Εξαιρετικής πολιτικής σημασίας είναι τα στοιχεία για την πορεία του δημόσιου χρέους που δόθηκαν στη δημοσιότητα την Παρασκευή 17 Αυγούστου από τον Οργανισμό Διαχείρισης Δημόσιου Χρέους, με αφορμή την έκδοση του δελτίου του υπ. αρ. 90, μηνός Ιουνίου 2018.
Με βάση λοιπόν τα δικά του δεδομένα, το χρέος της κεντρικής διοίκησης στις 30 Ιουνίου 2018 έφτασε τα 345,38 δισ. ευρώ, από 343,74 δισ. ευρώ στις 31 Μαρτίου, μόλις δηλαδή τρεις μήνες πριν. Προς αποφυγή παρανοήσεων να υπογραμμίσουμε ότι το χρέος της κεντρικής διοίκησης διαφέρει από το χρέος της γενικής κυβέρνησης, το οποίο κυρίως εξετάζουμε, καθώς στο χρέος της γενικής κυβέρνησης συνυπολογίζουμε πέραν του χρέους της κεντρικής διοίκησης, που είναι και η βασική του συνιστώσα, τα εξής: το ενδοκυβερνητικό χρέος, το χρέος των ΔΕΚΟ, των Νομικών Προσώπων, των ΟΤΑ και των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης (ΟΚΑ). Για να φανεί η διαφορά να αναφέρουμε ότι στις 31 Δεκεμβρίου 2017 όταν το χρέος της γενικής κυβέρνησης ήταν 317,4 δισ. ευρώ (ή 178,6% του ΑΕΠ) το χρέος της κεντρικής διοίκησης ήταν 328,70 δισ. ευρώ (με βάση το τριμηναίο δελτίο του ΟΔΔΗΧ, υπ. αρ. 89).
Τι είναι όμως αυτό που άλλαξε δραματικά από τις 31/12/2017 μέχρι σήμερα και το χρέος της κεντρικής διοίκησης αυξήθηκε από 328,70 δισ. σε 345,38 δισ. ευρώ, δηλαδή κατά 16,68 δισ. ευρώ; Κι αυτό μάλιστα μόνο μέσα σε έξι μήνες!!!
Μια προσεκτική ματιά στις επιμέρους κατηγορίες χρέους της κεντρικής διοίκησης αποκαλύπτει ότι: το πρώτο τρίμηνο του έτους τα «ομόλογα εκδοθέντα στην αγορά εσωτερικού» αυξήθηκαν από 48,68 δισ. ευρώ στις 31/12/2017 σε 51,68 δισ. ευρώ στις 31 Μαρτίου και τα «βραχυχρόνια δάνεια (repos)» την ίδια χρονική περίοδο αυξήθηκαν από 14,93 δισ. ευρώ σε 22,50 δισ. Το δεύτερο τρίμηνο, τα «ομόλογα εκδοθέντα στην αγορά εσωτερικού» αυξήθηκαν οριακά κατά 2 εκ., οι «βραχυπρόθεσμοι τίτλοι» από 14,33 δισ. αυξήθηκαν σε 14,70 δισ. και τα «βραχυπρόθεσμα δάνεια (repos)» αυξήθηκαν από 22,5 δισ. σε 23,45 δισ. Μεθερμηνευόμενες οι τρεις παραπάνω κατηγορίες δανεισμού σημαίνουν ότι η κυβέρνηση έχει δημιουργήσει έναν παράλληλο δίαυλο δανεισμού, πέραν του μηχανισμού στήριξης και των εκδόσεων ομολόγων με την επισφαλή έξοδο στις αγορές, ο οποίος φυσικά και είναι εν γνώσει των δανειστών. Καθόλου τυχαίες δεν είναι οι δηκτικές αναφορές στο εν λόγω άτυπο κανάλι δανεισμού από το ΔΝΤ με αφορμή την τελευταία του έκθεση, στο πλαίσιο της τακτικής επιθεώρησης του άρθρου 4.
Η αύξηση του δημόσιο χρέους ωστόσο, γιατί περί αυτού τελικά μιλάμε έστω κι αν συντελείται ανεπίσημα, συνεπάγεται τρία πολύ σημαντικά πολιτικά συμπεράσματα.
Πρώτο, τα δημοσιονομικά πλεονάσματα που εμφανίζει η κυβέρνηση στο πλαίσιο της υποχρέωσης που ανέλαβε έναντι του Γιούρογκρουπ για πλεονάσματα ύψους 3,5% ως το 2022 και 2,2% του ΑΕΠ μέχρι το 2060, είναι «πέτσινα». Το νέο χρέος που δημιουργεί ξεπερνάει σε αξία τα πλεονάσματα που εμφανίζει! Προς επιβεβαίωση σοβαρών, συντηρητικών οικονομολόγων ότι δεν είναι δυνατό μια οικονομία να εμφανίζει για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα δημοσιονομικά πλεονάσματα, η αύξηση του δανεισμού μέσω ρέπος δείχνει ότι αναλαμβάνονται δανειακές υποχρεώσεις βραχυπρόθεσμου μάλιστα χαρακτήρα που βαραίνουν δυσανάλογα τα δημόσια οικονομικά.
Δεύτερο, επειδή τα ποσά αυτά πρέπει να αποπληρωθούν αργά ή γρήγορα (μέχρι πότε θα ανακυκλώνεται ένα τόσο μεγάλο χρέος;), αποκαλύπτεται ότι η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ έχει ναρκοθετήσει με ένα επιπλέον εκρηκτικό το δρόμο της εξόδου από τα μνημόνια, που εντελώς τυπικά ξεκινάει από την 21η Αυγούστου. Στο βαθμό που ο σεβασμός των δανειακών μας υποχρεώσεων απέναντι στους πιστωτές ακόμη και τις εγχώριες χρεοκοπημένες τράπεζες αναγορεύτηκε σε άρθρο πίστης, η επόμενη κυβέρνηση κάλλιστα μπορεί να επικαλεστεί την αντιμετώπιση της κρίσης βραχυπρόθεσμου χρέους που συσσωρεύτηκε την τελευταία τριετία προκειμένου να νομιμοποιήσει ένα νέο κύμα λιτότητας και περικοπών!
Τρίτο, τα μέτρα διαχείρισης του χρέους που συμφωνήθηκαν μεταξύ της κυβέρνησης και των πιστωτών αποδείχθηκαν, σε τελική ανάλυση, μια …τρύπα στο νερό. Όχι μόνο αναποτελεσματικά αλλά και επιβαρυντικά, στο βαθμό που αποδείχθηκαν λύσεις εμβαλωματικές που ως σκοπό είχαν: να μη θιγούν τα συμφέροντα των πιστωτών από την μια, και από την άλλη το ελληνικό κράτος να συνεχίσει να αποπληρώνει το δημόσιο χρέος, με κάθε τρόπο και κάθε κόστος. Κατ’ αυτόν τον τρόπο αν κάτι επετεύχθη είναι η διαιώνιση κι όχι η επίλυση της κρίσης χρέους, που πλέον μετατρέπεται σε μόνιμο μοχλό οικονομικής και πολιτικής αστάθειας, κι εκβιασμών των πιστωτών προς τις κυβερνήσεις και των κυβερνήσεων προς το λαό.
Εν κατακλείδι, η κρίση χρέους όχι μόνο είναι εδώ οκτώ ολόκληρα χρόνια μετά την ψήφιση του πρώτου μνημονίου, αλλά κινδυνεύει να πάρει και πιο οξείες μορφές, στο βαθμό που το δημόσιο χρέος έχει αυξηθεί. Σε αυτό το πλαίσιο, η σημασία της διαγραφής μέρους έστω της ονομαστικής αξίας του δημόσιου χρέους, όπως θεμελιώθηκε από την Επιτροπή Αλήθειας της Βουλής το 2015, επανέρχεται ως μέσο άμυνας για να αποφευχθεί μια νέα κρίση και νέα μέτρα λιτότητας, πέραν των όσων έχουν ήδη ψηφιστεί και θα εφαρμοστούν τους επόμενους μήνες, όπως οι μειώσεις στις συντάξεις. Όλα τα άλλα μέτρα διαχείρισης της κρίσης χρέους (περίοδοι χάριτος, μείωση επιτοκίων, επιμήκυνση αποπληρωμών, «κόφτες χρέους», κ.λπ.) που η κυβέρνηση και οι δανειστές εμφάνιζαν ως σωτηρία, ακόμη και οριστική λύση, αποδείχθηκαν λάδι στη φωτιά…