Η οποιαδήποτε προσπάθεια αποτίμησης των αποτελεσμάτων των εκλογών της 21ης Μαΐου, απαιτεί ψυχραιμία και νηφαλιότητα και κυρίως διάθεση υπέρβασης της κατάστασης, που διαμορφώνεται, και όχι επιβεβαίωσης ή δικαίωσης γι’ αυτήν. Πρόκειται για αποτελέσματα αρνητικά για το σύνολο των εργαζομένων, του λαού και της νεολαίας αλλά και για τις δυνάμεις της μαχόμενης Αριστεράς και του κινήματος.
Τα αποτελέσματα των αριστερών δυνάμεων αν και διαφέρουν μεταξύ τους, στην πραγματικότητα αναδεικνύουν κάτι, που καιρό εντοπίζεται και επισημαίνεται. Καμία δύναμη ή εκλογικός σχηματισμός του χώρου, δεν μπορεί στην ολότητά του να περιγράψει και να υποστηρίξει την αναγκαία συγκέντρωση δυνάμεων σε όλα τα επίπεδα, μαζί με την πίστη και την επένδυση δυνάμεων ότι σήμερα μπορούν να υπάρξουν νίκες για την ουσιαστική βελτίωση της θέσης της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων σε βάρος του κεφαλαίου με ταυτόχρονο άνοιγμα των δρόμων για βαθιές ανατροπές της αντιλαϊκής επίθεσης απέναντι σε ΕΕ, χρέος, ΝΑΤΟ και ευρωμονόδρομο.
Το Μέρα25 – Συμμαχία για τη Ρήξη, παρουσίασε μείωση των ποσοστών του σε σχέση με τις εκλογές του Ιουλίου του 2019 και πλέον η είσοδός του στη Βουλή στις εκλογές του Ιουνίου τίθεται υπό αμφισβήτηση. Μοιάζει όμως εξηγήσιμο, το γιατί σε μια εκλογική αναμέτρηση με ενίσχυση όσων κομμάτων παρουσίασαν ένα συγκεκριμένο και συνεκτικό (ανεξαρτήτως περιεχομένου και προσήμου) πρόγραμμα, είχε πτώση ένας εκλογικός συνδυασμός χωρίς σαφήνεια στον προγραμματικό του λόγο, χωρίς συγκεκριμένες απαντήσεις σε κρίσιμα ερωτήματα. Και κυρίως χωρίς σαφή τοποθέτηση για το αν ήθελε όντως να εκφράσει τον κόσμο του ΟΧΙ του 2015 ή να εμφανισθεί ως μια δραστήρια κοινοβουλευτικά αλλά και «υπεύθυνη» πολιτικά δύναμη…
Και αυτή η τελευταία παράμετρος είναι ιδιαίτερα κρίσιμη και χρήσιμη, όχι μόνο για να εξηγηθεί η πτώση των ποσοστών του ΜΕΡΑ25 – Συμμαχία για τη Ρήξη, αλλά και γιατί μέσω αυτής εκπονείται και το σχέδιο εκλογικής τακτικής της επόμενης μέρας, ή τουλάχιστον του επόμενου μήνα, μέχρι δηλαδή τις 25 Ιουνίου. Το ερώτημα όμως για το αν τελικά η μείωση των ποσοστών του κόμματος ήταν εκ δεξιών ή εξ αριστερών, το απάντησε την στιγμή της ανακοίνωσης των αποτελεσμάτων ο ίδιος ο Γιάνης Βαρουφάκης, επισημαίνοντας στο πρώτο του σχόλιο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έπρεπε να είχε δεχτεί την πρόταση του ΜΕΡΑ 25 για προγραμματική συμφωνία και εκλογική συνεργασία. Την ίδια στιγμή, κόβεται κάθε συζήτηση περί ρήξης και τελικά είναι εμφανές ότι η αποτίμηση του κόμματος, αναδεικνύει ως αδύναμο κρίκο του προγράμματός του, τις αναμνήσεις του 2015. Το κλίμα του οποίου ήθελε να εκφράσει και για το οποίο υπέστη τόσο έντονη κριτική και μιντιακή προπαγάνδα από συστημική σκοπιά.
Η παρουσία του Γιάνη Βαρουφάκη στο ντιμπέιτ ήταν χαρακτηριστική σε σχέση με τις αμφισημίες και εν τέλει την φανερά δεξιά μετατόπιση της ατζέντας του κόμματος. Όταν στην πολύκροτη ερώτηση για τη στάση του σε περίπτωση τουρκικής απόβασης σε «ελληνική» βραχονησίδα, ενώ ορθά επεσήμανε ότι η αποτροπή είναι το σημαντικότερο στοιχείο, εν τούτοις κατέληξε να περιγράφει μια διαχείριση της κατάστασης μέσω τηλεφωνημάτων και διαβημάτων, μην αναφέροντας το παραμικρό για το ΝΑΤΟ και την ανάγκη εξόδου από αυτό και της κοινής πάλης ελληνικού και τουρκικού λαού απέναντι στα ιμπεριαλιστικά σχέδια κάθε πλευράς στο Αιγαίο.
Παράλληλα η επιλογή των αγωνιστών και αγωνιστριών της Λαϊκής Ενότητας για τη συγκεκριμένη εκλογική συνεργασία με το ΜΕΡΑ 25, δείχνει να μην δικαιώνεται, εφόσον φάνηκε να μην μπορούν να το μετατοπίσουν προς τα αριστερά αλλά η ίδια η ΛΑΕ να προσαρμόζεται στο εκλογικό του πρόγραμμα. «Δεν θέλουμε τη δραχμή, δεν θα τους κάνουμε τη χάρη να φύγουμε από την ΕΕ, ποτέ δεν θα φύγουμε από την ΕΕ, να φύγουν αυτοί», έλεγε ο Γιάνης Βαρουφάκης σε συνεδρίαση της Κ.Ε του κόμματος τον Απρίλη. Ως ενδεχόμενο που απαιτεί προετοιμασία και όχι ως στόχος παρουσιαζόταν η έξοδος από την ευρωζώνη από στέλεχος της ΛΑΕ τον Μάιο.
Στοιχεία που δείχνουν ότι οι εκτιμήσεις περί έλλειψης πολιτικής σύγκλισης και οργανωτικής ισοτιμίας για μια εφ’ όλης της ύλης συνεργασία με το προσωποκεντρικό ΜΕΡΑ 25 από τις δυνάμεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς, δεν ήταν αποτέλεσμα δισταγμού ή στείρας άρνησης. Γιατί όσο λανθασμένη κι αν είναι η συνήθεια να απαιτούμε από τη διπλανή μας δύναμη εντός της Αριστεράς να έχει τη δική μας τοποθέτηση σαν να πρόκειται για εμάς, αντίστοιχα λάθος είναι και το να απαιτούμε η κάθε δύναμη να αντιμετωπιστεί σαν εμάς, ενώ δεν λέμε τα ίδια πράγματα. Δεν είναι τυχαία άλλωστε η διατύπωση του ΜΕΡΑ 25 – Συμμαχία για τη Ρήξη στην διακαναλική του ενόψει των εκλογών του Ιουνίου όπου «ζητά την ψήφο του προοδευτικού κόσμου ως η μόνη κοινοβουλευτική δύναμη πλουραλιστικής, οικολογικής, ενωτικής, κινηματικής, συμμαχικής Αριστεράς», με το βάρος εμφανώς να δίνεται στον χαρακτηρισμό «κοινοβουλευτική».
Αντίθετα η επιλογή μιας πλατιάς εκλογικής συνεργασίας των δυνάμεων της μαχόμενης ριζοσπαστικής, αντικαπιταλιστικής και κομμουνιστικής Αριστεράς, θα μπορούσε να διαμορφώσει μια άλλη δυναμική για τη συγκρότηση μιας μάχιμης λαϊκής αριστερής αντιπολίτευσης απέναντι σε όποια κυβέρνηση προέκυπτε. Ανάγκη στην οποία βέβαια δεν ανταποκρίθηκαν και οι δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, που επέλεξαν ένα μοναχικό δρόμο εκλογικής καταγραφής.
Το κρίσιμο, όχι για την επόμενη κάλπη αλλά για την επόμενη μέρα της μαχόμενης αντικαπιταλιστικής, ριζοσπαστικής και κομμουνιστικής Αριστεράς, είναι το αν θα μπορέσουν να συγκεντρωθούν δυνάμεις πάνω σε ένα πρόγραμμα και πλαίσιο πάλης που θα μάχεται με πίστη ότι στο σήμερα μπορούν να αποσπασθούν νίκες, ανοίγοντας όμως δρόμους (και μιλώντας και παλεύοντας γι’ αυτούς) για την ανατροπή κρίσιμων αιχμών της επίθεσης του αντιπάλου (έξοδος από ΕΕ-ΕΥΡΩ-ΝΑΤΟ, διαγραφή χρέους, εθνικοποίηση χωρίς αποζημίωση και με εργατικό και δημοκρατικό έλεγχο των δημόσιων αγαθών κλπ.).
Το αν θα υπηρετηθεί αυτή η ανάγκη θα κρίνει τελικά, το αν μπορούν να μπουν αναχώματα στην παντοδυναμία της κυβέρνησης και όχι το πώς και από ποιους θα συγκροτηθεί η επόμενη Βουλή. Στοιχείο το οποίο σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αφήνει ανεπηρέαστο έναν αριστερό άνθρωπο – πολύ περισσότερο όταν κρίνεται η αυτοδυναμία μια κυβέρνησης όπως αυτής της ΝΔ, δεν μπορεί όμως να αποτελεί το μοναδικό ή το βασικό κριτήριο, με βάση το οποίο θα κριθεί η εκλογική του στάση.