Οι πολιτικές και κοινωνικές παράμετροι του νεοφασισμού
Σ’ ολόκληρη την ευρωπαϊκή ήπειρο, αλλά όχι μόνον (ΗΠΑ, Βραζιλία κλπ.), αναδεικνύεται, σταθεροποιείται και επηρεάζει πολύμορφα τις εξελίξεις το ακροδεξιό νεοναζιστικό ρεύμα, μέσα σε συνθήκες πλήρους κοινοβουλευτικής δημοκρατικής εκπροσώπησης. Από την Ιταλία της Λέγκας του Βορρά μέχρι τους Σουηδούς Δημοκράτες και από τη Γαλλία του Εθνικού Μετώπου μέχρι το Κόμμα της Ελευθερίας της Αυστρίας, δεν απομένει χώρα της Δύσης και της Ανατολής της Ευρώπης που να είναι ουσιαστικά απαλλαγμένη από την παρουσία νεοφασιστικών σχηματισμών, μεγαλύτερης ή μικρότερης εμβέλειας. Το φαινόμενο αυτό έχει χαρακτηριστικά δημοκρατικής κοινοβουλευτικής εξέλιξης και όχι εκτροπής από τις αρχές της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας (Πορτογαλία, Ισπανία, Ελλάδα προηγούμενα κλπ.). Ο νεοφασισμός δεν προκύπτει από την κατάργηση των πολιτικών ελευθεριών και των αστικών κοινοβουλευτικών διαδικασιών, αλλά αναπτύσσεται μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο.
Κεντρικός πυρήνας του σύγχρονου νεοφασιστικού ευρωπαϊκού κινήματος είναι η ώθηση των πολιτικών του νεοφιλελευθερισμού στα έσχατα όριά τους, στο βαθμό που τα μέχρι σήμερα μέτρα των νεοφιλελεύθερων πολιτικών δεν έχουν κατορθώσει να επιφέρουν μιαν ανάταξη της καπιταλιστικής ανάπτυξης, ή δεν έχουν αντιμετωπίσει με επάρκεια και αποτελεσματικότητα μια εναλλακτική διέξοδο που θέτει τέρμα στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Αναδεικνύεται έτσι ένα πολιτικό «κενό» εκπροσώπησης σε όλο το φάσμα των πολιτικών δυνάμεων που έρχονται να καλύψουν τα νεοναζιστικά ρεύματα των ευρωπαϊκών χωρών. Παράλληλα, ο σημερινός νεοφασισμός βασίζεται σε έναν ακραίο εθνικισμό που οδηγεί σε εθνικές περιχαρακώσεις: Διαπιστώνοντας ότι οι πολιτικές της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής ολοκλήρωσης ουσιαστικά καταλήγουν σε μέτρα εξαθλίωσης όλο και ευρύτερων στρωμάτων των ευρωπαϊκών οικονομιών, επιδιώκει την επιστροφή σε ισχυρά «έθνη – κράτη», που σε σημαντικό βαθμό αφίστανται από την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.
Τέλος, συνδέεται στενά με μια αντιμεταναστευτική στάση, που επιχειρεί να διαφυλάξει την καθαρότητα των επιμέρους εθνικών φυλών, σε μια εποχή όπου η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας, η διεθνοποίηση του καπιταλισμού έχει αναζωπυρώσει τις μεταναστευτικές ροές από τις χώρες χαμηλής καπιταλιστικής ανάπτυξης και κυριαρχίας προκαπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής προς τις οικονομίες του αναπτυγμένου καπιταλισμού.
Αυτό είναι το τρίπτυχο που χαρακτηρίζει τον σύγχρονο νεοναζισμό: Ώθηση του νεοφιλελευθερισμού πέρα από κάθε όριο, εθνικιστική μεταστροφή στις δομές του «έθνους κράτους», φυλετική καθαρότητα των επιμέρους ευρωπαϊκών πληθυσμών. Αυτή η πολιτική που βασίζεται σ’ αυτό το τρίπτυχο δεν έχει ως κοινωνική βάση αποκλειστικά και κυρίαρχα τις μικροαστικές τάξεις, όπως συνέβη στην περίοδο του μεσοπολέμου του 20ου αιώνα, αλλά διαπλώνεται σε ευρύτερα στρώματα της μισθωτής εργασίας και της εργατικής τάξης, τα οποία έχοντας βιώσει την αντιλαϊκότητα των κυρίαρχων αστικών πολιτικών, και έχοντας αντιμετωπίσει την αναποτελεσματικότητα των πολιτικών της Αριστεράς, βρίσκουν εκλογική διέξοδο στην άκρα συντηρητική, εθνικιστική και ξενοφοβική επαγγελία. Δρομολογείται έτσι μια παράλληλη πορεία ανάμεσα σ’ αυτούς τους ακροδεξιούς σχηματισμούς και στα παραδοσιακά κόμματα της συντηρητικής παράταξης: Από τη μια πλευρά συμπλέουν στην όξυνση των μέτρων της νεοφιλελεύθερης πολιτικής (συνεχείς μειώσεις μισθών, ενίσχυση των μηχανισμών καταστολής, αποψίλωση του κοινωνικού κράτους, πλήρης στήριξη των επιχειρήσεων κ.ά.) και από την άλλη πλευρά αντιπαρατίθενται προς το πλαίσιο της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής ολοκλήρωσης, του οποίου επιζητούν την αποδιάρθρωση και κατάργηση.
Αδιέξοδο συντηρητικών και ανεπάρκεια αριστερών πολιτικών
Τα περισσότερα αστικά καθεστώτα σε Ευρώπη και Αμερική μπήκαν στην τροχιά υλοποίησης των νεοφιλελεύθερων πολιτικών ήδη από την δεκαετία του 1980, με αφετηρία τον ρηγκανισμό – θατσερισμό, ως απάντηση στην προϊούσα κρίση υπερσυσσώρευσης και την πτώση της κερδοφορίας του κεφαλαίου (μαζικές εκκαθαρίσεις επιχειρήσεων, απογύμνωση της εργατικής τάξης από δικαιώματα και παροχές του κράτους πρόνοιας, κεφαλαιοκρατικές αναδιαρθρώσεις της παραγωγής κλπ.). Ωστόσο, αυτή η μεταστροφή δεν χαρακτήρισε μόνον τις συντηρητικές αστικές κυβερνήσεις, αλλά σταδιακά αγκάλιασε και το σύνολο σχεδόν των σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων: Ουσιαστικά, η σοσιαλδημοκρατία μετατράπηκε στην αιχμή του δόρατος της νεοφιλελεύθερης πολιτικής. Από την μονεταριστική μεταστροφή του ΠΑΣΟΚ στα μέσα της δεκαετίας του 1980 μέχρι τον μπλερισμό που άλωσε το κόμμα των βρετανών Εργατικών και από τις κυβερνήσεις του γερμανικού SPD του Σρέντερ μέχρι εκείνην των γάλλων σοσιαλιστών του Φ. Ολλάντ. Τελευταίο εμβληματικό παράδειγμα αυτής της σοσιαλδημοκρατικής μεταστροφής προς το νεοφιλελευθερισμό αυτός ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ στην τελευταία τετραετία.
Εντούτοις, παρά την αντιλαϊκότητα και τον άκρως περιοριστικό χαρακτήρα αυτών των μέτρων που κυριάρχησαν σε ολόκληρο τον καπιταλιστικό κόσμο, αυτό που πέτυχαν ήταν ισχυρές αναδιανομές εισοδήματος από την μισθωτή εργασία προς τις επιχειρηματικές δυνάμεις του κεφαλαίου, χωρίς να μπορούν να προάγουν σταθερά την οικονομική ανάκαμψη, με αποτέλεσμα να επιτείνουν τα φαινόμενα της λιτότητας, της εξαθλίωσης σημαντικών τμημάτων της εργατικής τάξης, της αποψίλωσης των κοινωνικών υπηρεσιών. Η απονομιμοποίηση αυτών των αστικών πολιτικών, συντηρητικών και σοσιαλδημοκρατικών, δημιουργούσε σταδιακά ένα «κενό» πολιτικής εκπροσώπησης, που είτε θα καλύπτονταν από τις δυνάμεις της Αριστεράς σε εναλλακτικές ριζοσπαστικές διεξόδους, είτε θα αναζητούσε εντελώς διαφορετικές διεξόδους, που από ό,τι ιστορικά αποδεικνύεται έδωσαν γέννηση στο ευρύτατο και διευρυνόμενο ρεύμα της ακροδεξιάς και του νεοφασισμού. Άλλωστε, επειδή ο νεοφιλελευθερισμός μετατράπηκε σε θεμελιακό πυρήνα των κοινωνικών ευρωπαϊκών πολιτικών, αγκαλιάζοντας όλες τις πλευρές της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής ζωής, επόμενο ήταν τα κύματα των απογοητευμένων και απεγνωσμένων στρωμάτων να υιοθετήσουν εθνικιστικούς και ξενοφοβικούς προσανατολισμούς, που στρέφονταν προφανώς ευθέως απέναντι στους θεσμούς και μηχανισμούς της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Από την άλλη πλευρά συνέργησε η ανεπάρκεια της ευρωπαϊκής Αριστεράς να αντιπαλέψει αποτελεσματικά τη νεοφιλελεύθερη επέλαση, να εκφράσει και να συνδεθεί με τα πληττόμενα κοινωνικά στρώματα, και να σηματοδοτήσει σοσιαλιστικά την εναλλακτική λύση.
Στην Ανατολική Ευρώπη, η κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» (που είχε προ πολλού εξελιχθεί σε δεσποτικό κρατικό καπιταλισμό), η νεοφιλελεύθερη επέλαση των τελευταίων δεκαετιών δεν συνάντησε αντιστάσεις και προσκόμματα από μια Αριστερά που είχε πλέον διαλυθεί και αποδεκατιστεί. Η κυριαρχία συντηρητικών και ακροδεξιών κυβερνήσεων είναι στην ημερήσια διάταξη (από την Πολωνία μέχρι την Ουγγαρία κλπ.), και το κοινωνικό έδαφος είναι πρόσφορο για το νεοφασιστικό ρεύμα.
Στη Δυτική Ευρώπη, τα ιστορικά μεγάλα κομμουνιστικά κόμματα (Ιταλίας, Γαλλίας, Ισπανίας κυρίως αλλά και Πορτογαλίας και Ελλάδας) αντί να μπουν σε τροχιά δυναμικής αντιμετώπισης της νεοφιλελεύθερης επίθεσης και συσπείρωσης των κοινωνικών θυμάτων της καπιταλιστικής κρίσης, ακολούθησαν πορείες αποδιάρθρωσης μέχρις εξαφανισμού, είτε γιατί ακολουθούσαν τον υπό κατάρρευση σοβιετικό μαρξισμό, είτε γιατί ενσωματώνονταν πλήρως στην αστική πολιτική. Κατά συνέπεια και σ’ αυτή την περίπτωση των αριστερών εργατικών ακροατηρίων αναδείχθηκε ένα αντίστοιχο «κενό» πολιτικής και κοινωνικής εκπροσώπησης, που αναζήτησε διέξοδο προς τα ακροδεξιά του πολιτικού φάσματος. Οι νέες μορφές του αριστερού κινήματος που ήρθαν στο προσκήνιο (π.χ. Unidos Podemos και France Insoumise), διατηρούν αντικαπιταλιστικές δυνατότητες, οι οποίες όμως δεν έχουν μπορέσει να ξεδιπλωθούν στα μέτωπα της αντινεοφιλελεύθερης διαπάλης.
Οι τρεις απαντήσεις στην άνοδο της ακροδεξιάς
Διαπιστώνεται ότι η ατελεύτητη άσκηση της νεοφιλελεύθερης πολιτικής των αστικών δυνάμεων (συντηρητικών και σοσιαλδημοκρατικών), αδυνατώντας να επιτύχει ρυθμούς ανάκαμψης, και βασιζόμενη σχεδόν αποκλειστικά στην άνευ προηγουμένου υποτίμηση της μισθωτής εργασίας, δημιουργεί και αναπαράγει μορφές «απόκληρων» στρωμάτων, τα οποία είναι πλέον ευάλωτα στην επιρροή της νεοναζιστικής πολιτικής. Και από την άλλη πλευρά οι περιορισμένες δυνάμεις του αριστερού κινήματος στην ευρωπαϊκή ήπειρο, δεν είναι σε θέση να αναδείξουν εναλλακτικές ριζοσπαστικές (=σοσιαλιστικές) λύσεις υπέρβασης της νεοφιλελεύθερης κοινωνικής καταστροφής. Οι προσεγγίσεις για την απάντηση στο νεοφασιστικό ρεύμα προσλαμβάνουν τρεις μορφές:
Στη μία περίπτωση, οι ίδιες οι δυνάμεις της κλασικής συντηρητικής παράταξης, επιχειρούν να αφομοιώσουν αυτό το ρεύμα, και έτσι σε πολλές περιπτώσεις αποκτούν οι ίδιες ακραία νεοφιλελεύθερα χαρακτηριστικά: Από αυτή την άποψη η περίπτωση της κυβερνητικής συμμαχίας στην Αυστρία είναι χαρακτηριστική, όπως και η περίπτωση των βρετανών συντηρητικών ή της ΝΔ στην ελληνική περίπτωση κλπ. Εκείνο που προκύπτει όχι μόνον δεν σηματοδοτεί μια ανάσχεση του νεοφασιστικού ρεύματος, αλλά απεναντίας αυξάνει την ισχύ του, καθιστώντας το συμμέτοχο στην άσκηση της κυβερνητικής πολιτικής (αντιμεταναστευτικές πολιτικές, αποδόμηση του κοινωνικού κράτους, εθνικιστικοί παροξυσμοί).
Σε μια δεύτερη περίπτωση επιχειρείται η διαμόρφωση ενός «δημοκρατικού» συνταγματικού τόξου δυνάμεων (όπως προσπαθεί ο ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα και στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής ενοποίησης), που να μπορεί να ορθώσει φραγμό στην αναβίωση της νεοφασιστικής απειλής. Εντούτοις, αυτό δύσκολα μπορεί να επιτευχθεί στο μέτρο που οι δύο αυτές πολιτικές εδράζονται στο ίδιο κοινωνικό πεδίο, είναι αυτές που προάγουν τη νεοφιλελεύθερη πολιτική με συνέπεια. Οι διαφοροποιήσεις αφορούν ουσιαστικά μόνον στο ζήτημα της ευρωπαϊκής πολιτικής και νομισματικής ενοποίησης, μιαν ορισμένη αντιπαράθεση ανάμεσα στον κοινοβουλευτικό κοσμοπολιτισμό από τη μια, και στην καπιταλιστική ευρωπαϊκή διεθνοποίηση από την άλλη.
Τέλος, οι δυνάμεις του αριστερού κινήματος, σε μια τρίτη περίπτωση, έχουν αναγάγει τον «αντιφασισμό» σε κυρίαρχη παράμετρο της πολιτικής τους, πράγμα όμως που δεν φαίνεται να εμφανίζει μια κατάλληλη αποτελεσματικότητα. Κι’ αυτό γιατί ένα «αντιφασιστικό» κίνημα δεν μπορεί να υπάρξει μονοδιάστατα, εφόσον σαν τέτοιο στερείται ουσιαστικού περιεχομένου. Η απάντηση της Αριστεράς στην ακρότατη εκδοχή του νεοφιλελευθερισμού (=άκρα δεξιά, νεοναζισμός), έτσι δεν μπορεί να είναι παρά μια στρατηγική, με τακτικές απολήξεις, πολιτική που να φέρνει στην επικαιρότητα αντικαπιταλιστικές κατευθύνσεις με αναπότρεπτο σοσιαλιστικό προσανατολισμό, και με συνολικό κοινωνικό μέτωπο απέναντι στις αστικές δυνάμεις.
Όσο ανυπόστατη υπήρξε η ιστορική κομμουνιστική πολιτική του μεσοπολέμου απέναντι στο φασισμό σε μια πρώτη εκδοχή της (η οποία ωστόσο διαφοροποιήθηκε στη συνέχεια) «σοσιαλδημοκρατία = σοσιαλφασισμός = ο κύριος εχθρός», άλλο τόσο δεν έχει νόημα μια τέτοια αριστερή – σοσιαλιστική συμμαχία στην σύγχρονη Ευρώπη, επειδή η ίδια η σοσιαλδημοκρατία έχει αναδειχθεί στην αιχμή του δόρατος της νεοφιλελεύθερης πολιτικής. Βέβαια αυτό δεν αποκλείει επιμέρους μορφές συμμαχιών της Αριστεράς με διαφοροποιούμενα σοσιαλιστικά κόμματα με ορισμένους όρους (π.χ. βρετανοί εργατικοί, ισπανικό PSOE κλπ.), και σίγουρα πάντα στο έδαφος μιας ρητής και κατηγορηματικής αντινεοφιλελεύθερης πολιτικής, πράγμα που είναι εντελώς διαφορετικό.
Από την άλλη τέλος πλευρά, η αντικαπιταλιστική πολιτική ευρωπαϊκών αριστερών δυνάμεων, δεν μπορεί να βρίσκει κοινό τόπο με την εθνικιστική αντιπαλότητα στην ευρωπαϊκή καπιταλιστική διεθνοποίηση που χαρακτηρίζει το νεοφασιστικό ρεύμα, δρομολογώντας εξαιρετικά επικίνδυνες διαδρομές. Η κομμουνιστική αντιπαλότητα προς την ευρωπαϊκή και ιμπεριαλιστική ολοκλήρωση δεν μπορεί να γίνεται παρά με όρους πρωταρχικής αντιπαράθεσης στην αστική εξουσία στο επίπεδο των επιμέρους χωρών, με στρατηγική επιδίωξη, στη βάση του εργατικού λαϊκού διεθνισμού, τη μετωπική σύγκλιση των ευρωπαϊκών εργατικών κινημάτων, την κοινωνικοποίηση και χειραφέτηση στην ευρωπαϊκή ήπειρο, πέρα από τις υφιστάμενες οικονομικές, πολιτικές και νομισματικές ολοκληρώσεις.