H ιστορία είναι άτιμο πράγμα, θα γελούσε με την καρδιά της ακούγοντας την πρόεδρο της δημοκρατίας Κ. Σακελλαροπούλου, τον πρωθυπουργό Κ. Μητσοτάκη, τον άρτι αφιχθέντα από τις ΗΠΑ πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ Στ. Κασελλάκη να καταδικάζουν με αποτροπιασμό τα «εγκλήματα» των Παλαιστινίων. Είναι οι ίδιοι που πριν λίγες μέρες στις 23 Σεπτέμβρη με ανακοινώσεις τους μνημόνευαν, έμπλεοι εθνικής υπερηφάνειας, την επέτειο της κατάληψης της Τρίπολης από τους επαναστάτες του 1821. Ας γυρίσουμε λοιπόν το χρόνο πίσω, ας μιλήσουμε για την Τρίπολη μέσα από τα λόγια των ίδιων των πρωταγωνιστών.
Ποια πολιορκία; Το μεγάλο παζάρι!
Στην πραγματικότητα η πολιορκία ήταν ένα μεγάλο παζάρι. Πρωταγωνιστές ήταν οι Μανιάτες και οι Αλβανοί μισθοφόροι, οι οποίοι με τη σειρά τους προσπαθούν να βγάλουν κέρδος μεταπωλώντας τα εφόδια στους υπόλοιπους πολιορκημένους.
Γράφει ο Olivier Voutier: «Έλληνες και Τούρκοι αγόραζαν και πουλούσαν διάφορα πράγματα. Ειδικότητα στο παράξενο αυτό παζάρι είχαν αναπτύξει και πάλι οι Μανιάτες, που λάτρευαν το χρήμα, περισσότερο από ό,τι μισούσαν τους Τούρκους».
Ο μόνος που αντέδρασε σε αυτήν την αθλιότητα ήταν ο Δημήτριος Υψηλάντης. Στις 6 Σεπτεμβρίου εκδίδει ένα πολύ σημαντικό κείμενο που -όχι τυχαία – αγνοείται από τη συστημική ιστοριογραφία.
«Ο σκοπός δια τον οποίον πολεμούμεν, είναι η ελευθερία της πατρίδας, ήγουν να ελευθερώσωμεν από την τυραννίαν των απίστων Αγαρηνών τον εαυτόν μας, τας γυναίκας μας, τους γονείς μας, τα τέκνα μας, την πίστιν μας, και να ζώμεν με νόμους δικαιοσύνης… Η αισχροκέρδεια όμως έκαμε πολλούς να παραβούν τας προσταγάς μας, προτιμώντες οι αχρείοι και ασυνείδητοι ολίγον άτιμο κέρδος περισσότερον παρά την σωτηρίαν της πατρίδος μας».
Ο μόνος, γιατί όλοι οι άλλοι οπλαρχηγοί πρωταγωνιστούν στη λαφυραγωγία. Μην βιαστούμε να τους καταδικάσουμε, στον κώδικα ηθικής τους δεν ήταν κατ’ ανάγκη επιλήψιμο. Σύμφωνα με τους ξένους ιστορικούς «οι Μαυρομιχαλαίοι, η Μπουμπουλίνα, ο Κολοκοτρώνης και οι υπόλοιποι οπλαρχηγοί κατάφεραν να κάνουν περιουσίες μέσα σε λίγες μέρες με αυτές τις κατάπτυστες δοσοληψίες».
Τελικά…πώς πήραμε την Τρίπολη;
Ο Samuel Howe: « Τους πήγαν [τους απεσταλμένους] στο στρατηγείο του Κολοκοτρώνη. Οι Τούρκοι ήθελαν πολύ να διαπραγματευτούν με τον Υψηλάντη ή κάποιον άλλον από τους Ευρωπαίους, για να ‘ναι βέβαιοι ότι θα τηρήσει τους όρους της συμφωνίας. Αλλά ο Κολοκοτρώνης δεν ήθελε κανέναν. Είχε αποφασίσει να μην αφήσει τους θησαυρούς του κάστρου να πάνε στο δημόσιο ταμείο και σ’ αυτό θερμά συνηγόρησαν και οι άλλοι αρχηγοί. Υποσχέθηκε στους Τούρκους ότι θα τα τακτοποιήσει όλα και ότι θα τους εξασφάλιζε τη μεταφορά τους στην Ασία. Πήρε πλούσια δώρα σε διαμάντια και άλλα κοσμήματα και εν συνεχεία έγινε ανακωχή για δύο μέρες. Οι πλούσιοι Τούρκοι επωφελήθηκαν απ’ την ανακωχή για να συνεννοηθούν προσωπικά με τον Κολοκοτρώνη και τους άλλους αρχηγούς. Τον γέμισαν λεφτά, αργυρά σκεύη και κοσμήματα, ανυπολόγιστης αξίας. Θυσίαζαν μέρος από τα πλούτη τους για να διασώσουν τα υπόλοιπα, πιστεύοντας ότι έτσι θα κερδίσουν την εύνοια των Ελλήνων αρχηγών. Γαϊδούρια και άλογα, φορτωμένα με ασημένια επιτραπέζια σκεύη και άλλα είδη πολυτελείας, φυγαδεύτηκαν τη νύχτα από τους Έλληνες αρχηγούς και στάλθηκαν στα σπίτια τους με γερή συνοδεία. Οι στρατιώτες, όμως, βλέποντάς τα, άρχισαν ν’ αγανακτούν, γιατί έχαναν τη λεία μέσα από τα χέρια τους».
Αυτή η τελευταία φράση είναι η όλη η ουσία. Ο φόβος πως οι οπλαρχηγοί θα καρπωθούν όλα τα λάφυρα οδηγεί πολλούς να ανέβουν στα τείχη και δίνουν το γενικό σύνθημα, υψώνοντας μια σημαία με το σταυρό. Ακολουθεί γενική έφοδος, δεν υπάρχει στόχος ή σχέδιο, δεν υπάρχει αντίσταση. Πρόκειται για ένα σαφάρι για λάφυρα από ένα αποχαλινωμένο πλήθος που επιδίδεται σε μια απίστευτη σφαγή. Επί τρεις ημέρες οι Έλληνες σφαγιάζουν χιλιάδες άμαχους, Τούρκους και Εβραίους. Γυναίκες, παιδιά, βρέφη, γέροντες.
Ο ακαδημαικός Διονύσιος Κόκκινος γράφει:
«Τα σπίτια που αντιστέκονταν, κυριεύονταν το ένα μετά το άλλο. Και εκεί ακολουθούσε μεγαλύτερη αγριότητα. Γυναίκες, κορίτσια, παιδιά ρίχνονταν από τα παράθυρα στο δρόμο ή από τους Έλληνες ή από την αλλοφροσύνη της απελπισίας τους και έβρισκαν έτσι ταχύτερο θάνατο από την κατακρήμνιση. Το αίμα έτρεχε από παντού. Οι δρόμοι άρχισαν να καλύπτονται από πτώματα και από τραυματισμένους. Νεαρές οθωμανές παρθένες που δεν είχε δει ποτέ το πρόσωπό τους ανδρικό μάτι, ρίχνονταν γυμνές στους δρόμους. Άλλα σπίτια, καλά αμπαρωμένα εσωτερικά, πυρπολούνταν και οι ένοικοι έπεφταν από τα παράθυρα στους δρόμους για να γίνουν στόχος βολής αυτών που περίμεναν έξω και να κατακρεουργηθούν από τα σπαθιά τους. Εκκλήσεις τρυφερών όντων ακούγονταν, μητέρων για τα παιδιά τους, κοριτσιών για τις μητέρες τους, αλλά δεν εύρισκαν απέναντί τους τίποτε άλλο παρά τον πικρό σαρκασμό των νικητών, την οργή της εκδίκησης, την απάνθρωπη χαρά του αίματος, που όταν αρχίσει γίνεται άγρια, ακόρεστη δίψα».
Οι εκτιμήσεις για τον αριθμό των σφαγιασθέντων ποικίλουν. Από 10.000 ως και 32.000. Την τρίτη ημέρα της σφαγής, στις 26 Σεπτεμβρίου, σφαγιάστηκαν οι τελευταίες χιλιάδες ανθρώπων – κυρίως γυναίκες μαζί με τα παιδιά τους – που είχαν βγει από τα τείχη της πόλης λίγες ημέρες νωρίτερα και είχαν εγκλωβιστεί ανάμεσα στα στρατεύματα, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να γλιτώσουν
Οι Ευρωπαίοι φιλέλληνες έγραψαν:
Ο François Pouqueville: «μονάχα αν βάλει κανείς στον νου τους τις χειρότερες βιβλικές καταστροφές όπου σφάζανε ακόμη και τα κατοικίδια ζώα, θα έχει μια πιο πιστή εικόνα της σφαγής της Τριπολιτσάς».
Ο William St. Claire: «Πολύ πάνω από δέκα χιλιάδες Τούρκοι πέθαναν. Αιχμάλωτοι τους οποίους υποπτευόταν οι Έλληνες ότι έκρυβαν τα χρήματά τους βασανίστηκαν βίαια. Τους ξερίζωσαν χέρια και πόδια και τους σούβλισαν αργά πάνω σε φωτιές. Άνοιγαν τις κοιλιές των εγκύων γυναικών, τους έκοβαν τα κεφάλια και έβαζαν κεφάλια σκυλιών ανάμεσα στα πόδια τους. Από την Παρασκευή ως την Κυριακή ο αέρας ήταν γεμάτος από κραυγές. Ένας Έλληνας καυχάτο ότι έσφαξε ενενήντα αμάχους. Οι Eβραίοι της πόλης υπέστησαν συστηματικούς βασανισμούς. Επί εβδομάδες μετά λιμοκτονούντα παιδιά Τούρκων που έτρεχαν αβοήθητα μέσα στα χαλάσματα σφαγιάσθηκαν και πυροβολήθηκαν από ενθουσιώδεις Έλληνες… Όλα τα πηγάδια μολύνθηκαν από τα πτώματα που είχαν πέσει μέσα».
Ο Maxim Reubaud: «Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι από πτώματα σε αποσύνθεση. Οι Έλληνες ορμούσαν κατά μάζες από όλα τα σοκάκια. Το αίμα έτρεχε από όλες τις μεριές όταν μπήκαμε στην πολιτεία. Τα σοκάκια ήταν γεμάτα άπιστους που ψυχορραγούσαν. Βλέπαμε να εκσφενδίζονται από τα παράθυρα γυναίκες, κορίτσια και παιδιά […] Κραυγές ετοιμοθανάτων, άγρια ξεφωνητά των νικητών. Πόνος και μίσος αξεδιάλυτα. Είχαν όλοι αφηνιάσει. Δεν λογάριαζαν τις προσταγές των αρχηγών τους. Ήλθε η σειρά τους να επωφεληθούν από τα θύματα […] Οι γυναίκες του χαρεμιού παραδόθηκαν από τους Αρβανίτες στο σώμα του Αναγνωσταρά. Τις οδήγησαν σε έναν κήπο. Εκεί πήγαν και τους επίσημους Τούρκους. Όσοι δεν είχαν αξίωμα σφάχτηκαν ή ρίχτηκαν στις φλόγες. Οι Δερβίσηδες μιας μουσουλμανικής σχολής, που αντιστάθηκαν, κατακρεουργήθηκαν και τα μέλη τους διασκορπίστηκαν παντού».
Αλλά και οι Έλληνες ιστορικοί περιέγραψαν την ίδια φρίκη.
Ο Ιωάννης Φιλήμων: «Γυναίκες ων η λευκότης διεφιλονείκει και προς αυτήν την χιόνα, νεανίδες, ων ουδ’ ο θάνατος κατεμάρανε την χιόνα, βρέφη, τα μεν χειραπτάζοντα τους μαστούς και βαβάζοντα, τα δε το στόμα έχοντα επί μαστού αιμοφύρτου, νέοι, γέροντες, άντρες, ανάμικτοι κατέκειντο θέαμα βαρυπενθές… Ιδίως δε η εκ της πύλης των Καλαβρύτων μέχρι του σατραπείου λεωφόρος από λιθοστρώτου μετεσχηματίσθη, ιν’ είπωμεν, εις πτωματόστρωτον, και ουθ’ ο πεζός, ουθ’ ο ίππος επάτει επί της γης, αλλά επί πτωμάτων».
Ο Σπυρίδων Τρικούπης: «H ημέρα της αλώσεως της πρωτευούσης της Πελοποννήσου ήτον ημέρα καταστροφής, πυρκαϊάς, λεηλασίας και αίματος. Άνδρες, γυναίκες, παιδία, όλοι απέθνησκον, άλλοι φονευόμενοι, άλλοι εις τας αναφανείσας εν τη πόλει φλόγας ριπτόμενοι, και άλλοι υπό τα καταπίπτοντα στεγάσματα και πατώματα των καιομένων οικιών καταθλιβόμενοι. Η δε δίψα της εκδικήσεως κατεσίγαζε την φωνήν της φύσεως. Εν ταις οδούς, εν ταις πλατείαις, παντού δεν ηκούγοντο ειμή μαχαιροκτυπήματα, πυροβολισμοί, πάταγοι κατεδαφιζομένων οικιών εν μέσω φλογών, φρυάγματα οργής και γόοι θανάτου. Εστρώθη το έδαφος πτωμάτων και οι περιφερόμενοι πεζοί και ιππείς δεν επάτουν ειμή αποθνήσκοντας ή αποθανόντας. […]. Την δε τρίτην εθανατώθηκαν εκτός της πόλεως και όσοι πεινώντες ή διψώντες εξήλθαν προ της αλώσεως»
Ο ίδιος o Θεόδωρος Κολοκοτρώνης στα Απομνημονεύματά του: «Tο ασκέρι όπου ήτον μέσα το ελληνικό έκοβε και εσκότωνε από Παρασκευή έως Κυριακή, γυναίκες, παιδιά και άντρες, 32.000, μια ώρα ολόγυρα της Τριπολιτσάς».
Ο Διονύσιος Κόκκινος: «Η φρενίτις εκείνη της φυλετικής εκδικήσεως δεν εγνώρισεν όρια. Έφτασε μέχρι των τάφων. Το τουρκικόν κοιμητήριον ανεσκάφη, και οστά και νεκροί ταφέντες προ ολίγου καιρού ερρίφθησαν εις τους δρόμους».
Γιατί αυτή η φρίκη;
Δεν υπάρχει φυσικά μόνο μια αιτία.
Ο καθηγητής Γ. Μαργαρίτης υποστηρίζει πως: «Ήταν μια κοινωνική αντίδραση η φωτιά και το μαχαίρι στην Τριπολιτσά. Ήταν η αντίδραση φτωχών σε σχεδιασμούς ισχυρών και πλουσίων. Η έφοδος αυτή υπήρξε, σε αυτό το πρώτο στάδιο της επανάστασης, το γεγονός που έφερε βαθύ κοινωνικό αποτύπωμα. Οι πολλοί προσπάθησαν να εγγράψουν την παρουσία τους στην ιστορία με τον τρόπο που επέτρεπαν η εποχή και οι πολιτικές τους δυνατότητες. Δια της καταστροφής και του θανάτου.
Οι ευρωπαίοι ιστορικοί μιλούν για «σχέδιο εθνοκάθαρσης».
Ο George Finlay υποστηρίζει πως η εξόντωση των Μουσουλμάνων στις αστικές περιοχές ήταν το αποτέλεσμα προμελετημένου σχεδίου και προήλθε από τις συστάσεις ανθρώπων των γραμμάτων, παρά από τα εκδικητικά συναισθήματα του λαού.
Ο William St. Claire: «;Oργιο γενοκτονίας… η σφαγή σταμάτησε μόνον όταν δεν υπήρχαν πλέον Τούρκοι για να σκοτωθούν…».
Ο Jurien de La Gravière σημειώνει χαρακτηριστικά: «Σε λιγότερο από ένα μήνα, πληθυσμός είκοσι χιλιάδων ψυχών, διασκορπισμένος στους αγρούς της Ελλάδας, είχε εξαφανιστεί. Η εξολόθρευση ήταν, βεβαιωμένα, προμελετημένη, και αποτελούσε μέρος των σχεδίων της Εταιρείας. Άνδρες, γυναίκες και παιδιά, κανένας δε γλύτωσε από την έκρηξη του ηφαιστείου».
Ο Gustav Hertzberg : «Οι χριστιανοί δεν μπορούν πια να ζουν μαζί με τους Τούρκους”, αυτή η φράση και το τραγούδι “Τούρκος μη μείνει στο Μοριά μηδέ στον κόσμο όλο” έγιναν τα συνθήματα του κινήματος. Και μέσα στις τέσσερις βδομάδες, σφάχτηκαν στους κάμπους του Μοριά και στα χωριά του 15.000 περίπου μουσουλμάνοι, εν ψυχρώ και χωρίς διάκριση ηλικίας και φύλου, και καταστράφηκαν τρεις χιλιάδες τούρκικα σπίτια».
Ο καθένας μπορεί να βγάλει τα συμπεράσματά του, ο γράφων υποστηρίζει πως σε όλες τις ερμηνείες βρίσκουμε ποσοστό αλήθειας. Ας σταθούμε όμως στην «επίσημη», αυτή που ως και σήμερα είναι η επικρατούσα:
Ο Σ. Τρικούπης: «Εφαίνοντο δε οι Έλληνες ως θέλοντες να εκδικηθώσιν εν μία ημέρα αδικήματα τεσσάρων αιώνων».
Ο Φ. Φωτάκος: «Δεν τους εσκότωσαν λοιπόν από ωμότητα οι Έλληνες τους Τούρκους, καθώς η πολιτισμένη Ευρώπη μας εκατηγόρησεν, ούτε δια κανέναν άλλον σκοπόν, αλλά από δικαίαν εκδίκησιν την οποίαν έτρεφον εναντίον των».
Ο Ι. Φιλήμωνq «Αλλ΄υπήρξε ποτέ επανάστασις κατά εξουσίας τυραννικής και ταύτης αλλοεθνούς, αλλοθρήσκου και αλλογλώτου, μη συνοδευθείσα μεθ΄ όλων των σκληρών χαρακτήρων και των συνεπειών εκείνων, οίας προκαλούσι, τας μεν φύσει, τας δε εκ περιστάσεων απροόπτων, τα παθήματα του παρελθόντος και η ανάγκη του παρόντος…»
Αυτή είναι η «επίσημη θέση» του ελληνικού εθνικού αφηγήματος για ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα πολέμου στην ιστορία της ανθρωπότητας, όχι μόνο της Ελλάδας. Μπορούμε να τη δεχθούμε ή όχι. Το σίγουρο είναι πως δεν μπορούμε να δεχθούμε την απύθμενη υποκρισία όλων αυτών που σήμερα καταδικάζουν «μετά βδελυγμίας» τους Παλαιστίνιους, λίγες μέρες μόνο μετά την «απόδοση τιμών» σε όσους και όσες πρωταγωνίστησαν σε αυτό το φριχτό έγκλημα.
Και είναι διπλά υποκριτές γιατί στην περίπτωση των Παλαιστίνιων οι ωμότητες που διαπράχθηκαν ήταν όντως αποτέλεσμα του απεγνωσμένου μίσους που γέννησε η Ισραηλινή βαρβαρότητα. Στην Τρίπολη όλα συνηγορούν πως τα κίνητρα ήταν πολύ πιο ταπεινά.
Επίλογος
Είναι βέβαιο πως θα ακουσθεί, με ανακριτικό ύφος, το ερώτημα που έχει επιβάλει ως κυρίαρχο στον δημόσιο διάλογο ο εσμός των ελεγχόμενων ΜΜΕ: «Δηλαδή δικαιολογείτε τη Χαμάς;».
Δικαιολογούμε τον αγώνα των Παλαιστινίων, αυτού του λαού που έχει υποφέρει τα πάνδεινα. Όσο για τις συγκεκριμένες πράξεις, όχι δεν τις δικαιολογούμε.
Ας δούμε τί έγραφε ο Δημήτρης Φωτιάδης, σχολιάζοντας την πράξη του Καραϊσκάκη να κόψει 800 κεφάλια νεκρών Τούρκων και να «χτίσει πύργο», μετά τη μάχη της Αράχοβας: «Όχι, μας είναι αδύνατον να αποδεχθούμε τη σκοπιμότητα μιας τέτοιας φρίκης. Δεν μπορείς να ονομάζεις βάρβαρους τους άλλους και όμως να ακολουθάς τις συνήθειες τους».