Ο Μαρξ, όπως και ο στενός συνεργάτης του Ένγκελς, δεν έγραψαν κάποιο ειδικό έργο για την τέχνη. Τα καλλιτεχνικά και αισθητικά τους ενδιαφέροντα ήταν όμως έντονα και οι σχετικές αναφορές τους θα βρεθούν διάσπαρτες στα έργα τους, αγκαλιάζοντας ολόκληρη την ιστορία της τέχνης, από την αρχαιότητα ως την εποχή τους. Ο Μαρξ ήταν γνώστης αλλά και θαυμαστής καλλιτεχνών όπως ο Όμηρος, ο Δάντης, ο Λέσινγκ, ο Γκαίτε, ενώ στα νιάτα του είχε μελετήσει την αισθητική του Χέγκελ. Το ερώτημα ανακύπτει έτσι εύλογα: υπάρχει στο έργο του Μαρξ μια θεωρία για την τέχνη και την αισθητική ή τουλάχιστον οι βάσεις μια τέτοιας θεωρίας, η οποία μπορεί να ανασυσταθεί από τις διάσπαρτες παρατηρήσεις του; Με αυτό το ερώτημα καταπιάνεται το κλασικό βιβλίο του Μιχαήλ Λίφσιτς Η Φιλοσοφία της Τέχνης του Καρλ Μαρξ, το οποίο κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις Τόπος.
Ο Λίφσιτς, όπως αναλυτικά τεκμηριώνει στο Επίμετρό του ο Γιάννης Ιόλαος Μανιάτης, ήταν το κατάλληλο πρόσωπο για να ασχοληθεί με αυτό το θέμα. Αν και άγνωστος στο μη ειδικό κοινό, υπήρξε, μαζί με τον Αλεξάντρ Βορόνσκι, ο πιο επιφανής Σοβιετικός λογοτεχνικός κριτικός και θεωρητικός της τέχνης. Αφού σπούδασε στις αρχές της δεκαετία του 1920 στο Βχουτεμάς, την Ανώτατη Σχολή Τεχνών της Μόσχας, απασχολήθηκε αργότερα στο Ινστιτούτο Μαρξ-Ένγκελς, το σημαντικότερο σοβιετικό ερευνητικό κέντρο στο έργο των κλασικών.
Η συστηματική ενασχόλησή του με τα κείμενα των κλασικών, ένα μεγάλο μέρος από τα οποία δεν είχε ακόμη δημοσιευθεί, επέτρεψε στον Λίφσιτς να έρθει σε επαφή με το σύνολο των αναφορών τους στην τέχνη. Σε συνεργασία με τον τότε Λαϊκό Επίτροπο της Εκπαίδευσης Ανατόλι Λουνατσάρσκι και τον Σίλερ δημοσίευσαν στα 1933 την πρώτη συλλογή αποσπασμάτων για την τέχνη από το έργο των Μαρξ και Ένγκελς. Η έκδοση αναθεωρήθηκε και εμπλουτίστηκε από τον Λίφσιτς το 1938 και παραπέρα το 1948, όταν κυκλοφόρησε στα γερμανικά. Η οριστική δίτομη έκδοσή της έγινε στη Μόσχα το 1957.
Ο Λίφσιτς δεν ήταν μόνο ένας επιμελής φιλολογικός ερευνητής, αλλά και ένας αξιόλογος, δημιουργικός θεωρητικός της τέχνης. Στη δεκαετία του 1930 ίδρυσε και διηύθυνε το περιοδικό Λιτερατούρνι Κριτίκ, το οποίο είχε καίρια συμβολή στη θεωρητική συζήτηση για τη λογοτεχνία και την τέχνη στην ΕΣΣΔ. Σε αυτό συνεισέφερε τακτικά ο διακεκριμένος Ούγγρος φιλόσοφος και λογοτεχνικός κριτικός Γκέοργκ Λούκατς, ο οποίος παρέμεινε σε όλη του τη ζωή στενός φίλος και συνεργάτης του Λίφσιτς. Ο Λίφσιτς αντιτάχθηκε στον ζντανοφισμό και το επίσημο δόγμα του «σοσιαλιστικού ρεαλισμού», που υποβίβαζε την τέχνη σε μια προπαγανδιστική απολογία των «επιτυχιών» της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Το αποτέλεσμα, μετά από μια επίθεση του Φαντέγιεφ σε αυτόν και τον Λούκατς ως φορέων της «αντικομματικής τάσης» στη σοβιετική λογοτεχνική κριτική, ήταν το κλείσιμο του δημοφιλούς περιοδικού του και ο παραγκωνισμός του ίδιου. Ο Λίφσιτς κινδύνευσε σοβαρά να έχει την τύχη του Βορόνσκι, του Ριαζάνοφ και άλλων αξιόλογων λογίων που χάθηκαν στις εκκαθαρίσεις του 1936-38, τελικά όμως επέζησε και επανήλθε δραστήρια στη σοβιετική λογοτεχνική κριτική μετά το 1956.
Το Η Φιλοσοφία της Τέχνης του Καρλ Μαρξ έχει κεντρική θέση στο έργο του Λίφσιτς, συγκεφαλαιώνοντας τα συμπεράσματά του από την έρευνα του θέματος. Η μονογραφία αυτή πρωτοδημοσιεύθηκε το 1933 στα ρωσικά και το 1938 και 1973 στα αγγλικά. Χωρίζεται σε 14 μικρά κεφάλαια, παρακολουθώντας ιστορικά τη διαμόρφωση των αισθητικών απόψεων του Μαρξ, σε σύνδεση με τις γενικότερες φιλοσοφικές ιδέες του.
Στα τέσσερα πρώτα κεφάλαια, ο συγγραφέας συζητά τις αισθητικές απόψεις του Μαρξ στην περίοδο που παρέμενε ακόμη ένας ορθόδοξος χεγκελιανός. Στην περίοδο αυτή σημαντικό ρόλο στην προσέγγιση του Μαρξ έπαιζε η αντίθεση ανάμεσα στο ρεαλισμό της αρχαίας Ελλάδας και το θρησκευτικό μυστικισμό της Ανατολής. Ο Μαρξ, ο οποίος ήδη στη διδακτορική διατριβή του για το Δημόκριτο και τον Επίκουρο είχε δείξει μια υλιστική κλίση, έδινε έμφαση στις συγκαλυμμένα υλιστικές τάσεις του Χέγκελ, στρεφόμενος όλο και περισσότερο ενάντια στο ρομαντισμό του Φίχτε και του Σίλερ. Αυτή η τάση ήταν εμφανής ακόμη και στα πρώτα βήματα του Μαρξ· ο Λίφσιτς παραθέτει ένα διαφωτιστικό απόσπασμα από επιστολή του στον πατέρα του το 1837: «Ξεκόβοντας από τον ιδεαλισμό, τον οποίο, ας το πω εν παρόδω, παρέβαλλα και έτρεφα με στοιχεία από τον Καντ και τον Φίχτε, άρχισα να ζητώ την ιδέα μέσα στην πραγματικότητα. Αν προηγούμενα οι θεοί κατοικούσαν πάνω από τη γη, τώρα είχαν γίνει το κέντρο της» (σελ. 25). Βέβαια, αυτή η πρώτη κριτική του ιδεαλισμού, συνταυτίζοντας την ιδέα με την πραγματικότητα, παρέμενε ακόμη στα πλαίσια της ιδεαλιστικής θεώρησης του Χέγκελ.
Τα κεφάλαια 5-10 αφιερώνονται στην περίοδο 1842-45, όταν ο Μαρξ, υπό την επίδραση του Φόιερμπαχ, γίνεται ένας επαναστάτης δημοκράτης και προσανατολίζεται προς το προλεταριάτο ως την οριστική προσχώρησή του στον κομμουνισμό το 1844. Ο Μαρξ κριτικάρει τώρα τους εκχυδαϊστές του Χέγκελ, όπως ο Μπρούνο Μπάουερ, για την αποτυχία τους να ξεκαθαρίσουν τους λογαριασμούς με τον αφηρημένο ιδεαλισμό του, συνειδητοποιώντας όλο και περισσότερο ότι τα διανοητικά φαινόμενα, μαζί και η τέχνη, αποτελούν αντανακλάσεις των συνθηκών της υλικής ζωής και των κοινωνικών αγώνων στους οποίους αυτές δίνουν γένεση. Σε ένα από τα άρθρα του της περιόδου, αναφερόμενος στη σημασία του Τύπου ως «ισχυρού μοχλού στην πολιτιστική και πνευματική διαφώτιση των ανθρώπων», παρατηρεί ότι «μεταμορφώνει υλικές συγκρούσεις σε ιδεατές, αγώνες της σάρκας και του αίματος σε πνευματικούς αγώνες, μάχες ζωικής όρεξης, απληστίας και πρακτικότητας σε μάχες θεωρίας, λογικής και μορφής» (σελ. 93).
Μια έλλειψη αυτών των κεφαλαίων είναι η μη αφιέρωση ενός χωριστού μέρους στα Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα του Μαρξ. Ο Μαρξ μιλά εκεί για τους «νόμους του ωραίου», συνδέοντάς τους με τη μετασχηματιστική καθολικότητα της εργασίας. Αναφέρεται δε ακόμη στη διαρκή ζωώδη υποβάθμιση της ανθρώπινης ανάγκης υπό τον καπιταλισμό, η οποία μπορεί βέβαια να συμβαδίζει με τον επιδερμικό εκλεπτυσμό της. Αυτό το κενό καλύπτεται εν μέρει στο 10ο κεφάλαιο, όπου ο Λίφσιτς συζητά τις αισθητικές απόψεις των Μαρξ και Ένγκελς, όπως αυτές αναπτύσσονται στο κοινό τους έργο Η Αγία Οικογένεια, όπου οι κλασικοί ξεκαθάρισαν τους λογαριασμούς τους με τον Μπρούνο Μπάουερ και τους άλλους Νέους Χεγκελιανούς. Εδώ η κριτική των κλασικών εστιάζει στο μυθιστόρημα του Ευγένιου Σύη Τα Μυστήρια των Παρισίων, το οποίο μετουσίωνε λογοτεχνικά τον ιδεαλισμό των Νέων Χεγκελιανών. Το αποτέλεσμα ήταν να αποθεώνεται η κοινότυπη μικροαστική ύπαρξη, η οποία αναγορευόταν σε πρότυπο και μέτρο κάθε δημιουργίας, μεταξύ άλλων και της λογοτεχνικής.
Κριτικάροντας την κοντόφθαλμη οπτική του Σύη, οι Μαρξ και Ένγκελς έδειχναν την αποτυχία του να αποδώσει καλλιτεχνικά, μέσα από την κατάλληλη ανάπτυξη των ανθρώπινων τύπων του, τις αντιθέσεις στις οποίες έδινε γένεση ο καπιταλισμός, παρόλη την καταγγελία των δεινών του. Όπως εύστοχα σημειώνει ο Λίφσιτς, η κύρια αντίρρηση των κλασικών βρισκόταν στην αποτυχία του Σύη να αναδείξει τη μετάβαση από την αγανακτισμένη συνείδηση στην επαναστατική συνείδηση. Η φυσιολογική εξέλιξη των χαρακτήρων του διακοπτόταν και αντιστρεφόταν στην ανάποδη κατεύθυνση με την ιδεαλιστική εξιδανίκευση που δεν ήταν κάτι άλλο από ένας φόρος τιμής στον αστικό καθωσπρεπισμό (σελ. 113-114).
Τα κεφάλαια 10-14 πραγματεύονται τις λογοτεχνικές και αισθητικές αναφορές στο ώριμο έργο του Μαρξ, ιδιαίτερα στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, τα Γκρουντρίσε και το Κεφάλαιο. Ο Λίφσιτς, ερμηνεύοντας τις σχετικές παρατηρήσεις του Μαρξ στο πρώτο από αυτά τα έργα, δίνει έμφαση στην ιδιοτυπία της καλλιτεχνικής δημιουργίας και την ανισομέρεια ανάμεσα στην καλλιτεχνική και την ευρύτερη οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη. Υπογραμμίζει ότι η θέση του ιστορικού υλισμού για τη θεμελίωση της πνευματικής ζωής στην ανάπτυξη των υλικών παραγωγικών δυνάμεων, δεν συνεπάγεται διόλου αυτόματα ότι μια υψηλότερη κατάσταση της παραγωγής θα δώσει γένεση και σε μια ανώτερη τέχνη. Απεναντίας, στην ανάπτυξη κάθε κοινωνικού σχηματισμού υπάρχουν στιγμές ή και ολόκληρες ιστορικές περίοδοι που είναι ευνοϊκές ή αντίστροφα δυσμενείς στην καλλιτεχνική δημιουργία, έτσι ώστε η ανωτερότητα ενός κοινωνικού σχηματισμού απέναντι σε έναν άλλο με την έννοια της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων δεν συνεπάγεται διόλου αυτόματα και την ανωτερότητα της τέχνης του (π.χ., η φτωχή καλλιτεχνική δημιουργία της φεουδαρχίας σε σχέση με την κλασική αρχαιότητα). Με τα λόγια του Μαρξ: «Στην τέχνη είναι γνωστό πως ορισμένες εποχές καλλιτεχνικής άνθισης δεν αντιστοιχούν καθόλου στη γενική εξέλιξη της κοινωνίας, άρα και της υλικής της βάσης, του σκελετού –για να μιλήσουμε έτσι– της κοινωνικής οργάνωσης. Παράδειγμα, οι Έλληνες σε σύγκριση με τους συγχρόνους, ή και ο Σαίξπηρ» (σελ. 133).
Αυτή η ανισομέρεια και η ανομοιομορφία διαψεύδουν άραγε την υλιστική αντίληψη της ιστορίας; Δημιουργούν ένα αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στην τέχνη και τις συνθήκες της υλικής ζωής; Ο Λίφσιτς, σε συμφωνία με τη μαρξιστική άποψη, απαντά αρνητικά σε αυτά τα ερωτήματα. Σε τελική ανάλυση, αντανακλούν μάλλον το γεγονός ότι υπό τους εκμεταλλευτικούς κοινωνικούς σχηματισμούς «η πρόοδος είναι αδιαχώριστη από την παρακμή σε ολόκληρα πεδία της ανθρώπινης προσπάθειας» (σελ. 135). Η συγκεκριμένη εξισορρόπησή τους, μέσα στο ευρύτερο φόντο της εκάστοτε κοινωνικής οργάνωσης και του εποικοδομήματος, είναι αυτή που τελικά κρίνει αν οι συγκρουόμενες τάσεις λειτουργούν προωθητικά ή ανασχετικά για την καλλιτεχνική δημιουργία. Πρόκειται για μια ρήξη της οποίας η εξάλειψη, όπως επιμένει ο Λίφσιτς στο τέλος του έργου, θα γίνει δυνατή μόνο με το πέρασμα στην κομμουνιστική κοινωνία (σελ. 182-183).
Το ευρύτερο έργο του Λίφσιτς περιλαμβάνει ορισμένες αδυναμίες που, με την εξαίρεση των Βορόνσκι και Λουνατσάρσκι, διέκριναν ακόμη και τους καλύτερους εκπροσώπους του σοβιετικού μαρξισμού στον τομέα της αισθητικής: η επιμονή στον κλασικισμό, η στενή απόρριψη του μοντερνισμού, κοκ. Ο Λίφσιτς, όπως και άλλοι Σοβιετικοί κριτικοί, δεν μπόρεσε να αντιληφθεί ότι η παραβίαση της πιστής απεικόνισης, η αφαίρεση, ο συμβολισμός, κ.ά., ήταν αναγκαία γνωρίσματα της τέχνης της ιμπεριαλιστικής εποχής, με τον παροξυσμό των αντιφάσεων που τη συνοδεύει, και να συζητήσει τη συγκεκριμένη χρήση των νέων μορφών από τα διάφορα καλλιτεχνικά ρεύματα. Παρ’ όλα αυτά, το έργο του παραμένει ιδιαίτερα αναφορικό και χρήσιμο στη μελέτη των προβλημάτων της μαρξιστικής αισθητικής.
Το Επίμετρο του Γιάννη Ιόλαου Μανιάτη είναι κατατοπιστικό και χρήσιμο, εισάγοντας τον αναγνώστη στη βιογραφία του Λίφσιτς και στα ζητήματα που θέτει το συγκεκριμένο σύγγραμμά του και το ευρύτερο έργο του.
*Ο Χρήστος Κεφαλής είναι μέλος της ΣΕ της Μαρξιστικής Σκέψης.