Εάν η «απορία ψάλτου» είναι… ο βήχας, κάθε αμηχανία και «παγωμάρα» της κυβέρνησης Μητσοτάκη εύκολα επισύρει κάτι βολικότερο: «Καταχώνιασμα» των θεμάτων που προκάλεσαν την ενόχληση. Με τόση ισχύ που διαθέτει στα ΜΜΕ η κυβέρνηση, γιατί να μην αποφεύγει ακόμη και τον βήχα; Προτιμότερη είναι η τάχιστη παράδοση του ακανθώδους ζητήματος στη λήθη. Όπως ακριβώς συνέβη με τις δηλώσεις που έκανε για τη Λιβύη, πριν από λίγες ημέρες, ο αναπληρωτής σύμβουλος του πρωθυπουργού για θέματα εθνικής ασφάλειας, Θάνος Ντόκος.
Σύμφωνα με τον κ. Ντόκο, η ελληνική εξωτερική πολιτική έκανε λανθασμένη «επένδυση» στον Χαφτάρ. Επί λέξει: «Έχει αλλάξει το momentum της σύγκρουσης. Από εκεί που είχαμε “επενδύσει” και εμείς, όταν φαινόταν ότι έχει το πάνω χέρι, πλέον φαίνεται ότι χάνει στο πεδίο των μαχών και ίσως οι πολιτικές του μέρες να είναι μετρημένες».
Δεν περιορίστηκαν όμως σε αυτό οι δυσάρεστες, για τη στρατηγική της Αθήνας, διαπιστώσεις που διατύπωσε ο σύμβουλος του Κυριάκου Μητσοτάκη. Παρατήρησε πως το τουρκολυβικό μνημόνιο «δεν είναι υψηλή προτεραιότητα» για τις ΗΠΑ και την ΕΕ. Γι’ αυτό, πρόσθεσε, Ουάσινγκτον και Βρυξέλλες «δεν πρόκειται να το ανταλλάξουν με κάποιο δικό τους συμφέρον». Άρα, «είναι μια πραγματικότητα με την οποία θα πρέπει να ζήσουμε για κάποιο διάστημα, μέχρι να βρούμε τρόπους να το υπονομεύσουμε».
Δεν χρειάζεται να είναι κανείς εμπειρότατος αναλυτής ή ειδικός στις διεθνείς σχέσεις, για να αντιληφθεί ότι οι παραδοχές του Θ. Ντόκου ουσιαστικά δείχνουν πόσο σαθρό αποδεικνύεται το «αφήγημα», περί «επιτυχούς» ελληνικής στρατηγικής και συνακόλουθης «απομόνωσης του Ερντογάν». Εάν μάλιστα είναι κανείς έμπειρος, θα διαγνώσει αδυναμία της κυβέρνησης να τηρήσει ακόμη και κώδικες που παραπέμπουν στην «αλφαβήτα» της εξωτερικής πολιτικής.
Όπως επεσήμανε, πρόσφατα, μιλώντας σε ραδιοφωνική εκπομπή ο καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων, Σωτήρης Ρούσσος, δεν είναι καθόλου σοφό να τάσσεται αναφανδόν υπέρ ενός εμπλεκόμενου – σε ένοπλη αναμέτρηση- μέρους κυβέρνηση άλλου κράτους, που δεν μπορεί να επηρεάσει άμεσα και καθοριστικά την έκβαση της σύγκρουσης. Διότι, ακόμη και αν δοθεί στην εμπόλεμη χώρα μια συμβιβαστική, πολιτική λύση, μοιραία θα αντιμετωπισθούν με μικρότερη προσοχή τα «στρατηγικά συμφέροντα» του «τρίτου» που έχει νωρίτερα εκτεθεί, ως ανοικτός υποστηρικτής της μιας αντιμαχόμενης πλευράς και – άρα- εχθρός της άλλης.
Η αλήθεια είναι ότι την κυβέρνηση Μητσοτάκη τη διέπει μια ροπή προς ενθουσιώδεις, εσπευσμένες «υιοθεσίες» παραγόντων σε άλλες χώρες, όπως έδειξε και ο… ζήλος της στην περίπτωση του Γκουαϊδό, στη Βενεζουέλα (ένας ζήλος που, λόγω των εξελίξεων, έλαβε διαστάσεις σχεδόν ανεκδοτολογικές). Προτού διαπιστώσουμε αν θα επεκταθεί και σε άλλη ήπειρο ο ενθουσιασμός της… μαζορέτας (έτσι λέγονται τα κορίτσια που χορεύουν και φωνάζουν συνθήματα υπέρ ομάδων μπάσκετ, μπέιζμπολ και αμερικανικού ποδοσφαίρου, στα γήπεδα), έχουμε την ευκαιρία, κρατώντας τα μάτια μας στραμμένα στη Μ. Ανατολή, να δούμε την πραγματικότητα να δοκιμάζει βασανιστικά ορισμένα θεμελιώδη «θέσφατα» της ελληνικής πολιτικής ελίτ.
Το γεγονός ότι στη Λιβύη «τα βρήκε σκούρα» ο… ήρωας του Νίκου Δένδια, στρατάρχης Χαλίφα Χαφτάρ, υπογραμμίζει μεν αυτό που τόνισε κι ο Θ. Ντόκος, αλλά μια «λανθασμένη επένδυση» τέτοιου τύπου έχει μικρότερη βαρύτητα από άλλη παράμετρο: Σε μία ακόμη χώρα, σε ένα ακόμη «ανοικτό μέτωπο», διαψεύστηκε σκληρά η προσδοκία πως η Ουάσιγκτον θα βρισκόταν αντιμέτωπη με τα σχέδια της Άγκυρας. Της «απρόβλεπτης και δύστροπης Άγκυρας», που «κάνει παιχνίδια» με τη Μόσχα και η οποία κάποια στιγμή (το… μέγα όραμα των Αθηνών) θα πληρώσει για αυτήν της την αυθάδεια, υφιστάμενη δραματική υποβάθμιση, προς όφελος της Ελλάδας, στην «πυραμίδα» του «ατλαντισμού»…
Στην Ελλάδα δεν κρυβόταν αυτός ο ευσεβής – μα και αφελής- πόθος, όταν οι ΗΠΑ «άναβαν το πράσινο φως» για την επέμβαση της Τουρκίας στη Β. Συρία. Δεν κρυβόταν κι όταν (πρώτη εβδομάδα του περασμένου Μαΐου) ο Αμερικανός υφυπουργός Εξωτερικών, Χένρι Γούστερ, ξεκαθάριζε πως η αμερικανική κυβέρνηση ήταν αντίθετη στην επίθεση του Χαφτάρ εναντίον της Τρίπολης, καταλογίζοντας μάλιστα στον εν λόγω στρατάρχη «προβληματική» ανάπτυξη σχέσεων με τον Σύρο πρόεδρο Μπασάρ αλ Άσαντ.
Μια αιώνια παρηγορητική θεώρηση για… στρουθοκάμηλους
Το χειρότερο δεν είναι, λοιπόν, πως η Ελλάδα έγινε μαζορέτα μιας «ευκαιριακής» ομάδας, όπως αυτή του Χαφτάρ στη Λιβύη. Το βαθύτερο πρόβλημα είναι πως η Ελλάδα συνεχίζει να ενεργεί ως μαζορέτα των ΗΠΑ, αλλά και του Τελ Αβίβ (περισσότερα γι’ αυτό στη συνέχεια), χωρίς να μπορεί κάποιος απολογητής της στρατηγικής της να δώσει μια πειστική απάντηση στο λογικό ερώτημα τι ακριβώς αποκομίζει. Εδώ ναι, «κολλάει» το «απορία ψάλτου, βηξ»…
Αλλά ενίοτε, έπειτα από το βήξιμο, οι «ψάλτες» κάτι ψελλίζουν… Αρχίζει λοιπόν να διαδίδεται μια παρηγορητική θεωρία, η οποία θυμίζει κάπως ορισμένα «θύματα» ερωτικής απιστίας, που όταν δεν μπορούν να αρνηθούν το «κακό», το αποδίδουν στην «περίεργη φάση που περνά» ο άλλος ή η άλλη. Κατ’ αναλογία, η… εγνωσμένη αγάπη της Ουάσιγκτον προς την Αθήνα αδυνατεί προσωρινά να αποτρέψει τις «αταξίες» και «απιστίες της πρώτης, επειδή στο Λευκό Οίκο βρίσκεται ο Ντόναλντ Τραμπ, που έχει μια ιδιαίτερη αδυναμία στον Ερντογάν. Λες κι αν οι ΗΠΑ τελούσαν υπό την προεδρία άλλου προσώπου, θα ωθούσαν τον Ερντογάν βαθύτερα στην αγκαλιά του Πούτιν («λυκοσυμμαχία» μεν, ανθεκτική ως τώρα, δε). Λες και δεν αφθονούν οι ιστορικές αποδείξεις για το μεγάλο και αμείωτο ειδικό βάρος που διαθέτει η Τουρκία στους γεωπολιτικούς και στρατηγικούς σχεδιασμούς των ΗΠΑ.
Είναι αλήθεια, όμως, ότι προεκτείνεται- εκ παραδόσεως- και στο πεδίο των… εξηγήσεων ο στρουθοκαμηλισμός που χαρακτηρίζει την κρυφή, εγχώρια «μεγάλη ιδέα», δηλαδή πως κάποτε η πειθήνια Ελλάδα θα επιβραβευτεί και θα γίνει «χαλίφης στη θέση του χαλίφη». Με άλλα λόγια: Δεν ήταν ποτέ λανθασμένος ο τρόπος με τον οποίον η ελληνική ελίτ «ακτινογραφούσε» τα σχέδια και τη στρατηγική των εκάστοτε ισχυρών «συμμάχων». Οι άτιμες οι συγκυρίες έφταιγαν, που το πράγμα «ερχόταν αλλιώς»…
Οι Άγγλοι και Γάλλοι θα υποστήριζαν μέχρι τέλους την ελληνική επεκτατική εκστρατεία του 1919 στη Μ. Ασία, εάν δεν επέστρεφε ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, τον Δεκέμβριο του 1920. Το καλοκαίρι του 1974 η Ουάσιγκτον δεν θα επέτρεπε στην Τουρκία να εισβάλλει στην Κύπρο και να καταλάβει το βόρειο τμήμα του νησιού, «καίγοντας» έτσι και το καθεστώς του «πιστού σκυλιού» των ΗΠΑ, Δημ. Ιωαννίδη, εάν τότε δεν υπήρχε «κενό εξουσίας» στις ΗΠΑ, λόγω του σκανδάλου Γουότεργκέϊτ. Μπορεί πχ για το 1955 ή το 1987 να μην έχουν ανιχνευτεί «ειδικές συνθήκες» και αμερικανικά «κενά εξουσίας» που να εξηγούν τα αντίστοιχα «αβανταρίσματα», αλλά, δεν πειράζει, η βιομηχανία καλλιέργειας αυταπατών συνεχίζει να λειτουργεί, έστω και με ορισμένα «κενά»…
«Φυσικό» είναι λοιπόν να τα «εξηγεί» όλα η προσωπική αδυναμία, την οποία τρέφει ο Τραμπ για τον Ερντογάν… Και στο «δια ταύτα», τι πρέπει να κάνει η επίσημη Ελλάδα; Την καρδιά της πέτρα, την υπομονή της βουνό και την επιμονή της φορτική: Να δηλώνει κάθε εβδομάδα και ένας διαφορετικός κυβερνητικός αξιωματούχος ότι ο ελληνικός στρατός θα ματώσει και στο μέλλον μαζί με τον αμερικανικό (δεν ξέρουμε πού και γιατί, ακριβώς, αλλά θα το βρούμε), στα πρότυπα της αμίμητης δήλωσης που έκανε τον περασμένο Νοέμβριο ο υπουργός Άμυνας, Νίκος Παναγιωτόπουλος. Τότε που μας υποχρέωσε να αναρωτηθούμε αν επιστρέψαμε στα χρόνια του εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα ή του πολέμου στην Κορέα.
Και, ποιος ξέρει, ίσως αυτή η διαρκής υπόμνηση της ιδιότητας της «δεδομένης» χώρας να συγκινήσει, να φιλοτιμήσει τον Τραμπ, ή, έστω, τον διάδοχό του, είτε αυτός εγκατασταθεί στο Λ. Οίκο το 2021 είτε το 2025. Άλλωστε η… χαρωπή ενέργεια της μαζορέτας χρειάζεται και ως αντίβαρο στο προφανές, τρέχον «ξεφούσκωμα» των μεγαλεπήβολων ενεργειακών σχεδίων που είχαν εξυφανθεί για την Ανατολική Μεσόγειο, τροφοδοτώντας την προσμονή πως είχαμε συγκροτήσει μια αδιαπέραστη ασπίδα με τις ΗΠΑ, το Ισραήλ και τη Γαλλία. Οι πλέον ευφάνταστοι μάλιστα, ίσως ονειρεύονταν και κάποια αναβίωση της ναυμαχίας του Ναυαρίνου, αλλά στ’ ανοικτά της Κύπρου. Με εμάς να τρώμε ποπ κορν, παρακολουθώντας με αγαλλίαση τα πολεμικά σκάφη των άλλων χωρών της… αδελφότητας των υδρογονανθράκων να αναχαιτίζουν το στόλο του «σουλτάνου»….
Υπάρχει όμως και το ακόμη χειρότερο: Η ελληνική εξωτερική πολιτική, ως μαζορέτα κάνει «διπλή βάρδια»: Ζητωκραυγάζει και μοχθεί υπέρ των ΗΠΑ, αλλά και του Ισραήλ, σε βαθμό ιδιαζόντως ειδεχθή. Χαρακτηριστικό και πολύ σημαντικό: Ως την ώρα που γράφονταν αυτές οι αράδες, η ελληνική κυβέρνηση δεν είχε «βγάλει κιχ» για την πρόθεση του Τελ Αβίβ να προχωρήσει στις γνωστές προσαρτήσεις παλαιστινιακών εδαφών, από την 1η Ιουλίου.
Την αντίθεσή τους στις προσαρτήσεις έχουν εκφράσει η κυβερνήσεις της Γερμανίας, «διακριτικότερα» της Αγγλίας (κι ας είναι ο Μπόρις Τζόνσον ό,τι «πλησιέστερο» στον Τραμπ, στη Δυτική Ευρώπη) και, περισσότερο αυστηρά, η Γαλλία.
Και ούτε μία λέξη στο ανακοινωθέν…
«Αν οι Ισραηλινοί αποφασίσουν να προχωρήσουν στη διαδικασία προσάρτησης, θα είμαστε υποχρεωμένοι να αντιτάξουμε μέτρα που θα έχουν συνέπειες στις σχέσεις ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη-μέλη της και το Ισραήλ», δήλωσε προ ημερών ο υπουργός Εξωτερικών της Γαλλίας, Ζαν – Ιβ Λε Ντριάν. Προειδοποίησε μάλιστα το Τελ Αβίβ να μην επαναπαύεται, με τη σκέψη ότι θα εμποδίσουν την καταδίκη του χώρες όπως η Ουγγαρία και οι Πολωνία. Διότι, πρόσθεσε, «και αν ορισμένα ευρωπαϊκά κράτη διαφοροποιηθούν επί του θέματος, ο κανόνας της ομοφωνίας δεν εφαρμόζεται σε όλα τα ευρωπαϊκά προγράμματα στα οποία συμμετέχει το Ισραήλ». Μεταξύ άλλων, είπε, η ΕΕ θα μπορούσε «να ενισχύσει τον έλεγχο επί της προέλευσης των εισαγομένων προϊόντων». Εκείνο που δεν θα μπορούσε η ΕΕ, κατά τον επικεφαλής της γαλλικής διπλωματίας, είναι «να αφήσει αναπάντητη μια απόφαση τέτοιας βαρύτητας».
Ανεξαρτήτως του τι θα γίνει ή δεν θα γίνει, τελικά, με τις προειδοποιήσεις αυτές, το βέβαιο είναι ότι η ελληνική εξωτερική πολιτική χρεώνεται πολλά, εξ αιτίας της απωθητικά ακραίας φιλο- ισραηλινής υφής της.
Πρώτον, βρίσκεται εκ των πραγμάτων στο ίδιο μήκος κύματος με ακροδεξιές ηγεσίες χωρών, στις οποίες (τι ειρωνεία!) ανθεί εκ παραδόσεως ο ρατσισμός, αλλά και ο πραγματικός αντισημιτισμός. Ο αληθινός… Όχι αυτός που ξεπροβάλλει, μονότονα και σχεδόν αυτόματα, στην ορολογία του ισραηλινού κράτους και των θλιβερών «κατά τόπους» φερέφωνων, για να λεκιάσει κάθε στηλίτευση του απαρτχάιντ εναντίον των Παλαιστινίων.
Δεύτερον, ανεχόμενη την καταστρατήγηση θεμελιωδών κανόνων δικαίου, για χάρη του Τελ Αβίβ και του ακροδεξιού Νετανιάχου, η Αθήνα «πριονίζει» το κλαδί, πάνω στο οποίο έχει – θεωρητικά- στηρίξει ολόκληρη τακτική και στρατηγική αναχαίτισης των κινήσεων και αξιώσεων της Άγκυρας.
Τρίτον, όλα τούτα η Ελλάδα τα πράττει και τα χρεώνεται, χωρίς καν να «παίρνει» μια αναφορά στην Τουρκία και τον Ερντογάν, στο κοινό ανακοινωθέν που εκδόθηκε μετά τη συνάντηση Νετανιάχου – Μητσοτάκη, στο Τελ Αβίβ. Ούτε καταδίκη του συμφώνου Τουρκίας – Λιβύης… (Αναλυτικό το πρόσφατο σημείωμα του Λεωνίδα Βατικιώτη στο kommon.gr).
Ανεξήγητο; Κάθε άλλο. Το Ισραήλ επιθυμεί να κρατά ανοικτή την πόρτα για ενδεχόμενη συνεννόηση ή και ουσιαστική βελτίωση σχέσεων με τον σημαντικό περιφερειακό «παίκτη», την Τουρκία. Το Ισραήλ, επίσης, δεν έχει κανένα λόγο να δυσαρεστήσει την Ουάσιγκτον, η οποία προσέχει τις κινήσεις της απέναντι στην «δύσκολη» Άγκυρα, με την ευλάβεια που διακρίνει κάποιον… μεταφορέα νιτρογλυκερίνης. Κι αν το Τελ Αβίβ δεν επιθυμεί γενικά να στενοχωρεί τις ΗΠΑ, όταν δεν το κρίνει αναγκαίο, είναι ηλίου φαεινότερο πως θα το αποφύγει… δέκα φορές σε μία συγκυρία, όπως αυτή.
Τώρα, που ο Τραμπ «καλύπτει» και τις πλέον βάναυσες πτυχές τις ισραηλινής επιθετικότητας; Τώρα, που η Ουάσινγκτον εκπόνησε τέτοιο «σχέδιο» για το παλαιστινιακό; Τώρα, που οι ΗΠΑ, όχι μόνο ακύρωσαν τη συμφωνία με την Τεχεράνη, όπως ζητούσε το Ισραήλ, όχι μόνο δολοφόνησαν τον Κασέμ Σουλεϊμανί, αλλά μεθοδεύουν σε βάρος του Ιράν οικονομική πίεση που φιλοδοξούν να αγγίξει τα όρια του «στραγγαλισμού»; Τώρα θα έκανε το χατίρι ο Νετανιάχου στην ελληνική κυβέρνηση, να δεχθεί αναφορές σε βάρος της Άγκυρας; Γιατί; Μήπως η… μαζορέτα πρόκειται να τιθασεύσει την αιθεροβάμονα έξαψή της; Τίποτε δεν δείχνει ότι σκέφτεται κάτι τέτοιο, η ηγεσία μιας χώρας που προβάλλει ως μέγα πλεονέκτημα την ιδιότητα της «δεδομένης».
Η μαζορέτα χορεύει και χωρίς ανταλλάγματα… Κι αν τύχει να αναγνωρίσει κανένας Ντόκος ορισμένα από τα προφανή, αναλαμβάνουν δουλειά οι εγχώριες επικοινωνιακές, «μιντιακές» μαζορέτες και οι ύμνοι πνίγουν τις παραδοχές. Σιγά το δύσκολο… Αλλά η πραγματικότητα παραμένει αμείλικτη και η διαφορά μεγάλη: Οι μαζορέτες των γηπέδων, αν κάτι δεν υπολογίσουν σωστά, το πολύ – πολύ να στραμπουλήξουν κανέναν αστράγαλο. Οι μαζορέτες – ηγεσίες χωρών, όμως, πολλούς και πολλά μπορούν να πάρουν στον ερεθισμένο από «όρκους πίστης» λαιμό τους…