11.1 C
Athens
Τρίτη, 18 Φεβρουαρίου, 2025

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Για την αντιστροφή του ιστορικού βέλους, πρόταση διαλόγου του Κομμουνιστικού Σχεδίου για την τακτική


 

 
Στο κείμενο που δημοσιεύουμε σήμερα διατυπώνεται μια πολιτική πρόταση  σχετικά με τα ζητήματα τακτικής του λαϊκού και επαναστατικού κινήματος. 
Μαζί με το κείμενο για τα ζητήματα στρατηγικής («Για τις επαναστάσεις και τον κομμουνισμό του 21ου αιώνα») συγκροτούν μια προσπάθεια συνολικής πρότασης  της Πολιτικής Κίνησης για ένα Σύγχρονο Κομμουνιστικό Σχέδιο με σκοπό να συμβάλει στο κομμουνιστικό και εργατικό κίνημα της εποχής μας.   Δείτε εδώ
 
Απευθύνεται στις δυνάμεις εκείνες που φιλοδοξούν να δώσουν συνολικές, πειστικές και αποτελεσματικές απαντήσεις στα σύγχρονα προβλήματα, να οδηγήσουν σε αγώνες και νίκες που θα κάνουν καλύτερη τη ζωή του λαού και των εργαζομένων στο παρόν και θα ανοίξουν τις προοπτικές για τις αποφασιστικές αναμετρήσεις και νίκες του μέλλοντος, για ένα κόσμο της εργασίας και της ειρήνης, για το σοσιαλισμό. 
 
Είναι προϊόν συλλογικής ενασχόλησης και μιας μακράς επεξεργασίας  η οποία διακόπηκε συχνά από τα γεγονότα (πανδημία, πόλεμος στην Ουκρανία κ.λπ.) και αποτελεί συμβολή στη συγκρότηση της μεταβατικής οργάνωσης για μια σύγχρονη κομμουνιστική προοπτική, την οποία επιχειρούμε μαζί με τους συντρόφους/ισσες της Αριστερής Ανασύνθεσης και ανένταχτους αριστερούς αγωνιστές/ριες.

 

 

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ ΓΙΑ ΕΝΑ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ

ΚΕΙΜΕΝΟ ΔΙΑΛΟΓΟΥ

 

ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΜΙΑ ΝΕΑ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΤΑΚΤΙΚΗ

ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗΣ ΔΥΝΑΜΕΩΝ

ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΒΕΛΟΥΣ

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

 

1)Ζούμε μια ομιχλώδη πραγματικότητα με πολλά σκοτεινά σημεία που δίνει την εικόνα ενός ιστορικού αδιέξοδου. Ακρίβεια, η φτώχεια που αυξάνει ραγδαία, η προβλεπόμενη επισιτιστική κρίση, ένας πόλεμος που απειλεί να πάρει διαστάσεις ανεξέλεγκτες, μια πανδημία που σάρωσε τον κόσμο, αποκαλύπτοντας μια ζοφερή καταστροφή που συντελείται στον πλανήτη, είναι τα σημάδια από έναν κακό καιρό. Μεταφορικά και κυριολεκτικά καθώς οι συνέπειες από την καταστροφή του περιβάλλοντος γίνονται όλο και πιο έκδηλες στα ακραία καιρικά φαινόμενα.

Είναι λοιπόν μια εποχή ζόφου για τους ανθρώπους; Τι μπορούμε να κάνουμε; Πως να αντισταθούμε και πως να νικήσουμε; Πως θα περάσουμε από τη σημερινή ομιχλώδη πραγματικότητα στο φως μιας υπαρκτής δυνατότητας;

Η πραγματικότητα βρίσκεται σε διαρκή κίνηση και συγκροτείται από ό,τι είναι υλικά και πνευματικά υπάρχον – στη φύση, στην κοινωνία, στον κόσμο των ιδεών και της επιστήμης, στις θελήσεις των ανθρώπων.

Η δυνατότητα, ταυτόχρονα, είναι μέρος της πραγματικότητας αλλά υποδηλώνει και συγκροτείται από δυνάμεις και τάσεις της πραγματικότητας. Είναι μια κίνηση προς αυτό που μπορεί να γίνει, σε ό,τι είναι δυνητικό – εφικτό αλλά όχι ακόμη πραγματικό. Πρόκειται ακριβώς για μια διαδικασία κατά την πορεία της οποίας διαμορφώνονται οι συνθήκες που είναι ικανές και αναγκαίες ώστε το δυνητικό να γίνει πραγματικό.

Αυτό είναι και το σημερινό πολιτικό πρόβλημα της τακτικής: πώς θα μετατραπούν σε πραγματικότητα οι σύγχρονες δυνατότητες, οι κοινωνικές, οικονομικές και επιστημονικές δυνατότητες για την απελευθέρωση της μισθωτής εργασίας.

Η σημερινή πραγματικότητα εμπεριέχει την καλά κρυμμένη δυνατότητα μιας ιστορικής νίκης του κόσμου της εργασίας μέσω των επαναστάσεων με σοσιαλιστικό – κομμουνιστικό ορίζοντα, αλλά εμπεριέχει επίσης και την ολοένα και πιο φανερή δυνατότητα μιας ιστορικού χαρακτήρα οπισθοδρόμησης, μιας επιστροφής στη βαρβαρότητα, μιας κοινωνικής και οικολογικής καταστροφής. Από τη μια πλευρά οι σύγχρονες επαναστατικοποιημένες παραγωγικές δυνάμεις, ανάμεσά τους πρώτα και κύρια ο σύγχρονος εργάτης – δημιουργός αλλά και οι σύγχρονες υπεραυτόματες μηχανές, δημιουργούν τους όρους μιας αξιοβίωτης ζωής. Από την άλλη, το κεφάλαιο τις ιδιοποιείται και τις διαστρέφει, οδηγώντας τον παγκόσμιο καπιταλισμό όχι απλώς προς κυκλικές ή διαρθρωτικές κρίσεις με φτώχεια, άκρατο πλουτισμό των ολίγων, οικολογική κρίση, νεοφασισμό και πολέμους, αλλά σε έναν ανώτερο κύκλο ιστορικής κρίσης που αγγίζει άμεσα τον ίδιο τον σκληρό πυρήνα του. 

Η αναμέτρηση  με την αστική πολιτική που βρίσκεται σε εξέλιξη είναι αναπόφευκτη. Το θέλουμε δεν το θέλουμε, οδηγείται σε κορυφώσεις. Και  όπως κάθε μάχη, είναι ανοιχτή σε πολλαπλές και  απρόβλεπτες παραλλαγές. Η έκβαση της θα κρίνει τη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων για απροσδιόριστο διάστημα. Και θα κριθεί από την πάλη των δυο βασικών τάξεων, της αστικής και της εργατικής. Σε αυτήν ακριβώς την κρίσιμη περίοδο, στην οποία διασταυρώνονται τα πιο αμείλικτα καθημερινά ερωτήματα της στοιχειώδους επιβίωσης του λαού με τις αναγκαιότητες και τις μεγάλες επιδιώξεις της ιστορίας, οφείλουμε να στοχαστούμε με αίσθημα αυτοκριτικής και αισιοδοξίας πάνω στα σύγχρονα κοινωνικά, πολιτικά και θεωρητικά ζητήματα.

Αναζητούμε την τακτική εκείνη του σύγχρονου εργατικού υποκειμένου, η οποία θα πραγματώνει τους άμεσους τακτικούς στόχους αλλά και θα αναδεικνύει τους στρατηγικούς σκοπούς του, μεταφέροντας τις επαναστατικές κομμουνιστικές δυνατότητες της εποχής μας από το «σκοτάδι» των καταθλιπτικών συσχετισμών στο «φως» ενός κινήματος που αγωνίζεται να ανατρέψει αυτούς τους συσχετισμούς, που παλεύει «να καταργεί», προσανατολισμένα, την ισχύουσα τάξη πραγμάτων.

2)Στην Πρόταση Διαλόγου «Για τις Επαναστάσεις και τον Κομμουνισμό του 21ου Αιώνα – Ζητήματα Στρατηγικής», έχουμε παρουσιάσει τη γενική μας τοποθέτηση για τον καπιταλισμό και για την εποχή μας, για την όξυνση της αντίθεσης ανάμεσα στις αντιφατικά αναπτυσσόμενες παραγωγικές δυνάμεις και σχέσεις. Με βάση αυτή την ανάλυση εκτιμήσαμε ότι μια σύγχρονη κομμουνιστική εργατική στρατηγική απέναντι στον καπιταλισμό και ιμπεριαλισμό της εποχής μας χρειάζεται να κινείται προς μια ιστορικά αναπτυσσόμενη διαρκή επαναστατική πορεία, που αρχίζει με την αντικαπιταλιστική κομμουνιστική επανάσταση και την εργατική λαϊκή εξουσία, πραγματοποιεί το άλμα της εργατικής δημοκρατίας και του σοσιαλισμού και ολοκληρώνεται με τη νίκη της κομμουνιστικής διεθνικής απελευθέρωσης.

Σε αυτή την κατεύθυνση χρειάζεται να ενταχθεί και μια σύγχρονη εργατική τακτική. Ταυτόχρονα, για την εκπόνησή της, εκτιμούμε ότι είναι αναγκαίο να λάβουμε υπόψη, α) ορισμένες σύγχρονες ή παλιές θεμελιώδεις τάσεις του κεφαλαίου που επανεμφανίζονται με οξύτητα, β) τις ιδιομορφίες του ελληνικού καπιταλισμού, γ) τη σημερινή ιστορική περίοδο και γενικά το χρονικό ρυθμό της ταξικής πάλης και δ) τη σχέση ανάμεσα στη μεταρρύθμιση και την επανάσταση στην εποχή μας.

3)Καταθέτουμε το παρόν κείμενο για μια νέα εργατική τακτική σε διάλογο με τους συντρόφους και συντρόφισσες της ΑΡΑΝ και των αγωνιστών και αγωνιστριών που θέλουν να συμβάλουν στη δημιουργία μιας μεταβατικής οργάνωσης για μια σύγχρονη κομμουνιστική προοπτική. Για να συνομιλήσουμε και να αγωνιστούμε, μαζί με τα άλλα κομμουνιστικά, αντικαπιταλιστικά – αντιιμπεριαλιστικά ρεύματα και τη μαχόμενη Αριστερά, για ένα εργατικό λαϊκό κίνημα που θα γίνει ικανό να προκαλέσει ρήγματα, να αναχαιτίσει και τελικά να ανατρέψει την επιθετικότητα του κεφαλαίου και της ΕΕ, την ακροδεξιά – φασιστική απειλή και ιδιαίτερα τη νεοφιλελεύθερη πολιτική της κυβέρνησης, την οποία ακολουθεί ουσιαστικά και παρά τις επιμέρους διαφοροποιήσεις τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ, όσο και το ΚΙΝΑΛ. Αναζητούμε μια εργατική τακτική που θα εμπεριέχει διαλεκτικά τον κεντρικό πολιτικό στόχο της περιόδου, το αναγκαίο βασικό περιεχόμενο και την αντίστοιχη μετωπική συγκέντρωση δυνάμεων για αυτόν το στόχο. Αναζητούμε εκείνη την τακτική που θα προωθεί:

Α. Την αντιστροφή  του ιστορικού βέλους με το πέρασμα σε μια νέα περίοδο υπέρ της εργατικής πολιτικής, που θα επιβάλει μια εργατική αντικαπιταλιστική και δημοκρατική ανατροπή, ένα βαθύ ρήγμα στην αστική ηγεμονία, έναν κλονισμό των κοινωνικών νόμων του κεφαλαίου.

Β. Ένα εργατικό πρόγραμμα με βασικό περιεχόμενο:

Πρώτο, εκείνες τις λαϊκές, δημοκρατικές και οικολογικές, αντικαπιταλιστικές και αντιιμπεριαλιστικές κατακτήσεις, που οδηγούν στην ουσιαστική βελτίωση της ζωής των εργαζομένων και ταυτόχρονα, φέρνουν στο φως τις κρυμμένες απελευθερωτικές δυνατότητες της μισθωτής εργασίας, της επιστήμης και του ανθρώπινου πολιτισμού. Δεύτερο, τον κοινωνικό έλεγχο και περιορισμό της καταστροφικής δράσης των επιχειρηματικών ομίλων, των πολυεθνικών πολυκλαδικών και χρηματιστικών μονοπωλίων, της αγοράς και του κεφαλαίου, που απειλούν όλο και περισσότερο την εργατική τάξη και τη μισθωτή εργασία, την κοινωνία, τη δημοκρατία, το περιβάλλον και την ειρήνη. Και τρίτο, την προετοιμασία ώστε να καταστεί η εργατική τάξη ικανή, σε θεωρητικό, πολιτικό, πολιτιστικό και πρακτικό επίπεδο, για τις μεγάλες καμπές προς την επανάσταση.

Γ. Τη μετωπική συγκέντρωση κοινωνικοπολιτικών δυνάμεων, στο αντίστοιχο πρόγραμμα, ικανών να φέρουν σε πέρας τον κεντρικό στόχο της περιόδου, συσπειρωμένων σε ένα εργατικό και λαϊκό μέτωπο με αντικαπιταλιστικό, αντιιμπεριαλιστικό και δημοκρατικό προσανατολισμό.

 

ΚΕΦ. Α. ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΙΣ ΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ

 

Α.1. Η τάση για έναν τρίτο παγκόσμιο γύρο πολέμων

 

Α.1.1. Ο πόλεμος στην Ουκρανία αποτελεί γεγονός ιστορικού χαρακτήρα. Είναι ένας πόλεμος της  εποχής του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, εκδήλωση της διαρκούς, πολλαπλής και δομικής κρίσης του. Αποτελεί ποιοτική κλιμάκωση όλων των καπιταλιστικών και ιμπεριαλιστικών αντιθέσεων και των ανταγωνισμών που εκτινάσσονται και επεκτείνονται σε πολλές περιοχές του πλανήτη. Η γιγαντιαία υπερσυσσώρευση κεφαλαίων δεν εκτονώθηκε από τις μέχρι τώρα κρίσεις και απαιτεί, κάτω από τις υπάρχουσες αντιδραστικές καπιταλιστικές σχέσεις ιδιοκτησίας, μια αντίστοιχα γιγαντιαία καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων. Τάση που ωθεί το κεφάλαιο και τις αστικές δυνάμεις στον εθνικισμό, την ενίσχυση της ακροδεξιάς και των νεοφασιστικών ρευμάτων, το μιλιταρισμό και σε μια μακρά πορεία συρράξεων με ενδιάμεσες ανακωχές και αντεπιθέσεις, οι οποίες τείνουν να πάρουν την επικίνδυνη μορφή της άμεσης αντιπαράθεσης μεταξύ δυνάμεων οπλισμένων με χιλιάδες πυρηνικές βόμβες.

Ιδιαίτερη και μεγάλης βαρύτητας αιτία του πολέμου είναι η ενέργεια. Η συγκέντρωση των σπάνιων γαιών (κατά 70%, μέχρι τώρα) στην Κίνα και την Άπω Ανατολή, αλλά επίσης και η ραγδαία αύξηση των σχιστολιθικών εξορύξεων φυσικού αερίου στις ΗΠΑ και των συνακόλουθων εξαγωγών, σε συνδυασμό με την επέκταση των ρωσικών ενεργειακών ομίλων στην Ευρώπη, οδηγεί τις αντιδράσεις της Ουάσιγκτον. Στο πλαίσιο αυτό εποφθαλμιά την ευρωπαϊκή αγορά, κάνοντας ό,τι είναι δυνατόν εδώ και χρόνια για να αποκόψει την πρόσβαση της Ρωσίας στην ΕΕ. Οι προσπάθειες αυτές κορυφώθηκαν με τις κυρώσεις που επέβαλε η ΕΕ εναντίον της Ρωσίας, μετά το ξέσπασμα του πολέμου και εν τέλει με την ανατίναξη και των δύο αγωγών Nord Stream 1 & 2, τον Σεπτέμβριο του 2022, όσο αποδεικνυόταν το τεράστιο οικονομικό κόστος της αποκοπής και η διστακτικότητα πολλών ευρωπαϊκών ηγεσιών, από τις αμερικανικές υπηρεσίες με νορβηγική συνδρομή.

Η καταστροφική δύναμη της επιστήμης και της τεχνολογίας του σύγχρονου πολέμου είναι τόσο εκθετική, ώστε μια άμεση στρατιωτική αντιπαράθεση μεταξύ των μεγάλων καπιταλιστικών δυνάμεων  θα είχε ανυπολόγιστες συνέπειες για τη μισθωτή εργασία, τους λαούς, τον ανθρώπινο πολιτισμό, τη φύση και τον πλανήτη συνολικά. Αυτός ο κίνδυνος έχει μπει στη σφαίρα του πιθανού. Ταυτόχρονα, με την τεράστια εκτίναξη των πολεμικών παραγγελιών και δαπανών, τις επιπτώσεις από τις αντιρωσικές κυρώσεις, τη διάρρηξη εφοδιαστικών αλυσίδων, το σχιστολιθικό, κυρίως, φυσικό αέριο, επιβαρύνεται ακόμα περισσότερο το περιβάλλον, τροφοδοτείται ο πληθωρισμός και φορτώνεται και με άλλα βάρη η εργατική τάξη όλων των χωρών, ιδιαίτερα της Ευρώπης. Η ΕΕ με πρωτοπόρο τον γερμανικό ιμπεριαλισμό, επανεξοπλίζεται με τεράστια πολεμικά προγράμματα, ενώ υποτάσσεται πλήρως στις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, με μεγάλους κινδύνους για την ειρήνη σε όλη την ήπειρο. Ανάλογη πολιτική ακολουθεί και η Ιαπωνία τινάζοντας στον αέρα τις συνθήκες του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου. 

Α.1.2. Η ανισόμετρη ανάπτυξη και η σύγχρονη  ανισόμετρη κρίση ανέδειξαν ήδη γεωοικονομικά έναν πολυπολικό καπιταλιστικό κόσμο εντός του οποίου διαμορφώνονται δυο βασικά στρατόπεδα. Το αμερικανονατοϊκό  είναι ήδη δημιουργημένο. Το δεύτερο, με την Κίνα και τη Ρωσία, είναι υπό δημιουργία (ο πρόεδρος της Βενεζουέλας κάλεσε για πρώτη φορά ανοιχτά στη συγκρότηση του). Αντιιμπεριαλιστικά κράτη όπως η Κούβα και η Βενεζουέλα ή άλλες, εχθρικές στον αμερικανονατοϊκό ιμπεριαλισμό χώρες εκμεταλλεύονται αυτές τις αντιθέσεις για τα κρατικά τους συμφέροντα, με το δικό τους τρόπο. Ένα ανεξάρτητο λαϊκό-εργατικό κίνημα που θα αναπτυχθεί μπορεί να αξιοποιήσει την πρακτική αυτή προς όφελος του, χωρίς να εξωραΐζει αντιδραστικά καθεστώτα στο όνομα του αντιαμερικανισμού.

Η δυναμική αυτή κατάσταση αντικειμενικά λειτουργεί στη βάση μιας δυσανάλογης νομής του παγκόσμιου πλούτου σε βάρος του κεφαλαίου των χωρών των BRICS. Οι νέες ανερχόμενες καπιταλιστικές δυνάμεις την αμφισβητούν και οι παλιές επικρατούσες την υπερασπίζονται. Στην Ουκρανία ο πόλεμος μεθοδεύτηκε και πυροδοτήθηκε από τον αμερικανονατοϊκό ιμπεριαλισμό ως συνέχεια και ποιοτική αναβάθμιση της επιθετικής πολιτικής ανάσχεσης και απομόνωσης της Ρωσίας. Αποτελεί αντίδραση στη σοβαρή οικονομική  υποχώρηση των ΗΠΑ που  ανέδειξε η κρίση του 2008-09 και στην αμφισβήτηση της αμερικανικής ηγεμονίας και της νομισματικής κυριαρχίας του δολαρίου από τη Ρωσία και γενικά τα BRICS, κυρίως από την Κίνα, η οποία αναδείχθηκε σε δεύτερη υπερδύναμη και επεκτείνεται οικονομικά με τα πολυκλαδικά και πολυεθνικά της μονοπώλια σε όλο τον πλανήτη και εξοπλίζεται στρατιωτικά.

Α.1.3. Tο εθνικιστικό, μιλιταριστικό, φιλοναζιστικό και αντικομμουνιστικό καθεστώς της Ουκρανίας, κάτω από τις ιδιοτελείς επιδιώξεις των αστών ολιγαρχών και υπό την άμεση αμερικανική καθοδήγηση, οργάνωσε το πραξικόπημα του Μαϊντάν και στη συνέχεια μεθόδευσε τον εμφύλιο πόλεμο κατά των δημοκρατών, αντιφασιστών, εργαζομένων συνδικαλιστών,  των κομμουνιστών και ρωσόφωνων Ουκρανών πολιτών, όπως και των άλλων μειονοτήτων. Ο εμφύλιος αυτός αποτελούσε το μέσο για τον κύριο σκοπό της ουκρανικής δυτικόφιλης αστικής τάξης: την ένταξη της χώρας στην ΕΕ και ειδικά στο ΝΑΤΟ. Αυτή η επιδίωξη αλλάζει βίαια τους ευρωπαϊκούς και παγκόσμιους συσχετισμούς και απειλεί άμεσα την ασφάλεια και την ειρήνη για το ρωσικό αλλά και όλους τους ευρωπαϊκούς λαούς. Από αυτή τη σκοπιά, ο πόλεμος από πλευράς της ουκρανο-ευρωνατοϊκής συμμαχίας ήταν από την αρχή επιθετικός, φιλοφασιστικός και ιμπεριαλιστικός. Και από πλευράς των δημοκρατών και ρωσόφωνων Ουκρανών,  αμυντικός, λαϊκός και αντιφασιστικός.

Έτσι η αναμέτρηση στην Ουκρανία απόκτησε μια συγκεκριμένη ιδιαιτερότητα: συμπλέχθηκε ένας έμμεσος πόλεμος μεταξύ ΗΠΑ/ΝΑΤΟ και Ρωσίας με έναν ενδο-ουκρανικό εμφύλιο πόλεμο.

Ο λαϊκός πόλεμος εμπεριείχε την τάση για αγώνα ανατροπής του αντιδραστικού ουκρανικού καθεστώτος, την πλήρη ανεξαρτησία και ουδετερότητα της Ουκρανίας, την αποναζιστικοποίηση, τον εκδημοκρατισμό, τη λαϊκή κυριαρχία και εργατικό έλεγχο της χώρας,  με πλήρη ισοτιμία όλων των πολιτών και εξασφάλιση των ελευθεριών των ρωσόφωνων και όλων των μειονοτήτων. Έναν  πόλεμο με τέτοιους στόχους όφειλε να στηρίξει και στήριξε σημαντικό τμήμα από το διεθνές αντιφασιστικό κίνημα, μεταξύ αυτών και στην Ελλάδα, αλλά και όλα τα κράτη που αντιτίθενται στον αμερικανονατοϊκό ιμπεριαλισμό. Ήμασταν και είμαστε αλληλέγγυοι στον δίκαιο αγώνα των λαών του Ντονμπάς που πολεμούν ενάντια στο ουκρανικό καθεστώς καθώς και  τους αμερικανονατοϊκούς ιμπεριαλιστές συμμάχους τους.

Οι συμφωνίες του Μινσκ υπονομεύθηκαν συνειδητά και χρησιμοποιήθηκαν από ΗΠΑ, ΝΑΤΟ, ΕΕ προκειμένου να κερδηθεί ο χρόνος για εξοπλισμό της Ουκρανίας και εφαρμογή των σχεδίων ένταξης της στους επιθετικούς ιμπεριαλιστικούς σχηματισμούς. Οι διώξεις και οι σφαγές ανάγκασαν τους ρωσόφωνους, ιδιαίτερα, δημοκράτες να δημιουργήσουν τις αυτόνομες «Λαϊκές Δημοκρατίες» και να ζητήσουν τη βοήθεια της Ρωσίας. Σε αυτό το πλαίσιο η ρωσική βοήθεια, έστω και κάτω από τα ιδιαίτερα κρατικά συμφέροντα της, παρέμενε στο πλαίσιο της αλληλεγγύης αλλά και του διεθνούς δικαίου. 

Α.1.4. Με τη στρατιωτική επέμβαση της Ρωσίας ο πόλεμος φεύγει πλέον από τα χέρια των ρωσόφωνων και δημοκρατών πολιτών της Ουκρανίας και αλλάζει περιεχόμενο. Από εμφύλιος μετατρέπεται σε έναν πόλεμο μεταξύ δύο κρατών και των συμμάχων τους, που εκφράζει αντιθέσεις μεταξύ μεγάλων δυνάμεων. Ο πόλεμος από την πλευρά  της Ρωσίας, παρότι έχει χαρακτηριστικά απάντησης στην  επιθετική περικύκλωση ΗΠΑ και ΕΕ, δεν παύει να είναι ο πόλεμος μιας καπιταλιστικής χώρας με ιμπεριαλιστικές βλέψεις και αυταρχικό εθνικιστικό καθεστώς που αγωνίζεται για γεωπολιτική επέκταση των ανεπτυγμένων πολυκλαδικών  πολυεθνικών ομίλων  και του στρατιωτικού-βιομηχανικού-επιστημονικού της συμπλέγματος. Με τις προσαρτήσεις αποκτά καθαρά χαρακτήρα εθνικιστικό και ιμπεριαλιστικό. Παρά την ρωσική εισβολή και προσάρτηση ο πόλεμος, από  πλευράς Ουκρανίας, διατηρεί και επαυξάνει τον επιθετικό και ιμπεριαλιστικό του χαρακτήρα ενώ κλιμακώνεται με τον υπερ-εξοπλισμό του ουκρανικού καθεστώτος από τις ΗΠΑ και τους συμμάχους της, εντασσόμενος ακόμη περισσότερο στις ευρύτερες επιδιώξεις του ευρωνατοϊκού ιμπεριαλισμού για παγκόσμια κυριαρχία. 

Το αποτέλεσμα της πολεμικής σύγκρουσης είναι να εξολοθρεύονται ή να μένουν ανάπηροι άνθρωποι, κυρίως νέοι και εργάτες, να σακατεύονται κορμιά και όνειρα και να καταστρέφονται υποδομές και δημιουργήματα  προηγούμενων γενεών. Ο πόλεμος κλιμακώνεται διαρκώς, νέες χώρες εντάσσονται στο ΝΑΤΟ, όλο και πιο θανατηφόρα και πιο ακριβά όπλα στέλνονται και δοκιμάζονται στα πεδία της μάχης, οι πολεμικές δαπάνες σε όλες τις χώρες εκτινάσσονται. Ο κίνδυνος μιας άμεσης στρατιωτικής αντιπαράθεσης μεταξύ ΝΑΤΟ και Ρωσίας, ακόμη και με πυρηνικά μεγαλώνει, καθώς κλιμακώνεται επικίνδυνα η σύγκρουση και οι πιο επιθετικές κυβερνήσεις, όπως των Δημοκρατικών στις ΗΠΑ, της Βρετανίας, της Πολωνίας και των χωρών της Βαλτικής σπρώχνουν το καθεστώς Ζελένσκι σε μια πλήρη απόρριψη των διαπραγματεύσεων. Το εργατικό και λαϊκό, το αριστερό και κομμουνιστικό κίνημα χρειάζεται να ταχθεί αταλάντευτα υπέρ της ειρήνης, όχι μόνον ως γενική πολιτική αρχή για τη διευθέτηση των διακρατικών διαφορών αλλά και γιατί το κεφάλαιο, για να επιβιώσει ο καπιταλισμός ως κοινωνικό σύστημα, θα δυναμώσει αναπόδραστα την επιθετική επεκτατική πολιτική του σε όλες τις χώρες και στα δυο παγκόσμια στρατόπεδα. Ως εκ τούτου, η άμεση κατάπαυση του πυρός, η έναρξη διπλωματικών διαπραγματεύσεων  και η επίτευξη ειρήνης υπέρ των λαών θα συνιστούσαν νίκη του εργατικού και λαϊκού κινήματος και  ουσιαστικά, μια ήττα του καθεστώτος Ζελένσκι και του αμερικανονατοϊκού ιμπεριαλισμού, που επιδιώκει και τροφοδοτεί τον πόλεμο. Θα βοηθούσε τον αγώνα του ελληνικού προλεταριάτου ενάντια στη σύγχρονη αμερικανοκρατία, που έχει δυναμώσει τα τελευταία χρόνια από όλες τις κυβερνήσεις.

Α.1.5. Η ελληνική αστική τάξη και η κυβέρνηση, αλλά και οι ΣΥΡΙΖΑ-ΚΙΝΑΛ, ταυτίστηκαν με την αμερικανονατοϊκή επιθετικότητα μιας εξαρχής. Η κυβέρνηση έστειλε και στέλνει όπλα. Με τη συμφωνία για αναβάθμιση και χρήση των βάσεων από ΗΠΑ/ΝΑΤΟ και την πρωθυπουργική δήλωση πως είμαστε σε πόλεμο με τη Ρωσία καθιστά τη χώρα μέρος του πολέμου. Κυβέρνηση, ΣΥΡΙΖΑ και ΚΙΝΑΛ υποστήριξαν την ένταξη της Φιλανδίας και Σουηδίας στο ΝΑΤΟ. Η πολιτική και των τριών πρέπει να καταδικαστεί από το λαό. Στην ελληνική Αριστερά το ρεύμα άμεσης υποστήριξης στην Ουκρανία και έμμεσης στο ΝΑΤΟ είναι αμελητέο (τμήματα της Δ’ Διεθνούς κ.α.), όπως και αυτό της Ρωσίας (Ίσκρα κ.α.), ενώ κυριαρχεί αυτό των «ίσων αποστάσεων» (ΚΚΕ, ΝΑΡ κ.α.). Αυτή η κατάσταση δυσκολεύει τον προσανατολισμό, τη μαζικοποίηση και τη μαχητικότητα του αντιπολεμικού κινήματος.

Α.1.6. Σε όλο τον κόσμο είναι πρώτιστο καθήκον να στηριχθεί και να δυναμώσει το αντιπολεμικό κίνημα σε ανεξάρτητη αντιιμπεριαλιστική κατεύθυνση. Ιδιαίτερα στην Ελλάδα, όπως και σε όλες τις χώρες της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, το αντιπολεμικό κίνημα χρειάζεται να ιεραρχεί τους στόχους του πρώτα από όλα ενάντια στις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και τη σύγχρονη αμερικανοκρατία, χωρίς να τάσσεται με τη ρωσική κρατική πολιτική. Στο αριστερό και κομμουνιστικό κίνημα διεξάγεται μεγάλη αντιπαράθεση. Στο κείμενό μας για την στρατηγική, σε προηγούμενες αποφάσεις συνελεύσεων και σε ανακοινώσεις, έχουμε τοποθετηθεί για τη σχέση του ολοκληρωτικού καπιταλισμού με τον ιμπεριαλισμό, για τον χαρακτήρα των πολέμων στην εποχή μας, για τη φύση των καθεστώτων και την πολιτική της Ρωσίας, της Κίνας και των άλλων χωρών των BRICS. Όμως, η θεωρητική μαρξιστική αναζήτηση, η συζήτηση και ο διάλογος για όλα τα παραπάνω δεν πρέπει να κλείσει, χρειάζεται να συνεχιστεί και να βαθύνει.

Α.1.7. Οι κύριοι άξονες δράσης με τους οποίους χρειάζεται να αγωνιστεί το αντιπολεμικό και λαϊκό κίνημα στην Ελλάδα είναι:

Αγώνας ενάντια στους ιμπεριαλιστικούς πολέμους του ολοκληρωτικού καπιταλισμού από ένα ανεξάρτητο αντιπολεμικό, εργατικό και λαϊκό κίνημα με αιτήματα: Τον άμεσο πυρηνικό αφοπλισμό, τη δραστική μείωση των πολεμικών δαπανών και τη διάλυση όλων των στρατιωτικών συνασπισμών, πρώτα από όλα του παγκόσμιου χωροφύλακα, του ΝΑΤΟ.

Άμεση κατάπαυση του πυρός και ειρήνη υπέρ των λαών στην Ουκρανία, σεβασμό στις απαιτήσεις ασφάλειας της Ρωσίας. Ουκρανία πλήρως ουδέτερη, ανεξάρτητη, χωρίς ξένους στρατούς, συμβούλους και μισθοφόρους, έξω από το ΝΑΤΟ και την ΕΕ, αποπυρηνικοποιημένη, αποναζιστικοποιημένη και δημοκρατική, κατοχύρωση του δικαιωμάτων των ρωσόφωνων πληθυσμών. 

Πλήρης απεμπλοκή της Ελλάδας από τον πόλεμο στην Ουκρανία και από κάθε στρατιωτική ανάμειξη σε ξένη χώρα, άρση των αντιρωσικών κυρώσεων, κλείσιμο όλων των αμερικανικών βάσεων, έξοδος από το ΝΑΤΟ και διάλυσή του.

Ήττα του αμερικανονατοϊκού ιμπεριαλισμού από τον ανεξάρτητο αγώνα, τους πολέμους και τις επαναστάσεις των λαών. Μια τέτοια ήττα μπορεί να αξιοποιηθεί από το φιλειρηνικό κίνημα και τις αντιιμπεριαλιστικές χώρες για την επιβολή της ειρήνης. Ιδιαίτερα στη χώρα μας, για να δυναμώσει ο αγώνας για το κλείσιμο των αμερικανικών βάσεων και την έξοδο από το ΝΑΤΟ, για εθνική ανεξαρτησία, λαϊκή δημοκρατική κυριαρχία και εργατική ανατροπή. Να ανοίξει ο δρόμος  για έναν κόσμο χωρίς εκμετάλλευση, κρίσεις και πολέμους.

 

Α.2. Ο συγχρονισμός των κρίσεων

 

Α.2.1. Η εισβολή του κορονοϊού σε όλα τα κράτη του πλανήτη αποκάλυψε τη βαθιά διαταραγμένη σχέση των καπιταλιστικών κοινωνιών με τη φύση και ταυτόχρονα οδήγησε σε μια λυσσώδη επίθεση από τις πιο αντιδραστικές δυνάμεις για τη συγκάλυψη αυτής της σχέσης. Επίσης, έδωσε νέες διαστάσεις στην αμφισβητούμενη αλήθεια της καπιταλιστικής κλιματικής αλλαγής, την έκανε πιο αληθινή και πιο πιστευτή. Η πανδημία οδήγησε στο ξέσπασμα και στην αποκάλυψη μιας παράλληλης, δεύτερης κρίσης: της υγειονομικής. Μετά από 30 χρόνια νεοφιλελεύθερης λιτότητας, ιδιωτικοποίησης, υποχρηματοδότησης και υποστελέχωσης των δημόσιων υγειονομικών συστημάτων, τα καπιταλιστικά κράτη δεν είχαν τα μέσα για τον περιορισμό και τον έλεγχο της πανδημίας.

Οι δυο αυτές κρίσεις συνάντησαν μια εξασθενημένη οικονομία που μόλις έβγαινε από την τέταρτη μεγαλύτερη οικονομική κρίση στην ιστορία του καπιταλισμού με σαθρή, αναιμική και κυρίως αντιδραστική ανάπτυξη. Η  οικονομική κρίση δεν προήλθε άμεσα από τη σφαίρα της καπιταλιστικής οικονομίας, αλλά από τις σχέσεις του καπιταλιστικού συστήματος με τη φύση. Έτσι προέκυψε μια τρίτη κρίση, η «εισαγόμενη» από την πανδημία, οικονομική κρίση με τη βίαιη διακοπή οικονομικών δραστηριοτήτων.

Μπροστά στο κίνδυνο μιας οικονομικής χιονοστιβάδας οι κυβερνώντες δεν δίστασαν να αναθεωρήσουν  αξιωματικά οικονομικά στοιχεία του νεοφιλελευθερισμού. Ανέστειλαν το σύμφωνο σταθερότητας. Δημιούργησαν μια νομισματική πολιτική ρευστότητα χρήματος. Προχώρησαν σε επιτόκια δανεισμού κοντά στο μηδέν. Εθνικοποίησαν μέρος του εργατικού μισθολογίου κατά τρόπο όμως σκανδαλωδώς λιτό.  Εθνικοποίησαν τις ζημιές βιώσιμων και μη βιώσιμων επιχειρήσεων  που σε ένα βαθμό το ίδιο το κράτος δημιούργησε. Με λίγα λόγια επέβαλαν, με ενισχυμένους όρους, μια ισχυρή κρατική παρέμβαση υπέρ του κεφαλαίου.

Προφανώς τα πιο πάνω δεν συνιστούν δομική μεταβολή. Συνιστούν όμως μια πολιτική διατάραξη της λειτουργίας του νεοφιλελευθερισμού και αποκάλυψης των  ορίων και δυσκολιών του ολοκληρωτικού καπιταλισμού.

Για να αντιμετωπιστεί η οικονομική κρίση, οι αστικές τάξεις, αντί να κρατικοποιήσουν τράπεζες και εταιρείες που όδευαν προς τη χρεοκοπία, προχώρησαν σε μια άνευ προηγουμένου επιδότησή τους με τρισεκατομμύρια δολάρια. Παράλληλα, ήταν αναγκασμένες να μην αφήσουν την εργατική τάξη και τα μικρομεσαία στρώματα να εξοντωθούν πλήρως. Όλα αυτά, τη στιγμή που τα κρατικά ταμεία ήταν άδεια, λόγω της χρόνιας προκλητικής μείωσης της φορολογίας στα κέρδη και τις επιχειρήσεις. Το αποτέλεσμα είναι μια άνοδος του πληθωρισμού (την οποία σκόπιμα αποδίδουν στους μισθούς που δεν αυξήθηκαν) και ένα πρωτοφανές κύμα ακρίβειας. 

Α.2.2. Εκμετάλλευση, φτώχεια, ανισότητα. Η πιο μεγάλη συνέπεια αυτής της πολιτικής είναι μια εκ νέου εκτίναξη του όγκου των χρεών και της χρηματιστικοποίησης σε επίπεδα που δεν ξαναείδε η ανθρωπότητα. Ο σύγχρονος καπιταλισμός σπρώχνει όλο και περισσότερο κάτω από το χαλί του πλασματικού κεφαλαίου τις δομικές αντιθέσεις του, υποθηκεύοντας την ανθρώπινη εργασία και τη λεηλασία της φύσης σε τίτλους που υποτίθεται ότι θα εξαργυρωθούν στο  μέλλον. Όμως οι άνθρωποι ζουν στο παρόν και βρίσκονται αντιμέτωποι σήμερα με μια πρωτόγνωρη φτώχεια ανάμεσα σε προκλητικό πλούτο, με μια κραυγαλέα αδυναμία του συστήματος να εκπληρώσει ζωτικές ανάγκες, όπως η υγειονομική περίθαλψη, το ηλεκτρικό ρεύμα, η στέγη, η διατροφή και η εκπαίδευση σε μια εποχή έκρηξης πραγματικών και πλασματικών αναγκών.

Η κατάσταση αυτή δημιουργεί τεράστιες κοινωνικές, πολιτικές και ιδεολογικές αναστατώσεις σε όλες τις χώρες του πλανήτη και σε κάθε κοινωνική τάξη. Νέα ανορθολογικά ρεύματα εμφανίζονται εν μέσω μεγάλων επιστημονικών αλμάτων. Κυβερνήσεις ανεβαίνουν μετεωρικά και πέφτουν απότομα. Η Ακροδεξιά και ο νεοφασισμός γίνονται μαζικά κοινωνικά ρεύματα. Οι λαϊκές δημοκρατικές κατακτήσεις πολιορκούνται, η δημοκρατία περισφίγγεται από μέγα-επιχειρήσεις και κρατικούς μηχανισμούς. Στον αντίποδα εμφανίζονται συνέχεια χωρίς να σταθεροποιούνται κεντροαριστερές κυβερνήσεις. Κραταιά κόμματα, ιδεολογίες, θρησκείες και εκκλησίες διχάζονται ή και τριχοτομούνται. Και την ίδια στιγμή μεγάλα εργατικά και λαϊκά κινήματα αναστατώνουν χώρες όπως στις ΗΠΑ, στη Χιλή, στη Βολιβία, στην Ινδία.

Α.2.3. Η κρίση στη σχέση  μεταξύ των φύλων, εξαιτίας της δομικής ανικανότητας του κεφαλαίου να ανταποκριθεί στο ιστορικό αίτημα της κοινωνικής ισότητας των φύλων και της άρσης κάθε σεξιστικής καταπίεσης, οδηγείται σε έναν κανιβαλικό «πόλεμο» ενάντια στα δικαιώματα των γυναικών και των ΛΟΑΤΚΙ, ενισχύοντας με νέο τρόπο την πατριαρχία/ανδροκρατία. Το κεφάλαιο αναπτύσσει μια βαθιά αντίθεση: από τη μια καταπιέζει τις ανάγκες και τα δικαιώματα της γυναίκας για να ξεφύγει από τους βιολογικούς περιορισμούς που θέτει στην εκμετάλλευση η εγκυμοσύνη, ο θηλασμός και η ανατροφή του παιδιού, ενισχύοντας την κρίση στην οικογένεια και από την άλλη, είναι αναγκασμένο να προσφεύγει στην οικογένεια και στον αντιδραστικό «κοινωνικό ρόλο» των φύλων για την ομαλή αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης. Τα τελευταία χρόνια, λόγω της κοινωνικοοικονομικής κρίσης αλλά και της ανάγκης του κεφαλαίου για περαιτέρω κατακερματισμό του κοινωνικού υποκειμένου, η δεύτερη τάση αναπτύσσεται ραγδαία, κάτι που εκδηλώνεται με το κύμα μισογυνισμού, σεξισμού, ομοφοβίας και γυναικοκτονιών σε όλο τον κόσμο και στη χώρα μας. Παντού αναπτύσσονται μεγάλες αντιστάσεις και αγώνες από τις γυναίκες με ορισμένες σημαντικές νίκες, όχι όμως σε πλήρη ανεξαρτησία από την πρώτη αστική τάση. Αναπτύσσονται αντιστάσεις και από τους ΛΟΑΤΚΙ. Το εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα οφείλει να εντάξει ουσιαστικά στην τακτική του το σύγχρονο γυναικείο ζήτημα και τα ζητήματα σεξιστικής καταπίεσης, να στηρίξει τους αγώνες πρώτα από όλα των γυναικών, όπως και των ΛΟΑΤΚΙ, να αντιμετωπίσει το σεξισμό στις γραμμές του, να συμβάλει ώστε το κίνημά τους, το καθένα μέσα από τη δική του αυτοτέλεια, να επιβάλει ουσιαστικές κατακτήσεις και να κερδίσει ως βασικό σύμμαχο το ταξικό εργατικό κίνημα και το αντίστροφο, σε μια κοινή πολιτική και κοινωνική προοπτική.

 

Α.3. Άνοδος της καταστροφικής τάσης του κεφαλαίου

 

Α.3.1. Η καταστροφική πλευρά της σύγχρονης καπιταλιστικής ανάπτυξης. Στην εποχή μας, στο έδαφος της υπερ-συγκεντρωμένης καπιταλιστικής ιδιοκτησίας και κυριαρχίας, η αντίθεση μεταξύ της δημιουργικής – απελευθερωτικής πλευράς στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και της καταστροφικής διάστασής τους, παίρνει πρωτοφανείς διαστάσεις. Χωρίς να σταματά η δημιουργική – απελευθερωτική διάστασή τους πάνω στην οποία, εξάλλου, αναπτύσσονται οι επαναστατικές δυνατότητες, το σκέλος της καταστροφικότητας να ενισχύεται ολοένα και δυναμικότερα, καθώς, μάλιστα, οι υποκειμενικές δυνάμεις του εργατικού κινήματος δεν είναι σε θέση, ακόμη, να μετατρέψουν το αδιέξοδο του καπιταλισμού σε επαναστατική διέξοδο προς μια κομμουνιστική κοινωνία[1].

Ο καπιταλισμός που «παραωρίμασε» αλλά δεν πέφτει ποτέ σαν «ώριμο φρούτο», αφήνει στο πέρασμα του κουφάρια της ζωής μας: Η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας στους αναπτυσσόμενους κλάδους είναι μικρότερη από την καταστροφή τους λόγω της εφαρμογής της νέας επιστημονικοτεχνικής επανάστασης, διογκώνοντας σε πρωτοφανή επίπεδα τη δομική ανεργία και υποαπασχόληση, τις φαβέλες και τα γκέτο, παρά τη δημιουργία νέων «εργαστηρίων του κόσμου» στην Κίνα, την Ασία και την Αφρική. Τα ειδικά ορθολογικά μέτρα αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής συγκρούονται με την καταστροφική γενική δραστηριότητα της αγοράς και των ανταγωνιζόμενων πολυεθνικών ομίλων, των κρατών και των περιφερειακών ολοκληρώσεων. Οι οικολογικές αυτές καταστροφές συμβαδίζουν με τις κοινωνικές καταστροφές της νεοφιλελεύθερης αστικής επίθεσης, όπως οι οικονομικές κρίσεις, οι χρεοκοπημένες επιχειρήσεις – ζόμπι, η δομική ανεργία, οι νέες ελαστικές και εξουθενωτικές σχέσεις εργασίας, οι μαζικές ασθένειες, οι πολεμικές καταστροφές, ο πόλεμος των φύλων, ο αέναος καταναλωτισμός  κ.α. Και τώρα προβάλλει ξανά ο παγκόσμιος πόλεμος, ο «μεγάλος καταστροφέας» παραγωγικών δυνάμεων και μάλιστα, στην πυρηνική – ολοκληρωτική εκδοχή του.

Ο σύγχρονος καπιταλισμός δημιουργεί τεράστιες δυνατότητες, επιστημονικές, τεχνολογικές, κοινωνικές, πολιτισμικές, αλλά ταυτόχρονα προβάλλει, όλο και πιο δυναμικά, το «κανιβαλικό» του πρόσωπο. Η επέκταση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής ακόμα και στα πιο μακρινά και απομονωμένα μέρη του πλανήτη οδηγεί στα όριά του αυτό το σύστημα. Η ωρίμανση και ο κορεσμός του συνοδεύονται από τον κλονισμό της αποτελεσματικότητας της αγοράς και από μια ανεπαρκή ανάταξη της κερδοφορίας του κεφαλαίου και της ίδιας της απόσπασης υπεραξίας. Γι’ αυτό και το σύστημα σαν σύνολο καθίσταται ιδιαίτερα ασταθές.

Η ραγδαία αναπτυσσόμενη παγκόσμια οικολογική κρίση συνδυάζεται με την κρίση της υπεραξίας και της διευρυμένης αναπαραγωγής του κεφαλαίου και οδηγεί τον παγκόσμιο καπιταλισμό όχι απλώς προς κυκλικές ή διαρθρωτικές κρίσεις, αλλά σε έναν ανώτερο κύκλο ιστορικής κρίσης που αγγίζει πιο άμεσα τον ίδιο τον σκληρό πυρήνα του. Για αυτό ο εργατικός και οικολογικός αγώνας δεν μπορούν να αποσπαστούν ο ένας από τον άλλον, όπως υποστηρίζουν διάφορες θεωρίες που καταλήγουν στον κινηματικό κατακερματισμό. Η καπιταλιστική παραγωγή έχει την τάση να σπαταλά τις δυο πηγές πλούτου, την εργασία και τη φύση, ειδικά τους φυσικούς πόρους που δεν αποτελούν άμεσα κεφάλαιο (ατμόσφαιρα, κλίμα, θάλασσες, οικολογική ποικιλία, κλπ.). Αυτή η διπλή λεηλασία έχει πάρει σήμερα πρωτοφανείς διαστάσεις, έτσι που ο συνδυασμός του αγώνα για την επιβίωση της εργατικής τάξης και του πλανήτη γίνεται καθοριστικός στην εργατική τακτική και στρατηγική.

Α.3.2. Η αδυναμία του κεφαλαίου να ελέγξει τον εαυτό του. Παράλληλα, αναπτύσσεται η ανελεγξιμότητα των αντιθέσεων του κεφαλαίου από το ίδιο το κεφάλαιο[2]. Έτσι, παρά το γεγονός ότι πληθαίνουν διαρκώς οι ατομικές φωνές αστών ακόμη και για… αντικαπιταλιστικά μέτρα, όπως του Μέρντοχ για αύξηση τη φορολογίας ή του Γκέιτς για έλεγχο των οφ σορ, είναι εμφανής πλέον, η ανικανότητα των θεσμών, των μηχανισμών και των ατόμων που εκπροσωπούν τον καπιταλισμό και ιμπεριαλισμό, των κατά Μαρξ «προσωποποιήσεων του κεφαλαίου», να σταματήσουν την καταστροφική πλευρά της καπιταλιστικής ανάπτυξης.

Η συνολική αυτή κατάσταση της αστάθειας έχει σημαντικές επιπτώσεις για τις προοπτικές επιβίωσης του κεφαλαιοκρατικού συστήματος ως τέτοιου. Γι’ αυτό και η επιθετικότητά του εντείνεται, οι κίνδυνοι εκτείνονται σήμερα σε όλο τον πλανήτη και είναι απρόβλεπτοι.

Το περιθώριο της μετατόπισης των αντιφάσεων του συστήματος γίνεται ακόμα πιο στενό, η λύση τους με τον ένα ή άλλο τρόπο καθίσταται όχι μόνο αναπόφευκτη αλλά και αμεσότερη. Ορισμένες υπερβολικές εκτιμήσεις για ένα επικείμενο «τέλος του κόσμου» δεν βοηθούν παρά μόνον το φόβο και τα ανορθολογικά συνομωσιολογικά ρεύματα. Όμως η ανάγκη θετικής διεξόδου, πριν να είναι πολύ αργά, καθίσταται επείγουσα. Η επιτακτικότητα αυτής της διεξόδου συνδυάζεται με το γεγονός πως τα προβλήματα που διογκώθηκαν και επηρεάζουν την ίδια την επιβίωση της ανθρωπότητας, πρέπει σήμερα να αντιμετωπιστούν μέσα σε συνθήκες όπου το κεφαλαιοκρατικό σύστημα σα σύνολο έχει περάσει στη δομική κρίση του. Η «δημιουργική καταστροφή» του κεφαλαίου, την οποία είχαν επισημάνει στοχαστές, δίνει τη θέση της σε μια «καταστροφική δημιουργία».

 

Α.4. Η έξοδος από τον φαύλο κύκλο

 

Α.4.1. Πρόοδος και ανάπτυξη. Η αντίθεση ανάμεσα στην καπιταλιστική δημιουργία και καταστροφή εμφανίζεται σήμερα με έναν ολοένα και οξύτερο διαχωρισμό ανάμεσα στους ιδεολόγους της τεχνολαγνείας και αυτούς της τεχνοφοβίας. Το πρώτο ρεύμα είχε δυναμική άνοδο με τη μορφή διαφόρων αντιδραστικών κινημάτων, όπως αυτό του Διανθρωπισμού, που υποσχόταν μια, διαστροφική αυτή τη φορά, ανθρώπινη Ουτοπία, η οποία υποτίθεται πως θα ξεπερνούσε τα όρια της ανθρώπινης φύσης, της ζωής, ακόμη και του θανάτου, μέσω της εξω-φυσικής ένωσης των ρομποτικών μηχανών και αργότερα, της γενετικής μηχανικής, με τον άνθρωπο. 

Η «κρίση του Αιώνα», το 2007 – 09 γκρέμισε απότομα αυτά τα όνειρα – εφιάλτες, δίνοντας τη θέση της σε μια έκρηξη ανορθολογικών ρευμάτων τεχνοφοβίας, που εντάθηκαν στην περίοδο της πανδημίας και εκφράστηκαν στην τέχνη, με μια μαζική κινηματογραφική αλλά και λογοτεχνική παραγωγή έργων Δυστοπίας. Κοινό χαρακτηριστικό και των δυο ρευμάτων είναι η αντιμετώπιση της επιστήμης, της τεχνολογίας ως ουδέτερων μηχανισμών έξω από τις παραγωγικές καπιταλιστικές σχέσεις και την ταξική πάλη.

Ως αντίδραση απέναντι στην ανεξέλεγκτη και καταστροφική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, απέναντι στην αναπτυξιολαγνεία του κεφαλαίου, αναπτύσσονται αντιλήψεις, θεωρίες και κινήματα που αρνούνται γενικά την ανάπτυξη, με το σύνθημα της αποανάπτυξης. Όμως, είναι η καπιταλιστική κρίση που έφερε μια αντιδραστική και απάνθρωπη «αποανάπτυξη», για να ξαναδώσει τη σκυτάλη  σε μια εξίσου αντιδραστική και απάνθρωπη «ανάπτυξη» και μαζί της, ένα νέο άλμα καταστροφής της φύσης. 

Οι θεωρίες αυτές, βεβαίως, ασκούν δικαιολογημένη κριτική σε αντιλήψεις του κομμουνιστικού και αριστερού κινήματος που έθεταν και θέτουν σαν περιεχόμενο του σοσιαλισμού το ξεπέρασμα του καπιταλισμού στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων –σοσιαλισμός σημαίνει περισσότεροι τόνοι σίδερου και χάλυβα. Αυτή η ποσοτική αντίληψη για τις αντιθέσεις απολυτοποιεί το ρόλο των παραγωγικών δυνάμεων, αλλά και του κράτους και επηρέασε πλευρές των ρευμάτων που προτείνουν μια «λαϊκή ανάπτυξη» ή «παραγωγική ανασυγκρότηση». Αυτή η αντίληψη δεν ξεφεύγει ποιοτικά από τον οικονομισμό και τον παραγωγικισμό που κυριάρχησε στη Δεύτερη Διεθνή και επέστρεψε στην Τρίτη Διεθνή. Επίσης, μια παραγωγική ανασυγκρότηση υπέρ του λαού και νέων παραγωγικών σχέσεων προϋποθέτει την εργατική εξουσία.

Άλλα ρεύματα προωθούν ένα πιο άμεσο, μετωπικό, «αντιμονοπωλιακό» σχέδιο πάλης  ενάντια στην  καπιταλιστική αναδιάρθρωση. Η σύγχρονη αντιμονοπωλιακή πάλη είναι αναγκαία, βεβαίως, με τη διευκρίνηση  ότι, πρώτο,  σήμερα έχει αναπτυχθεί ένα σύγχρονο μονοπώλιο, το πολυεθνικό πολυκλαδικό και δεύτερο, ότι το μονοπώλιο είναι η κορυφή της πυραμίδας των κοινωνικών σχέσεων του κεφαλαίου και όχι αυτοτελής σχηματισμός έξω και πάνω από αυτές και συνεπώς, δεν υπάρχει «αυτοτελής» αντιμονοπωλιακή αστική τάξη για να συμμαχήσει μαζί της το εργατικό κίνημα. Συνεπώς, η σύγχρονη αντιμονοπωλιακή πάλη οφείλει να είναι βαθιά εργατική και αντικαπιταλιστική και το αντίστροφο. 

Η ανάπτυξη και κατ’ επέκταση, η πρόοδος δεν είναι ουδέτερες τεχνοκρατικές έννοιες, αλλά μια ταξική, ιστορική και κοινωνική διαδικασία, που προσδιορίζεται από τις παραγωγικές σχέσεις που αντιστοιχούν σε αυτές τις παραγωγικές δυνάμεις, σε κάθε στάδιο και εποχή. Η ανθρωπότητα δεν μπορεί να επιζήσει χωρίς την ανάπτυξη των αναγκών της που κεντρίζουν την ιστορική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Χρειάζεται όμως να πάρει στα χέρια της τις παραγωγικές δυνάμεις, αλλάζοντας τες ποιοτικά με την αλλαγή όλων των κοινωνικών σχέσεων. Έτσι ώστε η ίδια η ανθρωπότητα να καθορίζει τις ανάγκες της, σε αρμονία με τη φύση του ανθρώπου και τον άνθρωπο της φύσης. 

Α.4.2. Η χειραφέτηση της μισθωτής εργασίας και η σωτηρία του πλανήτη. Η εκτίμηση ότι η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων έχει περάσει σε μια εποχή όπου δυναμώνει η καταστροφική πλευρά τους, χωρίς να σταματά, βεβαίως, η δημιουργική διάστασή τους, επιτάσσει να τεθεί σε προτεραιότητα η αλλαγή των κοινωνικών και παραγωγικών σχέσεων. Επιτάσσει έναν συνδυασμό του αγώνα για τη χειραφέτηση της μισθωτής εργασίας και της ανθρώπινης κοινωνίας με τον αγώνα για τη σωτηρία του ανθρώπινου είδους, της φύσης, της ζωής και του πλανήτη από τη δράση του κεφαλαίου. Οι γενικές συνθήκες απαιτούν την άρση των αιτιών της καταστροφικότητας και ανελεγξιμότητας των παραγωγικών δυνάμεων. Με άλλα λόγια, απαιτούν την κοινωνικοποίηση, το πέρασμα των μέσων και των δυνάμεων παραγωγής στα χέρια των παραγωγών του πλούτου. Απαιτούν απελευθέρωση, αλλά  και ποιοτική αλλαγή των παραγωγικών δυνάμεων και της επιστήμης. Απαιτούν δημιουργική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και της επιστήμης. 

Ο πλανήτης γη, μαζί με το κοντινό διαστημικό περιβάλλον του, είναι πεπερασμένος. Όσο και αν ο Μάσκ, ο Γκέιτς και ο Μπέζος, όσο και αν το κεφάλαιο επιχειρεί να διεισδύσει στα άβατα του μικρόκοσμου, να αποικίσει τη Σελήνη και τον Άρη για να υπερβεί τον κορεσμό των συνόρων του, τα όρια διαγράφονται στενά και απειλούν τις θάλασσες, τα παγόβουνα, τη μισθωτή εργασία και την ανθρώπινη ύπαρξη. Χρειαζόμαστε έναν οικο-κομμουνισμό του πεπερασμένου[3]

Από αυτή τη σκοπιά χρειάζεται μια ανατροπή στην αντίληψή μας για το σκοπό και τα μέσα. Στρατηγικός τελικός σκοπός του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος είναι ο έλεγχος και η κοινωνικοποίηση των παραγωγικών, επιστημονικών και τεχνολογικών δυνάμεων, των μέσων παραγωγής, επικοινωνίας και πληροφορίας από τους παραγωγούς. Η επανάσταση και η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας είναι το σχετικά αυτοτελές, πρώτο ιστορικό ποιοτικό άλμα που ανοίγει το δρόμο για τον τελικό σκοπό. Το κόμμα, το μέτωπο, το κίνημα, η κυβέρνηση, η εξουσία, η κρατικοποίηση χρειάζεται να αντιμετωπιστούν όχι ως σκοπός, αλλά ως ιστορικά αναπτυσσόμενα, αναγκαία μέσα – εργαλεία στην πορεία του συνεχούς αγώνα για την κοινωνικοποίηση, τελικά, για την ευτυχία των ανθρώπων.  Και όχι το αντίστροφο, όπως επικράτησε στον «υπαρκτό σοσιαλισμό» και επικρατεί εν πολλοίς στο υπαρκτό σοσιαλιστικό, κομμουνιστικό και αριστερό κίνημα μέχρι σήμερα. Από αυτή τη σκοπιά, οφείλουμε να αναζητήσουμε και τα άμεσα πολιτικά αιτήματα μιας σύγχρονης εργατικής τακτικής.

Α.4.3. Η αστική τάξη βολεύεται μέσα σε αυτές τις σχέσεις. Ποιο είναι όμως το ιστορικό κοινωνικό υποκείμενο που μπορεί, κάτω από τις υφιστάμενες κοινωνικές σχέσεις, να αναλάβει αυτό το γιγάντιο έργο;

Στις αστικές σχέσεις εκμετάλλευσης και καταστροφικότητας είναι εγκλωβισμένοι τόσο το κεφάλαιο, όσο και η μισθωτή εργασία, τόσο οι αστοί όσο και οι εργάτες. Με τη διαφορά ότι οι αστοί (οι προσωποποιήσεις του κεφαλαίου) αποτελούν τη θετική, συντηρητική πλευρά αυτών των σχέσεων. Δεν μπορούν να δουν έξω από αυτές, να δουν «πέρα από το κεφάλαιο». Για αυτό, όπως ο Μαθητευόμενος Μάγος του Γκαίτε, αδυνατούν να χαλιναγωγήσουν τις δυνάμεις που οι ίδιοι απελευθερώνουν, που «ροκανίζουν» και δυνητικά τείνουν να καταστρέψουν και τους ίδιους. Εδώ εδράζεται η περίφημη «αξιοποίηση» της κλιματικής αλλαγής για μια «πράσινη επιχειρηματικότητα» που καταστρέφει το πράσινο, η «αξιοποίηση» των πυρκαγιών για την αναδάσωση από ιδιώτες που θα καταστρέφουν το δάσος, της πανδημίας για την επέκταση του ιδιωτικού τομέα υγείας που θα υπονομεύει τη δημόσια υγεία κ.α. 

Το επικίνδυνο είναι ότι το κεφάλαιο και οι «προσωποποιημένοι φορείς» του επιστρέφουν ξανά και ξανά στα ίδια μέτρα που συνέβαλαν καθοριστικά στη δημιουργία των όρων για το ξέσπασμα των κοινωνικών, οικονομικών, οικολογικών και υγειονομικών κρίσεων. Αναζητούν απαντήσεις στο πρόβλημα ακριβώς σε εκείνα τα πεδία και με εκείνα τα μέσα που δημιούργησαν το πρόβλημα. Η αστική τάξη μετατρέπεται σε ιστορικό υποκείμενο – φορέα καταστροφής και ανελεγξιμότητας. Ο κοντόφθαλμος ορίζοντάς της φτάνει μέχρι την προσωπική καταφυγή σε μπούνκερ. Εξού και η νεότευκτη βιομηχανία κατασκευής τους για τους δισεκατομμυριούχους της εποχής μας…

Η αστική τάξη της εποχής μας χάνει τη ζωογόνο δυνατότητα θετικής αυτο-μεταρρύθμισης, χάνει τη δημιουργική δυνατότητα, κινείται διαρκώς προς την αντι-μεταρρύθμιση. Η λύση των οικουμενικών προβλημάτων έχει ταξικό – επαναστατικό και όχι οικουμενικό – συντηρητικό περιεχόμενο, όπως υποστήριζε η γκορμπατσοφική και σήμερα, η αστική φιλελεύθερη και η συριζαϊκή κατεύθυνση.

Α.4.4. Η εργατική τάξη δεν βολεύεται. Η ιστορική σκυτάλη της δημιουργίας, της προόδου και του ελέγχου των παραγωγικών διαδικασιών παραδίδεται στη σύγχρονη εργατική τάξη. Όπως έχουμε αναλύσει σε διάφορα κείμενά μας, στην τάση χειραφέτησης που ενυπάρχει μέσα στην εργατική τάξη οφείλουμε να αναζητήσουμε το ιστορικό υποκείμενο, τον φορέα της κοινωνικής και οικολογικής δημιουργικότητας, προόδου και ανάπτυξης.

Πολύ περισσότερο που, η σύγχρονη εργατική τάξη είναι μεν πιο κατακερματισμένη από ποτέ, αλλά είναι και η πλειοψηφική πλέον κοινωνική δύναμη στον πλανήτη και σχεδόν σε κάθε χώρα, είναι πιο διεθνοποιημένη, κοινωνικοποιημένη και μορφωμένη από ποτέ. Εκτιμούμε ότι στην εποχή μας, παρά τις ήττες της, η σύγχρονη εργατική τάξη μπορεί να ανταποκριθεί στην «ιστορική αποστολή» της, σε συμμαχία με τα στρώματα της ριζοσπαστικής διανόησης, της εκμεταλλευόμενης και διευθυνόμενης μισθωτής εργασίας και της μικροαστικής ιδιοκτησίας, που προλεταριοποιούνται μαζικά.

Ο καπιταλισμός της εποχής μας, μπαίνει σε μια νέα ιστορική περίοδο μετά την πρώτη δομική κρίση του, την «Κρίση του Αιώνα», όπως χαρακτηρίστηκε η κρίση του 2007 – ‘09. Στην πρώτη, «ανώριμη» περίοδο του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, σχηματικά, από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 μέχρι τη δομική κρίση του 2007, η δυναμική των αντιθέσεων του κεφαλαίου εκδηλώθηκε με τον βαθύ κλονισμό αυτής της κρίσης και τη συνακόλουθη άνοδο της ταξικής πάλης, που ζήσαμε στην προηγούμενη δεκαετία. Παρά την υποχώρηση των λαϊκών κινημάτων, η δυναμική των αντιθέσεων στη δεύτερη, «ώριμη» περίοδο στην οποία εισέρχεται ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός, προσδίδει νέες, ανώτερες,  υλικές δυνατότητες για να ανταποκριθεί η σύγχρονη εργατική τάξη. 

Από αυτή τη σκοπιά, δεν συνεισφέρουν, τόσο οι μόνιμα απαισιόδοξοι, που υποτιμούν τις υλικά ανώτερες τάσεις ανατροπής και δημιουργίας, όσο και οι ρομαντικά αισιόδοξοι, που υποτιμούν τις κυρίαρχες τάσεις διατήρησης και καταστροφής. Το αν θα εκπληρωθούν αυτές οι δυνατότητες, θα εξαρτηθεί από τις υποκειμενικές αποφάσεις, σε κάθε κρίσιμο ζήτημα, στη μια απεργία ή στην άλλη, στη μια χώρα ή στην άλλη. Από αυτή τη σκοπιά και «εμείς», σε αυτή τη «μικρή γωνιά» του πλανήτη, όπως και οι αγωνιστές σε άλλες μικρές ή μεγαλύτερες «γωνιές», μπορούμε να επιδράσουμε στη γενική συνισταμένη της ταξικής πάλης σε όλο τον κόσμο.

Από αυτή τη σκοπιά, η χάραξη μιας εργατικής τακτικής που θα ανταποκρίνεται σε αυτές τις νέες συνθήκες είναι απολύτως αναγκαία και επείγουσα.

 

ΚΕΦ. Β’. ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟ

 

Β.1.  Η ιστορική πορεία

 

Β.1.1. Το ελληνικό κεφάλαιο αναπτύσσεται στον 18ο αιώνα με ένα εκτεταμένο εμπορικό και τραπεζικό δίκτυο, με ζώνες μανιφακτούρας και ιδιόμορφης ιδιοκτησίας τσιφλικιών στη γη, ενώ με τη συνθήκη Κιουτσούκ-Καϊναρτζή, το δικαίωμα στην ελεύθερη ναυσιπλοΐα επεκτάθηκε και οδήγησε στη θεαματική ανάπτυξη του εμπορικού  στόλου των Ελλήνων πλοιοκτητών. Οι εξελίξεις αυτές οδήγησαν στην εμφάνιση και ανάπτυξη της ελληνικής αστικής τάξης, στην πραγματοποίηση της συμμετοχής της στην παγκόσμια αποικιοκρατική αγορά, με ηγεμονευόμενο από τις μεγάλες Δυνάμεις τρόπο, σε μια περίοδο που κάτι παρόμοιο ήταν αδιανόητο για ορισμένες αστικές  τάξεις σε χώρες της Ασίας, της Αφρικής και της Νότιας Αμερικής. Η ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού και η ταξική πάλη στις νέες συνθήκες είχαν δρομολογηθεί.

Μετά τη δημιουργία του ελληνικού κράτους ο ελληνικός καπιταλισμός γνωρίζει ένα άλμα στη δεκαετία του 1920 και ειδικά στη δεκαετία του ΄30, με το διπλασιασμό των συνόρων, τη συσσώρευση φτηνού εργατικού δυναμικού λόγω των προσφύγων από την ήττα του 1922. Μέσα από το διεθνές χρηματιστηριακό κραχ του 1929 και την οικονομική κρίση που εξαπλώθηκε παγκόσμια, γινόντουσαν βήματα μονοπωλιακών μετασχηματισμών με αποτέλεσμα, ο ελληνικός καπιταλισμός να περνά στο μονοπωλιακό του στάδιο, που σταθεροποιείται και αναπτύσσεται ραγδαία στις μεταπολεμικές δεκαετίες του 1950 – 60.

Β.1.2. Οι περίοδοι. Η εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας κατά την μεταπολεμική περίοδο και ως την πρώτη δεκαετία του εικοστού πρώτου αιώνα μπορεί να διακριθεί σε τρεις περιόδους. 

Πρώτη περίοδος: της ραγδαίας ανάπτυξης (1950-1973).  Κυριαρχούν οι πολύ υψηλοί ρυθμοί μεγέθυνσης,  ο χαμηλός πληθωρισμός και η χαμηλή ανεργία (υποεκτιμημένη λόγω της βαρύτητας της γεωργίας και της μαζικής μετανάστευσης). Στην περίοδο αυτή αναπτύσσεται ιδιαίτερα η συνύφανση κράτους και μονοπωλίων, οικοδομείται ένας αντιφατικός, αδύναμος και υποτελής, ειδικά στις ΗΠΑ, κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός, ο οποίος μπαίνει σε κρίση, μαζί με την κεϋνσιανή οικονομική πολιτική, στη δεκαετία του 1970.

 Δεύτερη περίοδος (1974-93): Με αφετηρία την παγκόσμια οικονομική κρίση που ξέσπασε το 1973 -74 και που εκφράστηκε στις αρχές της δεκαετίας του ‘70 με υψηλό πληθωρισμό και ανεργία (στασιμοπληθωρισμός). Σε αυτήν  τη φάση κυριαρχεί και στην Ελλάδα η κάθετη πτώση των ρυθμών ανόδου του ΑΕΠ, ακόμη και η συρρίκνωσή του για ορισμένα χρόνια. 

Τρίτη περίοδος (1994 και ως το 2008): Η περίοδος της νεοφιλελεύθερης, σχετικής, σταθεροποίησης. Σε αυτήν κυριαρχεί η εκτόξευση της ανεργίας, η τιθάσευση του πληθωρισμού και η ασθενική άνοδος των ρυθμών μεγέθυνσης του ΑΕΠ, σε βαθμό σημαντικά υποδεέστερο της πρώτης περιόδου. Οι δύο τελευταίες περίοδοι έχουν κοινό χαρακτηριστικό τις κρίσεις και την επίδρασή τους, όπως αυτή εκφράζεται με τους χαμηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης, τη σαθρή, αναιμική και κυρίως αντιδραστική ανάπτυξη.

Η δεκαετία του ‘50 είναι ένα χρονικό – ιστορικό  σύνορο ανάμεσα στη αγροτική – βιομηχανική Ελλάδα του μεσοπολέμου και το πέρασμα στη μεταπολεμική βιομηχανική – αγροτική Ελλάδα. Όμως, δεν κατατάσσεται στις χώρες που διαθέτουν βαριά βιομηχανική παραγωγή, πλην των ναυτιλιακών μεταφορών, όπου κατατάσσεται στις ηγέτιδες δυνάμεις παγκόσμια. Η στρεβλή ανάπτυξη και το ελλειμματικό μοντέλο που εφαρμόστηκε οφείλονται σε πολιτικούς λόγους. Ωστόσο, η επεξεργασία μετάλλου και πετρελαιοειδών, η χημική βιομηχανία, ο τομέας κατασκευών, η βιομηχανική παραγωγή εργαλείων και μηχανημάτων, η κατασκευή χάρτου και προϊόντων συσκευασίας και η μεταποίηση συνέθεταν μια σχετικά εύρωστη οικονομική βάση που συνεισφέρει κατά 18% στο ΑΕΠ. Τέλος της δεκαετίας του ’70 αρχές του ’80 με τους μετασχηματισμούς που πραγματοποιούνται (καπιταλιστική ανασυγκρότηση, ένταξη στην ΕΟΚ και την ΕΕ), ο ελληνικός καπιταλισμός φτάνει στην υψηλότατη, μέχρι τότε, βαθμίδα του μονοπωλιακού του σταδίου

Β.1.3. Αναπτύσσονται μεσαίου επιπέδου πολυεθνικοί πολυκλαδικοί όμιλοι. Από τη δεκαετία του ’80 και στη συνέχεια, με την ένταξη  στην ΟΝΕ και το ευρώ, οι πολυκλαδικοί πολυεθνικοί όμιλοι κυριαρχούν σαν ηγεμονική πολιτική και κοινωνική δύναμη του συνόλου του κεφαλαίου. Η εμφάνιση των ομίλων δεν είναι απλό ζήτημα οικονομίας. Οι πολυεθνικοί πολυκλαδικοί όμιλοι, το σύγχρονο υπερμονοπώλιο, αποτελούν ποιοτική βαθμίδα ενίσχυσης της αστικής πολιτικής και ιδεολογικής βίας. Αποτελούν ποιοτική βαθμίδα ενίσχυσης του ρόλου  και της αντιδραστικής ουσίας της αστικής πολιτικής και του ταξικού ρόλου του κράτους. Στο πλαίσιο αυτό και στην πορεία εξέλιξης εισάγονται στην παραγωγή νέες αυτόματες, εν πολλοίς αυτοδιοικούμενες, μηχανές. Εισαγωγή που αναγεννά και οξύνει τις αντιθέσεις ανάμεσα στον άνθρωπο, το χρόνο, τους όρους εργασίας του και τον τρόπο χρήσης καθώς και το σκοπό ένταξης στην καπιταλιστική παραγωγή των σύγχρονων  αυτόματων  μηχανών.

Ο χρηματοπιστωτικός τομέας επίσης αποκτά  ηγεμονική και κυρίαρχη παρουσία. Σε έναν κόσμο που πλέον καθορίζεται από την ελεύθερη και ουσιαστικά ανεξέλεγκτη κίνηση κεφαλαίων και τη δημιουργία πλασματικού χρήματος με τη μορφή κυρίως δομημένων ομολόγων, οι τράπεζες και διάφοροι επενδυτικοί όμιλοι οδηγούν την κούρσα της πιο ξέφρενης κερδοφορίας των κεφαλαίων. Τέλος αναπτύσσεται η πρωτοκαθεδρία της εξαγωγής κεφαλαίων – δηλαδή η εξαγωγή σχέσεων καπιταλιστικής εξουσίας– απέναντι στα εμπορεύματα. 

Β.1.4. Αλλάζει η κοινωνική σύνθεση του ελληνικού πληθυσμού. Σε αντίθεση  με τις θεωρίες περί υποβάθμισης ή και δραστικής μείωσης  της εργατικής τάξης, αναδεικνύεται η ποσοτική και ποιοτική ανάπτυξη της εργατικής τάξης (από περίπου 55%, το 1990, έφτασε στο 65%, σήμερα), η σχετικά μεγάλη συγκέντρωσή της σε πολυεθνικά, πολυκλαδικά μονοπώλια και ομίλους και σε ορισμένες μεγάλες επιχειρήσεις, καθώς και η διάχυσή της μέσα από τις νέες συνθήκες και όρους εργασίας και αμοιβής της εργασίας. Η διεθνοποίηση και κοινωνικοποίηση της ελληνικής παραγωγής, η βιομηχανοποίηση των υπηρεσιών, τα νέα δίκτυα πληροφοριών και μεταφορών, η αύξηση του μορφωτικού επιπέδου – έτσι όπως συντελείται – το χτύπημα των μεσαίων στρωμάτων, η μονοπωλιακή συγκέντρωση της γης και το αργοτοδιατροφικό/μεταποιητικό σύμπλεγμα, η μαζική προλεταριοποίηση επιστημόνων, η μαζική είσοδος των γυναικών στην παραγωγή και τις υπηρεσίες, η πολυεθνική εισροή μεταναστών, διαμορφώνουν μια ποιοτικά νέα, πολύμορφη, βασικά βιομηχανική και παραγωγική εργατική τάξη. Οι αλλαγές αυτές από τη μια ενισχύουν ποσοτικά αλλά από την άλλη διασπούν εσωτερικά την εργατική τάξη και οξύνουν τις εσωτερικές κοινωνικές-ιδεολογικές και πολιτικές αντιφάσεις της. Παράλληλα με την αύξηση της εργατικής τάξης εμφανίζονται η σοβαρή συρρίκνωση του αγροτικού πληθυσμού, η μονοπωλιακή συγκέντρωση της γης, η αναδιάταξη των μεσαίων στρωμάτων (ποιοτική συρρίκνωση των παραδοσιακών, εμφάνιση νέων).

Β.1.5. Το ελληνικό κράτος, το «συνολικό κόμμα» της αστικής τάξης, παρακολουθεί τις διεθνείς αλλαγές στις διάφορες δραστηριότητες και οργανωτικές δομές του κράτους. Αναπτύσσει μια πολυσύνθετη αλληλοτροφοδοτούμενη σχέση με την ΕΕ. Αναδιαρθρώνεται και ισχυροποιείται ποιοτικά (λιγότερο «κοινωνικό κράτος», κοινοβουλευτικός ολοκληρωτισμός, ποιοτική και ποσοτική ενίσχυση των μηχανισμών κρατικής καταστολής).  Αλλάζει υπέρ της αστικής πολιτικής. Οι παραγωγικές και οι κοινωφελείς του δραστηριότητες, καθώς και πολλές λειτουργίες διαχείρισης δημόσιων αγαθών, ακόμα και «στενά» διοικητικού χαρακτήρα (είσπραξη φόρων, καθαριότητα κ.λπ.), ιδιωτικοποιούνται. Επιβάλλονται στη λειτουργία του αγοραία κριτήρια μέσω της λεγόμενης αξιολόγησης ή των «κριτηρίων αποδοτικότητας». Συνθλίβονται οι λειτουργίες που αφορούν την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης (υγεία, παιδεία, ασφάλιση). Επιτίθεται στο δικαίωμα στην αντίσταση, στη διαδήλωση, στην απειθαρχία. Ενισχύει τα όπλα της εργοδοτικής βίας εντός της παραγωγής. Το ελληνικό κράτος είναι η συνολική μηχανή του κεφαλαίου, που διαμορφώνει το αστικό σύστημα και διαμορφώνεται κάθε φορά -δομικά και λειτουργικά- ανάλογα με τις ανάγκες του. Διαμορφώνει μια νέα αρχιτεκτονική ανάμεσα στους κεντρικούς και τους περιφερειακούς-τοπικούς θεσμούς, κι ανάμεσα σε αυτό και στους υπερεθνικούς θεσμούς (ΕΕ, ΔΝΤ, ΝΑΤΟ, ΠΟΕ). Αποδυναμώνει ουσιαστικά ακόμα και τις τυπικές αστικές ελευθερίες, τα συντάγματα, τους κοινοβουλευτικούς θεσμούς.

Όλα τα παραπάνω, συνθέτουν τα θεμελιώδη  χαρακτηριστικά ενός καπιταλιστικού σχηματισμού. Και ακριβώς επειδή αυτά τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά αλλάζουν ποιοτικά –μέσα στη καπιταλιστική συνέχεια της εκμετάλλευσης- γι’ αυτό και εκτιμούμε ότι ο ελληνικός σχηματισμός από τη δεκαετία του ’90 (χωρίς φυσικά «χρονομέτρηση» με το ημερολόγιο και το  ρολόι),  περνά σε νέα βαθμίδα, στο στάδιο του ολοκληρωτικού  καπιταλισμού.  Αυτή η ιστορία της νέας κατάστασης και η νέα κατάσταση της ιστορίας είναι που απαιτεί σύγχρονα προγράμματα στρατηγικής και τακτικής καθώς και νέα υποκείμενα στην άσκηση εργατικής πολιτικής, δηλαδή πρόγραμμα, κόμμα, μέτωπο και κίνημα αντίστοιχο του 21ου αιώνα.

Τη θεωρητική μας αυτή αντίληψη τη θέτουμε σε διάλογο και όχι ως προϋπόθεση για τη δημιουργία μιας μεταβατικής κομμουνιστικής οργάνωσης.

                                                                                                        

Β.2. Οι ιδιομορφίες του ελληνικού καπιταλισμού

 

Το πέρασμα της Ελλάδας τόσο στο μονοπωλιακό στάδιο όσο και στο σημερινό στάδιο  παρουσιάζει σημαντικές ιδιαιτερότητες που τη διαφοροποιούν  τόσο από τις ηγεμονικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, όσο και από τις κατώτερους κρίκους της αλυσίδας.

Β.2.1. Η βασική ιδιομορφία έγκειται στο ότι ενώ η χώρα αναπτύσσει ραγδαία και σε σημαντικό βαθμό τα σύγχρονα εκμεταλλευτικά χαρακτηριστικά και ενώ κατέχει ενδιάμεση θέση στην «ιμπεριαλιστική πυραμίδα», και συγκεκριμένα, ανήκει στη ζώνη των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών καταλαμβάνοντας μια από τις τελευταίες θέσεις σε αυτήν. Τα τεράστια ελλείμματα και η πολιτική αδυναμία διαχείρισής τους, το ελληνικό ΑΕΠ, το κατά κεφαλή εθνικό εισόδημα, η διάρθρωση της ελληνικής οικονομίας, η στρατιωτική ισχύς και ο πληθυσμός της χώρας οδηγούν σε αυτό το συμπέρασμα. Έκφραση αυτής της «ενδιάμεσης θέσης στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα» γενικά (όπου το «ενδιάμεσο» της νέας εποχής είναι ποιοτικά ανώτερο από το «ενδιάμεσο» της προπολεμικής περιόδου και των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών) και της «κατώτερης βαθμίδας στην ανώτερη ζώνη» ειδικά,  είναι ο διπλός χαρακτήρας του: από τη  μια, ηγεμονεύεται, τόσο οικονομικά όσο, κυρίως, πολιτικά, από τις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις τη γερμανική ΕΕ και τις και από την άλλη, ακολουθεί ιμπεριαλιστική πολιτική στις πιο αδύναμες από αυτόν χώρες.

Τα σκανδαλώδη προνόμια στο ξένο αλλά και στο ντόπιο κεφάλαιο. Η σκληρή εκμετάλλευση της εργατικής τάξης και των αυτοαπασχολούμενων στρωμάτων. Επισφραγίζεται από την κρατική καταστολή και τη βία σε βάρος του λαϊκού παράγοντα που πήρε διάφορες διαστάσεις (ειδικοί αντεργατικοί και κατασταλτικοί νόμοι, χούντα κ.λπ.). Ορίζεται επίσης και από την  ιδιοτελή, άναρχη και μικροσυμφεροντολογική αντιμετώπιση (από την οικονομική ολιγαρχία και τις αστικές κυβερνήσεις) του πλούτου της χώρας, κυρίως του ορυκτού, τον οποίο κατά κανόνα οι κυβερνήσεις εξήγαγαν για να τον επανεισάγουν υπό τη μορφή ακριβών εισαγόμενων βιομηχανικών προϊόντων. Χαρακτηρίζεται από την εγκληματική παράδοση της γεωργικής παραγωγής στην ΚΑΠ της ΕΕ που μετέτρεψαν τη χώρα από εξαγωγέα σε εισαγωγέα γεωργικών προϊόντων. Με την κρίση του 2008 και τη διπλή υγειονομική και οικονομική κρίση που ξέσπασε το 2019 ο ελληνικός καπιταλισμός υποβαθμίζεται παραμένοντας όμως στις ανώτερου επιπέδου αναπτυγμένες χώρες. 

Β.2.2. Ίδιο γνώρισμα του ελληνικού καπιταλισμού είναι οι μικρομεσαίες ιμπεριαλιστικές τάσεις του. Η μεσαίου επιπέδου συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, εκτρέφει αντίστοιχα και τις μικρομεσαίες ιμπεριαλιστικές τάσεις του ελληνικού καπιταλισμού, καθορίζει τις διεθνείς συμμαχίες του στο πλαίσιο της ΕΕ, του ΝΑΤΟ, αλλά κι έξω απ’ αυτό. Διαμορφώνει παράλληλα τον εθνικισμό και τον μικρομεσαίο ιμπεριαλιστικό κοσμοπολιτισμό του, τις νέες «μεγάλες ιδέες» του. 

Από εκεί πηγάζει και εκεί εδράζεται η πολιτική με την οποία επιχείρησε να ηγεμονεύσει  στην περιοχή των Βαλκανίων. Αυτή η μικρομέγαλη πολιτική, η δεύτερη Μεγάλη Ιδέα, κατέρρευσε με την κρίση του 2008. Στην ίδια βάση εδράζεται και η τελευταίας  κοπής πολιτική της ελληνικής διπλωματίας: πρόσδεση και ευθυγράμμιση με έναν εκ των ισχυρών, εν προκειμένω με τις ΗΠΑ, και σύναψη συμμαχιών στη βάση αυτής της πρόσδεσης (Ισραήλ, Αίγυπτος, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα). Ο πολιτικός στόχος είναι όχι μια πολιτική καλής γειτονίας στη βάση του αμοιβαίου οφέλους στην περιοχή των Βαλκανίων και της Ανατολικής Μεσογείου και του Αιγαίου, αλλά ο μέγιστος δυνατός περιορισμός, στην περιοχή, του τουρκικού καπιταλιστικού σχηματισμού (ο οποίος ακολουθεί παράλληλα γενικότερη και πιο δυναμική επεκτατική πολιτική στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής και της Κεντρικής Ασίας) και την εξυπηρέτηση στρατηγικών συμφερόντων του αμερικάνικου κυρίως  και του γαλλικού, όχι πάντως αποκλειστικά,  παράγοντα  Έκφραση αυτής της ιδιόμορφης συνολικής θέσης του ελληνικού καπιταλισμού είναι τέλος και η (επιθετική) στάση του απέναντι σε πιο αδύναμες χώρες ειδικά των Βαλκανίων.

Β.2.3 Κριτική σε άλλες αντιλήψεις αριστερών ρευμάτων για τη θέση της Ελλάδας:  

α) Περιφερειακή χώρα της «εθνικής υποτέλειας». Παλιότερα στην Αριστερά κυριαρχούσαν οι αντιλήψεις πως η Ελλάδα ήταν περιφερειακή ή ημιπεριφερειακή χώρα της «εθνικής υποτέλειας». Πηγή αυτών των αντιλήψεων ήταν η δράση του αγγλικού, αρχικά, και του αμερικάνικου (κυρίως) παράγοντα και η στάση της ελληνικής αστικής τάξης (ανοιχτή συμμαχία με τους ξένους)  ειδικότερα την περίοδο 1940- 1950. Σε  όλες, όμως, ανεξαίρετα τις φάσεις οι σχέσεις της με τον ξένο παράγοντα πηγάζουν πρωτίστως από την ανάγκη της να υπηρετήσει με τον καλύτερο τρόπο τα ταξικά της συμφέροντα, ενίοτε και την ίδια της την ύπαρξη. Αυτές οι αντιλήψεις οδηγούσαν σε έναν ανεπαρκή και αδιέξοδο εθνικό, δήθεν, αντιιμπεριαλισμό και στη χρεοκοπημένη επιδίωξη σύναψης συμμαχίας με μερίδες της αστικής τάξης, που τελικά οδηγούσε στην ηγεμόνευση της από την αστική πολιτική.  

β) Χώρα του ηγεμονικού ιμπεριαλιστικού πυρήνα. Από την άλλη   όμως εμφανίστηκαν και εμφανίζονται πολιτικές αντιλήψεις που αυθαίρετα μεταφέρουν τον ελληνικό σχηματισμό στα επίπεδα του σκληρού καπιταλιστικού πυρήνα και εξαφανίζουν τη συγκεκριμένη ιδιομορφία της χώρας, τη θέση της στην κατώτερη βαθμίδα των αναπτυγμένων χωρών και στη μεσαία θέση του ιμπεριαλιστικού πλέγματος. Αυτή η αυθαίρετη μεταφορά οδηγεί με τη σειρά της στην άρνηση της αντιιμπεριαλιστικής πάλης στο όνομα του «αγνού» αντικαπιταλιστικού αγώνα. Σε όλη την εποχή του ιμπεριαλισμού όσο και ιδιαίτερα στη σημερινή βαθμίδα, ο αντικαπιταλιστικός αγώνας δεν μπορεί παρά να είναι εργατικός αντιιμπεριαλιστικός αγώνας. Ταυτόχρονα, ο εργατικός αντιιμπεριαλιστικός αγώνας, σε εθνικό επίπεδο, δεν μπορεί παρά να επιδιώκει τη συνολική ανατροπή του καπιταλισμού. Σε μια εξέλιξη που θα ρυθμίζεται, θα οριοθετείται και θα αλληλεπιδρά με τις διεθνείς εξελίξεις.

 

Β.3. Που βρισκόμαστε σήμερα: η τέταρτη περίοδος

 

Β.3.1. Οι διαδοχικές κρίσεις. Η παγκόσμιας σημασίας οικονομική  κρίση που ξέσπασε το 2008–10 εγκαινιάζει τη σημερινή τέταρτη μεταπολεμική περίοδο του ελληνικού καπιταλισμού και η οποία επηρεάζεται τώρα από την τριπλή και συγχρονισμένη κρίση (οικολογική, υγειονομική και οικονομική). Οι οικονομικοί δείκτες, ανεργία, βιομηχανική παραγωγή, ρυθμοί ανάπτυξης, λαϊκή κατανάλωση, συσσώρευση πλούτου σε λίγα χέρια, δείχνουν και προδιαθέτουν για το βάθος και την έκταση της. Το ίδιο και η αποκάλυψη της οικολογικής κρίσης, της κρίση φτώχειας και της πρωτόγνωρης συγκέντρωσης  πλούτου σε λίγα χέρια. 

Η αστική πολιτική αντιμετώπισης της κρίσης γενικά και ειδικά στην Ελλάδα της οξυμένης δημοσιονομικής κρίσης  οδήγησαν σε μια μορφή αναδιάρθρωσης του παραγωγικού ιστού, με έμφαση στη γεωργία, τις κατασκευές, τον τουρισμό, τις συγκοινωνίες, τα τρόφιμα και της νέες τεχνολογίες. 

Οδήγησαν επίσης στη γιγάντωση του  ελληνικού χρέους.  Η ιδιαίτερη ανοδική του πορεία εμφανίζεται με τη νεοφιλελεύθερη μετάλλαξη του ΠΑΣΟΚ στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’80 και την εντονότερη εφαρμογή νεοφιλελεύθερων πολιτικών από τις μετέπειτα κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ. Συνδέεται άρρηκτα με τις χαριστικές προς το κεφάλαιο ρυθμίσεις των «προβληματικών επιχειρήσεων», την μετέπειτα ένταξη στην Ε.Ε., στην ΟΝΕ, και έκτοτε παίρνει εκρηκτικές διαστάσεις. Συσχετίζεται άμεσα και ισχυρά με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που είχε η κρατικομονοπωλιακή συνύφανση/διαπλοκή στην Ελλάδα, είτε αυτή αφορούσε τη σχέση ελληνικού κράτους-ελληνικών επιχειρήσεων είτε τη σχέση ελληνικού κράτους-πολυεθνικών επιχειρήσεων.  Σοβαρό μερίδιο στην άνοδο του ελλείμματος και του χρέους έχει το διεθνές κεφάλαιο.

Ο ελληνικός καπιταλισμός σε αυτήν την περίοδο των διαδοχικών κρίσεων υποβαθμίζεται στο διεθνή καταμερισμό, χωρίς  όμως να μετατρέπεται σε μια σύγχρονη «Ψωροκώσταινα» του 21ου αιώνα.  

Στην εξέλιξη της κρίσης και μέσω της αστικής πολιτικής εξόδου από αυτήν, αναπτύσσονται και ανασυγκροτούνται τομείς δράσης του κεφαλαίου, όπως η υγεία, οι νέες τεχνολογίες, ο τουρισμός, οι εφοδιαστικές αλυσίδες, οι συγκοινωνίες και οι υποδομές. Εντείνεται η συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου (π.χ. νέες τεχνολογίες, τράπεζες, τρόφιμα, φάρμακο) υπό το φως της εκκαθάρισης τμημάτων του κεφαλαίου και πάνω απ’ όλα  λεηλασίας των εργατικών κατακτήσεων, ακύρωσης ουσιαστικών εργατικών και λαϊκών δικαιωμάτων. 

Η αστική πολιτική εξόδου από την διπλή κρίση, ως συνέχεια της πολιτικής εξόδου από την καπιταλιστική οικονομική κρίση του 2008, ενισχύει και στην Ελλάδα τη συγκέντρωση πλούτου σε λιγότερα χέρια, μεγαλώνει τη φτώχεια, την καταστολή και δυναμώνει τους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς. Εντέλει και αυτός ο νέος κύκλος συσσώρευσης του ελληνικού κεφαλαίου αποδεικνύεται βαθιά αντιδραστικός προς της πυραμίδας του κεφαλαίου. Ανατροφοδοτεί δηλαδή και οξύνει τους βασικούς συντελεστές κοινωνικής αστάθειας.

Η περιγραφείσα προβληματική πραγματικότητα της ελληνικής οικονομίας αποτελεί εθνική έκφραση μιας δομικής, παγκόσμιας τάσης, της παγκόσμιας εκτίναξης των αντιφάσεων και αντιθέσεων του καπιταλισμού.

Όλες οι οικονομίες των αναπτυγμένων καπιταλιστικών κρατών βγήκαν πράγματι από την κρίση του 2009. Αλλά βγήκαν σαθρά, κυρίως αντιδραστικά και αναιμικά. Οι ρυθμοί ανάπτυξης του 2 – 3% για τις ανεπτυγμένες χώρες, απέχουν από ένα «μπουμ» ανάλογο με αυτό των «ένδοξων» μεταπολεμικών δεκαετιών του 1950 – ’60, ακόμη και από το 3 – 5% των ρυθμών ανάπτυξης, των δεκαετιών 1990 – 2009. 

Β.3.2. Ορισμένες από τις λαθεμένες αναλύσεις στην Αριστερά. Η ιδιαίτερη οξύτητα της διπλής υγειονομικής και οικονομικής κρίσης δεν έχει ως βάση τις διοχετευόμενες αντιλήψεις ότι «δεν παράγουμε τίποτα», δεν υπάρχει βιομηχανία, είμαστε μόνο χώρα τουρισμού κ.λπ. Οι αντιλήψεις αυτές, παρότι εδράζονται σε πραγματικά συμπτώματα – όχι γενικευμένα χαρακτηριστικά -του ελληνικού καπιταλισμού, δεν είναι ακριβείς. Αποκαλύπτουν όμως την πολιτική αδυναμία της αστικής τάξης να εντάξει ενεργά στην πολιτική της την εργατική τάξη και γι’ αυτό χρησιμοποιεί το ψέμα αλλά και την πολιτική,  τη νομική και την κρατική βία. 

Η πολιτική αυτή  των κυβερνήσεων από το 2010 και μετά, στις γενικές της γραμμές δεν είναι απλά επιλογή ή παράλογη εμμονή των κυρίαρχων κύκλων, ούτε αποτέλεσμα μόνον των αρνητικών συσχετισμών ή της έλλειψης του «αντίπαλου δέους». Δεν αποτελεί επίσης μια αναγκαστική, δήθεν, «υποταγή» στις αγορές, στο Διευθυντήριο των Βρυξελλών και στο ΔΝΤ. Είναι θεμελιώδης και αναγκαία πλευρά του σύγχρονου ολοκληρωτικού καπιταλισμού γενικά και του ελληνικού ειδικότερα. Είναι  εσωτερική αντικειμενική αναγκαιότητα του προκειμένου να λύσει το άλυτο μέχρις ώρας πρόβλημα της χαμηλής και μειούμενης κερδοφορίας του.

 

Β.4. Το εθνικό ζήτημα

 

Β.4.1. Το ελληνικό έθνος ως κράτος έχει ολοκληρωθεί, έχει σχηματιστεί και οριοθετηθεί. Υπό αυτήν και μόνο υπό αυτήν  την έννοια δεν υπάρχει εθνικό πρόβλημα με την έννοια της αλύτρωτης πατρίδας. Το σύγχρονο εθνικό πρόβλημα  είναι η πολιτική επιλογή του ελληνικού κεφαλαίου όχι απλά να στηριχτεί στην ΕΕ και το Δ.Ν.Τ αλλά να αποδεχθεί και να δημιουργήσει μηχανισμούς εποπτείας καθώς και να  εκχωρήσει εθνικά κυριαρχικά δικαιώματα στην ΕΕ, στις ΗΠΑ και στο ΝΑΤΟ.

Η ελληνική αστική τάξη προωθεί αυτή την πολιτική  γιατί πολιτικά και κοινωνικά αισθάνεται και είναι αδύναμη να περάσει τις αντιδραστικές αναδιαρθρώσεις, ώστε να αλλάζει και να διατηρεί τους συσχετισμούς σε βάρος του έθνους των εργαζομένων, να περάσει το σύνολο των μέτρων, που αλλάζουν ριζικά και αντιδραστικά τους όρους και τις αμοιβές της εργασίας. Γι’ αυτό το σκοπό αποδέχεται και «πληρώνει» ως αναγκαίο το διπλό τίμημα: την όχι και ευκαταφρόνητη τελικά οικονομική «μίζα» προς τους τραπεζίτες, τους κερδοσκόπους και τους βιομηχάνους των ισχυρών της ΕΕ (δευτερευόντως, του Δ.Ν.Τ, αλλά και της Κίνας), αλλά και την πολιτική «μίζα», την εθνική κυριαρχία του ελληνικού κράτους απέναντι στα υπερεθνικά όργανα της Ευρώπης και των ΗΠΑ. Ελπίζει πως με ανάλογες συμμαχίες και μέσω της νέας υπερ-ληστείας των εργαζομένων θα βγει με κάποια καλύτερη θέση στον παγκόσμιο ανταγωνισμό, στον επόμενο κύκλο ανάκαμψης.

Ωστόσο, το τίμημα που πληρώνει είναι δυσανάλογο και αποτέλεσμα των λυσσωδών ενδοκαπιταλιστικών ανταγωνισμών και αντιθέσεων. Στο πλαίσιο αυτό το γενικότερο εθνικό πρόβλημα (ΕΕ, ΟΝΕ, ΝΑΤΟ) προβάλλει σε οξυμένες διαστάσεις. Αποτελεί σπουδαίο πεδίο οικοδόμησης της εργατικής ενότητας και των κοινωνικών συμμαχιών της εργατικής τάξης, που αφορούν όλες τις διαβαθμίσεις αντίστασης και συνειδητοποίησης των εργαζόμενων και (με διαφορετικό ταξικά τρόπο) όλα τα στρώματα των καταπιεζόμενων. 

Αυτή την πραγματικότητα αδυνατούν να συλλάβουν όσοι αντιλαμβάνονται τα εθνικά προβλήματα ως έκφραση αποκλειστικά του αστικού-επιθετικού εθνικισμού ή, στην καλύτερη περίπτωση, ως διεκδίκηση της εθνικής-κρατικής συγκρότησης. Οι αντιλήψεις αυτές αγνοούν, ότι τα σύγχρονα εθνικά προβλήματα προέρχονται όχι από τα υπολείμματα του παρελθόντος, αλλά από τις τάσεις του μέλλοντος. Προέρχονται όχι από την «υπανάπτυξη» αλλά, ίσα-ίσα, από την υπερανάπτυξη του παγκόσμιου καπιταλισμού, και τονίζουν τη στενότερη σύνδεση με το θεμελιακό πολιτικό πρόβλημα της ταξικής εκμετάλλευσης. Το γεγονός ότι το μετασχηματισμένο εθνικό ζήτημα συνδέεται με νέα ένταση με το δικαίωμα των καταπιεζομένων να κυριαρχήσουν κοινωνικά και πολιτικά πάνω σε όλες τις συνθήκες της ζωής και της προοπτικής τους δεν αναιρεί τη σχετική αυτοτέλεια του. Αντίθετα υπογραμμίζει τις νέες, ανώτερες αναγκαιότητες για την ηγεμονία μιας σύγχρονης εργατικής πολιτικής.

Β.4.2. Λαϊκός πατριωτισμός και εργατικός διεθνισμός. Η σύγχρονη Ακροδεξιά που εμφανίζεται δυναμικά σε όλη την ΕΕ και στην Ελλάδα, σε όλες τις εκφάνσεις της επιτίθεται στην «παγκοσμιοποίηση», την οποίο σκόπιμα ταυτίζει με τον εργατικό διεθνισμό και καπηλεύεται την έννοια της πατρίδας προκειμένου να συγκροτηθεί και να προωθήσει την απάνθρωπη πολιτική της για να προστατευθεί «εθνικά» το εγχώριο κεφάλαιο από τον ανταγωνισμό. Μπροστά σε αυτή την κατάσταση τμήματα της Αριστεράς καταφεύγουν σε έναν «πανικόβλητο πατριωτισμό» προκειμένου, κατά τη γνώμη τους, να αντιμετωπισθεί το φαινόμενο της ενίσχυσης της Ακροδεξιάς. Άλλα τμήματα υποτιμούν την ανάγκη προστασίας του «εργαζόμενου έθνους» από τις ηγεμονικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και πολυεθνικές, αφήνοντας ανοιχτό το πεδίο του έθνους στην Ακροδεξιά. Και οι δυο λογικές δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις.

Στη χώρα μας ο πατριωτισμός του «εργαζόμενου έθνους» μπορεί να αποτελέσει ισχυρό  βραχίονα του λαϊκού και εργατικού αγώνα με την προϋπόθεση ότι θα εντάσσεται στο καθοριστικό πεδίο, στο διεθνισμό του εργατικού κινήματος. Η εργατική – λαϊκή πάλη στο έθνος – κράτος αποτελεί πρωταρχικό πεδίο για «να σπάσει η αλυσίδα», για να βγαίνει μια χώρα από την ασφυκτική δράση των πολυεθνικών και των ιμπεριαλιστικών ενώσεών της. Το προλεταριάτο για να καταχτήσει την πολιτική εξουσία, οφείλει να ανυψωθεί σε ηγεμονική και κυρίαρχη τάξη στο έθνος, να συγκροτηθεί το ίδιο σαν έθνος, είναι και το ίδιο «εθνικό», αν και σε καμιά περίπτωση με την αστική έννοια. Η έννοια της «πατρίδας» αποκτά άλλη, λαϊκή διάσταση, όπως αναδείχτηκε στην Παρισινή Κομμούνα, στην ρωσική, κινέζικη, κουβανική επανάσταση, αλλά και στο ΕΑΜ και στον ΔΣΕ. Χάνει το λαϊκό της περιεχόμενο και καταλήγει σε εθνικούς ανταγωνισμούς όταν ο αγώνας χάνει τον απελευθερωτικό διεθνιστικό σκοπό, όπως έδειξε όλη η ιστορική εμπειρία (ΕΣΣΔ, πόλεμος μεταξύ Κίνα και Βιετνάμ, «εμφύλιος» στη Γιουγκοσλαβία κ.λπ.). Η βαθιά αγάπη των ανθρώπων για τον τόπο τους, η επίγνωση ότι η κοινή ιστορία επιδρά στις  συμπεριφορές στο παρόν, τα κοινά ήθη και έθιμα, η διαπίστωση ότι μόνο η μητρική  γλώσσα μπορεί να δώσει και να εκφράσει ολικά ό,τι πιο μεγαλειώδες αλλά και ό,τι πιο «μικρό» περικλείει ο ψυχικός κόσμος, συγκροτούν τη θέση υπέρ ενός «λαϊκού πατριωτισμού» που θα αναπτύσσει έναν  σύγχρονο αντιιμπεριαλιστικό αγώνα και θα ακυρώνει την ηγεμονία του διαταξικού, πατριωτικού (δηλαδή ουσιαστικά του μικροαστικού) στοιχείου σε βάρος του ταξικού αντικαπιταλιστικού, στο εσωτερικό του κινήματος.

Όμως, όπως έδειξε η πρόσφατη εμπειρία μας, οι οικονομικές κρίσεις, η πανδημία και η καπιταλιστική κλιματική αλλαγή είναι διεθνή και παγκόσμια φαινόμενα που βασίζονται στη διεθνοποίηση του κεφαλαίου και στην περιφερειακή, διεθνή ή και παγκόσμια δράση των πολυεθνικών ομίλων. Η διεθνοποίηση του κεφαλαίου δημιουργεί μια κατά πολύ ανώτερη διεθνοποίηση της μισθωτής εργασίας. Έτσι, στην εποχή μας, αναδεικνύεται η δυνατότητα για έναν ανώτερο «προλεταριακό διεθνισμό», για μια βαθύτερη διεθνή συνεργασία των λαών.

Τα κράτη έχουν ανάγκη την εθνική τους κυριαρχία. Τα νεοαποικιοκρατούμενα έθνη παλεύουν για την απελευθέρωση τους.  Οι λαοί έχουν ανάγκη την εργατολαϊκή τους χειραφέτηση, τη διεθνιστική συνεργασία και την κομμουνιστική επανάσταση. Αυτά είναι τα τρία ζητήματα που ορίζουν μια νέα εργατική τακτική και στρατηγική. Αυτή η θέση σημαίνει πως θα πρέπει  να γίνει ένας σαφής διαχωρισμός, ένα  ξεκαθάρισμα ανάμεσα στα εθνικά σύμβολα και την καπηλεία τους από τη μεριά των πατριδοκάπηλων στη βάση των αντικειμενικών εργατολαϊκών αναγκών: Της αποτροπής του πολέμου. Της πολιτικής ειρήνης με τους γείτονες λαούς και γι αυτό απομάκρυνση των πυρηνικών και των βάσεων. Της πολιτικής εθνικής αυτοδιάθεσης και ανεξαρτησίας με έξοδο από το ΝΑΤΟ και την ΕΕ. Ταυτόχρονα, απαιτείται να γίνουν έμπρακτα βήματα στη συγκρότηση διεθνών συνεργασιών των εργατικών και κομμουνιστικών ρευμάτων. Οι μέχρι τώρα «εργατικές διεθνείς» καθώς και τα ταξικά ανεξάρτητα συνδικάτα χρειάζεται  να βρουν δρόμους συντονισμού.

Β.4.3. Το κυπριακό πρόβλημα είναι διεθνές πρόβλημα, εισβολής και κατοχής του βορείου τμήματος της Κύπρου από την Τουρκία με σημαντική την ευθύνη της ελληνικής χούντας. Έχει τη σφραγίδα της επέμβασης του ΝΑΤΟ και των γενικότερων ιμπεριαλιστικών σχεδιασμών στην περιοχή που σήμερα εντείνεται με την ανοιχτή προσχώρηση της κυπριακής κυβέρνησης στους ευρωνατοϊκούς σχεδιασμούς. Η λύση του Κυπριακού προβλήματος είναι πάνω απ όλα υπόθεση του λαϊκού κινήματος στη Κύπρο, αλλά και υπόθεση της μαχόμενης Αριστεράς και των λαών της Ελλάδας και Τουρκίας. Η ανάμειξη τρίτων χωρών αποδείχτηκε ιστορικά επικίνδυνη και ανεπιτυχής όχι μόνο για το ίδιο το νησί, αλλά και για τις τρίτες χώρες (Ελλάδα, Τουρκία).

Η πάλη της εργατικής τάξης, των λαϊκών στρωμάτων στοχεύει σε μια Κύπρο ανεξάρτητη, με μία και μόνη Κυριαρχία, μια Ιθαγένεια για όλες τις εθνότητες και εξασφάλιση των δικαιωμάτων όλων των μειονοτήτων με δεσπόζοντα το ρόλο της τουρκοκυπριακής. Με αποχώρηση του τουρκικού στρατού κατοχής, χωρίς ξένες βάσεις και στρατεύματα, χωρίς τους  ξένους εγγυητές και προστάτες. Πυρήνας της εργατικής πολιτικής είναι η αποδέσμευση της Κύπρου από τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, την ΕΕ, η διαμόρφωση των συνθηκών για διεθνείς σχέσεις που θα στηρίζονται στο αμοιβαίο όφελος.

Κύπρος Ενιαία σημαίνει ένα κράτος και όχι δύο κράτη με χαλαρή συνομόσπονδη σχέση (που προωθεί η σημερινή τούρκικη  κυβέρνηση με την οποία συμπλέει η Δεξιά των Ελληνοκυπρίων), με μορφή που θα αποφασίσει ο κυπριακός λαός. Σημαίνει κατάργηση των Συμφωνιών Ζυρίχης – Λονδίνου, ελεύθερη διακίνηση, εγκατάσταση και διαμονή εργατικών – λαϊκών οικογενειών σε όλες τις περιοχές του Νησιού. Σεβασμό στο δικαίωμα να μιλούν τη γλώσσα τους, να μορφώνονται τα παιδιά τους, στις θρησκευτικές επιλογές και πολιτιστικές παραδόσεις. Εξασφάλιση των εργασιακών, ασφαλιστικών, κοινωνικών δικαιωμάτων χωρίς διακρίσεις και λύση του προβλήματος των εποίκων με βάση το παράνομο των εποικισμών και τη σύγχρονη πραγματικότητα.

 

ΚΕΦ. Γ’. ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΣΤΟΧΟ ΤΗΣ ΤΑΚΤΙΚΗΣ

Γ.1. Ο χρονικός ρυθμός της ταξικής πάλης και η ιστορική περιοδολόγηση

Γ.1.1. Αντιλήψεις που κυριάρχησαν για το χρονικό ρυθμό της ταξικής πάλης. Στο κομμουνιστικό κίνημα κυριάρχησε, ειδικά μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μια ντετερμινιστική και γραμμική αντίληψη για την ιστορική πορεία και το χρονικό ρυθμό της ταξικής πάλης. Αυτό συνετέλεσε στο να επικρατήσει εν τέλει μια τακτική σταδιακής κατάκτησης θέσεων που αρκούν για να ωριμάσει η επανάσταση. Ως αποτέλεσμα, αυτή η αντιδιαλεκτική – οικονομίστικη άποψη οδήγησε τα κομμουνιστικά κόμματα σε μια πολιτική στην οποία απουσίαζαν οι ανατρεπτικές πρωτοβουλίες («πλατείες» στην Ελλάδα, το 2011, Γαλλικός Μάης κ.α.). Έτσι, η πολιτική τακτική  μετασχηματιζόταν σε ρυθμούς κάλυψης κομματικών πλάνων, σε αριθμούς μελών, σε καταλόγους συνδικάτων που συντάσσονται με το κόμμα μας, σε εκλογικά ποσοστά, με το «καλεντάρι των αγώνων» ως σαπόρτ. Ο ρυθμός του χρόνου δεν αλλάζει στα μάτια τους. Οπότε, στα κόμματα αυτά αρκούσε και αρκεί η κατάληψη κοινοβουλευτικών εδρών και θέσεων στο συνδικαλιστικό κίνημα, στην οποία διέπρεψε η δεξιά πλευρά του πάλαι ποτέ ευρωκομμουνισμού. Και όποτε αναλαμβάνονταν πρωτοβουλίες, αυτές ήταν πάντοτε στην ίδια κοινοβουλευτική κατεύθυνση και κατά κανόνα υπέρ κυβερνήσεων ενσωμάτωσης (κυβερνήσεις Τζανετάκη – Ζολώτα, κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ). Φυσικά, στο ίδιο διάστημα, υπήρξαν έμπρακτες αμφισβητήσεις με επαναστατικές τακτικές και εκρήξεις με τη συμβολή κομμουνιστικών κομμάτων, όπως στην Κίνα, το Βιετνάμ και την Κούβα, αλλά αυτές εκδηλώνονταν στην περιφέρεια της αποικιοκρατίας και δεν μετέβαλε την κυρίαρχη πολιτική επιλογή των κομμουνιστικών κομμάτων της Δύσης και του «υπαρκτού σοσιαλισμού».

Ως αριστερή αντίδραση στη «γραμμική αντίληψη» για τον χρονικό ρυθμό της εργατικής τακτικής και πάλης, συχνά αναπτύχθηκε μια βουλησιαρχική αντίληψη για τις «στιγμές της ρήξης του ομοιογενούς χρόνου της ιστορίας», τις επαναστατικές καταστάσεις ή και κρίσεις, όπου «έρχεται η ώρα των πιθανοτήτων και των δυνατοτήτων». Παρά ορισμένες εξαιρετικά σημαντικές και σωστές κριτικές[4], αυτή η αντίληψη στις ακραίες εκδοχές της, οδηγούσε σε εκτιμήσεις ότι αρκεί μια καλά οργανωμένη μειοψηφία, ενωμένη σε ένα κόμμα «παντός καιρού» και «πειθαρχημένων επαναστατών» για να εμφανιστεί και να νικήσει η επανάσταση με μια «έφοδο» στα σύγχρονα Χειμερινά Ανάκτορα. Φαντάζεται ότι για να έρθει η επαναστατική κατάσταση, αρκεί να εκμεταλλευτούμε κάποια «στιγμή της ρήξης». Για τους υποστηρικτές της, οι αριθμοί απεργιών και απεργών, μελών των συνδικάτων και των κομμάτων, οι ψήφοι, έχουν μικρή σημασία. Καθοριστικό, για αυτή την αντίληψη, είναι το έξυπνο και όσο το δυνατόν πιο «επαναστατικό» σύνθημα. Στην πράξη, η πολιτική μεταφράζεται σε μια μόνιμη πυρετώδη δράση, στο τέλος όμως, οδηγείται σε «χαμένες ευκαιρίες» εκμετάλλευσης της «στιγμής», για τις οποίες φταίνε πάντα οι άλλοι. Οι υποστηρικτές της, κυρίως ορισμένα τροτσκιστικά ρεύματα, κατανοούν τον Λένιν ως έναν μάγο της πολιτικής.

Κοινό στοιχείο και των δυο αντιλήψεων είναι πως οι ιστορικές περίοδοι και φάσεις δεν έχουν κομβική σημασία και έτσι δεν παίρνουν υπόψη τους ότι για την προσέγγιση της επανάστασης, όχι στα σχέδια ή τα κομματικά ντοκουμέντα, αλλά στην σκληρή κοινωνική πραγματικότητα, απαιτείται μια τακτική που θα στοχεύει στο πέρασμα από τη σημερινή σε μια άλλη ιστορική περίοδο, όπου η εργατική πολιτική οφείλει να έχει εμφανιστεί αυτοτελώς και μαζικά στο προσκήνιο.

Γ.1.2. Η περιοδολόγηση της Ιστορίας, η τοποθέτηση για τη σχέση σταδίου – εποχής, ιστορικών περιόδων και φάσεων δεν είναι βυζαντινολογία, αλλά απαραίτητη βάση για τη χάραξη πολιτικής και ιδιαίτερα για την επαναστατική στρατηγική και τακτική, για το εργατικό κίνημα και την Αριστερά. Με όλους τους κινδύνους που εμπεριέχονται σε ορισμούς, θέτουμε σε συζήτηση ορισμένες θεωρητικές προσεγγίσεις:

Το στάδιο καθορίζει τις γενικές αντικειμενικές δυνατότητες – αναγκαιότητες της εργατικής ταξικής πάλης, ενώ η συγκρότηση του υποκειμενικού παράγοντα, η παρέμβασή του και τελικά η συγκεκριμένη έκβαση της ταξικής πάλης, υλοποιεί εκείνες ή τις άλλες δυνατότητες και διαμορφώνει τους όρους για το πέρασμα σε ένα επόμενο στάδιο κοινωνικής εξέλιξης, είτε μέσα στο σύστημα, είτε πολύ περισσότερο έξω από αυτό. Η ανάλυση του συγκεκριμένου κάθε φορά ιστορικού σταδίου του καπιταλισμού αποτελεί αναγκαία, αλλά όχι επαρκή προϋπόθεση για την επεξεργασία επαναστατικού προγράμματος.

Το δεύτερο αναγκαίο βήμα είναι η οριοθέτηση της ιστορικής εποχής στην οποία βρισκόμαστε. Εποχή είναι η συγκεκριμένη κοινωνικοπολιτική μορφή που παίρνει ο γενικός ταξικός πόλεμος στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου ιστορικού σταδίου. Κάθε ιστορική εποχή του καπιταλισμού διαιρείται σε ιστορικές περιόδους που διακρίνονται κυρίως με βάση τον μεταβαλλόμενο πολιτικό συσχετισμό ανάμεσα στο μπλοκ της αστικής πολιτικής και σε εκείνο της εργατικής πολιτικής. Η πρωταρχική πλευρά της διαρκούς σύγκρουσης ανάμεσα στα δύο αυτά μπλοκ είναι η πάλη για την πολιτική εξουσία και η καθοριστική τελικά πλευρά είναι η πάλη για το μετασχηματισμό των παραγωγικών και κοινωνικών σχέσεων.

Οι ιστορικές περίοδοι, όπως ευρύτερα η πάλη των τάξεων, δεν κινούνται ευθύγραμμα. Μέσα στην εξέλιξή τους προβάλλουν ιστορικές φάσεις. Αυτές  σφραγίζονται από την όξυνση εκείνων ή των άλλων αντιθέσεων και προβλημάτων εκφράζοντας δυνατότητες που αν αξιοποιηθούν μπορούν να βελτιώσουν ριζικά τη σχέση ανάμεσα στην αστική και στην εργατική πολιτική αλλάζοντας ή και ανατρέποντας τα πλαίσια μιας ιστορικής περιόδου.

Η στρατηγική δομείται με βάση το στάδιο και την εποχή. Από τη σκοπιά της τακτικής, αυτό που έχει καθοριστική σημασία είναι η περίοδος και αυτό είναι το κύριο που αναζητούμε σε αυτό το κείμενο.

 

Γ.2. Η σημερινή ιστορική περίοδος

 

Γ.2.1. Ποιοτική χειροτέρευση συσχετισμών. Η ιστορική περίοδος της «μακράς υποχώρησης» του εργατικού κινήματος στην Ελλάδα, που ξεκίνησε το 1989 – ’90 με τη συγκυβέρνηση Τζανετάκη και τις καταρρεύσεις, έδωσε τη σειρά της σε μια περίοδο «σύντομης εκρηκτικής ανόδου» με πολλαπλές φάσεις, που ξέσπασε το 2010 και έληξε το 2015. Με την ανοιχτή προσχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ στο μνημονιακό μπλοκ και την ενσωμάτωση του αντιφατικού ριζοσπαστικού αντιμνημονιακού λαϊκού κινήματος, περάσαμε σε μια άλλη ιστορική περίοδο, η οποία διαρκεί μέχρι σήμερα. Ο συσχετισμός δύναμης άλλαξε ποιοτικά σε βάρος της εργατικής τάξης και του λαού και υπέρ της αστικής, σε βάρος της αδύναμης και αντιφατικής εργατικής πολιτικής και υπέρ της αστικής[5]

Η ήττα και ενσωμάτωση αυτού του κινήματος οδήγησε στη συνέχιση της ίδιας πολιτικής με άλλα μέσα: στη διαχείριση της μνημονιακής επίθεσης από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και στην επάνοδο μιας ακραίας επιθετικής και νεοφιλελεύθερης πολιτικής από την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Με γενικό αποτέλεσμα την αφαίρεση ακόμη και εκείνων των εργασιακών, κοινωνικών και δημοκρατικών δικαιωμάτων που απέμειναν από τη φάση των μνημονίων. Το γενικό αποτέλεσμα είναι μια νέα, δραματική χειροτέρευση όλων των όρων εργασίας, μισθών, συντάξεων, υγείας, παιδείας, δημοκρατίας, περιβάλλοντος, γυναικείων δικαιωμάτων. Το κυριότερο, όμως, δεν είναι αυτό. Το κυριότερο είναι το αποφασιστικό χτύπημα της αστικής πολιτικής στην καρδιά της εργατικής: στο ηθικό του εργατικού λαϊκού κινήματος, στην αυτοπεποίθηση του κόσμου της Αριστεράς, στη στράτευσή του, στην οργανωμένη δύναμη των συνδικάτων, των λαϊκών φορέων και των πολιτικών οργανώσεων. Όλα τα παραπάνω εκφράστηκαν στα μειωμένα εκλογικά ποσοστά της μαχόμενης Αριστεράς στις εκλογικές μάχες του 2019, τα οποία είναι χειρότερα ακόμη και από τα αντίστοιχα ποσοστά της πρώτης πενταετίας του 1990, μετά τις τότε στρατηγικές ήττες. Αυτοί οι νέοι κοινωνικοπολιτικοί συσχετισμοί έδωσαν τη δυνατότητα στην αστική πολιτική, με την κυβέρνηση Μητσοτάκη, να περάσει εκ νέου στην ανοιχτή επίθεση σε όλα τα πεδία.

Γ.2.2. Η δυναμική των πολιτικών συσχετισμών. H υπεροχή της αστικής πολιτικής είναι σήμερα μια αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα ακόμη κι αν διατηρούνται και οξύνονται όλοι οι συντελεστές αστάθειας του συστήματος. Απέναντι σε αυτήν την υπεροχή αντιπαρατίθεται ένα πολύμορφο, δυνάμει ανατρεπτικό αλλά αδύναμο και αντιφατικό ρεύμα. Το ρεύμα  αυτό συγκροτείται, υποχωρεί και ανασυγκροτείται, κυρίως με βάση την επιδείνωση της κατάστασης της εργατικής τάξης, των μεσαίων πληττόμενων στρωμάτων, της εργαζόμενης και σπουδάζουσας νεολαίας, των γυναικών, της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας, την καταστροφή του περιβάλλοντος και όχι με βάση τα αυτοτελή συμφέροντά του και το δικό του, θετικό πρόγραμμα διεκδικήσεων και προοπτικής. Έτσι, καθυστερεί και δυσκολεύει τη λήψη αντιλαϊκών μέτρων, δεν μπορεί όμως ακόμα να αναμετρηθεί νικηφόρα με τη νεοφιλελεύθερη και γενικότερα, με την αστική πολιτική. Εμφανίζεται κυρίως με ασυνέχειες ακριβώς γιατί λείπει η εργατική και ειδικότερα, η αναγκαία σύγχρονη κομμουνιστική πρωτοπορία που θα του δίνει συνέχεια, αποφασιστικότητα και βάθος. Αυτή η ρευστή κατάσταση δυσκολεύει εξαιρετικά τον αναγκαίο ποιοτικό διαχωρισμό των αναγεννώμενων πρωτοποριών από τις αστικές επιδράσεις, καλλιεργεί την ταλάντευση, και μερικές φορές την αντίθεση, ανάμεσα  στην «εύκολη» αριστερή πολιτική και στην εργατική πολιτική με βάθος, καθολική κοινωνική αντίληψη και επαναστατική προοπτική.

Το ανατρεπτικό ρεύμα, μετά το 2015, έχει υποχωρήσει ποιοτικά, βρίσκεται βαθύτερα κατακερματισμένο και διάχυτο σε πολλαπλές ομάδες και ρεύματα. Χρειάζεται ωστόσο να εκτιμήσουμε την ιδιαίτερη σημασία που έχουν σήμερα οι  προσπάθειες και αναζητήσεις για τη διαμόρφωση ενός μαζικού ανατρεπτικού ρεύματος στο μέλλον. Το νέο ποιοτικό στοιχείο αυτής της κατάστασης δεν είναι η –προϋπάρχουσα– αδυναμία της εργατικής χειραφέτησης να μετατρέπεται σε ανεξάρτητο ηγεμονικό κοινωνικό ρεύμα. Είναι οι τάσεις που αναζητούν, με πολλές δυσκολίες και αντιφάσεις, μια αυτοτελή πολιτική παρουσία με ένα καινοτόμο κομμουνιστικό πρόγραμμα και την αντίστοιχη μεταβατική, προς το κόμμα, οργάνωση και με  ηγεμονική φιλοδοξία και στόχευση, μαζί με το αντίστοιχο μέτωπο και κίνημα.

Γ.2.3. Τα όρια του συνθήματος της «αντικαπιταλιστικής ανατροπής». Στην περίοδο της αντιμνημονιακής έκρηξης,  η «αντικαπιταλιστική ανατροπή», ως ουσία και διατύπωση – σύνθημα του κεντρικού στόχου της τακτικής, έπαιξε έναν σημαντικό ρόλο. Μετατράπηκε από αίτημα λίγων αριστερών ριζοσπαστικών δυνάμεων σε ένα, αντιφατικό και θολό, βεβαίως, αλλά υπαρκτό αριστερό κίνημα και το ρεύμα μας είχε συμβολή σε αυτό. Η ποιοτική αλλαγή των συσχετισμών, από το 2015 και μετά, επιβάλλει μια αντίστοιχη ποιοτική αλλαγή στην τακτική της κομμουνιστικής και μαχόμενης Αριστεράς, συνεπώς και στα συνθήματά της. Σταδιακά, από μετωπική γραμμή μετατράπηκε σε σύνθημα σεχταριστικής γραμμής.

Η έννοια – σύνθημα της «ανατροπής», στους σημερινούς ποιοτικά αρνητικότερους συσχετισμούς, εκτιμούμε ότι απαιτείται να συνδεθεί με το θετικό περιεχόμενο και με το μέτωπο μιας τακτικής πρότασης για να κινητοποιήσει τους εργαζόμενους κι εργαζόμενες, αλλά και για να συγκεντρώσει τις κομμουνιστικές και αριστερές πολιτικές πρωτοπορίες. Να συνδεθεί με την απάντηση στο ερώτημα, «τι αντικαθιστά» την ανατροπή της διαρκούς αστικής αντι-μεταρρύθμισης. Να απαντά επαρκώς στο ποιο είναι το υλικό συμφέρον που έχει η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα από αυτή την ανατροπή. Τέλος, να ξεκαθαρίζει τη σύγχυση έως και ταύτιση με την επανάσταση, κάτι που συνέβαλε στη μετέπειτα απομόνωση των αντικαπιταλιστικών αριστερών ρευμάτων. Από αυτή τη σκοπιά εκτιμούμε ότι είναι καλύτερο να ορίζεται ως μια εργατική λαϊκή ανατροπή με αντικαπιταλιστική κατεύθυνση, ώστε να συνδέεται καλύτερα με τις κοινωνικές δυνάμεις που έχουν συμφέρον από αυτήν καθώς και με το μέτωπό τους.

Γ.2.4. Στόχος, η κατάκτηση μια νέας ιστορικής περιόδου. Σήμερα, μια νέα εργατική τακτική, για να γίνει υλική δύναμη, για να συγκεντρώσει εργατικές, λαϊκές και αριστερές δυνάμεις και παράλληλα, για να υπηρετεί μια επαναστατική στρατηγική, εκτιμούμε ότι χρειάζεται να έχει σαν συγκεκριμένη στόχευσή της, όχι μόνον μια εργατική λαϊκή και αντικαπιταλιστική ανατροπή της επίθεσης, αλλά το πέρασμα σε μια νέα ιστορική περίοδο όπου η εργατική τάξη θα γίνει «αρκετά προχωρημένη στην οργάνωσή της» σε θεωρητικό, πολιτικό, πολιτιστικό και πρακτικό επίπεδο, ώστε να «επιχειρήσει μιαν αποφασιστική εκστρατεία» για την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας[6]. Η επανεμφάνιση της επαναστατικής δυνατότητας, απαιτεί την πρότερη κατάκτηση μιας νέας ιστορικής περιόδου, μιας θεμελιώδους αλλαγής στους συσχετισμούς υπέρ της μισθωτής εργασίας και σε βάρος του κεφαλαίου. Απαιτεί μια εργατική, δημοκρατική αντικαπιταλιστική στροφή στο ιστορικό βέλος, ένα βαθύ ρήγμα στη διαρκή αστική επίθεση, έναν κλονισμό του κεφαλαίου, που θα οδηγήσει στην επανεμφάνιση ενός νέου, μαζικού, κοινωνικού και πολιτικού, θεωρητικού και πολιτιστικού, κομμουνιστικού εργατικού ρεύματος. Απαιτεί έναν «πόλεμο θέσεων», τον αγώνα για κατάκτηση θέσεων, όχι κατά προτεραιότητα στους κρατικούς μηχανισμούς, όπως υποστήριζαν ορισμένες θεωρίες, αλλά  στην κοινωνική πάλη, πρωτίστως στην «κοινωνία των πολιτών – εργατών», στους χώρους εργασίας, στα συνδικάτα, αλλά και ευρύτερα, στους λαϊκούς φορείς, στον ιδεολογικό και πολιτιστικό χώρο. Ένας «πόλεμος θέσεων» που δεν αποκλείει, αλλά εμπεριέχει τον «πόλεμο κινήσεων» στις πολλαπλές απότομες στροφές των εξελίξεων, που πυκνώνουν στην εποχή της ιστορικής – δομικής κρίσης του καπιταλισμού. Η αντίληψη αυτή ταυτίστηκε λαθεμένα από ορισμένα αριστερά ρεύματα με τη «θεωρία των σταδίων». Όμως, χωρίς αυτό το ποιοτικό άλμα, είναι αδύνατη η επανεμφάνιση της επαναστατικής δυνατότητας, πολύ περισσότερο, είναι αδύνατο το άλμα της κατάκτησης «όλης της εξουσίας».

 

Γ.3. Οι μελλοντικές στροφές της ταξικής πάλης

 

Η εργατική τακτική οφείλει να κινείται, όχι μόνο με βάση την περίοδο στην οποία βρισκόμαστε σήμερα, αλλά και με την ιστορική προοπτική του ταξικού αγώνα προς την επανάσταση. Αυτό απαιτείται διότι η εργατική πρωτοπορία χρειάζεται να είναι σχετικά έτοιμη για τις απότομες στροφές της ταξικής πάλης, που είναι πολύ πιο οξείες στην εποχή μας. Με βάση τις εμπειρίες της χώρας μας, αλλά και διεθνώς, καθώς και τις μέχρι τώρα αναλύσεις μας, εκτιμούμε ότι η μετάβαση προς την επανάσταση θα περνά από βασικά τέσσερις ιστορικές στροφές – καμπές της ταξικής πάλης.

Γ.3.1.  Η εργατική δημοκρατική αντικαπιταλιστική στροφή. Πρόκειται για το πέρασμα σε μια περίοδο, όπου, ενώ διατηρείται η αστική κυριαρχία, ανατρέπεται η σημερινή ασφυκτική ηγεμονία της αστικής πολιτικής υπέρ της εργατικής. Υλοποιείται μια «εργατική λαϊκή ανατροπή» των συσχετισμών σε δυο επίπεδα: Κοινωνικά, με τον ανεβασμένο αγώνα για επιβολή υλικών κατακτήσεων και την απόσπαση μεταρρυθμίσεων που βελτιώνουν την κοινωνική θέση της μισθωτής εργασίας και των σύμμαχων στρωμάτων σε βάρος του κεφαλαίου. Πολιτικά, με την κατάκτηση σχετικά ανεξάρτητης, εργατικής λαϊκής δράσης, την κατάκτηση ενότητας μεταξύ τμημάτων της εργατικής τάξης και συμμαχίας με τμήματα από τα άλλα καταπιεζόμενα στρώματα. Με άλλα λόγια, την κατάκτηση μιας ποιοτικής βελτίωσης της κοινωνικής θέσης και μιας ποιοτικής ανατροπής των συσχετισμών υπέρ της εργασίας και σε βάρος του κεφαλαίου. Το αποφασιστικό στοιχείο είναι η ανατροπή των συσχετισμών. Επιβάλλονται κατακτήσεις, αλλά μια ορισμένη ποιοτική βελτίωση της κοινωνικής (και πολιτικής – δημοκρατικής) θέσης  μπορεί να υλοποιηθεί μερικώς ή και καθόλου. Όμως, χωρίς την πάλη για την κοινωνική – δημοκρατική βελτίωση της θέσης της εργασίας και του λαού, δεν μπορεί να επιτευχθεί καμία ανατροπή συσχετισμών.

Γ.3.2. Η επαναστατική κατάσταση. Η επαναστατική κατάσταση έχει αντικειμενικότητα, αλλά δεν δημιουργείται χωρίς τη λαϊκή υποκειμενική δράση. Το κύριο χαρακτηριστικό της είναι η απότομη άνοδος της δράσης των μαζών και η τάση για σχηματισμό ανεξάρτητων οργάνων επιβολής της εργατικής και λαϊκής θέλησης. Τέτοιες συνθήκες στην Ελλάδα εμφανίστηκαν πρωτόλεια στα Ιουλιανά του 1965 και πολύ πιο ολοκληρωμένα το 1941 – 43. Στην επαναστατική κατάσταση παραμένει η πρωτοκαθεδρία του κοινοβουλίου και των αστικών οργάνων εν γένει. Μπορεί να επιβάλλονται ανώτερες εργατικές λαϊκές κατακτήσεις, αλλά σε κάθε περίπτωση, προσωρινές και σε ορισμένα πεδία. Η επαναστατική τακτική αλλάζει ποιοτικά θέτοντας νέους, ανώτερους προγραμματικούς στόχους. Η επαναστατική κατάσταση μπορεί να κινηθεί είτε προς ένα νέο επαναστατικό άλμα, είτε προς την επανασταθεροποίηση της αστικής πολιτικής. Η δεύτερη μπορεί να πάρει βασικά δυο μορφές: τη βίαιη αντεπανάσταση (π.χ., Χιλή, 1973 και Αίγυπτος, 2013) ή τον παροδικό συμβιβασμό (π.χ., Βενεζουέλα, 2002). Η μια αποτελεί ήττα κλείνοντας το δρόμο προς το επόμενο άλμα, ενώ η δεύτερη, ασταθή κατάσταση που τον διατηρεί ανοιχτό (όπως επιβεβαιώνει η σε εξέλιξη μάχη της Βενεζουέλας).

Γ.3.3. Από την επαναστατική κατάσταση στην επαναστατική κρίση. Η επαναστατική κρίση προϋποθέτει ένα άλμα του συνειδητού. Πρόκειται για τις συνθήκες «δυαδικής εξουσίας» και συνεπώς «δυαδικής κυβέρνησης» και ένοπλου λαού (Φλεβάρης – Οκτώβρης 1917 στη Ρωσία κ.α.). Στην Ελλάδα, μάλιστα, το Μάρτη – Οκτώβρη 1944 είχαμε «τριαδική εξουσία» με την «κυβέρνηση του Βουνού», την κυβέρνηση των δοσίλογων και την κυβέρνηση της Μέσης Ανατολής. Ενώ το κοινοβούλιο και ο αστικός συνασπισμός εξουσίας δεν έχουν ακόμη καταργηθεί, τα ανεξάρτητα εργατολαϊκά όργανα τείνουν να ενωθούν και ενώνονται σε ένα πανεθνικό κέντρο εξουσίας, σε μια «βουλή των κάτω», με τη δική τους κυβέρνηση. Είναι η περίοδος όπου το ζήτημα της εργατικής κυβέρνησης και εξουσίας τίθεται ως ζήτημα ζωής ή θανάτου. Το πρόγραμμα τακτικής αλλάζει ξανά ποιοτικά, θέτοντας ως άμεσο στόχο την κατάκτηση «όλης της εξουσίας». Το μέτωπο μετασχηματίζεται σε «επαναστατικό αντικαπιταλιστικό κομμουνιστικό» (με το βάρος στο πρώτο), γίνεται φορέας εξουσίας και οι πολιτικές δυνάμεις του, φορέας κυβέρνησης. Η επαναστατική κρίση δεν μπορεί να είναι μια διαρκής κατάσταση, ένα είδος σταδίου. Κινείται με ταχύτητα είτε προς τη νίκη της επανάστασης, με την κατάκτηση όλης της εξουσίας από την εργατική τάξη και τους συμμάχους της, είτε προς τη βίαιη αντεπανάσταση. Μέσος δρόμος δεν υπάρχει.

Γ.3.4. Η νίκη της επανάστασης. Η επαναστατική μαζική δράση της εργατικής τάξης «τσακίζει» την παλιά κυβέρνηση και κρατική μηχανή που αντικαθίσταται από το επαναστατικό κράτος εργατικής ηγεμονίας. Το πρόγραμμα τακτικής τώρα εφαρμόζεται στο σύνολό του. Αρχίζει η μετεπαναστατική μεταβατική περίοδος προς το σοσιαλισμό – κομμουνισμό. Το μέτωπο μετασχηματίζεται σε «επαναστατικό κομμουνιστικό» και σε εξουσία που δημιουργεί κυβέρνηση από τα κόμματα του μετώπου.

Γ.3.5. Αυτή η  οπτική για τα «άλματα» της ταξικής πάλης συνδέει την πορεία προς την επανάσταση με τα διαλεκτικά ιστορικά άλματα στη συνειδητοποίηση κι οργάνωση της ίδιας της εργατικής τάξης και των λαϊκών συμμάχων της, ενώ οι θεωρίες των «σταδίων της επανάστασης» συναρτούν την πορεία από τις συμμαχίες με τμήματα της αστικής τάξης, δηλαδή, από τους αντιπάλους της επανάστασης. Οι αντιλήψεις για μια «επανάσταση – μονόπρακτο», είτε την εξαρτούν στενά από την κομματική πρωτοπορία, είτε βλέπουν γραμμικά την εξέλιξη κάθε ημιαυθόρμητης εξέγερσης σε επανάσταση. Με βάση την αντίληψη για τις ιστορικές καμπές, φωτίζεται καλύτερα ο όρος μεταβατικό πρόγραμμα, διότι τονίζεται η ανάγκη για μετωπική πάλη στο σκληρό σήμερα, ενώ αντιμετωπίζονται οι τάσεις ενσωμάτωσης στο αστικό κοινοβουλευτικό πεδίο.

Τονίζουμε ότι όλα τα παραπάνω δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται μηχανιστικά, αλλά στη δυναμική τους και ότι η μια περίοδος μπορεί να βρίσκεται σε πολύ στενή σχέση, να «συγχωνεύεται» ή ακόμη και να «προσπερνά» την άλλη, ανάλογα με τις ιστορικές ιδιομορφίες και τις διεθνείς αλληλεπιδράσεις της ταξικής πάλης.

 

ΚΕΦ. Δ’. ΓΙΑ ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ

Δ.1. Ενοποίηση των αγώνων σε έναν κεντρικό πολιτικό στόχο

 

Δ.1.1 Μια νέα εργατική τακτική επιχειρεί να συγκεφαλαιώνει όλες τις άμεσες, αμυντικές μάχες απέναντι στην πολλαπλή τρομοκρατική επίθεση του κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού. Περιέχει αιτήματα και συγκεκριμένους, πολιτικούς στόχους που συνθέτουν ένα ενιαίο πλαίσιο και δεν αποτελεί απλά το άθροισμα, ή πολύ περισσότερο, μια κατακερματισμένη, αποσπασματική έκφραση των επιμέρους μετώπων και επιδιώξεων. Από αυτή την άποψη, οι διεκδικήσεις της επαναστατικής τακτικής και ο στόχος της επιβολής τους συμβάλλουν ώστε οι ταξικοί αγώνες να αναπτύσσουν τις επιμέρους οικονομικές και κοινωνικές διεκδικήσεις και ταυτόχρονα να μην περιορίζονται σε αυτές και σε κάποιες έκτακτες πολιτικές διαμαρτυρίες.

Στη γενική κατεύθυνση της τακτικής μας πρότασης διερευνούμε τη δυνατότητα για ανάπτυξη των επιμέρους αντιστάσεων. Αυτό είναι άμεσα ζωτικό. Ταυτόχρονα, όμως, χρειάζεται να συμβάλουμε στο μετασχηματισμό τους σε μια συνολική πολιτική αντίσταση, των επιμέρους ρήξεων σε ένα συνολικό πολιτικό ρήγμα, των επιμέρους ανατροπών σε μια συνολική πολιτική ανατροπή, όλων των επιμέρους αγώνων σε ένα συνολικό, εργατικό, πολιτικό αγώνα που θα κατατείνει σε μια εργατική ιστορική στροφή. Ενός αγώνα, που θα παλεύει πραγματικά για την προώθηση του εργατικού, οικολογικού και δημοκρατικού προγράμματος και δεν θα περιορίζεται στα κείμενα των συνεδρίων, στις φλογερές προπαγανδιστικές προκηρύξεις, στις διαλέξεις και στις εκλογικές καμπάνιες των κομμάτων της Αριστεράς. Το πρόγραμμα της τακτικής μας αποτελεί, επίσης, πρόταση για την υπέρβαση των άγονων, ενωτικών προτάσεων μέσα στο εργατικό κίνημα: Τόσο της γραμμής του «Ελάχιστου Κοινού Παρονομαστή» που προτείνει ο δεξιόστροφος οπορτουνισμός, όσο και της γραμμής του «Μέγιστου Κοινού Διαιρέτη», της σεχταριστικής «ενότητας με τον εαυτό μας».

Δ.1.2. Έχει συγκεκριμένο στρατηγικό περιεχόμενο. Η τακτική μας πρόταση -και το αντίστοιχο εργατικό μεταβατικό πρόγραμμα- χρειάζεται να συνδέεται ουσιαστικά και σε όλες τις πλευρές της με την προσέγγιση της επανάστασης, να συμβάλλει με αποφασιστικό τρόπο για την προώθησή της, ενώ καθορίζεται τελικά από αυτήν. Δεν ταυτίζεται με το πρόγραμμα της επανάστασης, δεν το υποκαθιστά. Συγκεντρώνει, μετασχηματίζει και διαπαιδαγωγεί δυνάμεις θεωρητικά και ιδιαίτερα πολιτικά – πρακτικά, μέσα από την πείρα τους, για την επιτακτικότητα και τη ρεαλιστικότητα της εργατικής εξουσίας και της επανάστασης. Αυτό, βέβαια, δεν είναι αυτόματη διαδικασία. Η εργατική τακτική περιέχει πάντα τους κινδύνους της αυταπάτης, της καθήλωσης και της οπισθοδρόμησης. Αυτό δεν πρέπει να μας φοβίζει, είναι ένας κίνδυνος που ενυπάρχει σε κάθε κατάκτηση, αλλά και σε κάθε άλμα της Διαρκούς Επανάστασης, όπως άλλωστε έδειξε η ιστορία.

Εντέλει, ο αγώνας για μια εργατική δημοκρατική αντικαπιταλιστική στροφή στην ιστορία και το πρόγραμμά της θα επιχειρεί να υπερβεί την αντίθεση ανάμεσα: Στην «κεκτημένη ταχύτητα» που μας κληροδότησε η προηγούμενη εποχή, στην υπέρτερη δυναμική των αντεπαναστατικών δυνάμεων που κυρίως χαρακτηρίζει τη σημερινή ιστορική περίοδο, από τη μια, και στον ανώτερο δυναμισμό των επαναστατικών δυνατοτήτων της νέας εποχής, από την άλλη. Είναι ένα πρόγραμμα με στόχο να αξιοποιεί αυτές τις δυνατότητες, που γεννιούνται και εκφράζονται μέσα στη σημερινή περίοδο, με τα πρώτα μικρά, αντιφατικά όσο και ελπιδοφόρα, εργατικά, λαϊκά και δημοκρατικά ξεσπάσματα που σημαδεύουν την δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα.

Δ.2. Εργατικές αντικαπιταλιστικές κατακτήσεις και κοινωνικός δημοκρατικός έλεγχος

 

Με βάση όσα έχουν αναλυθεί, ουσιαστικό περιεχόμενο μιας νέας εργατικής τακτικής χρειάζεται να είναι η ριζική βελτίωση της θέσης και των συσχετισμών υπέρ της εργασίας με την επιβολή αντικαπιταλιστικών δημοκρατικών κατακτήσεων από ένα νέο εργατικό κίνημα και από ένα εργατολαϊκό κοινωνικοπολιτικό μέτωπο, με την καθοριστική συμβολή ενός νέου κομμουνιστικού ρεύματος, μερική – ειδική πρωτοπορία του οποίου θα είναι ένα σύγχρονο κομμουνιστικό κόμμα. Με αυτό το περιεχόμενο μπορεί να διεκδικηθεί και να επιβληθεί  μια ανατροπή  της διαρκούς αστικής αντι-μεταρρύθμισης και των συσχετισμών, μια εργατική και λαϊκή στροφή,. 

Δ.2.1. Η σημασία του αγώνα για εργατικές αντικαπιταλιστικές κατακτήσεις. Το κύριο σύνθημα και το περιεχόμενο μιας νέας πολιτικής τακτικής, σήμερα, οφείλει να δίνει με επαρκή σαφήνεια τη δυνατότητα στις πρωτοπορίες να επικοινωνούν και να κινητοποιούν τη φαντασία, τους πόθους και κυρίως, τον αγώνα των εργαζόμενων, για μια καλύτερη ζωή, για τη ζωτική εκπλήρωση των αναγκών τους, «εδώ και τώρα», σύμφωνα με τις κατακτήσεις της ανθρώπινης εργασίας, της επιστήμης και του πολιτισμού.

Από αυτή τη σκοπιά, απαιτείται η προβολή και η ενωτική, μαζική διεκδίκηση ενός προγράμματος εργατικών – οικολογικών – δημοκρατικών, επί της ουσίας, αντικαπιταλιστικών – αντιιμπεριαλιστικών κατακτήσεων, δηλαδή κοινωνικών και πολιτικών μεταρρυθμίσεων, που στοχεύουν στην ουσιαστική βελτίωση της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής θέσης των εργαζομένων, σε όλα τα πεδία των αναπτυσσόμενων και μη εκπληρούμενων από την αστική πολιτική, αναγκών τους. Προτείνουμε την προβολή του όρου «κατακτήσεις», διότι έχει μεγαλύτερο αγωνιστικό και ρηξιακό δυναμισμό από τον όρο «μεταρρυθμίσεις», ενώ ταυτόχρονα, αποφεύγει τη σύγχυση τόσο με την αστική αντιδραστική μεταρρύθμιση όσο και με τη ρεφορμιστική μεταρρύθμιση. Ο αγώνας για αντικαπιταλιστικές κατακτήσεις έχει τριπλό σκοπό: Πρώτο, να βελτιώνει την οικονομική, κοινωνική και πολιτική θέση, τη ζωή των εργαζόμενων. Δεύτερο, να συγκροτεί και να ανασυγκροτεί το κίνημά τους, σε όλες τις μορφές του (συνδικάτα, μέτωπα, κόμματα, θεωρία, πολιτισμός κ.λπ.). Τρίτο, να προσεγγίζει υλικά και μαζικά τη νέα επαναστατική και κομμουνιστική προοπτική.

Είναι κρίσιμο το βάρος να πέσει στην ουσία της διεκδίκησης των αντικαπιταλιστικών κατακτήσεων, δηλαδή, ότι πρόκειται για διεκδικήσεις κατακτήσεων που έρχονται σε αντίθεση με το καπιταλιστικό σύστημα, χωρίς όμως να απαιτούν την υιοθέτηση ολόκληρου του πολιτικού αντικαπιταλιστικού προγράμματος, εκ μέρους όλων όσων συμμετέχουν στον αγώνα, για να δοθούν από κοινού μάχες και να κερδηθούν. Δίνουμε στην έννοια του «αντικαπιταλισμού» μια μετωπική διάσταση κοινού αγώνα που διευρύνει τη συγκέντρωση δυνάμεων και δεν τις περιορίζει  μόνο σε εκείνες που με συνειδητό τρόπο αυτοχαρακτηρίζονται ως αντικαπιταλιστικές.

Δ.2.2. Η ζωτική σημασία του κοινωνικού δημοκρατικού ελέγχου. Ο αγώνας για αντικαπιταλιστικές κατακτήσεις απαιτεί ως μέσο, ως εργαλείο τον έλεγχο της καταστροφικής δράσης του κεφαλαίου και των αγορών, του κράτους και των υπερεθνικών ενώσεών τους, πάνω στην κοινωνία, στη μισθωτή εργασία, στις ελευθερίες και το περιβάλλον. Η ταξική πάλη στην προηγούμενη δεκαετία, αλλά και οι εμπειρίες που ανάδειξαν οι οικονομικές, υγειονομικές και οικολογικές κρίσεις, έφεραν δυναμικά στο προσκήνιο την ανάγκη αυτή. 

Η ολοκληρωτική εκπλήρωση του ελέγχου της κοινωνικής παραγωγής, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, απαιτεί την κοινωνικοποίηση των μέσων και των δυνάμεων της παραγωγής, της επιστήμης, της επικοινωνίας και της πληροφορίας, μέσα από τη διαρκή διεθνική επανάσταση. Εάν, όμως, η μισθωτή εργασία, στο όνομα του σκοπού, παραιτηθεί από τον αγώνα για άμεσο έλεγχο των τυφλών νόμων της ιδιοκτησίας, της αγοράς και του ανταγωνισμού, θα καταντήσει η ίδια ένα άθυρμα ατομικών όντων που θα ανταγωνίζονται μεταξύ τους για την επιβίωση σε ένα μόνιμο, πραγματικό survival κοινωνικής και οικολογικής δυστοπίας. 

Με αυτή την προοπτική, απαιτείται σήμερα μια ποιοτική αναβάθμιση της έννοιας και της πάλης για τον κοινωνικό, δημοκρατικό και περιβαλλοντικό έλεγχο της ανεξέλεγκτης και καταστροφικής δράσης του κεφαλαίου. Απαιτείται να τεθεί στον πυρήνα του πολιτικού προγράμματος και της τακτικής ενός νέου κομμουνιστικού και αριστερού κινήματος, να αναζητηθούν τα κοινωνικά – πολιτικά αιτήματα και οι συγκεκριμένες διεκδικήσεις, στη χώρα μας σε άρρηκτη σύνδεση με το διεθνή αγώνα.

 

Δ.3. Προγραμματικοί στόχοι κοινωνικά αναγκαίοι και δίκαιοι

 

Δ.3.1. Οι προγραμματικοί στόχοι οφείλουν να είναι σύμφωνοι με τις σύγχρονες ανάγκες και τα εμπειρικά δεδομένα του λαού. Αν θέλει κάποιος να προωθήσει στοιχεία κοινωνικού ανασχεδιασμού της παραγωγής και της κατανάλωσης σε όφελος των εργαζομένων και του λαού, για υγιεινή διατροφή, για δωρεάν φάρμακα, φτηνό ρεύμα, βενζίνη και πετρέλαιο, για φτηνά τρένα και μεταφορές σε καλούς δρόμους χωρίς διόδια, για καθαρές πόλεις και περιβάλλον χρειάζεται εργαλεία: Κρατικοποιημένες βασικές μονάδες στην ενέργεια, στις συγκοινωνίες, στις επικοινωνίες, με θεσμοθετημένες μορφές και μέσα εργατικού έλεγχου.  Απαιτείται η νομισματική κυριαρχία, τραπεζικό σύστημα υπό τον έλεγχο του κράτους.  Πως αλλιώς μπορεί να δοθούν αυξήσεις στους εργαζόμενους και τους συνταξιούχους, φτηνά δάνεια στους αυτοαπασχολούμενους, τους μικροαγρότες και τους μικρομεσαίους, να μειωθεί η φορολογία για το λαό, να σωθεί η λαϊκή κατοικία από τους πλειστηριασμούς, να διαγραφούν και να μειωθούν τα δάνεια για τους φτωχούς και τους εργαζόμενους;

Οι στόχοι αυτοί έρχονται σε ευθεία ρήξη με τον πυρήνα της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, έρχονται σε μετωπική ρήξη με το DNA του σύγχρονου καπιταλισμού. Γι’ αυτό και οι προτεινόμενοι προγραμματικοί στόχοι, απαιτούν αγώνες ευρύτερης συμμετοχής, απαιτούν σκληρούς εργατολαϊκούς αγώνες. Έχουν εσωτερική ανάγκη μια πολιτική συμπεριφορά απειθαρχίας -λαού και πολιτικής ηγεσίας- στις ευρωσυνθήκες, συλλογικής ουσιαστικής ρήξης  και αποδέσμευσης από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ.

Δ.3.2. Οι βασικοί άξονες του προγράμματος. Παραθέτουμε τους βασικούς άξονες του προγράμματος μιας σύγχρονης εργατικής τακτικής. Με τη γνώση της μερικότητας, της ανάγκης εμβάθυνσης και ανάπτυξης και με την πεποίθηση ότι εάν η γενική κατεύθυνση προσεγγίζει τις εργατικές και λαϊκές ανάγκες, τότε αυτό το πρόγραμμα μπορεί να μετασχηματισθεί βαθιά σε υπόθεση ενός μεγάλου μετώπου και κινήματος.

1. Ριζικές αυξήσεις σε άμεσο και έμμεσο μισθό και στις συντάξεις, αυτόματη τιμαριθμική αναπροσαρμογή, μεγάλες φοροαπαλλαγές στα εργατικά και λαϊκά στρώματα, έλεγχος των τιμών. Κανείς συνάνθρωπος δίχως αποδοχές που να μην του εξασφαλίζουν το δικαίωμα να ζει με αξιοπρέπεια, με επαρκή και υγιεινή διατροφή, ένδυση, κατοικία και διασκέδαση. Κρατική εγγύηση γι’ αυτό. Μείωση της ψαλίδας ανάμεσα στους εργατικούς μισθούς και στις απολαβές του ανώτατου διευθυντικού προσωπικού.

2. Έκτακτο πρόγραμμα παραγωγικών επενδύσεων μέσω του κρατικού προϋπολογισμού και των κρατικών τραπεζών σε όφελος των εργατολαϊκών αναγκών, των νέων τεχνολογιών και της έρευνας, των υποδομών, του περιβάλλοντος, της παιδείας, υγείας και πολιτισμού, σε όφελος των ισότιμων, φιλικών σχέσεων με τους άλλους λαούς και χώρες, με στόχο την αντιμετώπιση της ανεργίας.

3.Νομοθετική καθιέρωση του 6ωρου/ 30ωρου/πενθήμερου, με αύξηση των αποδοχών και παράλληλη ανάλογη  μείωση των ορίων συνταξιοδότησης. Αυτή η γενική κατεύθυνση χρειάζεται να εξειδικεύεται σε κάθε κλάδο και επιχείρηση, ανάλογα με τις εμπειρίες, τους αγώνες, την παραγωγικότητα, να προωθείται στις συνελεύσεις, να τίθεται στις διεκδικήσεις των συλλογικών συμβάσεων.

4.Το δημοκρατικό ζήτημα αποκτά σύγχρονο περιεχόμενο με κέντρο το θέμα της πλήρους κατοχύρωσης του δικαιώματος της συνδικαλιστικής δράσης στους τόπους δουλειάς και κατάργησης των νόμων που περιορίζουν, μέχρι εξαφάνισης, το δικαίωμα της απεργίας. Απαιτείται η κατάργηση των ΜΑΤ, και των πολλαπλών μηχανισμών αστυνόμευσης και παρακολούθησης. Εξαιρετικά  αναγκαίο είναι, τέλος, το ζήτημα δημιουργίας και υιοθέτησης νέου συντάγματος της χώρας, που θα εγκρίνει με δημοψήφισμα ο Ελληνικός λαός.

5)Εργατικός Έλεγχος ως μορφή εργατικής παρέμβασης στη διεύθυνση, τη διαχείριση και την ιδιοκτησία των εργοστασίων, δημόσιων οργανισμών και άλλων εμπορικών επιχειρήσεων από εκλεγμένους που εργάζονται εκεί.

6)Αποτροπή και ματαίωση των υπό προώθηση  ιδιωτικοποιήσεων, κρατικοποίηση όλων των κοινωνικά χρήσιμων μεγάλων και μεσαίων επιχειρήσεων που κλείνουν ή έκλεισαν, κρατικοποίηση χωρίς ή με μερική εφάπαξ (να συζητηθεί) αποζημίωση των στρατηγικής σημασίας επιχειρήσεων, συνεταιριστική λειτουργία των πολύ μικρών και  μικρών επιχειρήσεων με κρατική στήριξη και προστασία και εργατικός κοινωνικός, δημοκρατικός έλεγχος σε όλες τις περιπτώσεις. 

7)Κρατικοποίηση  χωρίς αποζημίωση όλων των τραπεζών και ενοποίησή τους σε μια και ενιαία κρατική τράπεζα. Εκκαθάριση των «κόκκινων δανείων» των μεγάλων και μεσαίων επιχειρήσεων, όχι με διαγραφή των χρεών τους, αλλά με κρατική απαλλοτρίωση του πάγιου εξοπλισμού και των ρευστών τους.  Ευνοϊκές ρυθμίσεις και χρηματοδότηση υπέρ των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων. Ευνοϊκές ρυθμίσεις έως διαγραφή των χρεών της εργατολαϊκής οικογένειας. Εγγύηση για τις εργατολαϊκές καταθέσεις. 

8)Περιβάλλον – Ενέργεια (βλ. κείμενο ειδικής ομάδας του Κ/ΣΧΕΔΙΟΥ, kommon.gr)

9είωση έως διαγραφή των ιδιωτικών χρεών της εργατικής και λαϊκής οικογένειας, μείωση του ελέγχου των τραπεζών πάνω στον εργατικό μισθό και γενικά το λαϊκό εισόδημα, αντιπαράθεση με την επιτήρηση, παρακολούθηση και ποδηγέτηση των αναγκών και της κατανάλωσης του εργαζόμενου ανθρώπου από τις τράπεζες, παύση πληρωμών και διαγραφή του δημόσιου χρέους.

10)Ισότητα της γυναίκας και χτύπημα της πατριαρχικής και ανδροκρατικής διπλής καταπίεσης και εκμετάλλευσης. Κατάργηση κάθε διάκρισης με βάση το φύλο.

11)Δημόσια, ποιοτική και δωρεάν Υγεία. Μέτρα προστασίας των ΑμΕΑ. Δωδεκάχρονο δωρεάν, δημοκρατικό, πολυκλαδικό και πολυτεχνικό σχολείο, ισότιμη πρόσβαση σε μια ενιαία και δωρεάν πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Δωρεάν αθλητισμός.

12). Μέτρα κοινωνικού, εργατικού και δημοκρατικού ελέγχου στην αγορά, αλλαγή των προτύπων κατανάλωσης. Ειδική εργατική – κοινωνική παρέμβαση στο αγροτοβιομηχανικό σύμπλεγμα και τη διατροφή (το ζήτημα απαιτεί ιδιαίτερα ενασχόληση).

13)Προάσπιση και διάδοση του λαϊκού πολιτισμού. Κοινωνικός έλεγχος στα μέσα μαζικής ενημέρωσης.

14)Αντιπολεμικό κίνημα: αντιιμπεριαλιστική ανεξάρτητη πολυδιάστατη πολιτική ειρήνης, συνεργασίας και φιλίας των λαών. (βλ. κεφάλαιο για πόλεμο και αντίστοιχα, ελληνοτουρκικά).

15. Απειθαρχία, ρήξη και έξοδος από την ΟΝΕ και την Ευρωπαϊκή Ένωση.

 

Δ.3.3. Ο αγώνας για την επιβολή τους και ο κίνδυνος του κατακερματισμού και της ενσωμάτωσης. Το παραπάνω πρόγραμμα εμπεριέχει αιτήματα που στην προηγούμενη εποχή θα μπορούσε να ενσωματώσει το σύστημα, αλλά στην εποχή μας, ο συσχετισμός υπέρ του κεφαλαίου τα έχει κηρύξει «εκτός νόμου». Ορισμένα από αυτά φαίνεται μάταιο να τεθούν έστω και για συζήτηση, έτσι μοιάζουν επαναστατικά. Και όμως, δεν ανατρέπουν τις σχέσεις ιδιοκτησίας. Παρεμβαίνουν όμως αποφασιστικά σε αυτές, τις τροποποιούν και ο αγώνας για αυτά, μπορεί να τροποποιήσει το συσχετισμός σε βάρος του κεφαλαίου και να το αναγκάσει να τα ανεχτεί ή ακόμη και να τα υιοθετήσει μερικώς και προσωρινά. Για αυτό, πάντα θα υπάρχει ο κίνδυνος του κατακερματισμού του αγώνα και της ενσωμάτωσής του. Απέναντι σε αυτόν τον κίνδυνο μας προφυλάσσει η ενοποίηση της τακτικής σε έναν συγκεκριμένο πολιτικό στόχο για την περίοδο. Για αυτό, το πολιτικό πρόγραμμα της τακτικής επιχειρούμε να το «δέσουμε» με έναν κεντρικό πολιτικό στόχο. Και αυτό, όμως δεν αρκεί. Για να αποφευχθεί τόσο η ενσωμάτωση του δεξιού οπορτουνισμού όσο και η απομόνωση του αριστερισμού, απαιτείται να αναμετρηθοήυμε ξανά με το ζήτημα της σχέσης ανάμεσα στην κοινωνική μεταρρύθμιση και την επανάσταση.

 

ΚΕΦ. Ε’. ΓΙΑ ΤΗ ΣΧΕΣΗ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗΣ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΜΑΣ

 

Ε.1. Μια ενότητα και αντίθεση με υλική βάση

 

Η έννοια της μεταρρύθμισης αυτή καθ’ αυτή έχει κατασυκοφαντηθεί εξ αιτίας των αντιδραστικών μεταρρυθμίσεων του κεφαλαίου. Μπορεί εντούτοις να υπάρξουν εργατικές και λαϊκές μεταρρυθμίσεις – κατακτήσεις στο σκληρό σήμερα; Μπορεί να υπάρξουν δίχως την επανάσταση και μέχρι ποιο όριο; Πως τίθεται το ζήτημα «τακτική και  μεταρρυθμίσεις»; Τελικά, ποια είναι η σχέση μεταρρύθμισης και επανάστασης;

Εκτιμούμε ότι επιβάλλεται να διεκδικηθούν και μπορούν να επιβληθούν εργατικές και λαϊκές κατακτήσεις – μεταρρυθμίσεις στο έδαφος και επί του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, υπό τον όρο ύπαρξης ενός ανεξάρτητου, μαζικού εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος που θα προωθεί την επανάσταση. Ο Βίσμαρκ, ο Βενιζέλος, ακόμη και ο Μεταξάς, αναγκάστηκαν να παραχωρήσουν μεταρρυθμίσεις λόγω αυτού του φόβου. Εξαιτίας του ο Κέινς πρότεινε τη γνωστή πολιτική του.

Ε.1.1. Η σχέση μεταρρύθμισης και επανάστασης απασχολούσε τη μαρξιστική θεωρία και το εργατικό κομμουνιστικό κίνημα σε όλες τις περιόδους ανάπτυξής του. Ωστόσο, δεν είναι ίδια σε κάθε εποχή. Χρειάζεται να αντιμετωπίσουμε αυτή τη σχέση συγκεκριμένα, στην εποχή μας, στη χώρα μας και στο σημερινό, αδύναμο εργατικό κίνημα που διέρχεται μια βαθιά κρίση ως αποτέλεσμα των πρόσφατων ηττών, όχι σε ένα κίνημα των ονείρων μας. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ, στο περίφημο έργο της Κοινωνική Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση, από την εισαγωγή ήδη, υποστήριζε ότι για τους μαρξιστές δεν υπάρχει διαζευκτικό «ή» ανάμεσά τους και ότι απαιτείται ο συνδυασμός τους στην εργατική πάλη. Η επανάσταση είναι ο σκοπός, χωρίς τον οποίο δεν μπορεί να υφίσταται επαναστατικό εργατικό κίνημα. Η πάλη για κοινωνικές μεταρρυθμίσεις είναι μέσο, χωρίς το οποίο δεν μπορεί να προσεγγιστεί μαζικά και υλικά η επανάσταση από την εργατική τάξη. Και κατηγορούσε τον Μπερνστάιν ότι αυτός θέτει ένα διαζευκτικό «ή» αποσυνδέοντας την πάλη για τις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις από την επανάσταση. Ο Μπερνστάιν πίστευε ότι με τις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις θα περάσουμε ευκολότερα και γρηγορότερα στο σοσιαλισμό. Για αυτό υποστήριζε ότι «ο σκοπός είναι τίποτε – το κίνημα είναι το παν». Πάνω σε αυτή τη θεωρία αναπτύχθηκε ο οπορτουνισμός. Η ζωή απέδειξε πολλές φορές –πρόσφατα, με τον ΣΥΡΙΖΑ- ότι με αυτό τον δρόμο όχι μόνον δεν περνάμε στο σοσιαλισμό, αλλά και ότι η πάλη για κοινωνικές μεταρρυθμίσεις υποτάσσεται στις αστικές αντι-μεταρρυθμίσεις.

Στην εποχή μας, από ορισμένα ρεύματα αναπτύσσεται μια αντίστροφη αποσύνδεση: της επανάστασης από τη μεταρρύθμιση. Σημαντικοί μαρξιστές εκτιμούν ότι «τα ελάχιστα πράγματα που θα θεωρούσαμε απαραίτητα […], δεν πρόκειται να τα πάρουμε εντός των πλαισίων του καπιταλισμού»[7]. Και ακόμη πιο καθαρά: «Η εργατική τάξη έχει αντικειμενικούς λόγους να μην αναμένει καλυτέρευση της θέσης της μέσα σε ένα τέτοιο παρωχημένο σύστημα, ο χώρος για απλές διανεμητικές νίκες δεν υπάρχει, και ο μόνος δρόμος που της απομένει είναι να το ανατρέψει και να το αντικαταστήσει με ένα άλλο, ορθολογικό, σχεδιασμένο, σοσιαλιστικό»[8]. Οι απόψεις αυτές βάζουν επίσης ένα διαζευκτικό «ή», αλλά από την ανάποδη. Για αυτές, «ο σκοπός είναι το παν – το κίνημα τίποτε». Στην πράξη, ο σκοπός ταυτίζεται με το κόμμα. Πάνω σε ανάλογες απόψεις αναπτύχθηκε ο σύγχρονος αριστερισμός. Η ζωή έδειξε ότι με αυτόν το δρόμο η εργατική τάξη απομακρύνεται από την επαναστατική προοπτική και τα κόμματά της. Ο αγώνας για εργατικές και λαϊκές μεταρρυθμίσεις – κατακτήσεις, ιδιαίτερα σε συνθήκες όπως οι σημερινές όπου η επανάσταση σαν προοπτική έχει απομακρυνθεί, είναι ζωτικός για την εργατική τάξη, για να μην καταντήσει ένας «φτωχοδιάβολος» (Μαρξ), αλλά και  για τη συγκρότησή της σαν αγωνιζόμενο ιστορικό υποκείμενο. Είναι ζωτικός και για τους επαναστάτες και τους κομμουνιστές, για να συνδεθούν με την εργατική τάξη και το λαό, για να βοηθήσουν ώστε να συγκροτηθεί το ανεξάρτητο, μαζικό και πολιτικό τους κίνημα, αλλά και για να δυναμώσει η επαναστατική προοπτική.

Ε.1.2. Οι διαρκείς αντι-μεταρρυθμίσεις του κεφαλαίου. Η ανάγκη για ανάταξη της πτωτικής τάσης του μέσου ποσοστού κέρδους, σε συνθήκες που η «κανονική» εκμετάλλευση δεν αποδίδει, όπως οι σημερινές, κάνει τις γιγαντιαίες επενδύσεις «να τρέμουν» για την απόδοσή τους από το ολοένα και μικρότερο ποσοστό του μεταβλητού κεφαλαίου, της ζωντανής εργασίας που κινεί τις επενδύσεις και γεννά την υπεραξία και το κέρδος. Κάθε εργατική διεκδίκηση, ακόμη και αυτή που επιδιώκει να πληρώνεται κανονικά η εργασία, ώστε να εργάζεται και να αναπαράγεται ομαλά, προκαλεί αλλεργικό σοκ στο κεφάλαιο. Ταυτόχρονα, η στρατηγική ήττα και η συνεχιζόμενη κρίση του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος αποχαλινώνουν το κεφάλαιο. Σε αυτούς τους δυο παράγοντες βρίσκεται η ρίζα της μόνιμης τάσης του κεφαλαίου, από τη δεκαετία του 1980 και μετά, για αντι-μεταρρύθμιση, η ρίζα της επικράτησης, των κανιβαλικών, αντικομμουνιστικών απόψεων του Χάγιεκ, του Φρίντμαν, του νεοσυντηρητισμού – νεοφιλελευθερισμού. Από εδώ γεννιέται η αντισυνδικαλιστική υστερία των υπερεθνικών επιχειρήσεων, του τραμπισμού και του νεοφασισμού. Εδώ βρίσκεται και η αιτία του ντελίριουμ για την «προάσπιση των επενδύσεων» με οποιοδήποτε τίμημα, μέχρι και την κήρυξη εκτός νόμου των διεκδικήσεων, ακόμη και των πιο συμβιβασμένων συνδικάτων, μέχρι  τη μόνιμη καταστροφή δασών και θαλασσών. 

Ε.1.3. Η υποταγή της εργατικής τάξης στις αντι-μεταρρυθμίσεις. Στην εποχή μας, η κυριαρχία του κεφαλαίου μετατρέπεται σε καθολική, μέσα στα πεδία της παραγωγής, αλλά και της διανομής και της κατανάλωσης. Μέσα στον εργάσιμο, αλλά και στον ελεύθερο χρόνο. Χαρακτηριστικά είναι η ανάπτυξη του χρηματιστηριακού κεφαλαίου που απομυζά, πλέον, απευθείας κέρδος (όχι όμως υπεραξία) από την καταχρέωση της εργατικής οικογένειας, η λειτουργία των social media, τα συστήματα «δουλειάς στο σπίτι» που συγχωνεύουν τον εργάσιμο με τον ελεύθερο χρόνο, ενώ τα διάφορα do it yourself, που πέρασαν από τα διάφορα ΙΚΕΑ στις τραπεζικές εργασίες και στο κλείσιμο εισιτηρίων από το διαδίκτυο, μετατρέπουν τον εργαζόμενο σε εξάρτημα των επιχειρήσεων κατά τη διάρκεια του ελεύθερου χρόνου του. Η εξάρτηση όλων των μορφών εργασίας και ζωής της μισθωτής εργασίας από το κεφάλαιο, σε συνδυασμό με την οικονομική και εξωοικονομική βία του σύγχρονου μονοπωλίου, του ιμπεριαλισμού και των κρατών τους, τροφοδοτούν την τάση του εργαζόμενου για «γλείψιμο», για παραμονή στη σχέση του με το κεφάλαιο, για διατήρηση του καπιταλισμού. Τελικά, για ατομική υποταγή στις αντιδραστικές μεταρρυθμίσεις του κεφαλαίου.

Ε.1.4. Ο εργατικός ρεφορμισμός. Η πάλη για εργατική μεταρρύθμιση χωρίς ανατροπή των κυρίαρχων, αστικών σχέσεων εδράζεται στην τάση του εργάτη να διαπραγματεύεται την τιμή της εργατικής του δύναμης, μέσα στη σχέση κεφάλαιο – εργασία, έτσι ώστε να πληρώνεται σύμφωνα ή κοντά στην αξία τής εργασιακής του δύναμης. Η πληρωμή σύμφωνα με την αξία δεν ανατρέπει, αλλά διατηρεί και αναπαράγει την κλεμμένη υπεραξία. Στις εποχές ανόδου του καπιταλισμού, με την κυριαρχία των μορφών απόσπασης σύνθετης υπεραξίας, το κεφάλαιο είχε τη δυνατότητα να «επιτρέπει» στον εαυτό του την πληρωμή της εργασιακής δύναμης κοντά στην αξία της. Τελικά, η κατάσταση αυτή επέτρεπε στο κεφάλαιο να «παραχωρεί» εργατικές μεταρρυθμίσεις. Όχι όμως «με ευχαρίστηση», αλλά πάντα «παρά τη θέλησή του», πάντα κάτω από την πίεση των μαζικών ταξικών αγώνων των εργαζομένων, της Κομμούνας ή των νικηφόρων επαναστάσεων στη Ρωσία και αλλού, πάντα με ταξικό «μαζικό εκβιασμό». Η τάση αυτή, παράλληλα, επέτρεπε στην εργατική τάξη να «βολεύεται» με τις μεταρρυθμίσεις, να «βολεύεται» με τον καπιταλισμό. Από την ιστορική πορεία αυτών των σχέσεων γεννήθηκαν τόσο το μαζικό εργατικό, σοσιαλ-ρεφορμιστικό, όσο και το «κομμουν-ρεφορμιστικό» (κομμουνισμός στα λόγια – ρεφορμισμός στην πράξη) κίνημα, συνδικάτο και κόμμα, όπως και οι αστικές «φιλεργατικές» τάσεις, η συνταγματοποίηση του συνδικαλισμού ως «πυλώνα της δημοκρατίας», το Νιου Ντιλ, το Κράτος Πρόνοιας και η οικονομική θεωρία του κεϊνσιανισμού. Η δυνατότητα αυτή μπήκε σε κρίση από τις αρχές του 1970.

Ε.1.5. Ο μικροαστικός ρεφορμισμός. Εκτός από τις εσωτερικές αντιθέσεις μέσα στην εργατική τάξη, ο ρεφορμισμός γεννιέται, με άλλους όρους μέσα στα ενδιάμεσα στρώματα. Αυτά τα στρώματα παίζουν σημαντικό ρόλο στην Ελλάδα ακόμη, η επίδρασή τους παραμένει, αλλά βαίνει μειούμενη. 

Δίνουμε εδώ έμφαση στα ημιδιευθυντικά και ημιδιευθυνόμενα μεσαία μισθωτά στρώματα, τα οποία πολλαπλασιάστηκαν, ειδικά στην εποχή μας. Τα στρώματα αυτά τείνουν να λαμβάνουν μισθούς πάνω από ή κοντά στον ανώτερο εργατικό μισθό. Ωστόσο, η ουσία τους διχάζεται στα δυο: από τη μια, η κύρια, το «να διευθύνουν» και από την άλλη, η δευτερεύουσα,  «να διευθύνονται». Η πρώτη, τα σπρώχνει σε συμμαχία με την αστική τάξη για «να ανέβουν στην ιεραρχία», η δεύτερη, σε συμμαχία με την εργατική τάξη «για το μισθό». Η πρώτη τα σπρώχνει σε συμβιβασμό και σε υποταγή, η δεύτερη σε απεξάρτηση. Η πρώτη, σε «ρεφορμισμό», η δεύτερη σε «επαναστατισμό». Η μια τάση συνυπάρχει με την άλλη και η μια μετασχηματίζεται στην άλλη, ανάλογα με την περίοδο, τους συσχετισμούς κ.λπ. 

Όχι όμως ισότιμα: η πρώτη τάση δεσπόζει πάνω στη δεύτερη. Αυτό τους προσδίδει μια μόνιμη ταλάντευση, μια φύσει ρεφορμιστική συμπεριφορά, μια εργατική συμπεριφορά «με αστικό τρόπο». Η μισθωτή σχέση συσκοτίζει τη θέση τους, ενώ ο διευθυντικός ρόλος τους εξαρτά τον διευθυνόμενο εργάτη από αυτά τα στρώματα. Τα μεσαία μισθωτά στρώματα έχουν ανώτερους ορίζοντες και δυνατότητες οργάνωσης, λόγω της θέσης τους στη μαζική παραγωγή, σε σχέση με τα κατακερματισμένα στρώματα της μικροαστικής ιδιοκτησίας. «Παράγονται» μαζικά από το σύγχρονο πανεπιστήμιο, αναπτύσσονται στη δημόσια διοίκηση. Μπορούν να οργανώνονται σε κόμματα υπό την ηγεμονία τους (π.χ. Πράσινοι, κυρίως κόμμα των «επιστημόνων») ή να επηρεάζουν κόμματα υπό αστική ή μισο-εργατική ηγεμονία. Στην Ελλάδα, αυτά τα στρώματα βρήκαν στον Συνασπισμό, αρχικά και στον ΣΥΡΙΖΑ, μετέπειτα, τον καλύτερο πολιτικο-ιδεολογικό εκπρόσωπό τους. Ωστόσο, δεν είναι αμελητέα και η επίδρασή τους στις οργανώσεις της Αριστεράς με κομμουνιστική και επαναστατική αναφορά.

Τέλος, δεν μπορεί να υποτιμηθεί το γεγονός της μικρής ιδιοκτησίας των εργαζόμενων στρωμάτων, που ειδικά στην Ελλάδα είναι ακόμη μαζική. Εδώ, δεν εννοούμε την ιδιοκτησία προσωπικής χρήσης του εργαζόμενου (π.χ. «πρώτη κατοικία», ακόμη και το «σπίτι στο χωριό» ή το «εξοχικό» για προσωπική χρήση), αλλά την ιδιοκτησία για εκμετάλλευση, για πρόσθετο έσοδο πέρα από τον μισθό, όπως το χωράφι, οι ελιές, το ενοίκιο μαγαζιού ή σπιτιού, τo airbnb κ.α. Όμως, η γενικότερη τάση για απαλλοτρίωση από τις τράπεζες, τα real estate και το μεγάλο κεφάλαιο χτυπούν σε μαζική κλίμακα τη μικρή ιδιοκτησία, τείνουν προς μια κοινωνική μάζα «χωρίς ιδιοκτησία».

 

Ε.2. Ο επαναστατικός αγώνας για μεταρρυθμίσεις

 

Ε.2.1. Οι αντίθετες τάσεις. Στην εποχή μας, οι αναπτυσσόμενες ιστορικές ανάγκες της εργατικής τάξης να ζει σύμφωνα με τον πλούτο και την παραγωγικότητα της εργασίας της και η προαναφερθείσα, αντίθετη ανάγκη του κεφαλαίου να τις καταπιέζει μέχρι και την παραβίαση των φυσικών ορίων, ενδυναμώνουν προοπτικά την τάση του εργαζόμενου να αμφισβητεί το νόμο της αξίας και την υπεραξία, την αγοραπωλησία της εργασιακής του δύναμης. Οι αντιθέσεις αυτές ενδυναμώνουν την τάση του εργαζόμενου να ξεβολεύεται, να απεξαρτάται από το κεφάλαιο, να εξεγείρεται, να αναζητά μια νέα κοινωνία. Να αναζητά θεωρίες και πολιτικές που ερμηνεύουν την κατάστασή του, που ταιριάζουν με την αμφισβήτησή του, που δίνουν το ιδεατό περίγραμμα μιας κοινωνίας η οποία ταιριάζει με τις ανάγκες του και με το φαντασιακό που γεννιέται από αυτές τις συνθήκες.

Θα ήταν ανόητο να πιστέψει κανείς, ότι αυτή η τάση αναπτύσσεται γραμμικά, ότι ολοκληρώνεται ομαλά, ότι αποκτά αυτόματα συνείδηση. Εάν ήταν έτσι, δεν θα ήταν κοινωνική τάση που ξεπηδά μέσα από κοινωνικές σχέσεις, αλλά φυσικός νόμος που θα είχε ήδη εκπληρωθεί. 

Τέτοιες τάσεις αναπτύσσονται, σε κάποιο επίπεδο, πάντα σε περιόδους δομικών κρίσεων του καπιταλισμού, όπως το 1820 – ’40, στην Αγγλία ή το 1910 – ’45 στην Ευρώπη, με την αναγκαία, όμως, προϋπόθεση να έχουν αναπτυχθεί οι αντίστοιχες επαναστατικές θεωρίες και πολιτικές. Διαφορετικά, οι επαναστατικές τάσεις παραμένουν καθηλωμένες και ηγεμονευόμενες, είτε από τον εργατικό είτε από τον αστικό ρεφορμισμό, όπως το 1950 – ’80, είτε από την αστική αντι-μεταρρύθμιση, όπως από το 1990 μέχρι σήμερα. Σε τέτοιες συνθήκες αναδεικνύεται η ανάγκη για «μη ρεφορμιστικές μεταρρυθμίσεις» (όρος του Αντρέ Γκορζ[9]), δηλαδή ο αγώνας για αντικαπιταλιστικές κοινωνικές και δημοκρατικές – πολιτικές μεταρρυθμίσεις.

Ε.2.2. Ο αναγκαίος διαχωρισμός. Ο εργατικός – λαϊκός μεταρρυθμισμός διχάζεται, παίρνει δυο αντιθετικές όψεις: του ρεφορμιστικού μεταρρυθμισμού και του επαναστατικού μεταρρυθμισμού. Οι διαφορές μεταξύ των δυο ρευμάτων αφορούν στο σκοπό, στο πρόγραμμα και στα μέσα. Ο ρεφορμιστικός μεταρρυθμισμός σαν σκοπό έχει τη βελτίωση του καπιταλισμού. Ο αντικαπιταλιστικός – επαναστατικός μεταρρυθμισμός σαν σκοπό έχει την επαναστατική ανατροπή του. Ο ρεφορμιστικός μεταρρυθμισμός σαν ουσία του πολιτικού προγράμματός του έχει την προώθηση εκείνων των μεταρρυθμίσεων που του επιτρέπει το κεφάλαιο. Ο επαναστατικός μεταρρυθμισμός, την προώθηση εκείνων των μεταρρυθμίσεων που έχει ανάγκη η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα για να βελτιώσουν ουσιαστικά τη θέση τους. Ο πρώτος επιχειρεί την προώθηση των μεταρρυθμίσεων βασικά «από τα πάνω», μέσω των συμβιβασμών με το κεφάλαιο, μέσω της Βουλής και του κράτους. Ο δεύτερος, βασικά «από τα κάτω», μέσω της ταξικής πάλης, μέσω των εργατικών και λαϊκών οργάνων. Δηλαδή, με επαναστατικό τρόπο. Σπέρματα τέτοιων τάσεων εμφανίζονται σε ορισμένες «άγριες» και νικηφόρες απεργίες, όπως των εργαζόμενων στην British Airways, στην Ryanair, στην Amazon Ευρώπης, των εκπαιδευτικών στις ΗΠΑ κ.α. Αλλά και πολιτικά, έστω και μερικώς, σε Γαλλία, Χιλή, Βολιβία κ.α.

Ε.2.3. Ποιος έχει την ηγεμονία. Οι τάσεις για ανάπτυξη του «επαναστατισμού» με μεγαλύτερο δυναμισμό σε σχέση με τις τάσεις «μεταρρυθμισμού», δεν οδηγούν στην κατάργηση των ρεφορμιστικών τάσεων μέσα στην εργατική τάξη. Στην κοινωνία, στην πολιτική, στη ζωή οι δυο τάσεις συνυπάρχουν και αυτό θα συνεχίζεται για μακρύ χρόνο, ακόμη και μετά την έναρξη των επαναστάσεων. Μειώνεται όμως δραστικά η δυνατότητα του κεφαλαίου «να δώσει» και του ρεφορμισμού «να κατακτήσει». Απαιτείται όλο και περισσότερο, να διεξάγεται ο αγώνας «για το μεροκάματο», «για το ψωμί», για την τιμή της αγοραπωλησίας της εργασιακής δύναμης από τη σκοπιά της κατάργησης του νόμου της αξίας, από τη σκοπιά της υπέρβασης της σχέσης κεφάλαιο – εργασίας. 

Ο ρεφορμιστικός αγώνας για εργατικές μεταρρυθμίσεις δεν αποδίδει αλλά και δεν καταργείται. Απαιτείται να ηγεμονευθεί και να αντικατασταθεί από τον επαναστατικό αγώνα για εργατικές μεταρρυθμίσεις

Και αυτό, με τη σειρά του, απαιτεί μια σύνθετη διαδικασία διαχωρισμού και αυτοτέλειας των εργατικών επαναστατικών τάσεων που δεν μπορεί να περιορίζεται μόνο στην ιδεολογία και στα συνεδριακά εικονίσματα, αλλά σε όλα τα πεδία. Ταυτόχρονα, δεν μπορεί να αναπτυχθεί σε «γυάλα», αλλά μέσα στο κοινωνικό μέτωπο της εκμεταλλευόμενης και διευθυνόμενης μισθωτής εργασίας και στο μέτωπο επαναστατών και μεταρρυθμιστών, όπου θα διεξάγεται διαρκής πάλη για την ηγεμονία.

Ε.2.4. Μια πολύ «σκληρή» ενότητα και πάλη των αντιθέτων. Στην εποχή μας, και ιδιαίτερα στο σημερινό, «κορεσμένο» και «καταστροφικό» καπιταλισμό, οξύνεται στο έπακρο η αντίθεση ανάμεσα στην μεταρρύθμιση και την επανάσταση και ταυτόχρονα ισχυροποιείται βαθιά η ενότητά τους. Οι υλικές συνθήκες απαιτούν την υπέρβαση του κεφαλαίου και ταυτόχρονα, οι ίδιες υλικές συνθήκες της εργατικής τάξης, μέρος των οποίων είναι και η σημερινή κρίση του εργατικού κινήματος, απαιτούν την πάλη για εργατικές αντικαπιταλιστικές μεταρρυθμίσεις.

Η εργατική μεταρρύθμιση απαιτεί περισσότερο από ποτέ την επανάσταση για να ολοκληρωθεί και η επανάσταση απαιτεί περισσότερο από ποτέ τη μεταρρύθμιση για να προσεγγιστεί. Θα λέγαμε, η μεταρρύθμιση και η επανάσταση χωρίζονται από μια λεπτή, αλλά πολύ σκληρή «μεσοτοιχία», που απαιτεί αντίστοιχα σκληρό αγώνα, θεωρητικό, πολιτικό και μαζικό, για να διατρηθεί. Απαιτεί ένα προωθητικό και «αποτελεσματικό» πολιτικό σχέδιο πάλης για σύγχρονες αντικαπιταλιστικές, κοινωνικές και δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις, που θα εντάσσεται σε ένα ευρύτερο, βαθύτερο και μακροπρόθεσμο επαναστατικό – κομμουνιστικό σχέδιο. Στην έλλειψη ή υποτίμηση ενός τέτοιου μακροπρόθεσμου σχεδίου, που χαρακτηρίζει όλα τα αριστερά ρεφορμιστικά ρεύματα, όπως του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα, εδράζεται η αποτυχία τους να επιβάλλουν φιλολαϊκές μεταρρυθμίσεις σπάζοντας τη διαρκή αντι-μεταρρύθμιση του κεφαλαίου. Στην έλλειψη ή υποτίμηση ενός πολιτικού σχεδίου πάλης για κοινωνικές μεταρρυθμίσεις σήμερα, εδράζεται η απομόνωση του αριστερισμού. Η άρνηση του αριστερισμού να αγωνιστεί για εργατικές κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, στο όνομα της επανάστασης και της «φύσης του σύγχρονου καπιταλισμού», αποτελεί μη συνειδητή συνθηκολόγηση απέναντι τόσο στη διαρκή αντιμεταρρύθμιση του κεφαλαίου, όσο και στην ατομική υποταγή των εργαζόμενων σε αυτήν. Οι ελλείψεις και των δυο ρευμάτων δεν οφείλονται σε υποκειμενικά ή γνωσιολογικά αίτια, αλλά σε ταξικά αίτια. Τα ρεύματα αυτά, από την ταξική τους φύση, δεν μπορούν αντικειμενικά να εκπονήσουν ένα τέτοιο συνολικό σχέδιο.

Ε.2.5. Τα σύγχρονα εργατικά, ταξικά και επαναστατικά κομμουνιστικά ρεύματα είναι εκείνοι οι πολιτικοί φορείς που οφείλουν και μπορούν να αναλάβουν και να διεξάγουν συνειδητά και αποτελεσματικά την πάλη για αντικαπιταλιστικές κατακτήσεις – μεταρρυθμίσεις, επειδή ακριβώς οφείλουν και μπορούν να εκπονήσουν ένα γενικότερο σχέδιο επαναστατικής κοινωνικής χειραφέτησης. Μια νέα εργατική τακτική οφείλει να συναρθρώνεται σε μια κατεύθυνση «αντικαπιταλιστικών μεταρρυθμίσεων» που κλονίζουν και προκαλούν τακτικά ρήγματα στους νόμους – τάσεις του κεφαλαίου, ανατρέπουν τις αστικές αντι-μεταρρυθμίσεις και μέτρα στα βασικά πεδία. Η εκπόνηση μιας τακτικής στην παραπάνω βάση, αποτελεί δρόμο για τη γενικότερη ανασυγκρότηση του κινήματος της μισθωτής εργασίας. Αλλά και όρο για την επανένωσή του με την επαγγελία και την επαναθεμελίωση μιας σύγχρονης, επαναστατικής κομμουνιστικής εναλλακτικής. Και αντίστροφα: μια νέα κομμουνιστική εναλλακτική και η αντίστοιχη επαναστατική προοπτική αποτελεί προϋπόθεση για να ξαναγεννηθεί ένα μαχόμενο μαζικό κίνημα της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων που θα απαιτεί σύγχρονες κοινωνικές, οικολογικές και πολιτικές κατακτήσεις, για να μετατρέπεται η εργατική τάξη σε τάξη για τον εαυτό της.

 

ΚΕΦ. ΣΤ’. ΓΙΑ ΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΤΑΚΤΙΚΗΣ

 

Στ.1. Το κοινωνικοπολιτικό μέτωπο

 

Στ.1.1. Το πέρασμα σε μια νέα εποχή του καπιταλισμού και του ιμπεριαλισμού απαιτεί και νέα πολιτικά υποκείμενα (κόμμα, μέτωπο, κίνημα). Αυτό εξάλλου έπρατταν και οι επαναστάτες του περασμένου αιώνα και παλιότερα: Όταν οι συνθήκες άλλαζαν και το απαιτούσαν διέλυαν π.χ. την πρώτη διεθνή και περνούσαν στην συγκρότηση της δεύτερης και όταν τη νέα κατάσταση του πρώτου παγκοσμίου πολέμου απαιτούσε νέες στρατηγικές δεν δίσταζαν  να προχωρήσουν στη συγκρότηση της τρίτης  διεθνούς. Απαιτείται επομένως η συγκρότηση ενός σύγχρονου κομμουνιστικού κόμματος στο οποίο η δημοκρατία θα συγκεντρώνει τις πιο συνειδητές δυνάμεις και ο συγκεντρωτισμός θα εμπνέει τις πιο απείθαρχες δυνάμεις απέναντι στον καπιταλισμό.

Η πολιτική των κοινωνικών αλλά και  των πολιτικών συμμαχιών οφείλει να προσαρμοστεί στα σύγχρονα δεδομένα. Να στραφεί, πρωτίστως, στο ίδιο το εσωτερικό της πολυπληθούς πλέον αλλά και πολύ διαιρεμένης  εργατικής τάξης στην οποία εμφανίζονται και θα εμφανίζονται πολλά κόμματα εργατικής αναφοράς ή και κομμουνιστικής στόχευσης. Μόνον έτσι μπορεί να εξασφαλίζεται η μέγιστη δυνατή ενότητα της και πολιτική της έκφραση.  Κάτω από αυτήν την μετωπική πολιτική μπορεί να αποκτήσει σάρκα και οστά η πολιτική απεύθυνσης  στα αυτοαπασχολούμενα, κυρίως, νέα και παλιά μεσαία στρώματα της πόλης και του χωριού καθώς και σε ειδικές κοινωνικές κατηγορίες (π.χ. νεολαία, διανόηση, γυναίκες), και πολιτιστικά ανατρεπτικά ρεύματα.

Αυτή η μετωπική πολιτική δημιουργεί τους υλικούς όρους το κόμμα να επιβεβαιώνει έμπρακτα τον πρωτοπόρο ρόλο του αναγνωριζόμενο ως τέτοιο από τους συμμάχους. Αυτή η πολιτική συμμαχιών δημιουργεί τους όρους συγκρότησης της κοινωνικής συμμαχίας εργατικής τάξης αυτοαπασχολούμενων. Συγκροτεί τις πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που μπορεί να αποτελέσουν την μεγάλη πλειοψηφία των σύγχρονων κολασμένων. Δημιουργεί επομένως τους όρους μιας σύγχρονης εργατο – δημοκρατικής κυβέρνησης.

Στ.1.2. Το υποκείμενο της τακτικής αφορά την απάντηση στο ερώτημα  «ποιος προωθεί – επιβάλλει – υλοποιεί» το πρόγραμμα της τακτικής. Αφορά στις κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που έχουν ανάγκη, συμφέρον και μπορούν να το προωθήσουν. Αφορά το πολιτικό υποκείμενο της αντίστοιχης περιόδου, δηλαδή το κόμμα, το μέτωπο και το κίνημα με την αυτοτελή δράση του καθενός και τη μεταξύ τους διαλεκτική σχέση: το κίνημα είναι το καθοριστικό, το κόμμα το πρωταρχικό και το μέτωπο είναι το αποφασιστικό, αυτό που εξασφαλίζει το δημοκρατισμό στις πολιτικές πράξεις, αγώνες και κατακτήσεις. Στην κίνηση αυτή δεσπόζει η ίδια η λαϊκή οργάνωση, η ανάπτυξη του εργατικού κινήματος, με μια άλλη Αριστερά και ένα νέο κομμουνιστικό κόμμα ως αναγνωρισμένη ηγεσία, όπως θα μετασχηματίζονται στην εξέλιξη της ταξικής πάλης. 

Το υποκείμενο αυτό είναι ένα κοινωνικοπολιτικό μέτωπο της εργατικής πολιτικής. Το κοινωνικοπολιτικό μέτωπο είναι η διαλεκτική ενότητα του κοινωνικού με το πολιτικό, δεν είναι μόνο κοινωνικό, ή μόνο πολιτικό. Δεν είναι απλά και γενικά το εργατικό και λαϊκό κίνημα, αλλά η αναβαθμισμένη πολιτική – ιδεολογική – οργανωτική αυτοτελής συγκρότηση του μαζικού εργατικού-λαϊκού κινήματος μέσα από τα δικά του όργανα και θεσμούς που συγκροτεί σε αντιπαράθεση και ανεξαρτησία από το αστικό κράτος. Είναι αυτό που παίζει τον πολιτικά αποφασιστικό ρόλο κατά την εξέλιξη της ταξικής πάλης. Συγκροτείται στις τρεις σφαίρες της ταξικής πάλης (οικονομικός – πολιτικός – θεωρητικός αγώνας) και στα αντίστοιχα τρία πεδία του υποκειμένου: Στο «κίνημα», στην «πολιτική» και τη «στρατηγική». Τα πεδία αυτά συνδέονται άρρηκτα, αλλά απαιτείται να μην συγχέονται μεταξύ τους, να μην καταργείται η -σχετική πάντα- αυτοτέλειά τους.

Μιλάμε για τον καθοριστικό ρόλο της εργατικής τάξης και ορθά. Όμως χρειάζεται να δούμε πως στο προσκήνιο βγαίνουν με διάφορους τρόπους καινούργια δυνάμει επαναστατικά υποκείμενα που δεν συνιστούν ακριβώς κοινωνική, ταξική, κατηγορία, αποκτούν όμως ιδιαίτερο πολιτικό βάρος, όπως το κίνημα της νεολαίας, το κίνημα γυναικών, των ΛΟΑΤΚΙ, για την προστασία του περιβάλλοντος κ.λπ.. Τα κινήματα αυτά είναι διαταξικά για αυτό και πιο ευάλωτα. Η επισήμανση της παρουσίας τους και του ρόλου τους είναι αναγκαία για την ανάπτυξη, τη σύνδεση και την πολιτική τους ενοποίηση. Και επί πλέον για να αναδείξουμε τον ιδιαίτερο ρόλο, πολιτικά, του κινήματος της εργατικής τάξης για την ενοποίηση τους και την ιδεολογική και πολιτική τους προοπτική και συνέχεια. Απέναντι στις θεωρίες του πλήθους κ.λπ., που υποβαθμίζουν έως εξαφάνισης το ρόλο της σύγχρονης εργατικής τάξης, τη θεωρητική προσέγγιση του Μαρξ, τονίζουμε πως η εργατική τάξη δεν είναι εξ επιφοιτήσεως πρωτοπόρα αλλά γιατί η εργασία είναι η βασική δημιουργική σχέση του ανθρώπου, πως στην εργασία και τον καταμερισμό της εργασίας στον καπιταλισμό κορυφώνεται η αποξένωση του εργάτη και πως ο εργάτης απελευθερώνοντας τον εαυτό του απελευθερώνει ολόκληρη την κοινωνία. Κι αυτό είναι μια συνείδηση που πρέπει να κατακτά η ίδια η εργατική τάξη πρωτίστως.  

Στ.1.3. Με ποιο μέτωπο; Στις συγκεκριμένες συνθήκες της ιστορικής περιόδου που διανύουμε το κοινωνικοπολιτικό μέτωπο της εργατικής πολιτικής εκτιμούμε ότι χρειάζεται να πάρει τη μορφή ενός μετώπου της εργασίας που θα κινείται σε αντικαπιταλιστική, αντιιμπεριαλιστική και δημοκρατική κατεύθυνση.

Χρειάζεται ένα μέτωπο των μαχόμενων αγωνιστικών ρευμάτων της εργασίας, της επιστήμης, της οικολογίας, των γυναικών και του πολιτισμού. Που περιλαμβάνει τον πρωτοπόρο και ηγεμονικό ρόλο της εργατικής τάξης, τα μεσαία μισθωτά και διευθυνόμενα στρώματα της παραγωγής, τους αυτοαπασχολούμενους και πολύ μικρούς επιχειρηματίες, τη μικρή αγροτιά, τη ριζοσπαστική διανόηση της επιστήμης και της τέχνης, τη μαχόμενη οικολογία, τις γυναίκες, τους/τις ΛΟΑΤΚΙ, τις δημοκρατικές και εθνικές κοινωνικές τάσεις, που αγωνίζονται σε αντικαπιταλιστική – αντιιμπεριαλιστική κατεύθυνση. Βασίζεται στο γεγονός ότι η εργατική τάξη και όλα τα παραπάνω στρώματα και κοινωνικές τάσεις είναι θύματα, με διαφορετικό τρόπο και σε διαφορετικό βαθμό, της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης του κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού, της κρίσης και της καταστροφικότητάς τους. Στο γεγονός ότι έχουν αντικειμενικά συμφέρον να παλέψουν από κοινού για την αντιμετώπιση των συνεπειών της καπιταλιστικής κρίσης, για τον έλεγχο των επιχειρηματικών ομίλων, για εργατικές, οικολογικές και δημοκρατικές κατακτήσεις, για την ουσιαστική βελτίωση της θέσης τους, για μια ιστορική στροφή.

Στ.1.4. Γιατί «Μέτωπο Εργασίας»; Καταρχήν, είναι αναγκαία μια αντιστοίχηση με την κύρια κοινωνική τάση της εποχής μας, τη μαζική μισθωτοποίηση – προλεταριοποίηση, με τη δημιουργία ενός κατακερματισμένου «πολυκόσμου της εργασίας», με ταυτόχρονη μείωση του κοινωνικού βάρους της μικρής ιδιοκτησίας της πόλης και κυρίως των αγροτών. Δίνεται έτσι ο προσανατολισμός στην ανάγκη κοινής δράσης, συντονισμού και ενοποίησής τους. Δεύτερο, αναζητούμε τη σύνδεση όλων των επιμέρους διαταξικών κοινωνικών – πολιτικών τάσεων, όπως η επιστήμη, η οικολογία, η υγεία και παιδεία, το δημοκρατικό, εθνικό και γυναικείο ζήτημα, με τη μισθωτή εργασία που κατέχει πλειοψηφική και αποφασιστική θέση στην κοινωνία και εντός τους. Και τρίτο, για την ανάδειξη της καθοριστικότητας της ταξικής πάλης ανάμεσα στη μισθωτή εργασία και το κεφάλαιο.

Στ.1.5. Ο προσανατολισμός στους επιχειρηματικούς ομίλους. Μια νέα εργατική τακτική χρειάζεται να αναδείξει την εργατική τάξη και τη διευθυνόμενη μισθωτή εργασία που είναι συγκεντρωμένη και εργάζεται στους πολυεθνικούς και πολυκλαδικούς ομίλους -μονοπώλια ως πρωταγωνιστή του αγώνα για αντικαπιταλιστικές κατακτήσεις και κοινωνικό έλεγχο. Κι αυτό απαιτεί ένα νέο προσανατολισμό στη δράση: τη συγκρότηση πρωτίστως κομματικών, πολιτικών και συνδικαλιστικών οργανώσεων στους ομίλους,

Μέσω των πολυεθνικών ομίλων, τίθεται και η διεθνής διάσταση της εργατικής δράσης.  Για παράδειγμα, το smart phone της Apple παράγεται μέσα από μια αλυσίδα παραγωγής σε πολλές χώρες και επιχειρήσεις[10]. Ο ‘Ομιλος Intracom έχει περίπου 90 θυγατρικές σε πολλές χώρες. Ο γερμανικός Όμιλος Fraport  που κατέχει 14 αεροδρόμια στη χώρα μας αλλά και θυγατρικές σε μια σειρά χώρες. Μέσα από αυτές τις διαδικασίες ανοίγονται νέες προοπτικές τόσο για πολυεθνικές συνδικαλιστικές δράσεις και οργανώσεις της σύγχρονης μισθωτής εργασίας, όσο και για διεθνείς πολιτικές καμπάνιες και οργανώσεις της εργατικής πολιτικής, που θα υπερβαίνουν προς τα εμπρός τις μέχρι τώρα διεθνείς.

Δεν πρέπει όμως να παραβλέπεται η αντίστοιχη παρέμβαση στις μικρές επιχειρήσεις, ειδικά στην Ελλάδα. Γιατί η δράση του κεφαλαίου δεν περιορίζεται μόνον στους ομίλους, επεκτείνεται σε όλη τη θάλασσα των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων. Όπως καθοριστική είναι η δράση των πολυεθνικών μονοπωλιακών ομίλων για την ευρύτερη συγκρότηση της αστικής κυριαρχίας και ηγεμονίας, έτσι και η κομμουνιστική, αριστερή και ταξική – συνδικαλιστική παρέμβαση στους ομίλους είναι καθοριστική για την ενότητα, τις συμμαχίες και την ηγεμονία της εργατικής πολιτικής. Ωστόσο, για να ξεφεύγει ο εργατικός αγώνας από τον οικονομισμό, οφείλει να επεκτείνεται στο συλλογικό καπιταλιστή, στο κράτος.

 

Στ.2. Για το ζήτημα της κυβέρνησης

 

Στ.2.1. Η σχέση μεταξύ μετώπου – κυβέρνησης – εξουσίας δεν απαντήθηκε σωστά από τις αριστερές και κομμουνιστικές πρωτοπορίες στην προηγούμενη περίοδο 2009 – 15 και αυτό βάρυνε στην αρνητική έκβαση της αναμέτρησης. Το κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο χρειάζεται να αντιμετωπίζεται ως διαλεκτικά και εξελισσόμενο ιστορικά. Το μέτωπο αλλάζει ως προς το περιεχόμενο, ως προς τις πολιτικές αλλά και τις κοινωνικές δυνάμεις που το συγκροτούν καθώς περνάμε από το σήμερα, στην περίοδο ανατροπής της ασκούμενης αστικής πολιτικής και από εκεί, στην επαναστατική κατάσταση, στην επαναστατική κρίση και στη νίκη της επανάστασης. Σήμερα, ο «φορέας», το «υποκείμενο» που προωθεί το πρόγραμμα τακτικών ρηγμάτων, κατακτήσεων και ανατροπής, είναι το αντικαπιταλιστικό αντιιμπεριαλιστικό μέτωπο εργασίας. Δεν μπορεί να είναι η «αριστερή κυβέρνηση», η «εργατική εξουσία» ή η «αυθόρμητη εξέγερση». Τέτοιες πολιτικές στοχεύσεις, στην πράξη και ανεξάρτητα από προθέσεις, απομακρύνουν και από την ανατροπή της επίθεσης και από την προσέγγιση της επανάστασης.

Στ.2.2. Η κυβέρνηση που επιδιώκει η επαναστατική Αριστερά βρίσκεται στον αντίποδα ακριβώς των αστικών κυβερνήσεων, δεξιών, κεντρώων, κεντροαριστερών και «αριστερών», που εδράζονται στο κρατικό κοινοβουλευτικό σύστημα. Επιδιώκεται η συγκρότηση ευρύτερων λαϊκών θεσμών, οι οποίοι θα συγκροτούν τους νέους θεσμοθετημένους κρατικούς θεσμούς. Εκεί θα επιλέγονται, με άμεση ψηφοφορία μεταξύ των άλλων και οι υποψήφιοι κυβερνώντες. Η πρωτοπορία εξ ορισμού είναι μια μικρή μειοψηφία, το ίδιο και τα κόμματα εργατικής αναφοράς και κομμουνιστικής στόχευσης. Και ως μειοψηφία δεν μπορούν να κυβερνούν. Δουλειά τους είναι η σταθερή επιδίωξη συγκρότησης συλλογικών δημοκρατικών οργάνων για την προώθηση και άσκηση της εργατικής πολιτικής. Μέσω αυτών θα κυβερνούν η εργατική τάξη και τα συμμαχικά μεσαία στρώματα, δηλαδή ο λαός. Εκεί θα επιλέγονται και οι κυβερνήτες. Σε αυτήν την δοκιμασία, εκεί στα συλλογικά θεσμοθετημένα όργανα άσκησης της εργατικής πολιτικής θα υπόκεινται και οι αγωνιστές του κόμματος και του πολιτικού μετώπου.  Οι κυβερνήτες θα αμείβονται με το μέσο εργατικό μισθό και θα είναι ανακλητοί ανά πάσα στιγμή. Θα κυβερνούν με θεσμοθετημένους κανόνες πλήρους διαφάνειας και λογοδοσίας.

Ο στόχος επομένως είναι η ουσιαστική διακυβέρνηση της χώρας μέσω της κατάκτησης της εξουσίας, με αποκλειστικό γνώμονα τα άμεσα, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα δικαιώματα και ανάγκες του λαού. Οι όροι για μια τέτοια εργατική – λαϊκή κυβέρνηση του αγωνιζόμενου λαού θα «γεννιούνται» παράλληλα με την αναγέννηση του κινήματος και της Αριστεράς και το αντίστροφο. Και σε αυτή τη διαλεκτική εξέλιξη θα εγκαταλειφθούν και θα μετασχηματίζονται θετικά η πολιτική παράδοση και οι αυταπάτες που τώρα ζητούν μια κυβερνητική πολιτική λύση, ικανής  να υλοποιήσει ένα φιλολαϊκό πρόγραμμα δια της ανάθεσης στην ίδια την  κυβέρνηση. Συνεπώς, το ζήτημα της κυβέρνησης, παρά μια σχετική αυτοτέλεια, δεν μπορεί να διαχωριστεί από το ζήτημα της πολιτικής εξουσίας στο σύνολό της, από το ζήτημα του ταξικού χαρακτήρα του κράτους.

Στ.2.3. Το ζήτημα της εργατικής κυβέρνησης και εξουσίας εμφανίζεται μεν σε συνθήκες ανατροπής και επαναστατικών καταστάσεων, αλλά δεν τίθεται ακόμη πλήρως «επί τάπητος». Σε τέτοιες συνθήκες μπορεί να προκύψουν «υβριδικές», μισο-λαϊκές κυβερνήσεις (π.χ., Τσάβες). Τέτοιες κυβερνήσεις είναι αποτέλεσμα, μπορεί και καταλύτης, για επαναστατικά γεγονότα (π.χ., ισπανική δημοκρατική κυβέρνηση, το 1936). Διαφέρουν ριζικά από τις «αριστερές» ή «προοδευτικές» κυβερνήσεις αστικού κοινοβουλευτικού τύπου (όπως οι κυβερνήσεις 2015-19 του ΣΥΡΙΖΑ). Μια συνεπής ταξική στάση απέναντί τους μπορεί να κυμαίνεται από την ανοχή μέχρι την κριτική στήριξη, με μόνιμη δυσπιστία. Με πολιτική – οργανωτική ανεξαρτησία των εργατικών οργάνων, του μετώπου και κόμματος, για την προώθηση των κατακτήσεων και της επαναστατικής προοπτικής ή την απόκρουση της αντίδρασης. Το ζήτημα της συμμετοχής ή όχι σε τέτοιες κυβερνήσεις χρειάζεται να συζητηθεί βαθύτερα, παίρνοντας υπόψη όλες τις εμπειρίες, ειδικά της Λατ. Αμερικής, αλλά και της Ευρώπης.

Σε συνθήκες επαναστατικής κρίσης («δυαδικής εξουσίας» και συνεπώς «δυαδικής κυβέρνησης»), όπως αναφέρθηκε, το ζήτημα της εργατικής κυβέρνησης και εξουσίας «τίθεται επί τάπητος». Το μέτωπο γίνεται φορέας εξουσίας και οι πολιτικές δυνάμεις του, φορέας κυβέρνησης. Με τη νίκη της επανάστασης, το επαναστατικό μέτωπο μετασχηματίζεται σε εργατική εξουσία και κυβέρνηση.

Στ.2.4. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι το ζήτημα της εργατικής λαϊκής κυβέρνησης: α) εμφανίζεται σε συνθήκες επαναστατικής κατάστασης, β) τίθεται ως πολιτικό καθήκον του κοινωνικοπολιτικού μετώπου πριν τη νίκη της επανάστασης, γ) συνδέεται κι ελέγχεται από τα ανεξάρτητα ταξικά όργανα του μετώπου, δ) συγκροτείται σε συνθήκες δυαδικής εξουσίας σε σύγκρουση με το αστικό κράτος και τον αστικό συνασπισμό εξουσίας, ε) λύνεται οριστικά μετά τη νίκη της επανάστασης, με το μετασχηματισμό του κοινωνικοπολιτικού μετώπου σε επαναστατική κρατική εξουσία. Στη βάση των παραπάνω αρχών, η κομμουνιστική Αριστερά μπορεί να διακηρύξει από σήμερα ως στόχο ζύμωσης και στα πλαίσια της συνολικής τακτικής, ότι διεκδικεί μια εργατική λαϊκή κυβέρνηση  του  αντικαπιταλιστικού – επαναστατικού μετώπου με επιδίωξη όλη την εξουσία.

 

Στ.3. Για ένα ενωτικό και μαχητικό κίνημα της μισθωτής εργασίας

 

Στ.3.1. Ένα ενωτικό μαχητικό κίνημα της μισθωτής εργασίας είναι αναγκαίο για να αναγεννήσει τον συλλογικό ταξικό αγώνα και να οργανώσει τις πρωτόλειες αντιστάσεις στην εργατική τάξη, το λαό, τη νεολαία, τις δημοκρατικές, περιβαλλοντικές κ.λπ. τάσεις, να ανασυστήσει δηλαδή και να ανασυγκροτήσει ταξικά ολόκληρο το μαζικό κίνημα. Η συνολική οπτική που περιγράφηκε συγκρούεται με την παλιά μικροαστική, σοσιαλδημοκρατική και ευρωκομμουνιστική λογική της «αυτονομίας των κινημάτων» και τη λογική του μεταμοντέρνου για κατακερματισμένα κινήματα «ανθρώπινων δικαιωμάτων». Συγκρούεται επίσης με την κατάργηση της αυτοτέλειας των κινημάτων στο όνομα του «κομματικού σεχταρισμού» ή του «πολιτικού μετωπισμού». Παράλληλα, θέτει το ζήτημα της δημοκρατικής ηγεμονίας του ταξικού εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος.

Στ.3.2. Μορφές ταξική συσπείρωση συνδικάτων. Το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα αποτελεί διακριτή αυτοτελή μορφή που δεν πρέπει να συγχέεται με τις άλλες. Έχει πηγή του την αναγκαία οικονομική πάλη που στις σημερινές συνθήκες μακρόχρονης εξαθλίωσης αποκτά σημασία ζωής ή θανάτου για την εργατική τάξη. Στην εποχή μας μειώνεται το «λίπος» με το οποίο η αστική τάξη τάιζε την εργατική αριστοκρατία και συρρικνώνεται ο ρόλος της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, που μετατρέπεται, από εργαλείο εργατικών ρεφορμιστικών μεταρρυθμίσεων, σε εργαλείο προώθησης των αντιδραστικών αστικών μεταρρυθμίσεων μέσα στη μισθωτή εργασία. Δημιουργείται ένας επιχειρηματικός συνδικαλισμός –τόσο με την έννοια της δράσης του ως επιχειρήσεις, όσο και με την έννοια της υπεράσπισης των συμφερόντων της επιχείρησης. Έτσι, παραιτούνται ουσιαστικά από την οικονομική πάλη υπέρ των εργαζομένων. Στις σημερινές δύσκολες συνθήκες, απαιτείται και μπορεί να γίνει ένα βήμα εμπρός στη συγκέντρωση αγωνιστικών ταξικών δυνάμεων στο συνδικαλιστικό κίνημα μέσα από ένα συντεταγμένο βήμα πίσω στο περιεχόμενο και τις μορφές αυτής της συγκέντρωσης. Μια κατεύθυνση ταξικής συνδικαλιστικής συσπείρωσης θα μπορούσε να αντιμετωπίσει και να υπερβεί αποτελεσματικά και αγωνιστικά τον επιχειρηματικό συνδικαλισμό κυρίως κάτω από την οπτική της παρέμβασης και ενιαίας δράσης στους ομίλους, και τις μεγάλες επιχειρήσεις. Οι ταξικές και αγωνιστικές δυνάμεις δεν αναχωρούν από τα συνδικάτα που ελέγχει η γραφειοκρατία, αλλά και δεν υποτάσσονται στους σχεδιασμούς της, δυναμώνουν την ταξική ανεξαρτησία και ενότητα. Συμβάλουν, στηρίζουν, ενισχύουν και επιδρούν στο περιεχόμενο και την κλιμάκωση των αγώνων, χωρίς φετιχισμό στις μορφές πάλης. Αντί να ετεροπροσδιορίζονται για το σε ποια συγκέντρωση θα πάνε, μπορούν να αναπτύξουν σταδιακά τις δικές τους μαζικές πρωτοβουλίες μέσα από ένα μακρόπνοο σχέδιο δράσης για τα φλέγοντα προβλήματα της εργατικής τάξης (π.χ. συμβάσεις).

Στ.3.3. Ταξικά συνδικαλιστικά σχήματα. Απαιτείται από τις ταξικές αριστερές δυνάμεις μια στροφή στην οικονομική πάλη, στις μεγάλες επιχειρήσεις και τους ομίλους, στους κύριους κλάδους αιχμής, αλλά και σε όλους τους κλάδους (π.χ. παιδεία, υγεία κ.α.). Από αυτή τη σκοπιά, οι υπάρχουσες ταξικές συνδικαλιστικές πτέρυγες οφείλουν να βαθύνουν την παρέμβασή τους και να πλατύνουν σε αιτήματα και δυνάμεις, να είναι πολύμορφες και ενωτικές, διεκδικώντας να γίνουν ηγεμονικές, μαζικές και πλειοψηφικές σε σωματεία. Αναζητούμε τη δυνατότητα για να οικοδομηθούν νέα ταξικά συνδικαλιστικά σχήματα και σε επιχειρήσεις και κλάδους όπου δεν υπάρχει παρέμβαση (βλ. εμπειρία σε τηλεπικοινωνίες – νέες τεχνολογίες, επισιτισμό – τουρισμό κ.α.). Δεν βοηθά η ταύτισή τους με την «αντικαπιταλιστική», «αντινεοφιλελεύθερη» ή οποιαδήποτε άλλη ιδεολογία.

Στ.3.4. Πανελλαδική ενωτική ταξική κίνηση. Στις νέες συνθήκες είναι πολύ πιο απαραίτητη και πολύ πιο εφικτή η δημιουργία μιας μετωπικής, αυτοτελούς, ταξικής εργατικής κίνησης που θα συνενώνει τους πιο συνειδητούς εργαζόμενους και συνδικαλιστές ταξικής αναφοράς, ανεξάρτητα από κομματική θέση, ιδιαίτερη ιδεολογία ή ένταξη. Η ταξική εργατική κίνηση χρειάζεται για να γενικεύει την πείρα, να βαθαίνει στα θεωρητικοπολιτικά ζητήματα του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος, να συνδέει τον καθημερινό οικονομικό και κλαδικό αγώνα με τον γενικό πολιτικό αγώνα και με την κοινωνική χειραφέτηση της μισθωτής εργασίας. Να συμβάλει σε έναν Εργατικό Διαφωτισμό από εργάτες, διανοούμενους και καλλιτέχνες. Η ταξική εργατική κίνηση είναι βαθιά «κομματική» με την έννοια της έκφρασης των άμεσων και στρατηγικών συμφερόντων της εργατικής τάξης, αλλά δεν είναι υποχείριο κανενός «κόμματος», ακόμη και της πιο εργατικής επαναστατικής Αριστεράς. Δεν είναι «παράταξη». Μπορούν να συμβάλουν οι δυνάμεις των ρευμάτων της εργατικής, αντιιμπεριαλιστικής και επαναστατικής Αριστεράς, του μαχόμενου εργατικού μεταρρυθμισμού, του αναρχοσυνδικαλισμού, αλλά πάνω από όλα δεκάδες ανένταχτοι εργαζόμενοι και συνδικαλιστές, άντρες και γυναίκες. Η εμπειρία έδειξε ότι η κίνηση δεν μπορεί να αντικατασταθεί μέσα από κάποιον «συντονισμό των πολιτικο-συνδικαλιστικών σχημάτων». Αυτά, από τη φύση τους, μπορούν (και πρέπει) να συνενώνονται μέχρι το επίπεδο ενός κλάδου.

Στ.3.5. Προωθούνται δίκτυα/κινήσεις σε υγεία, δημοκρατία και ειρήνη, στο γυναικείο και οικολογικό κίνημα.

 

Στ.4. Συμμαχία της μαχόμενης και ριζοσπαστικής Αριστεράς

 

Στ.4.1. Η σχέση επαναστατικής και ρεφορμιστικής Αριστεράς. Ως προς τη σύνθεσή του, το πολιτικό μέτωπο για όλη την εποχή μέχρι τη νίκη της επανάστασης, έχει ως κύριο στοιχείο την αγωνιστική συσπείρωση όλων των δυνάμεων της εργατικής τάξης και των συμμάχων της, οι οποίες αντιπαλεύουν, συνειδητά, ημισυνειδητά ή αυθόρμητα, τις στρατηγικές επιλογές της αστικής τάξης. Ταυτόχρονα όμως αποτελεί πεδίο συνάντησης και μετασχηματισμού των πιο μαχητικών ρεφορμιστικών τάσεων ή των επιμέρους πολιτικών αγώνων σε ενιαίο αγώνα για την ανατροπή της αστικής στρατηγικής. Η ειδική αντιμετώπιση των ρεφορμιστικών δυνάμεων σχεδιάζεται στη βάση της σκληρής ιδεολογικής κριτικής αλλά και του κάλεσματός τους για συμμαχία στα διάφορα μέτωπα κατά της αστικής πολιτικής, που είναι ο κύριος αντίπαλος (Λένιν: «χωριστά βαδίζουμε, μαζί χτυπάμε»).

Στο κομμουνιστικό και αριστερό κίνημα, επί δεκαετίες κυριαρχούσε η μικροαστική λογική της οπορτουνιστικής προσαρμογής του προγράμματος στις συμμαχίες με ανύπαρκτα «αντιιμπεριαλιστικά, αντιμονοπωλιακά, δημοκρατικά» τμήματα της αστικής τάξης, που οδήγησαν στις τραγωδίες της Βάρκιζας και στις συγκυβερνήσεις με Γεώργιο Παπανδρέου, με ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, με Σαμαρά – Βενιζέλο και Κουβέλη, με Τσίπρα και Καμμένο. Ο αστικός αντίπαλος χάθηκε στο όνομα των συμμαχιών. Τα τελευταία χρόνια, με λοκομοτίβ το ΚΚΕ, ο αστικός αντίπαλος χάνεται στο όνομα του διαχωρισμού από τον εργατολαϊκό ρεφορμισμό. Ο αγώνας ενάντια στην αστική πολιτική διεξάγεται δια της αντιμετώπισης πρωτίστως του ρεφορμισμού και όχι το αντίστροφο. Αυτή η αντιστροφή διευκολύνει αντί να εμποδίζει τη ρεφορμιστική πολιτική. Είναι αποτέλεσμα μιας δίχως τέλος ταλάντευσης της κομμουνιστικής Αριστεράς ανάμεσα στον οπορτουνισμό που τη μετατρέπει σε ουρά των ρεφορμιστικών κομμάτων και στο σεχταρισμό που οδηγεί στην κοινωνική απομόνωση και σε αδιέξοδα. Είναι καιρός να υπερβούμε προωθητικά το καθηλωτικό δίπολο «οπορτουνισμός – σεχταρισμός».

Στ.4.2. Η συγκεκριμένη πολιτική πρόταση. Η κατεύθυνση για μια συμμαχία της ριζοσπαστικής, αντικαπιταλιστικής και αντιιμπεριαλιστικής Αριστεράς απευθύνεται σε όλες τις δυνάμεις της μαχόμενης Αριστεράς, σε άλλα μαχόμενα ρεύματα του εργατικού και λαϊκού κινήματος, πάνω από όλα στους χιλιάδες ανένταχτους αγωνιστές. Κινείται στη βάση του συνολικού προγράμματος και όχι σε αποσπασματικά στοιχεία του, απαλλαγμένη βέβαια, από το φετιχισμό των διατυπώσεων. Πρόκειται για μια σύνθετη και πολύμορφη διαδικασία, που αφορά μια ολόκληρη περίοδο και δεν υλοποιείται με διαρκείς και γραφικές «επικλήσεις ενότητας». Είναι πρόταση για μέτωπο συγκροτημένης και μόνιμης κοινής πάλης με τακτικό περιεχόμενο, σε κινηματικό και πολιτικό επίπεδο. Τα βήματα σε μια τέτοια συμμαχία συνδέονται με την προτεραιότητα του εξωκοινοβουλευτικού μαζικού αγώνα σε σχέση με την αναγκαία παρέμβαση στο κοινοβουλευτικό πεδίο όπου το πρώτο καθορίζει το δεύτερο και όχι το αντίστροφο. Αυτή η αντίθεση απαιτεί μόνιμη θεωρητικοπολιτική αντιπαράθεση με την τάση του εργατολαϊκού ρεφορμισμού να αντιστρέφει τις προτεραιότητες.

Η κατεύθυνση αυτή επιβάλλει και επιτρέπει την απαραίτητη προγραμματική, πολιτική και οργανωτική αυτοτέλεια της επαναστατικής κομμουνιστικής Αριστεράς. Η προσχώρηση, διάχυση ή πρακτική δορυφόρου των δυνάμεων επαναστατικής αναφοράς γύρω από τους πόλους του μαχόμενου εργατολαϊκού ρεφορμισμού, δεν οδηγεί μονάχα στην ακύρωση του επαναστατικού προγράμματος. Οδηγεί και στην ακύρωση κάθε μετωπικής πολιτικής πρότασης για την ανατροπή, κάθε προσπάθειας ταξικής ανασυγκρότησης του μαζικού κινήματος. Δεν βοηθά ούτε τις δυνάμεις του εργατολαϊκού μεταρρυθμισμού να απεγκλωβιστούν προγραμματικά και οργανωτικά από τον «αστικό –μεταρρυθμισμό». Τα γεγονότα της δεκαετίας επιβεβαίωσαν την ορθότητα αυτής της εκτίμησης.

Στ.4.3. Οι εκλογικές συμφωνίες τακτικού χαρακτήρα. Η κατεύθυνση για πολιτικές συμμαχίες της μαχόμενης Αριστεράς εμπεριέχει τη δυνατότητα και εκλογικών συνεργασιών. Το σπάσιμο των αστικών ορίων και η είσοδος στο κοινοβούλιο ενός μάχιμου εργατολαϊκού προγράμματος θα ενισχύσει τον εξωκοινοβουλευτικό αγώνα του κινήματος. Υπάρχει μεγάλη αρνητική πείρα που δικαιολογημένα κάνει επιφυλακτικούς τους αγωνιστές της επαναστατικής Αριστεράς απέναντι σε εκλογικές συνεργασίες που αποτελούν προθάλαμο μεταπήδησης στην αστική πολιτική. Αλλά υπάρχει και πλούσια θετική πείρα (τακτική του Λένιν, Τουρκία και ΕΜΕΡ κ.α.).

Η κοινοβουλευτική πάλη και οι εκλογές δεν ταυτίζονται με το σύνολο της πολιτικής πάλης. Οι εκλογικές συνεργασίες μπορεί αλλά δεν γίνονται κατ’ ανάγκην εφ’ όλης της ύλης. Όταν χρειάζονται και είναι εφικτές, οφείλουν να έχουν δοκιμαστεί  από την εμπειρία κοινής μετωπικής δράσης στο μαζικό κίνημα, κινούνται με αρχές και με βάση το συνολικό πολιτικό πρόγραμμα που προσαρμόζεται στην ιστορική συγκυρία. Οι εκλογικές συνεργασίες δεν καταργούν από μόνες τους την αυτοτέλεια της επαναστατικής Αριστεράς, ούτε εμποδίζουν την άνοδο της, μπορεί να την ενισχύσουν κάτω από προϋποθέσεις. Σε κάθε περίπτωση, η επαναστατική κομμουνιστική Αριστερά οφείλει να διατηρεί την πλήρη πολιτικο-οργανωτική της αυτοτέλεια και εντός Βουλής.

 

Στ.5. Η συγκέντρωση δυνάμεων μιας νέας κομμουνιστικής προοπτικής

 

Στ.5.1. Η συγκέντρωση στρατηγικών δυνάμεων. Η δραματική υστέρηση του επαναστατικού υποκειμένου ορίζει ως καθοριστικό καθήκον την ανάγκη για συγκέντρωση διανοητικών και εργατικών δυνάμεων με στόχο ένα άλμα στη μαρξιστική θεωρία και το κομμουνιστικό πρόγραμμα, για έναν εργατικό διαφωτισμό. Πρόκειται για ένα γιγάντιο έργο, που γίνεται ακόμη δυσκολότερο λόγω της ίδιας της δραματικής υστέρησης του σύγχρονου επαναστατικού υποκειμένου, του αντίστοιχου κομμουνιστικού προγράμματος, κόμματος, μετώπου και κινήματος. Στην τωρινή περίοδο, η ρήση του Λένιν, «χωρίς επαναστατική θεωρία δεν υπάρχει επαναστατικό κίνημα» αποκτά ζωτικό περιεχόμενο για το εργατικό λαϊκό κίνημα. Πρόκειται για είναι πολύμορφο έργο που χρειάζεται να συγκεντρωθεί σε ένα καινοτόμο κόμμα. Αυτό δεν είναι άμεσα ώριμο. Είναι στόχος για μια ολόκληρη περίοδο. Καμία από τις σημερινές δυνάμεις, στην κατάσταση που βρίσκεται η καθεμιά και παρά τις τυχόν μικρές επιτυχίες της, δεν μπορεί να ανταποκριθεί σε αυτό το έργο. Δεν μπορεί να προσφέρει τίποτε ουσιαστικό η κατ’ όνομα κομματοκεντρική ανάπτυξη, η συσπείρωση γύρω από ρεύματα προηγούμενων εποχών (σταλινισμός, τροτσκισμός, μαοϊσμός κ.α.) ή η προσχώρηση και διάχυση σε άλλα μέτωπα του μαχόμενου μεταρρυθμισμού.

Στ.5.2. Πρόταση για μια μεταβατική κομμουνιστική οργάνωση. Εκτιμούμε ότι η πορεία προς το «κόμμα» αντικειμενικά θα περάσει από έναν αναγκαίο και δυνητικά εφικτό, ενδιάμεσο σταθμό: τη δημιουργία μιας αντίστοιχης, διακριτής, σύγχρονης κομμουνιστικής οργάνωσης με την αναγκαία «κρίσιμη μάζα» αγωνιστών και αγωνιστριών. Η δημιουργία της απαιτεί ποιοτική υπέρβαση και συνένωση σε ένα νέο πρόγραμμα και αρχές, που θα δοκιμάζονται στην πράξη, στον καθημερινό αγώνα και όχι απλώς μια βιαστική συγκόλληση ή μια απλή «ποσοτική ανάπτυξη» των σημερινών συλλογικοτήτων, ομάδων, ομίλων, ρευμάτων και ανένταχτων αγωνιστών και αγωνιστριών που κινούνται στην προαναφερθείσα αναζήτηση. Αυτό δεν ισχύει μόνον για τους «άλλους», αλλά και για το ίδιο το Σύγχρονο Κομμουνιστικό Σχέδιο. Και αυτό σημαίνει διάλογο για τα προγραμματικά και καταστατικά χαρακτηριστικά με προσπάθεια αποσαφήνισης στις επεξεργασίες, ενωτικό πνεύμα και συγκεκριμένα βήματα στη ζωή, στο κίνημα, στην πολιτική και κοινωνική πάλη. Οι προσπάθειές μας δεν κινούνται μόνον από τις αναγκαιότητες από τις ήττες. Συνοδεύονται από νέες διεθνείς και εγχώριες διεργασίες που συνδέονται με τις βαθύτερες εργατικές και νεανικές αναζητήσεις στρατηγικών απαντήσεων στη συστημική κρίση του καπιταλισμού.

Σε αυτή την κατεύθυνση κινείται η «Κοινή Δέσμευση για μια μεταβατική οργάνωση της νέας κομμουνιστικής προοπτικής» του Σύγχρονου Κομμουνιστικού Σχεδίου με την Αριστερή Ανασύνθεση.

 

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

 

Ξέρουμε καλά πως είμαστε σε μια περίεργη καμπή της ιστορίας και του κομμουνιστικού κινήματος. Πως οι στρατηγικές ήττες έχουν οδηγήσει σε αποστρατεύσεις και απαισιοδοξία τους αγωνιστές. Ξέρουμε καλά πως στους καιρούς της κρίσης η δουλειά του επαναστάτη είναι σκληρή, όχι τόσο λόγω των διωγμών όσο λόγω της περιορισμένης στήριξης και απήχησης της θεωρίας και της πράξης του. Αλλά ξέρουμε επίσης πως χωρίς αυτή την επίμονη, κοπιαστική, ψυχοφθόρα συχνά, καθημερινή προσπάθεια, χωρίς τη συνεχή αναζήτηση στη θεωρία και χωρίς τις πολιτικές πρωτοβουλίες στην πράξη, από τις πιο πρωτοπόρες δυνάμεις, η ιστορία ενδέχεται να μένει ακίνητη παραλύοντας από την ισχύ των μεγάλων δυνάμεων που την κινούν προς τα πίσω.

Και ξέρουμε επίσης πως η ιστορία γενικά, ειδικότερα η ιστορία της κίνησης των κοινωνιών και των κοινωνικών επαναστάσεων, είναι πάντοτε πιο πλούσια σε περιεχόμενο, πιο ποικιλόμορφη, πιο πολύπλευρη, πιο ζωντανή, πιο «πονηρή» απ’ ότι το φαντάζονται τα καλύτερα κόμματα και οι πιο συνειδητές πρωτοπορίες.  

Κι αυτό είναι αυτονόητο, γιατί οι καλύτερες πρωτοπορίες εκφράζουν τη συνείδηση, τη θέληση, το πάθος, τη φαντασία δεκάδων χιλιάδων, ενώ τους μαζικούς αγώνες και την επανάσταση την πραγματοποιούν, σε στιγμές μάλιστα εξαιρετικής ανόδου και έντασης όλων των ανθρώπινων ικανοτήτων, η συνείδηση, η θέληση, το πάθος και η φαντασία δεκάδων εκατομμυρίων ανθρώπων που τους κεντρίζει η πιο σκληρή ταξική πάλη.

Ο ριζικός μετασχηματισμός στην οργάνωση της εργασίας, στην έκταση, την ποιότητα και τις μορφές απόσπασης απλήρωτης δουλειάς από τους άμεσους παραγωγούς,  τείνει ταυτόχρονα να προωθεί και να απαιτεί έναν αντίστοιχο ριζικό μετασχηματισμό της ταξικής πάλης, της Αριστεράς και του κομμουνιστικού κόμματος, του συνολικού εργατικού κινήματος. Με αυτό ως στόχο,

 

οι παραπάνω πολιτικές θέσεις τίθενται στην κρίση των συναγωνιστών και συναγωνιστριών.

 

 

Αθήνα, Φεβρουάριος 2023

 

 

[1] Ο Μαρξ, στη Γερμανική Ιδεολογία είχε προβλέψει ότι «Με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων έρχεται ένα στάδιο όπου παραγωγικές δυνάμεις και μέσα επικοινωνίας έρχονται σε μια κατάσταση όπου, κάτω από τις υπάρχουσες σχέσεις, φέρνουν μόνο κακό και δεν είναι πια παραγωγικές αλλά καταστροφικές δυνάμεις […] πήραν, κάτω από το σύστημα της ατομικής ιδιοκτησίας, μια μονόπλευρη μονάχα ανάπτυξη και έγιναν στην πλειοψηφία τους καταστροφικές δυνάμεις [… ] Έτσι, τα πράγματα έχουν φτάσει σε τέτοιο σημείο ώστε τα άτομα πρέπει να ιδιοποιηθούν την υπάρχουσα ολότητα των παραγωγικών δυνάμεων, όχι μόνο για να πετύχουν την αυτόνομη δραστηριότητα αλλά, επίσης, για να εξασφαλίσουν απλώς την ίδια τους την ύπαρξη»

[2] Η αναπτυσσόμενη καταστροφική τάση των παραγωγικών δυνάμεων στον σύγχρονο καπιταλισμό έχει επισημανθεί και από πρωτοπόρους σύγχρονους μαρξιστές και ριζοσπάστες διανοητές και διανοήτριες, όπως η Ναόμι Κλάιν με το έργο της Δόγμα του Σοκ και τον χαρακτηριστικό υπότιτλο, Η Άνοδος του Καπιταλισμού της Καταστροφής. Μια οξυδερκής και φιλοσοφική γενίκευση της καταστροφικότητας του κεφαλαίου έχει διατυπωθεί από τον Ούγγρο μαρξιστή Ίστβαν Μέσαρος στο έργο του Πέρα από το Κεφάλαιο: «Στις συνθήκες της δομικής κρίσης του κεφαλαίου, τα καταστροφικά συστατικά του έρχονται εκδικητικά στο προσκήνιο, ενεργοποιώντας το φάσμα της απόλυτης ανελεγξιμότητας  σε μια μορφή που προμηνύει την αυτο-καταστροφή και για το συγκεκριμένο κοινωνικό αναπαραγωγικό σύστημα και για την ανθρωπότητα γενικά».

 

[3] Βλ. Ευτύχης Μπιτσάκης, Ανθρώπινη Φύση, εκδ. Τόπος

[4] Ντανιέλ Μπενσαϊντ, Ο Μαρξ της Εποχής μας, εκδ. Τόπος, σελ. 120

[5] Για πιο αναλυτικές εκτιμήσεις βλ. Πέντε Προϋποθέσεις για να Πάει Αλλιώς και Συμβολή στο Διάλογο, 4ο Συνέδριο του ΝΑΡ

[6] Φρίντριχ Ένγκελς, Γράμμα στον Μπόλτε, Διαλεχτά Έργα

[7] Μάικλ Ρόμπερτς, Πριν, 2 Σεπτεμβρίου 2019

[8] Θανάσης Μανιάτης, Ριζοσπάστης, 3 Ιουλίου 2019

[9] Αντρέ Γκορζ, Μεταρρύθμιση και Επανάσταση, εκδ. Γράμματα

[10] βλ. Μπροσούρα https://thetricontinental.org/the-rate-of-exploitation-the-case-of-the-iphone/

 

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ