Τοποθέτηση του Σύγχρονου Κομμουνιστικού Σχεδίου
1. Εισαγωγή
Ο ελληνοτουρκικός ανταγωνισμός έχει έναν ιστορικά εξελισσόμενο και ιδιαίτερο χαρακτήρα.
Κύριο στοιχείο του είναι η ένταση που κυριαρχεί ύστερα από μικρής διάρκειας υφέσεις.
Η ένταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις δεν προέρχεται από την «προαιώνια έχθρα» ή τα «τετρακόσια χρόνια σκλαβιάς», την «επιθετική φύση των Τούρκων». Δεν εδράζεται στο «διαρκές δίκαιο» της ελληνικής ή της τουρκικής «φυλής», όπως πλασάρουν αντιδραστικές θεωρήσεις και στις δυο όχθες του Αιγαίου.
Αντίθετα, έχει τις ρίζες της στην κεφαλαιοκρατική φύση των δυο κοινωνιών γενικά, ειδικότερα στους γεωπολιτικούς ενδοϊμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς και διαρκείς και εξελισσόμενες παρεμβάσεις (κυρίως αμερικανονατοϊκές) που παίρνουν οξυμένη μορφή λόγω του ειδικού βάρους της περιοχής, στην πάλη των τάξεων, στη συγκεκριμένη ιστορική εξέλιξη που ήρθε ως συνισταμένη των πολλαπλών θελήσεων αυτών των τάξεων και των εκπροσώπων τους στις δυο χώρες.
Φέρει επίσης το ιστορικό φορτίο της έκβασης πολλαπλών πολέμων (εθνικοαπελευθερωτικοί ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, Βαλκανικοί Πόλεμοι, Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, Ιμπεριαλιστική επέμβαση 1919- 1922 και Μικρασιατική Εκστρατεία, Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, Κυπριακοί Πόλεμοι κ.α.).
Η ένταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις επηρεάζεται και από την μεταβαλλόμενη οικονομικοκοινωνική ισχύ του κάθε κράτους.
Τα τελευταία χρόνια, ο ελληνοτουρκικός ανταγωνισμός έχει εισέλθει σε μια καινούρια φάση έντασης που έχει οδηγήσει σε μια ιδιαίτερα επικίνδυνη κλιμάκωση. Πολλαπλά σημάδια επιβεβαιώνουν αυτή την εκτίμηση: πυρετώδης διπλωματικός πόλεμος, εμφάνιση «κυβερνοπολέμου», έμμεσες πολεμικές απειλές, προσφυγικό, casusbelli από την Τουρκία, μονομερείς ενέργειες, γεωτρήσεις συνοδεία φρεγατών, επιθετική ρητορεία από τα πιο επίσημα χείλη, σχέδια για νέες στρατιωτικές «αγορές του αιώνα», εθνικιστική έξαρση κ.α.
Μέσα σε αυτό το κλίμα ενισχύονται στην Ελλάδα οι αστικές φωνές και τάσεις για «φιλικούς συμβιβασμούς», «συνεκμεταλλεύσεις» και «μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης».
Οι φωνές αυτές διασταυρώνονται ταυτόχρονα με ισχυρές σχετικά φωνές που επιδιώκουν μια δυναμική φιλοπόλεμη στάση.
Μεταξύ αυτών των δυο αστικών ρευμάτων, που εμφανίζονται και εντός της κυβέρνησης Μητσοτάκη, αναπτύσσεται (και αποκαλύπτεται) μια υποβόσκουσα αντιπαράθεση (αλληλοσυγκρουόμενες δηλώσεις μεταξύ των υπουργών Εξωτερικών και Άμυνας).
Φυσικά δεν βρισκόμαστε σε μια «πολεμική» φάση ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία με άμεσο και επείγοντα χαρακτήρα.
Παρόλο που τελευταία ακούγονται φωνές και από τα δυο μέρη για έναν υπό όρους συμβιβασμό, εντούτοις, ο ελληνοτουρκικός ανταγωνισμός βρίσκεται σε μια φάση η οποία εγκυμονεί, όχι μόνον κάποιο «θερμό επεισόδιο», αλλά, μεσοπρόθεσμα και αν δεν παρέμβουν αποφασιστικά τα λαϊκά κινήματα και στις δυο χώρες, τον κίνδυνο μιας ανεξέλεγκτης, ως προς τις επιπτώσεις, πολεμικής πορείας.
Η υποτίμηση του κινδύνου για την ειρήνη και του κινδύνου για μια πολεμική αναμέτρηση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας είναι ανεπίτρεπτη. Ανεπίτρεπτος είναι και ο εγκλωβισμός σε εκτιμήσεις ότι ένα θερμό επεισόδιο μπορεί και πάλι να ελεγχθεί σχετικά εύκολα και να οδηγήσει σε κάποιον ειρηνικό συμβιβασμό (όπως αυτή με το «Χόρα», το 1976, ή με το «Πιρί Ρέις», το 1987, ή ακόμη όπως αυτό των Ιμίων, με τους τρεις νεκρούς έλληνες στρατιωτικούς το 1996) χωρίς πολεμική αναμέτρηση γενικευμένου χαρακτήρα.
Η γεωστρατηγική αναβάθμιση του χώρου της Αν. Μεσογείου μετά την ανακάλυψη και δυνητική καπιταλιστική εκμετάλλευση των κοιτασμάτων φυσικού αερίου στον υποθαλάσσιο χώρο της, οι αλλαγές στους συσχετισμούς των μεγάλων δυνάμεων, η ριζική αλλαγή συσχετισμού μεταξύ ελληνικού και τουρκικού καπιταλισμού σε βάρος του πρώτου και η παγκόσμια εκτίναξη των ανταγωνισμών μετά τη δομική καπιταλιστική κρίση, είναι μια σειρά αντικειμενικών παραγόντων και τάσεων, που έχουν οδηγήσει τον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό σε αυτή την ποιοτικά νέα κλιμάκωση με τη θέληση αλλά και πάνω από τη θέληση των ιθυνόντων προσώπων και θεσμών.
2. Η Μεσόγειος, ισχυρό γεωπολιτικό κέντρο, δρόμος εμπορίου και πηγή ενεργειακού πλούτου
Η Μεσόγειος ιστορικά είναι ισχυρή γεωπολιτική περιοχή διαφιλονικούμενη ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις. Ολόκληρες αυτοκρατορίες οικοδομήθηκαν μέσα από την προσεκτική κατάληψη και διατήρηση ζωτικών γεωγραφικών σημείων, όπως το Γιβραλτάρ, η Γιάλτα, η Κύπρος, η Κρήτη, τα Δαρδανέλια, ο Βόσπορος, ειδικά – μετά το 1870 – η Διώρυγα του Σουέζ, ως βασικά ρυθμιστικά σημεία ελέγχου.
Η Μεσόγειος γενικά και η Ανατολική Μεσόγειος ειδικότερα είναι, επιπλέον, ενεργειακός δρόμος καθώς τα τελευταία χρόνια αγωγοί πετρελαίου και φυσικού αερίου από την ευρύτερη περιοχή της Κασπίας, του Καυκάσου και της Μέσης Ανατολής καταλήγουν στις νοτιοανατολικές ακτές της. Στις περιοχές της μεσογειακής λεκάνης, και στο νέο αιώνα, έχουμε τη μεγαλύτερη θαλάσσια κυκλοφορία, κυρίως λόγω και της μεταφοράς ενεργειακών πόρων με πλοία από τα λιμάνια της Ανατολικής Μεσογείου. Γεγονός που συνδέεται και με το ότι η Αλγερία και η Λιβύη (μαζί με τη Νιγηρία) αποτελούν τις κύριες παραγωγούς χώρες πετρελαίου και φυσικού αερίου σε ολόκληρη την αφρικανική ήπειρο. Καθώς επίσης ότι μεγάλο μέρος του πετρελαίου της Μέσης Ανατολής, (η Σαουδική Αραβία είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός πετρελαίου στον κόσμο), διακινείται μέσω της Μεσογείου.
Μετά μάλιστα και την επιστημονικοτεχνική επανάσταση που άλλαξε τα δεδομένα και τις δυνατότητες άντλησης πετρελαίου και αερίου από μεγάλα βάθη, η Ανατολική Μεσόγειος, το Αιγαίο, η Αδριατική Θάλασσα, το Ιόνιο και το Λιβυκό και Κρητικό πέλαγος είναι και πηγές διαπιστωμένων και εκμεταλλεύσιμων ενεργειακών κοιτασμάτων. Παρά το γεγονός ότι η μεγάλη μείωση των τιμών πετρελαίου και φυσικού αερίου, λόγω της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης που ξέσπασε μετά την πανδημία του κορονοϊού, κάνει προσωρινά ασύμφορη την άντλησή τους, η σημασία αυτών των κοιτασμάτων παραμένει μελλοντικά, πολύ περισσότερο αφού συνδέεται με την αμερικανική στρατηγική «απεξάρτησης της ΕΕ» από το ρωσικό αέριο.
Το ζητούμενο για τους λαούς της περιοχής, είναι πώς το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο θα γίνουν στρατηγικό εργαλείο αποτροπής πολεμικών και περιβαλλοντολογικών κινδύνων.
Στρατηγική απάντηση σε αυτό το δραματικά επίκαιρο και αναγκαίο ζητούμενο μπορεί να δοθεί μόνο αν αλλάξουν ποιοτικά οι όροι παραγωγής και κατανάλωσης γενικά, αν αλλάξει όχι μόνο το πώς και πόσο παράγεται αλλά και το τι και γιατί παράγεται. Αν δηλαδή αρχή και τέλος της παραγωγής και κατανάλωσης είναι ο άνθρωπος και όχι το κέρδος και το κεφάλαιο, αν τα μέσα παραγωγής και η επιστήμη βρίσκονται στα χέρια της εργατικής τάξης και προοπτικά, όλης της κοινωνίας. Ως τότε μπορούν, ωστόσο, να αναζητηθούν, να διεκδικηθούν και να επιβληθούν από τους λαούς κατακτήσεις που αποτρέπουν τον κίνδυνο του πολέμου, μειώνουν τα περιβαλλοντολογικά προβλήματα, καλλιεργούν ένα κλίμα – εύθραυστο και ανά πάσα στιγμή διαφιλονικούμενο – καλής γειτονίας.
Μια τέτοια πολιτική αξίζει να διερευνηθεί και με προοπτική να υπηρετηθεί.
3. Η ανατολική Μεσόγειος και η διπλωματία των αγωγών και των ΑΟΖ
Στις αρχές του περασμένου αιώνα γεννήθηκε η «διπλωματία του πετρελαίου» η οποία άρχισε να χαράσσει τις στρατηγικές και να διαμορφώνει τις αντίστοιχες τακτικές επιλογές των μεγάλων δυνάμεων αλλά και ενώσεων κρατών.
Στο τελευταίο τέταρτο του 20ου και στο νέο αιώνα η «διπλωματία του πετρελαίου» συμπληρώνεται από την πολιτική των αγωγών και των ΑΟΖ. Πολιτική που αφορά στους γεωπολιτικούς συσχετισμούς οι οποίοι διαμορφώνουν τον σχεδιασμό και την πιθανότητα χάραξης πετρελαιαγωγών ή αγωγών φυσικού αερίου από τους τόπους παραγωγής και εξόρυξης στις καταναλωτικές αγορές.
Δημιουργούνται έτσι νέες συνθήκες ανταγωνισμού και ισορροπιών λόγω των αυξανόμενων ενεργειακών αναγκών.
Οι ανταγωνισμοί αυτοί εξελίσσονται στην περιοχή της Μεσογείου και του Αιγαίου.Στη Μεσόγειο των 20 και πάνω μεγάλων λιμανιών διακινούνται πάνω από 800 εκατ. τόνοι εμπορευμάτων μέσω της διώρυγας του Σουέζ, 598 εκατ. τόνοι διακινούνται με μέσα ναυτιλίας μικρών αποστάσεων.
Η ανατολική Μεσόγειος ειδικά είναι η μια από τις τρεις κορυφές ενός εξαιρετικού ενδιαφέροντος, από την άποψη των συμφερόντων, γεωπολιτικού τριγώνου του οποίου οι άλλες δυο βρίσκονται στην Κασπία Θάλασσα και τον Περσικό Κόλπο.
Σε αυτό το «τρίγωνο της κρίσης» περικλείονται το 40% και πάνω των παγκόσμιων ενεργειακών αποθεμάτων, διακινείται πάνω από το 30% περίπου του παγκόσμιου εμπορίου, διασταυρώνονται οι σύγχρονοι δρόμοι εμπορίου, ο κινέζικος δρόμος του μεταξιού, οι ρωσικές φιλοδοξίες, ο νεοαποικιακός “δυτικός” δρόμος του εμπορίου ντυμένος τα ιταλικά, τα γαλλικά, τα γερμανικά και, διαρκώς, τα αμερικάνικα ρούχα ιμπεριαλιστικής εκστρατείας ως κινητήριες δυνάμεις της καπιταλιστικής αγοράς και του πολιτισμού της.
Η σαθρή, αναιμική και, κυρίως, βαθιά αντιλαϊκή οικονομική μεγέθυνση η οποία διαδέχεται την κρίση που ξέσπασε το 2008, εγκαινίασαν ένα ανώτερο πεδίο ανάπτυξης αλλά και αντιδραστικής αποσύνθεσης του καπιταλισμού.
Ο αιώνιος καπιταλιστικός νόμος, ο ανταγωνισμός, δρα ανελέητα και θα οξυνθεί από την παρούσα κρίση. Δρα τόσο ανάμεσα σε διαφορετικές τάξεις, διαφορετικούς μονοπωλιακούς κλάδους, όσο και στο εσωτερικό του ίδιου κλάδου, στο εσωτερικό διάφορων μερίδων της ίδιας αστικής τάξης, σε έθνη, κράτη, στο εσωτερικό του αραβικού κόσμου.
Εντός αυτής της δυναμικής πραγματικότητας, στα «ευρωασιατικά Βαλκάνια» (Συρία, Ιράν, Ιράκ, Λίβανος, Παλαιστίνη), στην περιοχή του Κόλπου και στην ευρύτερη Μέση Ανατολή, σε μια περιοχή εθνοτικό μωσαϊκό, κράτη, πολυεθνικά μονοπώλια, ομάδες επιχειρήσεων και επιχειρηματιών, σύμμαχοι, «φίλοι» και συνεργάτες από τη μια χρονική περίοδο στην άλλη ονομάζονται εχθροί και τρομοκράτες – και αντιστρόφως– σε έναν, χωρίς τέλος, σκληρό γεωπολιτικό ανταγωνισμό συμφερόντων.
Αυτό το σκηνικό εξελίσσεται και στη Συρία με τον εμφύλιο που πυροδότησαν οι ΗΠΑ, τα υποχείρια και οι σύμμαχοί της στην περιοχή, με το διαρκές και έντονο το ενδιαφέρον και την παρουσία των Μεγάλων Δυνάμεων (ΗΠΑ, Ρωσία, ΕΕ, Γαλλία, Ιταλία, Γερμανία, Κίνα), κυρίως με αεροναυτικές δυνάμεις και στρατιωτικές εγκαταστάσεις και με ενεργή παρέμβαση και άλλων ισχυρών δυνάμεων (Τουρκίας, Αιγύπτου, Ισραήλ) αραβικών χωρών και οργανώσεων.
Το ίδιο σκηνικό εναλλασσόμενων σχέσεων εξελίσσεται και στις σχέσεις Τουρκίας-ΗΠΑ καθώς και στις σχέσεις Τουρκίας- Ισραήλ.
Η πρακτική λειτουργία του διεθνούς συστήματος εκτρέφει εκρηκτικούς ανταγωνισμούς, οξυνόμενες αντιφάσεις. Δημιουργεί νέες σοβαρότατες εμπλοκές ανάμεσα στις βασικές καπιταλιστικές χώρες οι οποίες με τις σειρά τους συμπαρασύρουν και τις μεσαίου και κατώτερου επιπέδου χώρες.
Έτσι η Ανατολική Μεσόγειος αναδεικνύεται για άλλη μια φορά πεδίο έντονων αντιπαραθέσεων, ανταγωνισμών, σύγκρουσης συμφερόντων και γεωστρατηγικών επιδιώξεων που κάτω από ορισμένους όρους, μπορεί να οδηγήσουν σε ρήξεις με όλα τα πολεμικά ενδεχόμενα ανοιχτά.
Η ενδοϊμπεριαλιστική διαπάλη έχει ήδη επιφέρει αλλά και επιφυλάσσει ανείπωτα χτυπήματα στους λαούς της περιοχής με τους πολέμους, την απώλεια ζωών, τον ξεριζωμό, την προσφυγιά και τη φτώχεια.
Σε αυτή την περιοχή βρίσκεται σε εξέλιξη και ο ανταγωνισμός Τουρκίας-Ελλάδας που προσλαμβάνει οξυμένο χαρακτήρα με απρόβλεπτες συνέπειες.
4. Η πορεία της Τουρκίας στο φως των τελευταίων εξελίξεων
Τις τελευταίες δυο δεκαετίες έχουν συμβεί καθοριστικής σημασίας αλλαγές που επιδρούν άμεσα στην εξέλιξη των ανταγωνισμών ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία.
Δεν πάνε πάνω από είκοσι χρόνια που η Τουρκία χαρακτηριζόταν, κατά γενική ομολογία, ως «άρρωστη», οικονομικά, και ασταθής, πολιτικά, χώρα. Κύρια γνωρίσματα της ήταν ο υψηλός πληθωρισμός, η φτώχεια, οι ολοένα διογκούμενες εξοπλιστικές δαπάνες, οι συνεχείς αλλαγές στο πολιτικό σκηνικό και οι παρεμβάσεις του στρατού κάτω από μια ιδιότυπη συνύπαρξη και ανταγωνισμό ανάμεσα στον Κεμαλικό «εκσυγχρονισμό» και τον ανερχόμενο ισλαμικό εθνικισμό. Διατηρούσε, φυσικά, τις ιστορικές διασυνδέσεις της τουρκικής ολιγαρχίας με τις επιθετικές, στρατιωτικές πλευρές των ιμπεριαλιστικών και ειδικά των αμερικάνικων σχεδιασμών στην περιοχή, το σημαντικό γεωπολιτικό στρατηγικό προβάδισμα στο χώρο των πετρελαίων και των αγορών του ευρύτερου μουσουλμανικού τόξου, τα πλεονεκτήματα που συνδέονται με το μέγεθος της.
Τα τελευταία είκοσι χρόνια όμως ο τούρκικος καπιταλιστικός σχηματισμός αναβαθμίζεται σημαντικά.
Η Τουρκία αναρριχάται στις πρώτες δέκα θέσεις από πλευράς στρατιωτικής ισχύος, μετά τις ΗΠΑ, τη Ρωσία, την Κίνα, την Ινδία, τη Γαλλία, τη Μ. Βρετανία, την Ιαπωνία την Αίγυπτο και πάνω από τη Γερμανία.
Η αναπτυσσόμενη τουρκική οικονομία αναδεικνύεται σε μια από τις 20 μεγαλύτερες καπιταλιστικές οικονομίες στον κόσμο. Το ΑΕΠ της το 2017 ήταν σε τρέχουσες τιμές 850,7 δισ. το 16ο στο κόσμο, τέσσερεις και κάτι φορές πάνω από το ελληνικό. Έχει πλέον ανεπτυγμένη αυτοκινητοβιομηχανία, πολεμική βιομηχανία και βιομηχανία γενικότερα, υπηρεσίες, ισχυρό τουρισμό, υπολογίσιμο ορυκτό πλούτο. Ο όγκος εξωτερικού εμπορίου αυξάνεται από τα 82 στα 400 δισεκατομμύρια δολάρια, με στόχο τα 500 δισεκατομμύρια ως το 2023, την 100η επέτειο ίδρυσης της.
Ο πληθυσμός της ανέρχεται στα 80 εκατομμύρια με πρόβλεψη τα 110 εκατομμύρια ως το 2030.
Είναι μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης, του ΝΑΤΟ, του ΟΟΣΑ, του ΟΑΣΕ και του G-20, μέλος επίσης του Συμβουλίου Συνεργασίας Τουρκόφωνων Κρατών, της Διεθνούς Οργάνωσης Τουρκικού Πολιτισμού.
Αναπτύσσει ειδικές σχέσεις με όλες τις τουρκόφωνες χώρες γύρω από την πετρελαιοφόρα περιοχή της Βαλκανικής αλλά και της Κασπίας (Αζερμπαϊτζάν, Καζαχστάν. Τουρκμενιστάν, Ουζμπεκιστάν, Τατζικιστάν).
Η θέση και η ισχύς της την καθιστούν σταθμό του νέου κινέζικου δρόμου του μεταξιού από το Πεκίνο στη καρδιά της Ευρώπης, γεγονός που την ωθεί αντικειμενικά σε συμμαχίες προς τη Κίνα.
Η ανάπτυξη που συντελέσθηκε μετέτρεψε την Τουρκία σε ανεπτυγμένη καπιταλιστική χώρα ανώτερου πλέον επιπέδου, σε μεγάλη περιφερειακή δύναμη με φιλοδοξίες «ισότιμης», σχεδόν, συνομιλήτριας των ηγεμονικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων η οποία προωθεί τη δική της μεγάλη οικονομική και γεωπολιτική ιδέα.
Το ΑΚΡ και ο Ερντογάν εκφράζουν αυτήν την τάση επέκτασης και ανάπτυξης του Τούρκικου καπιταλισμού. Εξ ου και το πρόσφατο άνοιγμα προς την Αφρική (2003 – 2017) και οι ιμπεριαλιστικές της πρακτικές (εισβολή και παρουσία στρατευμάτων σε Συρία, μετά την Κύπρο, οι στρατιωτικές βάσεις σε Λιβύη, Κατάρ και Σομαλία).
Στη βάση αυτή γίνεται η προσέγγιση Πούτιν-Ερντογάν, και δι’ αυτής η προσέγγιση Ρωσίας–Κίνας–Τουρκίας. Προσέγγιση διακριτών αλλά και κοινών συμφερόντων και επιδιώξεων που αφήνουν ανοιχτό το ενδεχόμενο συγκρότησης μιας νέας γεωπολιτικής πραγματικότητας.
Στην ίδια βάση καλλιεργείται σταθερά και αναδεικνύεται ολοένα εντονότερα η σύγχρονη τουρκική Μεγάλη Ιδέα.
Αυτή, η τουρκική εκδοχή της Μεγάλης Ιδέας, βασίζεται στο ιδεολόγημα του νεοθωμανισμού, στην επεκτατική ιδεολογία των «συνόρων της καρδιά μας» και της Γαλάζιας Πατρίδας από τον Ινδικό ως τη Μεσόγειο. Συνοδεύεται δε από την μεθοδευμένη ανάδειξη της Τουρκίας ως αναθεωρητικής δύναμης των διεθνών συμβάσεων του περασμένου αιώνα, κυρίως της συνθήκης της Λωζάννης και του Μοντρέ.
Η ιμπεριαλιστική αυτή πολιτική συνιστά νέα πραγματικότητα που παίρνει ολοένα και πιο συγκεκριμένο περιεχόμενο ως προϊόν των συντελούμενων αλλαγών στον τουρκικό καπιταλιστικό σχηματισμό.
Η πολιτική αυτή συνιστά πραγματική απειλή για τους λαούς της περιοχής, (ειδικά για τον τουρκικό και τον ελληνικό ) εμπεριέχει το σπέρμα της επαναχάραξης συνόρων και των επεκτατικών πολέμων στην περιοχή και επομένως απέναντι στη Ελλάδα και το Αιγαίο.
Έκφραση αυτής της επιθετικής πολιτικής είναι το «μνημόνιο» Τουρκίας-Λιβύης. Κύριος στόχος είναι η μετατροπή της Λιβύης σε χώρα της άμεσης επιρροής της Τουρκίας, η κατοχύρωση του ρόλου του υποστηρικτή της νομιμότητας δια της στήριξης της διεθνώς αναγνωρισμένης κυβέρνησης της Τρίπολης, η ντε φάκτο επίδραση στον ορισμό ΑΟΖ στην Ανατολική Μεσόγειο, η εξασφάλιση μόνιμης τουρκικής στρατιωτικής παρουσίας.
Η συμφωνία αυτή περιπλέκει και κλιμακώνει τους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς στην περιοχή, φέρνει πιο κοντά την απειλή στρατιωτικών επεισοδίων με κίνδυνο γενικότερης πολεμικής ανάφλεξης. Αμφισβητεί ευθέως την ανάγκη συλλογικού διακρατικού προσδιορισμού της ΑΟΖ μεγάλων ελληνικών νησιών ( Κρήτης, Ρόδου κ.α.).
Είναι μια επιθετική κίνηση που στρέφεται ενάντια τόσο στον ελληνικό λαό όσο και στον τουρκικό και στους λαούς συνολικά της περιοχής, για τα συμφέροντα της τουρκικής άρχουσας τάξης και ενεργειακών μονοπωλιακών κολοσσών.
Είναι μια κίνηση αποκλεισμού μιας των όμορων χωρών (Ελλάδας) από τις άλλες δυο όμορες χώρες, που, ως πολιτική, βρίσκει πιστεύουμε, την καταδίκη όλης της μαχόμενης αριστεράς, την καταδίκη όλου του προοδευτικού κόσμου.
Αυτή καθαυτή η σκληρή τούρκικη καπιταλιστική ανάπτυξη, στην εποχή του «παγκοσμιοποιημένου φιλελευθερισμού», των περιοδικών οικονομικών κρίσεων, των ενδοοικονομικών πολέμων και του αλά Τραμπ νεοπροστατευτισμού, χτίζεται πάνω στην πιο βαθιά εκμετάλλευση και ενσωμάτωση του τουρκικού λαού.
Η ασκούμενη νεοφιλελεύθερη πολιτική, η ίδια η άνοδος της ισλαμικής αστικής τάξης και η ισχυρή, ταυτόχρονα, παρουσία της δυτικόφερνης κεμαλικής που ανατροφοδοτεί τις αναμεταξύ τους αντιθέσεις, αφαιρούν το φωτοστέφανο του τουρκικού εθνικισμού.
Η εφαρμοζόμενη πολιτική ενός «ισλαμικού νεοφιλελευθερισμού» οδηγεί, μεσοπρόθεσμα, σε ρωγμές στη συμμαχία της τουρκικής αστικής τάξης με τα λαϊκά στρώματα γεγονός που εκδηλώνεται με την κατά κύματα παρουσία του εργατικού κινήματος και τους ηρωικούς αγώνες του πολυεθνικού τουρκικού λαού. Οδηγεί στο να μην περιορίζονται οι αντιθέσεις μόνο ανάμεσα στην κεμαλική και την ανελθούσα ισλαμική ελίτ, ανάμεσα στα ισλαμικά θρησκευτικά ρεύματα στη βάση των συμφερόντων που εκπροσωπούν, ανάμεσα στο νεοτουρκικό εθνικισμό και στις μειονότητες, κυρίως τους Κούρδους, αλλά να επεκτείνονται και να αναπτύσσονται ανάμεσα στην πολυεθνική τούρκικη εργατική τάξη και τα πληττόμενα μεσαία στρώματα και την πολυεθνική τουρκική αστική τάξη στο σύνολο τους.
Το τι κοινωνική και πολιτική έκφραση θα παίρνει αυτή εξαρτάται από τον υποκειμενικό παράγοντα και τις πρωτοπορίες του.
Σε κάθε περίπτωση θα συνεχίσει να επηρεάζεται από το βαθμό ανάπτυξης της αλληλεγγύης ανάμεσα στους λαούς της περιοχής και επομένως ανάμεσα στον ελληνικό και τον τουρκικό λαό για τα κοινά εργατολαϊκά συμφέροντα.
Για την ανάπτυξη μιας τέτοιας αλληλεγγύης όλων των μαχόμενων αριστερών και ευρύτερων εργατικών και φιλειρηνικών δυνάμεων αξίζει να αγωνιστούν οι δυνάμεις της μαχόμενης Αριστεράς.
5. Ο ελληνικός κρατικός σχηματισμός τα τελευταία 40 χρόνια
Ο ελληνικός κρατικός σχηματισμός και η ελληνική αστική τάξη, ως το τέλος σχεδόν του 20ου αιώνα υπερείχαν – έναντι του τουρκικού- στο οικονομικοκοινωνικό πεδίο, στο πεδίο της εσωτερικής πολιτικής σταθερότητας, στη συμμετοχή στον ευρωπαϊκό καπιταλιστικό καταμερισμό μέσω της ΕΕ και του ΝΑΤΟ καθώς και στο πεδίο της αεροναυτικής δύναμης.
Ειδικά την εικοσαετία 1980 – 2000 ελληνικός καπιταλισμός αναδεικνυόταν σε σαθρή, όπως αποδείχτηκε, ηγεμονική οικονομική βαλκανική δύναμη που διεκδικούσε παράλληλα ορισμένες θέσεις στην Ουκρανία, τη Γεωργία και την ευρύτερη περιοχή.
Με τους μετασχηματισμούς που πραγματοποιούνται στην περίοδο 1980-2000 (καπιταλιστική ανασυγκρότηση, ένταξη στην ΕΕ, Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη και Μάαστριχ, διευρυνόμενη στρατηγική επέκτασης της φοροαπαλλαγής και φοροαποφυγής ελληνικών και διεθνών πολυεθνικών) η Ελλάδα συγχρονίζεται με τις διεθνείς τάσεις του καπιταλιστικού συστήματος. Το ελληνικό κράτος αλλάζει, μετατρέπεται σε λιγότερο κοινωνικό αλλά σε δυνατότερο κράτος στην υπηρεσία του κεφαλαίου. Οι πολυεθνικοί πολυκλαδικοί μονοπωλιακοί όμιλοι μετατρέπονται σε ηγεμονική πολιτική και κοινωνική δύναμη του συνόλου του κεφαλαίου και της καπιταλιστικής εξουσίας. Οι ελληνικές τράπεζες ισχυροποιούνται και δραστηριοποιούνται έντονα και έξω από τα ελληνικά σύνορα, στις χώρες των Βαλκανίων (πριν το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης διέθεταν το 15% του βασικού κεφαλαίου όλων των τραπεζών στα Βαλκάνια, μετρούσαν 1.900 τραπεζικά υποκαταστήματα στα οποία απασχολούσαν συνολικά περί τους 23.000 εργαζόμενους). Πάνω από 4.000 (μεσαίες κυρίως αλλά και μικρές και ορισμένες μεγάλες) ελληνικές επιχειρήσεις διεισδύουν στα Βαλκάνια. Το εφοπλιστικό κεφάλαιο κυριαρχεί και στην περιοχή.
Η μεσαίου επιπέδου συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του ελληνικού κεφαλαίου, με τη σειρά τους, ανατροφοδοτούν τις μικρομεσαίες ιμπεριαλιστικές τάσεις του ελληνικού καπιταλισμού, επιδρούν δραστικά στις διεθνείς συμμαχίες του στα πλαίσια του δυτικοευρωπαϊκού ιμπεριαλιστικού κέντρου, αλλά κι έξω απ‘ αυτό.
Η δυναμική αυτή διαμορφώνει τη σύγχρονη, δεύτερη, «Μεγάλη Ιδέα του Έθνους» που συμπυκνώνεται στο φιλόδοξο στόχο της ηγεμονικής παρουσίας της Ελλάδας στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων και της Μέσης Ανατολής δια της πρόσδεσης στην ΕΕ και της αναβαθμισμένης, σχετικά, στρατιωτικής παρουσίας και συμμετοχής, μέσω ΝΑΤΟ και ΕΕ, σε όλα τα κρίσιμα μέτωπα στα Βαλκάνια, την Ανατολική Μεσόγειο, στο «τρίγωνο της κρίσης» (Μεσόγειος, Κασπία, Περσικός Κόλπος) .
Η πολιτική αυτή συνοδεύεται από τις ιδέες του νεοεθνικισμού, του μικρομεσαίου ιμπεριαλιστικού κοσμοπολιτισμού, της συμμετοχής του ελληνικού κράτους – από υποδεέστερη, «μεσαία» θέση στο διεθνές ιμπεριαλιστικό πλέγμα – στα τότε «ανθρωπιστικά» δόγματα των επεμβάσεων.
Αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής αλλά και αυτών των συσχετισμών, σε ότι αφορά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, ήταν – εκτός των άλλων και η διατήρηση – είχε επιβληθεί ήδη από το ’30 – ως εναέριου ελληνικού χώρου των δέκα μιλίων αντί των έξι, όσα είναι η αιγιαλίτιδα ζώνη. Αποτέλεσμα των ίδιων περασμένων συσχετισμών ήταν και η «ανεκπλήρωτη απειλή» της μονομερούς επέκτασης της αιγιαλίτιδας ζώνης στα δώδεκα μίλια.
Βάση για την υλοποίηση αυτών των σχεδίων αποτέλεσε η συνεχιζόμενη ένταση της εκμετάλλευσης απέναντι στους εργαζόμενους και τη νεολαία στο εσωτερικό.
6. Οι εποχές αλλάζουν, οι συσχετισμοί μεταβάλλονται.
Η μη εκπλήρωση, λόγω της κρίσης, των οικονομικών προσδοκιών που δημιούργησε η διείσδυση των ελληνικών επιχειρήσεων στα Βαλκάνια, το ανεκπλήρωτο των πολιτικών προσδοκιών στην περιοχή καθώς οι περισσότερες από τις πρώην «σοσιαλιστικές» χώρες των Βαλκανίων εντάχθηκαν στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ (γεγονός που αφαίρεσε το διαμεσολαβητικό πολιτικό ρόλο της Ελλάδας ανάμεσα σε αυτές και τις ιμπεριαλιστικές χώρες πρώτης γραμμής), πάνω απ’ όλα όμως το βάθος, η διάρκεια και ο ιδιαίτερα οξυμένος χαρακτήρας της κρίσης, σε συνδυασμό με μια στρεβλή και μειωμένη αναπτυξιακή δυναμική του ελληνικού καπιταλισμού λόγω αυτής καθ’ αυτής της ανισότιμης παραμονής στην ΕΕ και την Ευρωζώνη, οδήγησαν στη δεύτερη – μετά τη ήττα του 1922 – ταφή αυτής της σύγχρονης «Μεγάλης Ιδέας του Έθνους».
Οδήγησαν σε μια μορφή αποδιάρθρωσης του παραγωγικού ιστού, στον στρατηγικό τραυματισμό των τάσεων επέκτασης του ελληνικού κεφαλαίου και, τελικά, στη μετατροπή των ελπίδων αναβάθμισης σε σοβαρή υποβάθμιση της θέσης του ελληνικού καπιταλισμού στο διεθνές καπιταλιστικό πλέγμα. Η υποχρεωτική μνημονιακή επιτροπεία στην ουσία μετέτρεψαν – όσο αυτή λειτουργούσε – τον ελληνικό καπιταλιστικό σχηματισμό σε μη αυτοτελώς λειτουργούντα συνολικά κρατικό σχηματισμό, σε κράτος που είχε απολέσει την εθνική του κυριαρχία.
Αυτή η διπλή κίνηση, η υποτίμηση της θέσης τους ελληνικού καπιταλισμού λόγω της κρίσης και της αστικής πολιτικής εξόδου από αυτήν και η ποιοτική ενίσχυση και αναβάθμιση του τούρκικου κρατικού σχηματισμού την ίδια περίοδο επιδρούν καθοριστικά στη νέα περίοδο έντασης ανάμεσα στις δυο χώρες.
7. Η Ελλάδα παρά την υποβάθμιση παραμένει μια πλούσια καπιταλιστική χώρα.
Η Ελλάδα όμως, παρά την υποβάθμιση, παρέμεινε και παραμένει μια πλούσια χώρα, χώρα μέσου επιπέδου (μετατοπισμένη προς τα κάτω) των χωρών του καπιταλιστικού και ιμπεριαλιστικού πλέγματος.
Έχει έναν διόλου ευκαταφρόνητο δευτερογενή τομέα, (ναυτιλία, νέες τεχνολογίες, επικοινωνίες, κατασκευές, τρόφιμα-ποτά, ενέργεια, τουρισμός, υγεία, μεταφορές, εμπόριο).
Διαθέτει ισχυρό ορυκτό πλούτο( USGeoloogical Survey, Mineral Commodity Summaries, 2015). Είναι πρώτη στην ΕΕ και στον κόσμο σε παραγωγή και εμπορία ορυκτών (περλίτη -40% της παγκόσμιας παραγωγής, μπεντονίτη -9% της παγκόσμιας παραγωγής, βωξίτη), παράγει μάρμαρα (στους 6 μεγαλύτερους εξαγωγείς του κόσμου) καθώς και λιγνίτη, νικέλιο (40% της παραγωγής της ΕΕ), μαγνησίτη (μέσα στις 10 μεγαλύτερες παραγωγούς χώρες στον κόσμο).
Στη γεωργία, ως αποτέλεσμα της ένταξης στην ΕΕ και της συμμόρφωσης στην ΚΑΠ, από τη μια υποχωρεί σταδιακά ο όγκος παραγωγής και η επαρκής κάλυψη της εγχώριας ζήτησης για σειρά γεωργικών και κτηνοτροφικών προϊόντων και από την άλλη η αγροτική οικονομία συγκεντροποιείται, ανασυγκροτείται και εκσυγχρονίζεται.
Στη βάση αυτή και με την ενεργό στήριξη και ανταγωνισμό του διεθνούς κεφαλαίου τα αστικά ελληνικά κόμματα, ο ΣΕΒ και άλλοι φορείς του ελληνικού κεφαλαίου επιχειρούν μια εκ νέου προγραμματισμένη αστική διέξοδο, αναβάθμιση και επανεμφάνιση. Με ένα το κρατούμενο, τις 16.000 περίπου οικογένειες να διαθέτουν πάνω από 1 εκατ. ευρώ αποκλειστικά για επενδύσεις σε διάφορα ενεργητικά μέσω εξειδικευμένων επενδυτικών τμημάτων των ελληνικών τραπεζών, τους 559 έλληνες κροίσους η συνολική περιουσία των οποίων εκτιμάται σε 76 δισ. δολ., τα 140 δισ. ευρώ κεφάλαια ελληνικών συμφερόντων που είναι τοποθετημένα στο εξωτερικό, επιχειρούν μια επιστροφή με τα ίδια αντιλαϊκά ρούχα και την ίδια μικρομεσαία και δάνεια επιθετικότητα.
Η προώθηση αυτού του νέου κύκλου συσσώρευσης του ελληνικού κεφαλαίου, με την εφαρμογή, στο εσωτερικό, μιας συνολικής πολιτικής σε βάρος του ελληνικού λαού που ενισχύει τον πλουτισμό αποκλειστικά και μόνο της πυραμίδας του κεφαλαίου, οξύνει τη φτώχεια, την καταστολή και δυναμώνει τους ενδοκαπιταλιστικούς ανταγωνισμούς. Οξύνει δηλαδή τους βασικούς συντελεστές κοινωνικής αστάθειας.
Στη ίδια οικονομική και πολιτική βάση χαράσσονται και οι διεθνείς σχέσεις της χώρας. Διεθνείς σχέσεις που ως βασικό γνώρισμα έχουν την ευθυγράμμιση με την κύρια ιμπεριαλιστική δύναμη, τις ΗΠΑ, στη βάση της πρωτόγνωρης αρχής του «προβλέψιμου συμμάχου». Η πολιτική αυτή εκτυλίσσεται σε μια περίοδο που οι ΗΠΑ δεν μπορούν να λειτουργούν όπως πριν την κρίση, χάνουν σταδιακά το ρόλο του παγκόσμιου ηγεμόνα παραμένοντας φυσικά πρώτη σε ένα συγκροτούμενο πολυπολικό κόσμο άνισων αλλά ισχυρών πόλων.
Η πολιτική αυτή έφτασε ως τη δήλωση Μητσοτάκη υπέρ της δολοφονίας Σολεϊμανί, την αναγνώριση Γκουαϊδό, τη νέου τύπου γενικευμένη συμφωνία μεταξύ ΗΠΑ – κυβέρνησης για την παραμονή και δίχως όρους και όρια επέκταση των αμερικάνικων βάσεων.
Στο φόντο αυτής της ελληνοαμερικάνικης σχέσης διατηρείται η σχέση με την ΕΕ και αναπροσαρμόζονται οι διεθνείς σχέσεις της Ελλάδας στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής.
Στο φόντο αυτών των εξελίξεων η ελληνική ολιγαρχία επιχειρεί να χαράξει σύνορα εκμετάλλευσης της Μεσογείου με τη συμφωνία Ελλάδας-Ιταλίας καθώς και την επιχειρούμενη συμφωνία Αιγύπτου-Ελλάδας παρακάμπτοντας προς ώρας την Τουρκία.
8. Η συμμαχία Ελλάδας, Κύπρου, Ισραήλ, Αιγύπτου
Η συμμαχία Ελλάδας, Κύπρου, Ισραήλ, Αιγύπτου, η πολυδιαφημισμένη από τον Γ. Παπανδρέου και κυρίως τον Ν. Κοτζιά, ως «πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική της χώρας», δεν είναι τίποτα άλλο από την ωμή προσχώρηση των κυβερνώντων στο νέο ισραηλινό «αμυντικό» δόγμα, υπό τη σκέπη των ΗΠΑ.
Η προσχώρηση συμφωνήθηκε κατ’ αρχάς το 2010 – ενόσω εντεινόταν η σφαγή στη Γάζα – μεταξύ Μπ. Νετανιάχου και Γ. Παπανδρέου και αναπτύχθηκε εν συνεχεία επί ΣΥΡΙΖΑ–ΑΝΕΛ παίρνοντας τη γνωστή μορφή της τετραμερούς συμμαχίας. (Να σημειωθεί πως το 2014 ο Ερντογάν αποχώρησε από το Νταβός καταγγέλλοντας την ισραηλινή κυβέρνηση για τις επιθέσεις στη λωρίδα της Γάζας αναγγέλλοντας το τέλος της πρότερης συμμαχίας Τουρκίας – Ισραήλ).
Σύμφωνα με το νέο ισραηλινό αμυντικό δόγμα: «…Χρειάζεται σήμερα και ένα πρόσθετο ισχυρό στοιχείο, που είναι η ανάπτυξη στρατηγικών σχέσεων, οι περιφερειακές συμμαχίες, στην Ανατολική Μεσόγειο, Ελλάδα, Κύπρο και άλλες βαλκανικές χώρες. Στη Μέση Ανατολή, Σαουδική Αραβία και κάποιες χώρες του Κόλπου, την Ανατολική Αφρική, Αιθιοπία, Κένυα, Νότιο Σουδάν και Ουγκάντα. ..
Οι απειλές και οι προκλήσεις που παρουσιάζονται από τις περιφερειακές αναταράξεις, η κρίση στις σχέσεις του Ισραήλ με την Τουρκία και η περίπλοκη πραγματικότητα, που προέκυψε μετά τα γεγονότα της Αραβικής Άνοιξης επιβάλλουν στο Ισραήλ να επιχειρήσει και να αναζητήσει νέες ευκαιρίες για τη δημιουργία συμμαχιών με άλλες χώρες στη Μέση Ανατολή και εκτός αυτής, στα Βαλκάνια και την Ανατολική Αφρική, μία αναθεώρηση της θαλάσσιας περιοχής σε συνάρτηση με την άμυνα του Ισραήλ, τον καθορισμό ΑΟΖ, την προστασία αυτών των στρατηγικών αποθεμάτων…».
Η συμμαχία αυτή έχει επιδράσεις. Όσο προχωρεί τόσο προωθείται και η πολιτική των μηδενικών σχέσεων με τη Ρωσία.
Η πολιτική αυτή ξεκίνησε επί Κοτζιά με την ανεκδιήγητη συμβολική απέλαση δύο Ρώσων διπλωματών και την απαγόρευση εισόδου σε δύο πολίτες της Ρωσικής Ομοσπονδίας, συνεχίζεται και κορυφώνεται με τη κυβέρνηση της ΝΔ με την αναγνώριση της αυτοκεφαλίας της Ουκρανικής εκκλησίας και με την έκδοση στη Γαλλία του Ρώσου πολίτη Αλεξάντρ Βίνικ, του ονομαζόμενου Mr. Bitcoin. Υπόθεση που από τη Ρωσία θεωρείται κομβική τόσο για το κύρος της όσο και για να μη γίνουν γνωστά μεγάλα μυστικά του ρωσικού χρηματοπιστωτικού συστήματος που γνωρίζει ο Βίνικ.
Η ελληνική αστική τάξη το 2010–17 έφερε συνειδητά τους αντιπροσώπους της ΕΕ, των ΗΠΑ και του ΔΝΤ να αλωνίζουν εντός της χώρας, επέλεξε συνειδητά να πληρώσει σε υπεραξία και εθνική κυριαρχία προκειμένου να αλλάξουν οι συσχετισμοί σε βάρος του λαού ώστε να περάσει το σύνολο των μνημονιακών αντεργατικών μεταρρυθμίσεων προκειμένου να ανατάξει την κερδοφορία της. Και πλήρωσε και με το παραπάνω φορτώνοντας όλο το βάρος στις λαϊκές πλάτες.
Παρ’ όλες όμως τις πληρωμές σε εθνική κυριαρχία και υπεραξία, παρ’ όλες τις τραγωδίες, εξακολουθεί να συμπεριφέρεται όχι με τη λογική των διακρατικών σχέσεων στη βάση του αμοιβαίου οφέλους με όλες τις γειτονικές χώρες, αλλά με τη λογική του μικρομέγαλου ανταγωνιστή που προσκολλάται πότε στους Αγγλογάλλους, πότε στην ΕΕ και τώρα στις ΗΠΑ και το Ισραήλ, μπας και βρεθεί απομονωμένη η Τουρκία προσδοκώντας την έλευση αντίστοιχων εξορυκτικών εταιρειών με ηγεμόνα αμερικανικά και ισραηλινά κεφάλαια και από κοντά γαλλικά και ίσως ιταλικά.
Στην πραγματικότητα, η Ελλάδα, χώρα που ακόμη πληρώνει το κόστος των μνημονίων και που εξακολουθεί να λειτουργεί υπό μειωμένη κυριαρχία, προκειμένου να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα της ελληνικής αστικής τάξης, συμμαχεί με εκείνους που πωλούν νέα εξοπλιστικά προγράμματα, απαιτούν νέες εξυπηρετήσεις, προωθούν τα συμφέροντα των μονοπωλίων που έχουν ως βάση εξόρμησης κυρίως τις ΗΠΑ και το Ισραήλ.
Αυτήν την πολιτική υπηρετεί η συμφωνία Κύπρου-Ελλάδας- Ισραήλ για τον αγωγό EastMed με την χαλαρή επιδοκιμασία της Ιταλίας και την αμφίβολη συμμετοχή της Αιγύπτου.
Ο East Med ξεκίνησε ως ένα φιλόδοξο επιθετικό πολιτικό εργαλείο απέναντι στους ενδοϊμπεριαλιστικούς αναγνώσιμους στην περιοχή της Μεσογείου και όχι ένα μέσο οικονομικής συνεργασίας και φιλίας των κρατών της περιοχής. Κατέληξε όμως, μετά και την υγειονομική κρίση και την οικονομική ύφεση και την ραγδαία υποχώρηση σε κατανάλωση υγρών καυσίμων, ένα άνευρο πολιτικό όπλο αμφιβόλου πλέον αξίας για την ίδια την αστική πολιτική.
Ειδικότερα η συμφωνία για τον αγωγό EastMed, αλλά και γενικότερα όλες οι συμφωνίες του Ισραήλ με την Ελλάδα κινούνται εκτός διεθνούς νομιμότητας επειδή παραβιάζουν τα δικαιώματα του παλαιστινιακού κράτους για δική του υφαλοκρηπίδα και θαλάσσια ύδατα, όπως και τα δικαιώματα του Λιβάνου.
Η αποδοχή από την Ελλάδα των οριοθετήσεων του Ισραήλ καθιστά την Ελλάδα συνεργό στην καταπάτηση των δικαιωμάτων του παλαιστινιακού λαού για ανεξάρτητο κράτος στα σύνορα του 1967, με πρωτεύουσα την ανατολική Ιερουσαλήμ και δικαίωμα επιστροφής των προσφύγων.
Οι διακρατικές συμφωνίες επομένως στην ανατολική Μεσόγειο με σημείο αναφοράς την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων υπονομεύουν την ειρήνη και τη σταθερότητα και θωρακίζουν περαιτέρω την ιμπεριαλιστική κυριαρχία σε βάρος λαών και αδύναμων κρατών, παραβιάζοντας τις αποφάσεις του ΟΗΕ κι άλλων διεθνών οργανισμών.
Η δε ελληνική πολιτική της δήθεν εκμετάλλευσης των αντιθέσεων Τουρκίας-ΗΠΑ και της ανάδειξης του ελληνικού καπιταλισμού ως “αποκλειστικού” αντιπροσώπου στην περιοχή, την οποία ακολούθησαν προηγούμενες κυβερνήσεις, κορύφωσε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και συνεχίζει η σημερινή, ήδη βρίσκεται φρακαρισμένη, γελοιοποιώντας τις σχετικές ρητορείες. Στην πραγματικότητα ο ρόλος της Τουρκίας αναβαθμίζεται στρατηγικά, καθώς οι στρατιωτικές επεμβάσεις της στη Λιβύη την καθιστούν «παράγοντα διεθνούς σημασίας» στην κρίση της περιοχής, γεγονός που επιτρέπει στην τουρκική διπλωματία να ανοίγει δρόμους συνεννόησης με το Ισραήλ, την ίδια ώρα που Ελλάδα και Κύπρος υποβαθμίζονται.
Η συνολική πολιτική της ελληνικής ελίτ μόνο δεινά επιφυλάσσει στον ελληνικό λαό και στους λαούς της περιοχής, η πολιτική αυτή πρέπει να βρει την καθολική λαϊκή απόρριψη.
9. Ειδικά για τα ζητήματα της αιγιαλίτιδας ζώνης, της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ
Ειδικά και σοβαρά ζητήματα είναι τα θέματα της αιγιαλίτιδας ζώνης (ή χωρικών υδάτων, δηλαδή υδάτων κρατικής κυριαρχίας), της υφαλοκρηπίδας (εμφανίζεται μετά το 1950) και της χάραξης Αποκλειστικών Οικονομικών Ζωνών (ΑΟΖ, εμφανίζεται μετά το 1980), δηλαδή διεθνών υδάτων όπου αναγνωρίζονται δικαιώματα αποκλειστικής οικονομικής εκμετάλλευσης μιας χώρας.
Η αιγιαλίτιδα ζώνη, η υφαλοκρηπίδα και η χάραξη Αποκλειστικών Οικονομικών Ζωνών εμφανίζονται, ορίζονται και αλλάζουν υπό την ισχυρή επίδραση της εξέλιξης της τεχνολογίας που επιτρέπει την εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών της θάλασσας και αναταράσσει στρατιωτικές και γεωπολιτικές προϋπάρχουσες ισορροπίες.
Ειδικά η ΑΟΖ, από όρο που συνδεόταν στενά με το ηπειρωτικό γεωλογικό ανάγλυφο, έχει μετατραπεί και αποτελεί πλέον νομική πολιτική έννοια, που καθορίζεται με κριτήριο το εύρος της ζώνης (200 ναυτικά μίλια).
Για δε την αιγιαλίτιδα ζώνη, η Διεθνής Σύμβαση της Θάλασσας δίνει το δικαίωμα μονομερούς επέκτασης στα 12 μίλια στις χώρες, άρα και σε Ελλάδα και Τουρκία. Δίνει επίσης το δικαίωμα υφαλοκρηπίδας και στα νησιά, εξάλλου η Νέα Ζηλανδία, η Αγγλία, είναι νησιά. Ορίζει την εφαρμογή της «μέσης γραμμής» εκεί όπου οι εκατέρωθεν αποστάσεις είναι μικρότερες των 24 μιλίων. Το Διεθνές Δίκαιο επιπλέον προβλέπει εξαιρέσεις και προκρίνει διαπραγματεύσεις εκεί όπου η πολυμορφία της φύσης και των διεθνών σχέσεων το επιβάλλουν.
Τέτοιες περιπτώσεις υπάρχουν σε όλο τον κόσμο και δεν αποτελεί ιδιομορφία μόνον του Αιγαίου, το οποίο εμπίπτει στην περίπτωση της «ημίκλειστης θάλασσας».
Η Ελλάδα και η Τουρκία (στο Αιγαίο και την Αν. Μεσόγειο) έχουν ανακηρύξει αιγιαλίτιδα ζώνη έξι μιλίων. Έχουν επίσης κατοχυρωμένο το δικαίωμα μονομερούς επέκτασης στα 12 μίλια, εκεί που η απόσταση μεταξύ τους ξεπερνά τα 24 ν.μ. Ωστόσο ούτε η Τουρκία, ούτε η Ελλάδα, έχουν επεκτείνει στο Αιγαίο την αιγιαλίτιδα ζώνη στα δώδεκα μίλια, ούτε έχουν ορίσει αναμεταξύ τους ΑΟΖ ή υφαλοκρηπίδα.
Έτσι οι κυβερνήσεις έχουν οδηγηθεί σε μια παρακμιακή κρατική πρακτική να μην κηρύττουν μεν την ΑΟΖ (λόγω του αμφιβόλου αποτελέσματος μιας προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο) αλλά να περιφέρουν δεξιά – αριστερά χάρτες ΑΟΖ με χαραγμένα οικόπεδα και να κάνουν συμφωνίες εξόρυξης υδρογονανθράκων με πολυεθνικές συνοδεία πολεμικών φρεγατών. Οι πολιτικές αυτές, οι χάρτες αυτοί, ανατροφοδοτούν τους ανταγωνισμούς, εκτρέφουν την πατριδοκαπηλία, ενισχύουν την Ακροδεξιά.
Πρέπει να τονιστεί πως η πολιτική της διαμόρφωσης αξόνων (άξονας Ελλάδας-Ισραήλ-Κύπρου-Αιγύπτου, άξονας Τουρκίας-Κατάρ-Ιράν, κ.α.) και οι αναθέσεις εξόρυξης στις πολυεθνικές, χωρίς τον από κοινού καθορισμό των ΑΟΖ με όλες τις χώρες, προσδίδουν επιθετικά και τυχοδιωκτικά χαρακτηριστικά στην πολιτική των ελληνικών και τουρκικών κυβερνήσεων, το ίδιο και η πρακτική της μονομερούς ανακήρυξης ΑΟΖ.
Η πολιτική στη βάση αντικειμενικά αναγκαίων αρχών μιας άμεσης τακτικής παρέμβασης, μπορεί να είναι βάση μιας άμεσης και ελπιδοφόρας σύγχρονης συγκεκριμένης, εργατικής πολιτικής.
Βάση μιας τέτοιας πολιτικής αρχών είναι, η όποια προτεινόμενη πολιτική να μπορεί να υποστηρίζεται από τη μαχόμενη Αριστερά, από Έλληνες και Τούρκους εργάτες με τα ίδια επιχειρήματα στις δυο χώρες.
Οι αρχές είναι:
√ απόρριψη της πολιτικής των μονομερών ανακηρύξεων ως πάγιας τακτικής,
√ υποστήριξη της πολιτικής των αμοιβαίων συμφωνιών και προσδιορισμών και των θαλάσσιων συνόρων και ζωνών,
√ σεβασμός στις διεθνείς συμβάσεις και το διεθνές δίκαιο, ως έναρξη και όχι ως τέλος μιας διεθνούς δικαιϊκής πολιτικής στη βάση των σύγχρονων εργατικών και λαϊκών δικαιωμάτων όπως αυτά θα συμπυκνώνονται και θα διαμορφώνονται από το σύγχρονο εργατικό κίνημα.
Ειδικά σε ό,τι αφορά το Αιγαίο :
Το Αιγαίο είναι ημίκλειστη θάλασσα με πλήθος νησιών που έχουν το δικαίωμα σε αιγιαλίτιδα ζώνη, υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ.
Το Αιγαίο δεν είναι ελληνική ή τούρκικη θάλασσα, ελληνικό και τουρκικό με πλήρη κυριαρχία είναι ό,τι υπάρχει εντός των έξι μιλίων της αιγιαλίτιδας ζώνης κάθε χώρας.
Τα δικαιώματα εκμετάλλευσης των ακίνητων μερών του υποθαλάσσιου πλούτου πρέπει να προσδιοριστούν ανάμεσα στα δυο μέρη με την από κοινού επίλυση του ζητήματος της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ, στη βάση του διεθνούς δικαίου, της αποτροπής του πολέμου και της διεθνούς επιδιαιτησίας.
Στη βάση των παραπάνω αρχών:
√ Απορρίπτεται ως πρακτική μιας σύγχρονης διπλωματίας, η πολιτική της μονομερούς προέκτασης αιγιαλίτιδας ζώνης, υφαλοκρηπίδας ή ΑΟΖ, που εφαρμόζει η Τουρκία με το Μνημόνιό της με τη Λιβύη και ως απειλή ακολουθεί ενίοτε η Ελλάδα στο όνομα του «δικαιώματος» και του «Διεθνούς Δικαίου».
Η πολιτική αυτή παραβλέπει τις ιδιομορφίες του Αιγαίου, τις ζωτικές ανάγκες χωρών των οποίων τα πλοία διέρχονται το Αιγαίο, όπως η Τουρκία, οι παρευξείνιες χώρες (Ρωσία, Μολδαβία, Ουκρανία, Ρουμανία, Βουλγαρία, Γεωργία, Αρμενία), οι «περίκλειστες χώρες» των Βαλκανίων π.χ. Βόρεια Μακεδονία, Σερβία, Μαυροβούνιο),
√ Καταδικάζεται η πολιτική της απειλής πολέμου (Casus Beli) που ακολουθεί η Τουρκία.
√ Απορρίπτεται η πολιτική αποκλεισμού όμορης χώρας ή χωρών από τις άλλες στη σύναψη συμφωνιών για τον προσδιορισμό ΑΟΖ. Κάτι τέτοιο συνέβη από τις κυβερνήσεις Τουρκίας και Λιβύης απέναντι σε Κύπρο και Ελλάδα στην αναμεταξύ τους αυθαίρετη, άδικη και επιθετική συμφωνία που αγνόησε την ΑΟΖ Κρήτης, Ρόδου, Καρπάθου. Ανάλογο συνέβη και από τις ελληνικές κυβερνήσεις (ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ) για αποκλεισμό της Τουρκίας από την Αν. Μεσόγειο.
Από τις παραπάνω αρχές προκύπτουν συγκεκριμένα δια ταύτα:
√ Η επιχειρούμενη οριοθέτηση της ΑΟΖ από την Τουρκία με βάση την αρχή της μέσης γραμμής μεταξύ των ηπειρωτικών ακτών των δύο χωρών που απαιτεί «συνεκμετάλλευση» του μισού Αιγαίου για λογαριασμό των τουρκικών μεγάλων μονοπωλίων και των πολυεθνικών, κάτω από την επιδιαιτησία των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ είναι έκφραση επεκτατισμού, του τουρκικού επεκτατισμού.
Η πολιτική αυτή που εξαφανίζει νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, «γκριζάρει» περιοχές ελληνικής εθνικής κυριαρχίας και χαρίζει στον τουρκικό επεκτατισμό το μισό Αιγαίο είναι αστήρικτη και επικίνδυνη.
Τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου ούτε μεμονωμένα είναι ούτε αποκομμένα από την ηπειρωτική Ελλάδα.
√ Οι πολιτικές μονομερούς διευθέτησης των θαλασσίων συνόρων είναι έξω από τα όρια της πολιτικής της Αριστεράς. Υπό αυτή την σκοπιά αντιμετωπίζεται και η ελληνική πολιτική μονομερούς γενικής επέκτασης στα 12 ναυτικά μίλια στο Αιγαίο.
√ Το κομβικό ζήτημα του Καστελόριζου, που αποτελεί ζήτημα έντονης τριβής ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, δεν μπορεί παρά να λυθεί στη βάση της αναλογικότητας των ακτογραμμών της πλησιέστερης χώρας (Τουρκία) και του μικρού νησιού (Καστελόριζου), του απομακρυσμένου από τη χώρα στην οποία ανήκει (Ελλάδα) και το οποίο δικαιούται μερικής υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ.
√ Το θέμα τέλος των βραχονησίδων και των ακατοίκητων νησιών αντιμετωπίζεται με βάση την αρχή πως αυτά δικαιούνται μόνο αιγιαλίτιδας ζώνης.
Μια τέτοια βάση απορρίπτει τη δημιουργία του θαλάσσιου συνεχούς ΑΟΖ Ελλάδας, Κύπρου, Ισραήλ και Αιγύπτου, δίνει τη δυνατότητα συμφωνίας με το τουρκικό κράτος για τη χάραξη ΑΟΖ ανάμεσα και μετά το Καστελόριζο και ύστερα από διαβουλεύσεις.
√ Η ελληνική πολιτική του αποκλεισμού, στην ουσία, της Τουρκίας από την ενεργειακή Αν. Μεσόγειο που ακολουθείται δια του EastMed, στη βάση μιας μικρομεσαίας, προβληματικής, επικίνδυνης και δάνειας τελικά επιθετικής πολιτικής συμπεριφοράς εκτρέφει και οξύνει τους ανταγωνισμούς.
√ η κατοχή μέρους και η πολιτική της μη αναγνώρισης ως κράτους της Κυπριακής Δημοκρατίας από την Τουρκία αποτελεί κατάφωρη παραβίαση της διεθνούς νομιμότητας, δυσκολεύει εξαιρετικά στην οριοθέτηση των θαλασσίων ορίων, περιπλέκει τα πράγματα και οξύνει ως τα άκρα τις αντιθέσεις.
Στη βάση των ίδιων αρχών, μπορεί και πρέπει να προσδιοριστούν οι στόχοι που λύνουν τα ζητήματα της αιγιαλίτιδας ζώνης, της εναρμόνισης του εναέριου χώρου της Ελλάδας με την έκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης, του αμοιβαίου ορισμού της υφαλοκρηπίδας.
Μόνο στη βάση των παραπάνω αρχών, ακριβώς γιατί μπορεί να ενώσουν τους δυο λαούς, μπορεί να αποσοβηθεί η γεωπολιτική του χάους και των κυοφορούμενων πολεμικών συρράξεων στο Αιγαίο και στη νοτιοανατολική Μεσόγειο σε βάρος των λαών της.
Οι αρχές αυτές πηγάζουν από την πεποίθηση πως μια ανεξάρτητη εργατική εξωτερική πολιτική για το Αιγαίο και την Αν. Μεσόγειο διέπεται και καθορίζεται από τις εξής κατευθύνσεις:
√ Την αρχή της προάσπισης της ειρήνης, της φιλίας και της συνεργασίας των λαών, της επιδίωξης επιβολής του διαλόγου μεταξύ των κυβερνήσεων ως μέσο λύσης των διαφορών.
√ Του αγώνα για την αφαίρεση από τις αστικές τάξεις του «μονοπωλίου της εξωτερικής πολιτικής» με τις προσπάθειες να επιδρούν οι λαοί με τις συγκροτημένες αντιπροσωπευτικές οργανώσεις τους στη διαμόρφωσή της.
√ Την προάσπιση από κάθε ξένη επιβουλή της ακεραιότητας της χώρας (νησιά και τα χωρικά ύδατα μέσα στα οποία ασκούνται τα εθνικά κυριαρχικά δικαιώματα, ζουν, εργάζονται και αγωνίζονται η εργατική τάξη, ο λαός και όλοι οι πολίτες) με αμοιβαίο σεβασμό στα σύνορα και τα εθνικά δικαιώματα των άλλων λαών και κρατών.
√ Το διεθνή χαρακτήρα των προβλημάτων στο Αιγαίο. Το πρόβλημα του Αιγαίου δεν είναι πρόβλημα που αφορά μόνον την Ελλάδα και την Τουρκία, αλλά και τις άλλες χώρες της περιοχής. Συνεπώς, μια ειρηνική διευθέτηση θα έρθει μέσα από μια περιφερειακή διεθνοποίηση και όχι από μια ΝΑΤΟποίηση της λύσης ή μέσω ελεγχόμενων από αυτούς Διεθνών Δικαστηρίων.
√ Την άρνηση και καταδίκη κάθε επιθετικής ενέργειας και κάθε αποστολής στρατιωτικού προσωπικού εκτός των συνόρων.
√ Την προώθηση της αποστρατιωτικοποίησης των ελληνικών νησιών σε συνδυασμό με την αποστρατιωτικοποίηση ανάλογης ζώνης στα τουρκικά παράλια.
√ Την απομάκρυνση όλων των ξένων βάσεων και στις δυο χώρες.
√ Τον αγώνα για τη διάλυση του ΝΑΤΟ.
Οι στόχοι, οι κατευθύνσεις και οι αρχές αυτές είναι πρωτίστως ζήτημα που αφορά το εργατικό κίνημα και τη μαχόμενη Αριστερά στις δυο χώρες.
10. Οι εξορύξεις υδρογονανθράκων στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο ως ειδικής βαρύτητας ζήτημα
Τα κράτη στη σημερινή εποχή των γενικευμένων ιδιωτικοποιήσεων εκχωρούν σε μεγάλους μονοπωλιακούς ομίλους το δικαίωμα εκμετάλλευσης (ακόμη και έρευνας) αερίου και πετρελαίου.
Αυτό κάνουν και όλες ανεξαίρετα οι ελληνικές και τουρκικές κυβερνήσεις.
Μια τέτοια πολιτική όμως, όπως η πράξη δείχνει, στερεί και τα κράτη και τους λαούς από τους πόρους που δικαιούνται, ανατροφοδοτεί τους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς, στους οποίους εγκλωβίζεται, ανάμεσα στις εταιρείες και ανάμεσα στα κράτη που αυτές έχουν ως έδρα–καταφύγιο, μολύνει το περιβάλλον, τραυματίζει βαριά το ανόργανο σώμα του ανθρώπου, τη φύση.
Ο άνθρωπος ιστορικά έρχεται σε μια σχέση ανταλλαγής με τη φύση, εκμεταλλεύεται τον ορυκτό της πλούτο, εξορύσσει. Ωστόσο την εποχή του αχαλίνωτου καπιταλισμού τα πράγματα παίρνουν εκρηκτικές και εν πολλοίς ανεξέλεγκτες διαστάσεις.
Άρα; Να συνεχίζονται απρόσκοπτα οι εξορύξεις υδρογονανθράκων υπό την κυριαρχία των πολυεθνικών ή «καμία εξόρυξη υδρογονανθράκων»;
Αλλά η ανάπτυξη μιας βιομηχανίας γαιανθράκων είναι και θα είναι για μεγάλο διάστημα αναγκαία για την εξασφάλιση ενέργειας για το ανθρώπινο είδος. Ο προσδιορισμός όμως του πόση και τι είδους ενέργεια χρειάζεται στη βάση μιας αρμονικής σχέσης ανθρώπου φύσης (επομένως και ελεγχόμενων και περιορισμένων εξορύξεων – αποκαταστάσεων), μπορεί να προσδιοριστεί μόνο όταν ο σκοπός παραγωγής αντιστραφεί και θέσει ως κέντρο του τον άνθρωπο και όχι το κέρδος–θεό.
Ως τότε όμως;
Ως τότε μπορεί να τεθούν οι προϋποθέσεις για μια «εξορυκτική πολιτική άμεσων αναγκαιοτήτων».
Όρος και προϋπόθεση για αυτό είναι:
√ η ίδρυση δημόσιας – κατά απόλυτη πλειοψηφία – εταιρείας με εργατικό και κοινωνικό έλεγχο και διακηρυγμένη την πλήρη κυριαρχία επί των υποθαλάσσιων ακίνητων πόρων της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, την κατοχή από το δημόσιο (το κράτος) οποιωνδήποτε πηγών φυσικών πόρων εντός της αιγιαλίτιδας ζώνης, της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ.
√ τα καθαρά έσοδα από την αγοραπωλησία των υδρογονανθράκων της δημόσιας εταιρείας θα μεταβιβάζονται υποχρεωτικά σε ένα ειδικό δημόσιο ταμείο εσόδων από υδρογονάνθρακες με αποκλειστική διάθεση σε Παιδεία, Υγεία, Πρόνοια και φιλολαϊκές επενδύσεις.
√ Καμία άδεια για εξορύξεις γαιανθράκων δεν μπορεί να δοθεί δίχως την αυστηρή και δημόσια γνωμάτευση τουλάχιστον του Ελληνικού Γεωδυναμικού Ινστιτούτου καθώς το Ιόνιο και η θάλασσα δυτικά και νότια της Κρήτης και η λεκάνη της ανατολικής Μεσογείου είναι από της πλέον σεισμογενείς περιοχές του κόσμου.
Μόνο υπό αυτές τις προϋποθέσεις δίνεται η λαϊκή συγκατάθεση για εξορύξεις.
Δίχως αυτές καμία εξόρυξη δεν έχει νόημα για τον ελληνικό λαό.
Οι σε εξέλιξη εξορύξεις και έρευνες γαιανθράκων στην περιοχή δεν πληρούν καμιά από αυτές τις προϋποθέσεις.
Να σταματήσουν οι ανεξέλεγκτες εξορύξεις από τους μονοπωλιακούς ομίλους!
Όχι στις εξορύξεις των πολυεθνικών!
Όχι στην ασυδοσία των σύγχρονων ληστών του λαϊκού, φυσικού, πλούτου.
11. Όροι για «να πάνε τα πράγματα αλλιώς»
Όροι για την αποτροπή του πολέμου, τη μείωση των περιβαλλοντολογικών επιβαρύνσεων, της πολιτικής καλής γειτονίας και την ειρήνη, είναι ο αγώνας για :
√ την επιβολή και προβολή μιας πραγματικά πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής
√ την εγκατάλειψη της μονομερούς πρόσδεσης στους «μεγάλους», ειδικά στις ΗΠΑ
√ την ήττα και εγκατάλειψη της μικρομέγαλης σύγχρονης ελληνικής επιθετικής πολιτικής αλά 1922
√ την ήττα του αστικού τουρκικού νεοοθωμανισμού και επεκτατισμού και ειδικά της αναθεώρησης των Συμφωνιών και των συνόρων
√ τη έμπρακτη επιβολή και προώθηση, ως μόνιμης διπλωματικής πολιτικής, της πολιτικής της καλής γειτονίας και του αμοιβαίου οφέλους με τα όμορα κράτη και την Τουρκία,
√ το σεβασμό των διεθνών συμβάσεων. (Διαφορετικά η νεοναζιστική δολοφονία του Σολεϊμανί θα είναι το μοντέλο ενός χαώδους σύγχρονου διπλωματικού κόσμου, χωρίς στοιχειώδεις αρχές και όρια, το οποίο – αυτό καθαυτό- θα εκτρέφει και θα ανατροφοδοτεί τον πόλεμο),
√ την πολιτική επίλυσης του κυπριακού προβλήματος στη βάση ενός ενιαίου, πολυεθνικού κράτους δίχως ξένους στρατούς, στρατό κατοχής και εγγυήτριες δυνάμεις και θεσμοθετημένα τα πλήρη πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα των εθνοτήτων του νησιού,
√ την υποστήριξη του δικαιώματος του παλαιστινιακού λαού στη δημιουργία του δικού του κράτους.
Μια τέτοια εργατική πολιτική μπορεί και στην περιοχή μας να μετατρέπει τα σύγχρονα δεδομένα (δημιουργία ενός σύγχρονου πολυπολικού κόσμου που συνοδεύεται από τη σχετική αποδυνάμωση των ΗΠΑ στο ρόλο του κυρίαρχου ηγεμόνα, δυναμική άνοδο της Κίνας, επιστροφή ως παγκόσμιας δύναμης της Ρωσίας), από κίνδυνο νέων δεινών σε θετικές δυνατότητες επιβολής ευνοϊκών, διαφιλονικούμενων πάντα, λύσεων για τους λαούς και τα κράτη της περιοχής.
12. Στόχοι και ζητήματα τακτικής
Ο κοινωνικοπολιτικός συσχετισμός δυνάμεων στη χώρα μας, με τα πλήγματα που έχουν δεχτεί το εργατικό κίνημα, οι αντικαπιταλιστικές τάσεις και η επαναστατική προοπτική, με τις αλλεπάλληλες αντιδραστικές αναδιαρθρώσεις, με τον εκμαυλισμό των λαϊκών συνειδήσεων από το ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ, τη ΝΔ και την ακροδεξιά, έχει γίνει δυσμενέστερος για τον εργατολαϊκό παράγοντα. Παρά τη σοβαρή όμως υποχώρηση και την αδυναμία νικηφόρων αναμετρήσεων, το λαϊκό κίνημα μπορεί να βάλει σοβαρά εμπόδια στην απρόσκοπτη υλοποίηση των αστικών σχεδιασμών, «εκσυγχρονισμών» και αντιδραστικών αναδιαρθρώσεων σε κοινωνικοοικονομικό και γεωπολιτικό επίπεδο.
Παρόλα αυτά όμως, τα παραπάνω αιτήματα–στόχοι στο σύνολο τους μπορούν να επιβληθούν μόνο με μια ανατροπή των υπαρχόντων κοινωνικοπολιτικών συσχετισμών.
Οι στόχοι όμως αυτοί είναι αντικειμενικά αναγκαίοι στο σήμερα και ως τέτοιοι, θεωρούμε, πρέπει να αντιμετωπιστούν από τις λαϊκές δυνάμεις.
Η ανάδειξη και η διεκδίκηση αυτών των αιτημάτων απαιτεί ένα ενισχυμένο εργατικό και λαϊκό μέτωπο των σύγχρονων αδικημένων και εκμεταλλευομένων. Η πολιτική τους στήριξη και προώθηση έχει ανάγκη ένα ευρύ πολιτικό μέτωπο μαχόμενων Αριστερών δυνάμεων.
Μόνο έτσι το εργατολαϊκό και φιλειρηνικό κίνημα μπορούν να επιφέρουν επί μέρους νίκες ελπίδας και χρήσιμες καθυστερήσεις στην πολιτική του λυσσώδους ξαναμοιράσματος εδαφών, αγορών και θαλασσών, να επιβάλλουν μείωση των στρατιωτικών δαπανών ακριβώς γιατί η αύξηση τους – σε μια εποχή μάλιστα που όπως στη δική μας –είναι κακός πολεμικός οιωνός.
Να ενισχύουν, αναδραστικά, τις κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που μάχονται για την αποτροπή του πολέμου,
Μια τέτοια, απαραίτητη κοινωνική και πολιτική παρουσία μπορεί να είναι και η βάση μιας εργατικής τοποθέτησης στο ενδεχόμενο απευκταίου πολέμου, όταν και εφόσον αυτός κηρυχθεί.
Η τοποθέτηση στο ενδεχόμενο πολέμου δεν μπορεί να γίνεται a priori παρά μόνο στη βάση της γνώσης του χαρακτήρα της πραγματοποιούμενης πολεμικής σύρραξης.
Δεν μπορεί παρά να γίνεται στη βάση της εγγύησης της ακεραιότητας της «δικιάς μας πατρίδας» και του «δικού μας έθνους των εργαζομένων», στη βάση της οργανωτικής και πολιτικής ανεξαρτησίας της εργατικής πολιτικής.
Ο συλλογικός αγώνας για μια τέτοια πολιτική αποτελεί και την μόνη κατάλληλη προετοιμασία από σήμερα ώστε στο ενδεχόμενο πολέμου να διαμορφώνονται θετικοί συσχετισμοί υπέρ της ριζικής βελτίωσης της θέσης της εργατικής τάξης και του λαού.
Στην επικίνδυνη και επίπλαστη αστική πολιτική της «εθνικής ενότητας» προβάλλουμε την ενότητα του λαού για την εγγύηση της ακεραιότητας της χώρας, την εθνική ανεξαρτησία και κυριαρχία, την αντιμετώπιση της καταπίεσης και εκμετάλλευσης που υφίσταται. Προβάλλουμε τον ανελέητο αγώνα κατά του εθνικισμού και του σοβινισμού όπως και κατά του ρατσισμού, πρώτα και κύρια της δικής μας αστικής τάξης αλλά και των αστικών τάξεων των υπόλοιπων χωρών. Προβάλλουμε την αλληλεγγύη και φιλία προς τους γειτονικούς, πρωτίστως, αλλά και τους άλλους λαούς.
Δίνουμε επομένως υλική υπόσταση στον προλεταριακό διεθνισμό στη σύγχρονη εποχή.
Η επιδίωξη αποδέσμευσης ενός κοινωνικού σχηματισμού από τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς και συνολικά από τις οικονομικές, πολιτικές και ιδεολογικές πρακτικές του ιμπεριαλισμού και του διεθνοποιημένου κεφαλαίου είναι η βάση αυτής της πολιτικής. Έχοντας ταυτόχρονα επίγνωση πως η αντίθεση, πρωτίστως, στον ευρωατλαντικό ιμπεριαλισμό (ΗΠΑ – ΝΑΤΟ – Ε.Ε.) και στο Ισραήλ όχι μόνο είναι αντικειμενικά αναγκαία αλλά και επιστρέφει ως κύρος για το ίδιο το κίνημα και την Αριστερά στον απαραίτητο αγώνα ενάντια στην πολιτική των αστικών ελληνικών κομμάτων.
Σε αυτό το πλαίσιο αποκτά στρατηγική σημασία η διεκδίκηση της εθνικής κυριαρχίας και ανεξαρτησίας, ζητήματα που παζαρεύει η παρακμάζουσα ελληνική αστική τάξη.
Η εργατική τάξη δίνει στον αγώνα αυτό σύγχρονο και διεθνιστικό νόημα κάτω από την οπτική της συνεργασίας των λαών, της επαναστατικής διεθνοποίησης και της κομμουνιστικής κοινωνίας των «παγκόσμια συνεταιρισμένων παραγωγών».
√ Σταματήστε τον πόλεμο, Ειρήνη, φιλία, διεθνιστική συνεννόηση μεταξύ των λαών, ειδικά Ελλάδας και Τουρκίας, ενάντια σε κάθε ιμπεριαλιστική επαναχάραξη των συνόρων και στην πολιτική των κυβερνήσεών τους.
√ Ειρηνική διευθέτηση των διαφορών με βάση το διεθνές δίκαιο και τη φιλική συνεννόηση των λαών Ελλάδας. Όχι στον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό. Απόκρουση των προκλήσεων της τουρκικής κυβέρνησης, καμία πρόκληση από πλευράς της Ελλάδας.
√ Ειρήνη, δημοκρατία, ανεξαρτησία, κοινωνική χειραφέτηση για τους λαούς. Έξω οι Αμερικάνοι και όλοι οι ιμπεριαλιστές από την περιοχή. Σταματήστε την αυτοκρατορία των ΗΠΑ και τους απανταχού ιμπεριαλιστές.
√ Διεθνιστική αλληλεγγύη ανάμεσα στους λαούς Ελλάδας, Τουρκίας, Κύπ΄’ορου. Καμία εμπλοκή της χώρας στους ιμπεριαλιστικούς και αστικούς ανταγωνισμούς για τη μοιρασιά των σφαιρών επιρροής.
√ Καμία αναγνώριση στη νέα γενικευμένη, αποικιοκρατική συμφωνία κυβέρνησης – ΗΠΑ για τις αμερικάνικες βάσεις . Αγώνας για έξοδο από ΝΑΤΟ, έξω οι Αμερικανικές βάσεις και τα Νατοϊκά στρατηγεία του πολέμου.
√ Πολιτική καλής γειτονίας. Αποχώρηση από τον άξονα «3 συν 1» με Ισραήλ και Κύπρο υπό την καθοδήγηση των ΗΠΑ.
√ Κανένας φαντάρος στις πολεμικές εκστρατείες του κεφαλαίου. Κάτω η κυβερνητική πολιτική της συμβολής στους πολέμους.
√ Απαγόρευση και καταστροφή όλων των επικίνδυνων όπλων (απεμπλουτισμένου ουρανίου και άλλων ραδιενεργών υλικών) που υπάρχουν στην ελληνική επικράτεια.
√ Όχι στην κλιμάκωση των πολεμικών εξοπλισμών και στρατιωτικών δαπανών. Κάτω ο πολεμικός προϋπολογισμός των μόνιμων υψηλών στρατιωτικών δαπανών που καμία σχέση δεν έχουν με την ουσία μιας φιλειρηνικής αμυντικής πολιτικής.
Αθήνα, Ιούνιος 2020