Ο Χρήστος Τρικαλινός γεννήθηκε στα δύσκολα εμφυλιοπολεμικά χρόνια στο Βόλο. Νήπιο μόλις 2,5 χρονών βρέθηκε στις Φυλακές-Στρατόπεδο Σαρακηνού στον Βόλο και στη συνέχεια εξόριστος στο Τρίκερι. Μεγάλωσε με τις θείες του Κατίνα και Λούλα στον Αλμυρό Μαγνησίας. Όπως, αναφέρει ο ίδιος στον επίλογο του αυτοβιογραφικού βιβλίου του «Σταγόνες Μνήμης», που ήταν και η αιτία που τον γνώρισα από κοντά στις εκδόσεις Άπαρσις, στις γυναίκες αυτές χρωστά τη ζωή του και η αφιέρωση στο βιβλίο ήταν ο δικός του φόρος τιμής στα πρόσωπά τους.
[…] Στον πόλεμο και στον εμφύλιο ακολούθησαν τον μεγαλύτερο αδερφό τους από πόλη σε πόλη, όπου και όταν αυτός ζούσε νόμιμα, προσφέροντάς του αμέριστη βοήθεια. Εντάχθηκαν ακόμη και στο ΕΑΜ, επειδή εκείνος τους το ζήτησε. Όταν εκείνος τους ζήτησε να παραβεί το έθιμο της εποχής, να παντρευτεί χωρίς να τις έχει «αποκαταστήσει», δέχτηκαν αγόγγυστα. Αγκάλιασαν τη γυναίκα του και τον γιο του, εμένα. Και ύστερα τους ξεπροβόδισαν, όταν έφυγαν για το βουνό στον εμφύλιο. Πρώτα τον αδερφό τους και στη συνέχεια τη νύφη τους, τη μάνα μου. Αυτές ζήτησαν να με κρατήσουν, τότε που ήμουν ενάμισι έτους μωρό παιδί και με κράτησαν… όλη τους τη ζωή.
Ακολούθησε η σύλληψη, ο εγκλεισμός στη φυλακή-στρατόπεδο Σαρακηνού στον Βόλο, το μαστίγωμα της Λούλας, η εξορία στο Τρίκερι, η εξορία του μικρότερου αδερφού στη
Μακρόνησο και η επιστροφή τους στο πατρικό σπίτι του Αλμυρού.[…]
Υπήρξε φοιτητής του Παν. Αθηνών, αλλά διέκοψε τις σπουδές και αυτοεξορίσθηκε στην ΕΣΣΔ μετά το Απριλιανό πραξικόπημα. Σπούδασε στο Κρατικό Πανεπιστήμιο Λομονόσοφ της Μόσχας, στο οποίο υπερασπίσθηκε και τη διδακτορική του διατριβή στην πυρηνική φυσική.
Βαθιά πολιτικοποιημένος εναντιώθηκε ενεργά στη Χούντα, όντας φοιτητής στη Μόσχα.
Στο ίδιο βιβλίο αναφέρει σ΄ένα απόσπασμα:
[…]Σε λίγο άρχισε να σουρουπώνει. Το κρύο δυνάμωνε. Τώρα πια το ένιωθα… Ήμασταν, όμως, αποφασισμένοι. Θα μέναμε εκεί όλη τη νύχτα. Το έγραφαν εξάλλου και τα πλακάτ:
24ωρη διαμαρτυρία!…
Απέναντι από την πρεσβεία υπήρχαν κάποιες πολυκατοικίες παλιές, φτιαγμένες πριν από την επανάσταση. Κτίρια τεράστια που περιέβαλλαν αυλές με παγκάκια και δέντρα, που το σούρουπο ήταν σχεδόν έρημες. Οι κάτοικοί τους περνούσαν μπροστά μας γυρίζοντας από τη δουλειά ή τα ψώνια. Νέοι, ηλικιωμένοι, μικρά παιδιά. Σαν τους άλλους κι αυτοί. Μας κοίταζαν χωρίς να πολυκαταλαβαίνουν, παρόλο που οι ειδήσεις έλεγαν πολλά για τη «χούντα των μαύρων συνταγματαρχών» και τη σύλληψη του Μίκη.
Ξαφνικά, διέκρινα μια φιγούρα που μας πλησίαζε διστακτικά. Ήταν μια γυναίκα κοντά στα 60. Ντυμένη απλά. Στα χέρια της κάτι κρατούσε, σκεπασμένο με πετσέτα. Στην αρχή δεν καταλάβαμε. Πλησίασε και κάτι μας είπε. Δεν κατάλαβα τι, όμως ο τόνος της φωνής της ήταν ήρεμος, γλυκός, τρυφερός. Και τα ρωσικά με τη βαθιά, μαλακή προφορά έκαναν
τη φωνή της ακόμη πιο ωραία. Με μια κίνηση απαλή, που έμοιαζε με εκείνες τις αέρινες των χορευτριών του Μπολσόι, τράβηξε την πετσέτα. Από κάτω είχε έναν δίσκο. Πάνω του
μια τσαγιέρα και φλιτζάνια. Κάμποσα κουλουράκια, ζάχαρη και γλυκό του κουταλιού. Τα παιδιά τον πήραν. Η γυναίκα ψιθυρίζοντας λόγια γλυκά, απομακρύνθηκε. Και ξαφνικά όλα άλλαξαν. Οι πόρτες των σπιτιών άνοιξαν και από μέσα ξεχύθηκαν κάμποσες γυναίκες, οι περισσότερες μεσήλικες και ηλικιωμένες. Στα χέρια τους κουβαλούσαν κι αυτές κεράσματα. Τσάι, ζάχαρη, σοκολατάκια, γλυκά, μπισκότα. Κάποιες έφεραν κουβέρτες και ζεστά πουλόβερ. «Για να μην κρυώσουν τα παιδιά», έλεγαν και κάποιες μας χάιδευαν κιόλας στα μαλλιά σαν να ήμασταν δικά τους παιδιά.
[…] Οι ώρες τη νύχτα περνούσαν αργά. Ευτυχώς που είχε φως από τις κολόνες γύρω γύρω. Μαζευτήκαμε σε ένα σημείο.Βάλαμε τις τάβλες και σκεπαστήκαμε με τις κουβέρτες σφιχτά ο ένας δίπλα στον άλλον, αγόρια και κορίτσια, χωρίς ούτε μια πονηρή σκέψη να περνάει από το μυαλό μας.
Εκείνη τη νύχτα, πέρα από τις γυναίκες των διπλανών πολυκατοικιών, μας πλησίασαν και άλλοι, διάφοροι τύποι. Κάποιοι μεθυσμένοι, που συχνά συναντούσες στους δρόμους μέρα νύχτα. Ήρθε κι ένας, που πίστεψε ότι βρήκε συμμάχους για ν’ αγωνιστεί ενάντια στη σοβιετική εξουσία. Όλους αυτούς τους διώξαμε κακήν κακώς. Κάμποσες φορές πέρασε και η περιπολία της αστυνομίας. Χωρίς να μας ενοχλήσει.
Δεν νομίζω ότι κοιμήθηκε κανένας μας. Συζητούσαμε όλη τη νύχτα. Για την πολιτική, αλλά και όχι μόνο. Πολλοί, για να περάσει η ώρα, διηγήθηκαν τις καλοκαιρινές περιπέτειές τους, άλλοι στα θέρετρα της Μαύρης Θάλασσας και κάποιοι στο εξωτερικό. Εμένα με ρώταγαν άπειρες λεπτομέρειες για την Ελλάδα μετά το πραξικόπημα. Οι κουβέρτες και το τσάι μάς βοήθησαν πολύ να μην καταλάβουμε το κρύο του πρωινού. Το τελευταίο τσάι μάς
το έφεραν στις 8 το πρωί. Το ήπιαμε, κάναμε ακόμη μερικούς γύρους με τα πλακάτ και ακριβώς στις 9 το πρωί, 24 ώρες μετά την έναρξη της διαμαρτυρίας μας, αποχωρήσαμε
συντεταγμένα με το κεφάλι ψηλά.
Έτσι γιόρτασα εκείνη τη χρονιά, τα πρώτα γενέθλιά μου μακριά από την πατρίδα. Έτσι όμως, έγινε και η τελευταία διαδήλωση στη Μόσχα ενάντια στη χούντα. […]
Επέστρεψε στην Ελλάδα και από το 1981 δίδαξε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, περνώντας από όλες τις ακαδημαϊκές βαθμίδες, από επιμελητής έως καθηγητής και ομότιμος καθηγητής με την συνταξιοδότησή του το 2013. Διετέλεσε πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ερευνητικού και Διδακτικού Προσωπικού (ΠΟΣΔΕΠ) Α.Ε.Ι. από το 1998 έως το 2004.
Αγωνίστηκε από διάφορες θέσεις για την εκπαίδευση και την αριστερά.
Θέλησε με την έκδοση του βιβλίου αυτού να καταθέσει μία μαρτυρία για τις νεότερες γενιές. Όπως ο ίδιος αναφέρει στον πρόλογο:
[…]
Ήταν σαν σταγόνες που έπεφταν στο ποτήρι της ζωής που ακόμη δεν είχε γεμίσει, αλλά προειδοποιούσε ότι η μέρα αυτή, δεν είναι πια και τόσο μακριά.
Τότε ήταν που συνειδητοποίησα, πως η δική μας γενιά, εμείς που γεννηθήκαμε στον εμφύλιο χωρίς να τον βιώσουμε, αλλά γευτήκαμε τις συνέπειές του, εμείς που περάσαμε τα παιδικά μας χρόνια στη δύσκολη μεταπολεμική περίοδο, εμείς που ζήσαμε την άνοδο και την πτώση της δικτατορίας, χωρίς να ανήκουμε σε αυτούς που αποκαλούν -άλλοι με θαυμασμό και άλλοι σήμερα με περιφρόνηση- «γενιά του Πολυτεχνείου», εμείς που νιώσαμε την πίκρα της αναγκαστικής ξενιτιάς και την κατοπινή καταξίωση, έχουμε πολλά να διηγηθούμε.
Ναι, ο καθένας μας έχει τη δική του μοναδική ζωή, τις δικές του μοναδικές εμπειρίες, τη δική του οπτική στα γεγονότα. Όμως το ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο ήταν για όλους μας κοινό.
[…]
Τότε ήταν που γεννήθηκε η ιδέα να προσπαθήσω, πριν το ποτήρι γεμίσει, να σκορπίσω μερικές από αυτές τις σταγόνες μνήμης, να τις αποτυπώσω στο χαρτί με την ευχή και
την ελπίδα να «δροσίσουν» κάποιους και να αποτελέσουν ταυτόχρονα τη δική μου κατάθεση, για εκείνο το μικρό κομμάτι της Ιστορίας της χώρας, μάρτυρας του οποίου υπήρξα.
[…]
Δεν έχω σκοπό να περιγράψω ιστορικά γεγονότα, δεν θέλω η αφήγησή μου να θεωρηθεί -ούτε καν- «προφορική ιστορία». Είναι περισσότερο μια άσκηση αυτογνωσίας, μια άσκηση μνήμης, μια αναπόληση συναισθημάτων.
Στην αφήγησή μου πάντως, προσπάθησα να είμαι αντικειμενικός, επιδιώκοντας ταυτόχρονα να εκφράσω τα προσωπικά μου συναισθήματα, όπως τουλάχιστον τα
θυμάμαι σήμερα. Ελπίζω ότι ο αναγνώστης θα διαπιστώσει, ότι και τότε, όπως και σήμερα, όπως και πάντα, η ζωή έχει τις δικές της λύπες, τις δικές της χαρές και τα δικά της υποχθόνια ρεύματα, που μερικές φορές φαίνονται πιο ανάγλυφα, όταν γειτνιάζουν με τραγικά γεγονότα.
Όλες οι καταστάσεις που βίωσα, όλα τα γεγονότα που περιγράφω και πολλά ακόμη, καθόρισαν και τη δική μου πορεία στον χρόνο. Μια πορεία που, παρ’ όλη τη μοναδικότητά της, μοιάζει πολύ με την πορεία πολλών άλλων.
[…]
Ο Χρήστος ήταν ένας έντιμος αγωνιστής και ανεξάρτητα από τις όποιες πολιτικές διαφορές ή τις, για κάποιες περιόδους, χωριστές πορείες, είναι τιμή και μόνο η γνωριμία με ένα διανοούμενο της αριστεράς, έναν από την γέννησή του αγωνιστή, έναν ωραίο άνθρωπο. Δυστυχώς, η βίαιη απώλεια, δεν ολοκλήρωσε, λίγο πριν την έκδοση, τη χαρά της συνεργασίας μας σ΄ένα παιδικό παραμύθι αστροφυσικής, που, πια, θα αφιερωθεί στην μνήμη του.
Καλό στερνό ταξίδι Χρήστο!
Συλλυπητήρια στην οικογένεια…