Μέρες ομοιόμορφες, μέρες πανομοιότυπες, αυτή είναι πάνω- κάτω η ζωή στον εγκλεισμό της καραντίνας. Στο «μεγάλο κάδρο» του «δημόσιου βίου», όμως, οι αντιθέσεις και αντιφάσεις όχι μόνο δεν λείπουν, αλλά συνθέτουν κι ένα σκηνικό που δοκιμάζει σκληρότερα τα νεύρα των «κλεισμένων», κινούμενο κάπου στα όρια του επιδεικτικού καψωνιού και της βάναυσης προσβολής στη νοημοσύνη τους.
Πρώτα μάθαμε ότι το «λεφτόδεντρο», αν και ανύπαρκτο, κατάφερε να εμφανίσει… μπόλικο πράμα για τους ιδιοκτήτες ιδιωτικών θεραπευτηρίων, για τις (νέες) αποδοχές στελεχών σε ΣΤΑΣΥ, ΟΣΥ και ΟΑΣΑ και για μία καμπάνια 11 εκατομμυρίων, που εξηγεί στους κλεισμένους στο σπίτι τους πόσο αναγκαίο είναι να παραμένουν στο σπίτι τους. Αυτά, για αρχή…
Εκεί που τα αφομοιώναμε όλα τούτα και ανιχνεύαμε εξηγήσεις και σκοπιμότητες με πυξίδα τον αφόρητο «λαϊκισμό» μας (πώς να αποφύγεις το «στίγμα», αφ’ ης στιγμής φιλοκυβερνητικά media κατηγόρησαν για «δημαγωγία» και «λαϊκισμό» ακόμη και τον… Γ. Πατούλη, επειδή μίλησε για την ανάγκη 2.000 κλινών ΜΕΘ;), τα «μπερδέματα» πλήθυναν. Μάθαμε, φερ’ ειπείν, ότι υπάρχει μια μεγάλη εξαίρεση στον κανόνα, που υπαγορεύει ότι είναι ολέθρια η μετάβαση σε χωριά και νησιά: Οι οικότροφοι των Φοιτητικών Εστιών κλήθηκαν να τις εγκαταλείψουν – αρκετοί δε να αφήσουν και δουλειές, χάρη στις οποίες συντηρούνται, πχ delivery, σε super market, κλπ – και να τραβήξουν στα χωριά τους. Φαίνεται πως η «εντεταλμένη» μετάβαση έχει δανειστεί κάτι από το άνοσο, που αρκετοί ιεράρχες θεωρούν ότι περιβάλλει και τη μετάληψη.
Για μεγαλύτερη ποικιλία, οι αντιθέσεις και αντιφάσεις επεκτείνονται στη σφαίρα των συμβολισμών και των μηνυμάτων. Τι… υπέροχο, αλήθεια, να βλέπεις τον κύριο – «σας διατάζω με ύφος καταπιεσμένου δεκανέα των σίξτις» – Νίκο Χαρδαλιά να διατείνεται (ελαφρώς αμήχανος, είναι αλήθεια) πως «δεν τρέχει και τίποτα» που έκανε, στην Ξάνθη, μάζωξη 30 -35 ατόμων, σε μικρό, κλειστό χώρο!… Πόσο «λαμπρό» είναι να ξέρεις ότι συμβαίνουν και αυτά στην ίδια χώρα, στην οποία τιμωρείται με πρόστιμο ένας ψαροντουφεκάς ακόμη κι αν κολυμπά «στη μέση του πουθενά» και κινδυνεύει να πάθει το ίδιο οποιοσδήποτε μοναχικός διαβάτης, εάν έχει παραλείψει να στείλει sms ή να «αυτοδηλωθεί», σ’ ένα χαρτί…
Κι όμως, κάπου ανάμεσα σε όλα αυτά, τα περισσότερο ή λιγότερο σοβαρά, ξεπροβάλλει κι ένα «ναι μεν αλλά», το οποίο πρέπει να μας απασχολήσει πολύ εντονότερα απ’ όσο έως τώρα. Είναι η αντίθεση ανάμεσα, αφενός στα κλισέ περί «ομοψυχίας» και «χώρας ενωμένης» στη μάχη κατά του «αόρατου εχθρού» και, αφετέρου, στο δηλητήριο του «αυτοματισμού», που άρχισε πάλι να διοχετεύεται στις φλέβες της κοινωνίας. Η δική του κίνηση δεν χρειάζεται αποστολή sms ή δηλώσεις. Συντελείται ήδη, άνευ ειδικής άδειας, αλλά και με αρκετές ανομολόγητες ευλογίες.
Η εκκίνηση για το νέο γύρο του «κοινωνικού αυτοματισμού» έγινε, ουσιαστικά, όταν θεσπίστηκε η εργοδοτική ευχέρεια να μειώνεται στο μισό ο μισθός των εργαζόμενων, εάν μειώνεται ισόποσα και η διάρκεια της απασχόλησής τους («δίπολο» που, εκτός των άλλων, «εγγυάται» απολύτως την εφαρμογή μόνο του πρώτου σκέλους- ξέρουμε δα τι γίνεται στην αγορά εργασίας…). Αμέσως άρχισαν οι ψίθυροι που κάποια στιγμή έγιναν και ερώτηση προς τον υπουργό Οικονομικών, Χρήστο Σταϊκούρα. Επίκειται και μείωση στους μισθούς όσων εργάζονται στο Δημόσιο; Η απάντηση («με τα σημερινά δεδομένα δεν έχουμε κάτι να ανακοινώσουμε») άφησε την πόρτα ανοιχτή, για τα καλά. Για το μέλλον.
Το «παιχνιδάκι» ήδη ζεσταίνεται… Σχολιαστές «συστημικών» μέσων και νεοφιλελεύθεροι θαμώνες των social media διατυπώνουν το «αμείλικτο» ερώτημα, εάν νοείται «δίκαιη κατανομή των βαρών», χωρίς μείωση μισθών στο Δημόσιο. Γι’ αυτούς, δεν έχει καμία σημασία εάν οι αποδέκτες του ερωτήματος απορρίπτουν κατηγορηματικά το «μείον 50%» στον ιδιωτικό τομέα, έχοντας επιχειρηματολογήσει σχετικά. Καμία σημασία, κανένας φραγμός: Η «κανιβαλική» εκδοχή του παιχνιδιού της «κολοκυθιάς», συνεχίζεται.
Φυσικά, η ίδια «λογική» μπορεί κάλλιστα να «στείλει το μπαλάκι» πάλι πίσω, στον ιδιωτικό τομέα. Στους εργαζόμενους των επιχειρήσεων εκείνων που δεν θα έχουν προβεί στις κατά 50% μειώσεις μισθών. Γιατί, δηλαδή; Είναι δίκαιο να μην καταβάλουν εκείνοι κόστος, μόνο και μόνο επειδή η καλή τους τύχη τους «έστειλε» σε επιχειρήσεις που δεν επλήγησαν τόσο; Ακόμη κι αν δεν μειώθηκε ο χρόνος εργασίας τους, δεν θα είναι «δίκαιο» να υποβληθούν κι αυτοί σε κάποιες θυσίες; Υπό εξέταση παραμένει μήπως η «δικαιοσύνη» της «προς τα κάτω εξίσωσης» φθάσει, κάποια στιγμή, έως το σημείο να θεωρεί εξεζητημένο προνόμιο οτιδήποτε υπέρκειται της ιδιότητας του άνεργου και άστεγου, συνάμα.
Είναι ήδη προφανές ότι η περίοδος του Covid 19 θα αφήσει, ως καταπίστευμα, έναν μεγάλο πειρασμό: Να παραμείνουν στο διηνεκές τρόποι και μηχανισμοί ακόμη μεγαλύτερης υποτίμησης της εργασίας: Αυτό που στην κρίση είναι «αναγκαίο» για την έξοδο από αυτήν, κατόπιν γίνεται «αναγκαίο», έστω και με προσαρμογές, για την καλή «επανεκκίνηση» και στη συνέχεια για την «εξασφάλιση της ανόδου της οικονομίας», που – βεβαίως, βεβαίως- ταυτίζεται με τα «θέλω» της επιχειρηματικής ελίτ. Στον πυρήνα του στόχου για μεγαλύτερη υποτίμηση της εργασίας, βρίσκεται η άποψη ότι παραμένει… υπερτιμημένη «ηθικολογία» και επιβλαβής «αγκύλωση» η (όποια επιβιώνει) σταθερή εργασία και σταθερή μισθοδοσία. Η ιδέα πως ο μισθωτός μπορεί να πληρώνεται εάν και εφ’ όσον το «μαγαζί του» κρίνει ότι οι δουλειές πάνε καλά, είναι πολύ γοητευτική για να πεταχτεί στο καλάθι των αχρήστων, την «επόμενη μέρα», που – άλλωστε- θα έχει «κληρονομήσει» μπόλικα «προηγούμενα». Και τίποτε δεν είναι πολυτιμότερο από τον «κοινωνικό αυτοματισμό», όταν επιδιώκεται η επέκταση και η εμβάθυνση αυτού του κεφαλαιοκρατικού «κεκτημένου».
Μάλλον δεν χρειάζονται αναλύσεις, για να γίνει αντιληπτή η τεράστια χρησιμότητα του «κοινωνικού αυτοματισμού», όταν τίθενται επί τάπητος τέτοια σχέδια. Ούτε και πολλές υπομνήσεις, για τις διαστάσεις που προσέλαβε το φαινόμενο, από το 2010 κι εντεύθεν.
Ο «κοινωνικός αυτοματισμός» επί Μνημονίων έφθασε στο τρίτο επίπεδό του – εξηγούμαστε: Ως πρώτο μπορούμε να ορίσουμε εκείνο, το οποίο είχε «λανσάρει» ο Δημήτρης Ρέππας το 1997, προειδοποιώντας τους αγρότες που έστηναν μπλόκα στις εθνικές οδούς: Επιθετικότητα μιας κοινωνικής ή επαγγελματικής ομάδας (τότε, κυρίως, οι φορτηγατζήδες) εναντίον άλλης, της οποίας οι κινητοποιήσεις αίρουν προσωρινά κάποιες πτυχές της «κανονικότητας».
Το δεύτερο επίπεδο έγκειται στην επιθυμία και ευχή να υποστεί το βιοτικό επίπεδο «του άλλου» τόσα πλήγματα, όσα πιστεύει, ο ευχόμενος, ότι θα διασώσουν τον ίδιο. Ας θυμηθούμε ότι στην κατηγορία αυτή δεν είδαμε, μόνο, μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα που πίστευαν πως τα μνημονιακά βάσανά τους θα αποφεύγονταν, εάν απολύονταν μερικές εκατοντάδες χιλιάδες δημοσίων υπαλλήλων. Είδαμε και δημοσίους υπαλλήλους που περίμεναν εναγωνίως να καταργηθούν υπηρεσίες «άλλων», ώστε να υλοποιηθούν τα «πλαφόν» της τρόικας, χωρίς να βρεθούν οι ίδιοι στο στόμα του Μινώταυρου. Τουλάχιστον μέχρι τον επόμενο «γύρο».
Στο τρίτο του επίπεδο, ο «κοινωνικός αυτοματισμός» δεν χρειάστηκε, ούτε χρειάζεται την ιδέα (βάσιμη ή απατηλή) ότι υπάρχει σχέση αιτίου – αιτιατού ανάμεσα στην ημέτερη «ζωή» και το «θάνατο» άλλων. Επιθυμείς την καταβαράθρωση του άλλου, διότι δεν θέλεις να νιώθεις εσύ ότι βρίσκεσαι ανάμεσα στους χειρότερα καταβαραθρωμένους. Κι αν βρίσκεσαι, τουλάχιστον να μην νιώθεις μόνος, εκεί. Σ’ αυτό του το επίπεδο, ο «κοινωνικός αυτοματισμός» θυμίζει κάτι συγκλονιστικό, ανατριχιαστικό, από το «Ουδέν Νεώτερον από το Δυτικών Μετωπών» του Έριχ Μαρία Ρεμάρκ: Τη μάνα του νεκρού φαντάρου, που όταν έμαθε το φρικτό μαντάτο από το συμπολεμιστή και φίλο του παιδιού της, τον «κάρφωσε» με ένα μοχθηρό βλέμμα και τον ρώτησε: «Κι εσύ γιατί ζεις;»…
Ας μη μας διαφεύγουν, λοιπόν, όσα ακανθώδη και δηλητηριώδη βιώσαμε επί Μνημονίων. Και ας δούμε την απειλή, εγκαίρως, στις πραγματικές της διαστάσεις – όρος εκ των ων ουκ άνευ, για κάθε ρεαλιστική θεώρηση της κατάστασης σήμερα και για αποτελεσματική δράση, αύριο.
Προϋπόθεση, φυσικά, είναι να καταλαγιάσει αυτή η ξεχωριστή ευφορία, που απορρέει από τη σωστή διαπίστωση ότι η παρούσα κρίση έδειξε πόσο σημαντικό είναι να παραμείνει η Υγεία δημόσιο αγαθό και εξευτέλισε νεοφιλελεύθερα δόγματα. Όχι επειδή τα παραπάνω δεν είναι χρήσιμα και αξιοποιήσιμα, ασφαλώς και είναι. Αλλά διότι αφορούν ένα περιορισμένο τμήμα «της γραμμής του μετώπου» εναντίον του ιδεολογικού και πολιτικού οπλοστασίου του σύγχρονου, αδίστακτου καπιταλισμού. Διότι, από μόνα τους, δεν «ξεριζώνουν» τα ισχυρά πρότυπα που συντείνουν στον κοινωνικό κατακερματισμό. Διότι, τέλος, ξέρουμε καλά πόσοι συστημικοί «λυτοί και δεμένοι»… θα ορμήσουν στη «μάχη» που θα δοθεί για τα συμπεράσματα, τα κατασταλάγματα από την κρίση του Covid -19, κλπ.
Ναι, είναι σίγουρα απολαυστικό να βλέπεις τον Εμανουέλ Μακρόν να διακηρύττει ότι υπάρχουν κοινωνικά αγαθά που πρέπει να «τοποθετηθούν εκτός των αγορών» και τον Μπόρις Τζόνσον να ανακαλύπτει ότι υφίσταται κοινωνία κι όχι μόνο «άτομα με τις οικογένειές τους», όπως διατεινόταν η Θάτσερ. Είναι ακόμη απολαυστικότερο να βλέπεις τον Στέφανο Μάνο να καταλογίζει μεγάλη αδυναμία στον ιδιωτικό τομέα. Θα ήταν όμως εγκληματική αφέλεια να πιστέψει κανείς πως όλα τούτα θα απολήξουν σε κάτι «ριζοσπαστικότερο» από το αίτημα για μια νέα «κοινωνικοποίηση» των ζημιών, σε παγκόσμιο επίπεδο. Όχι, δεν πρόκειται να επιστρέψουν στον Κέϊνς οι οικονομικές και πολιτικές ελίτ, ούτε θα συμπεράνουν ότι ο νεοφιλελευθερισμός κατέληξε «μη λειτουργικός». Όσο για τις οπισθοχωρήσεις που γίνονται σήμερα στο ρητορικό πεδίο, αυτές, αν μπορούν να εκληφθούν ως πραγματική κίνηση, μοιάζουν με την κίνηση του άλτη στο μήκος: πηγαίνει προς τα πίσω, για να πάρει φόρα… Ας το συνειδητοποιήσουμε καλά, από σήμερα.
ΥΓ: Με την είδηση του θανάτου του Αλμπέρ Ουντερζό, πολλοί θυμηθήκαμε περιστατικά και ατάκες που είχαμε διαβάσει στον Αστερίξ. Εκείνη η ατάκα του Ρωμαίου αξιωματικού «διατάσσεστε να δηλώσετε εθελοντές» φαίνεται πως έχει απογόνους που της μοιάζουν καταπληκτικά. Στην Ελλάδα το επιβεβαιώνει πρόσφατη Κοινή Υπουργική Απόφαση, με τη διατύπωση: «Άδειες άνευ αποδοχών που έχουν συμφωνηθεί μεταξύ εργαζομένων και επιχειρήσεων-εργοδοτών… ». Ναι, «έχουν συμφωνηθεί»… Πάλι καλά που δεν μας είπαν ότι οι εργαζόμενοι απείλησαν να παραιτηθούν αν δεν μειωθεί ο μισθός τους, όπως έκανε ο «Μανωλιός», για να κάμψει τους δισταγμούς του εργοδότη Λάμπρο Κωνσταντάρα, στη γνωστή ελληνική ταινία.