή βρεθήκατε μια φορά στο γυαλί, δεν θα σας ξαναστείλουμε εκεί κάτω όπου ανήκετε».
Τελειώνοντας, σημειώνω ότι ένα ακόμη ταξικό και πολιτιστικό υπονοούμενο με το: «είναι παιδιά ευκατάστατων οικογενειών» (για το συμβάν της Γλυφάδας ) στο 10΄33’’. Αντίστοιχο είναι και το στιγμιότυπο, το οποίο προανέφερα στο 26΄20΄΄ («ναι εντάξει μας τόπατε », το οποίο, επίσης, ανήκει στην ταξική και πολιτισμική απαξίωση και διάκριση). Τι υπονοείται εδώ; Ότι οι ευκατάστατες οικογένειες έχουν ευγενική συμπεριφορά, οριοθετούν τα παιδιά τους, δείχνουν έγνοια για το συνάνθρωπο, ενώ οι λαϊκές είναι αδιάφορες, αγενείς και ανοριοθέτητες;
Τις σκέψεις για την συνεχή διακοπή του λόγου και τις αλλαγές θέματος, ως εργαλεία καταστροφής της αναλυτικής και κριτικής σκέψης, της συνοχής και της συνέχειάς της, όπως και τη μεθοδολογία που ακολούθησα, τις συνάντησα στο ντοκυμανταίρ «Enfin pris» του Γάλλου σκηνοθέτη Pierre Carles (2002). Σε αυτό το ντοκυμανταίρ γίνεται μια «χειρουργική» ανάλυση τηλεοπτικών εκπομπών της γαλλικής τηλεόρασης εκείνης της εποχής. Η δημοσιογραφία της «Μοναδικής Σκέψης», όπως ονομάζεται στο ντοκυμανταίρ η σκέψη του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, είναι κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση αυτού που συμβαίνει σε όλα τα πεδία.
Κατακερματισμός και διάλυση των εργασιακών σχέσεων και των κοινωνικών δικαιωμάτων/ κατακερματισμός και διάλυση της αναλυτικής και κριτικής σκέψης.
Ευόδωση του ανεξέλεγκτου της αγοράς και του ανοριοθέτητου στις σχέσεις Πολιτείας-πολίτη/αποδοχή και ενίσχυση του ανοριοθέτητου «διαλόγου», του λεκτικού τραμπουκισμού, του συναισθηματισμού στα ΜΜΕ και ΜΚΔ.
Διάρρηξη των σχέσεων των ανθρώπων μεταξύ τους, με τις ρίζες τους, τις παραδόσεις τους, το παρελθόν και το μέλλον τους/διάρρηξη της συνοχής της σκέψης, της απαίτησης για επιχειρηματολογία και λογοδοσία για αυτό που λέμε και κάνουμε.
Επιφανειακότητα, ρηχότητα, χαριεντισμοί και ψευδο-ελαφρότητα, πολύχρωμη κενότητα συχνά και με τον μανδύα του δικαιωματισμού.
Στις παραπάνω σκέψεις, με βοήθησαν, επίσης, τα βιβλία « Στο περιθώριο» ( Günter Wallraff ) και «Επιστροφή στη Ρεμς» (Didier Eribon).
* Η επιλογή της εκπομπής αυτής έγινε τυχαία, καθόσον την είδα διότι ήθελα να παρακολουθήσω την παρέμβαση του ψυχιάτρου Γιώργου Νικολαΐδη.
** 3΄32’’ – 3΄34’’ – 3’55’’ – 4΄19’’ – 5΄19’’ – 5΄28’’ – 5΄40’’ – 5΄51’’ – 7΄13’’ – 7΄23’’ – 7΄34’’ – 8΄09’’
*** 4’02’’ έως 4΄18’’ – 4΄21’’ έως 5΄18’’ – 5΄56’’ έως 6΄22’’ – 6΄26’’ έως 7΄08’’ – 7΄38’’ έως 8΄02’’ – 8΄20’’ έως 8΄40’’