Την Τετάρτη το βράδυ, παρουσιάστηκε η ποιητική συλλογή του Γιώργου Παυλάκη «Περασμένα παραμύθια» (εκδόσεις Καστανιώτη). Ο Γιώργος Παυλάκης ήταν, ως φοιτητής της Ιατρικής, ένας από τους κύριους οργανωτές του ιατρείου στο Πολυτεχνείο το 1973. Εν συνεχεία έγινε γνωστός ως γιατρός ερευνητής του Εθνικού Ινστιτούτου Καρκίνου των ΗΠΑ, με πολλές σπουδαίες ανακαλύψεις το ενεργητικό του. Στα ποιήματά του, δεν εκφράζει μόνο τη βαθύτατη ευαισθησία του για την ανθρώπινη κατάσταση, αλλά και το σημάδι που άφησε στον ίδιο, στη γενιά του και σε όλους η εξέγερση του 1973. Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η ομιλία της Ιωάννας Καρυστιάνη στην παρουσίαση, την οποία και παραθέτουμε ολόκληρη.
Τηλεφωνεί από την Ουάσιγκτον στις 11 το βράδυ επειδή καίγεται να συζητήσει διεξοδικά επί μια μιάμιση ώρα για τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ή για τη δουλοπαροικία του Βυζαντίου.
Μελετάει την ιστορία μέσα από πανδημίες που σε πολύ προηγούμενους αιώνες ξεκλήρισαν πολιτισμούς στις πέντε ηπείρους.
Μιλώντας για Ινδιάνους και Αβορίγινες, για αφρικανικές φυλές, χώνει ανάμεσα ταιριαστούς στίχους του Κορνάρου, του Σεφέρη, του Αναγνωστάκη, της Δημουλά, του Πατρίκιου, του Σαββόπουλου, αναφέρει την Πολύ Πάνου, τη Φαραντούρη, τον Μητσιά, το Κυπριακό, το Μεσανατολικό, την Παλαιστίνη, το ΝΑΤΟ, τα διαχρονικά αδιέξοδα, την κυρίαρχη πλέον επιταγή των νέων καιρών, μπίζνες πρώτ’ απ’ όλα, πάνω απ’ όλα.
Ακούει υπομονετικά μύχιες εκμυστηρεύσεις για σακιά που κουβαλάμε σε ώμους λυγισμένους πια και μπαίνει αμέσως στο νόημα, αφού θα ’χει και δικά του, σ’ αυτή τη ζωή ο καθείς και το σακί ή το σακουλάκι του.
Σε κανένα τηλεφώνημα δεν ξεχνάει να ρωτήσει για φίλους και γνωστούς που δοκιμάζονται από καρκίνους και λοιπές κωλοαρρώστιες, πρόθυμος να συστήσει τους κατάλληλους γιατρούς, να βοηθήσει όσο γίνεται από μακριά, που πάντα κάτι γίνεται, πολλές φορές όλα.
Η πιο μεγάλη αρετή του ανθρώπου είναι να ’χει καρδιά λέει ο Λειβαδίτης, στίχος που μακάρι να τον ήξερα από γεννησιμιού μου κι ας μην είχε ακόμη γραφτεί, έγινε πάντως ο πήχυς μου για τους ανθρώπους η καλοσύνη τους.
Αυτή η πλευρά του Παυλάκη, ή έγνοια του για όσους υποφέρουν, η στράτευσή του στο πλευρό τους, στο δικό μου το μυαλό είναι ατόφια ποίηση.
Να όμως που έχομε στα χέρια μας, όμορφα τυπωμένα από τον Καστανιώτη, και τα ποιήματα του Παυλάκη.
Ο Ναμπόκωφ έλεγε πως το καλό βιβλίο γράφεται με το πάθος του επιστήμονα και την ακρίβεια του καλλιτέχνη.
Ιδού λοιπόν, δυο σε ένα, και επιστήμονας και ποιητής, ο Γιώργος Παυλάκης, του Νικολάου και της Ελένης.
Αναρωτήθηκα τι του ήρθε στα εβδομήντα φεύγα να επιθυμήσει έκδοση, και παρουσίαση σε κόσμο, και διαδικτυακή κάλυψη, και να υποστεί και αυτού του είδους την αγωνία μέσα σε τόσες άλλες, εδώ και σαρανταπέντε χρόνια τουλάχιστον, που έχουν να κάνουν με σωματική φθορά, με πολύ θάνατο, με τρελές προσδοκίες, με μεγάλες ευθύνες, με σφοδρό ανταγωνισμό για τα απαραίτητα δεκάδες και εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια της έρευνας.
Υπάρχουν άνθρωποι που δεν αντέχουν την επιτυχία τους, που την δικαιούνται, εάν υπάρχει νόημα. Ενοχικός λοιπόν επειδή έσκισε τόσο πολύ στην επιστημονική έρευνα, οπότε αποφασίζει να εκτεθεί και να ρισκάρει σε διαφορετικό πεδίο, εκεί όπου σε κοινή θέα σκάνε πολλές νάρκες αποτυχίας.
Μήπως έκκληση σε όσους τον βλέπουν κυρίως σαν ένα πρωτοκλασσάτο μυαλό σε πρωτοποριακές έρευνες και πειράματα, να δουν και την άλλη του πλευρά, τη σκέτα ανθρώπινη, δίχως τις περγαμηνές, τις δάφνες και τα υψηλά πόστα που δημιουργούν απόσταση, που δεν ευνοούν την ισότιμη σχέση;
Οι στίχοι φέρουν νοήματα, και τα νοήματα νήματα σχέσεων είναι, και όλοι εδώ ξέρουμε πως ο Γιώργος λαχταρά να κρατάει ζωντανές σχέσεις ιδίως από τα φοιτητικά του χρόνια, ει δυνατόν ποτέ να μην ξεκόψει, ποτέ να μην αποσυσχετιστεί από τις τότε καθοριστικές εμπειρίες, τα κορυφαία συναισθήματα.
Γιώργο, όχι παρουσίαση τέτοιες μέρες, επέτειο των 50 χρόνων από την εξέγερση κατά της στρατιωτικής δικτατορίας το Νοέμβριο του 1973, τον έπρηξα. Ρε Γιώργο, άφησε το χώρο στα βιβλία τα σχετικά με τα τότε γεγονότα, του Σορολοπίδη, του Καλλιβρετάκη, του Λυγερού, του Παπαχρήστου, του Δαφέρμου, ίσως υστερόγραφα γενιάς, ίσως κύκνειο άσμα κατά το Νίκο Σηφιανό. Επέμενε και δεν έπιανα το λόγο, το βαθύτερο λόγο αυτής της επιμονής, ίσως παρεξηγούσα κιόλας τα πράγματα.
Διάβασα και ξαναδιάβασα τους στίχους του, αρχικά σφιγμένη, με προσωπική ανασφάλεια. Τι να του πω για ποίηση η ανεπαρκής εγώ, ίσως και με προστατευτική διάθεση, ελπίζοντας ο αγαπημένος σύντροφος να μην την έχει ψωνίσει.
Η αληθινή ποίηση δεν σηκώνει τον κομπασμό. Αυτό το πέτυχε, σκέφτηκα. Δεν κουνάει το δάχτυλο σε κανέναν. Κι αυτό το πέτυχε. Δεν επιζητεί έγκριση σε παραφουσκωμένες απολογίες, δεν εκμεταλλεύεται τη γοητεία της θλίψης, δεν σνομπάρει τον καϋμό, δεν τελεσιδικεί, δεν προκύπτει από στρατηγική.
Τα «Περασμένα παραμύθια» απέχουν από όλα αυτά και δεν κάνουν τη χάρη σε εξεζητημένα γλωσσικά σχήματα, οι λέξεις είναι απαλές, θα έλεγα απλώς καίριες όταν ζωγραφίζουν έρωτες και καύλες, ήσυχες όταν περιγράφουν έμψυχα και άψυχα τοπία, ακριβείς όταν βουτάνε στα βαθειά της ύπαρξης έως τον πάτο, τη θνητότητα.
Δε γίνεται λογοτεχνία δίχως να παλέψεις με το θεριό, με το κεφάλαιο σωθικά, εκεί που νιώθεις τον πόνο και το νόημα του πόνου ως τα τρίσβαθα. Ο Παυλάκης το παλεύει με ταπεινοφροσύνη, το γυρεύει θαρρείς απελπισμένα.
Με φωνή σιγανή, ώρες-ώρες και αβέβαιη θα ’λεγα, με παύσεις, ο εφευρέτης πριν από 24 χρόνια των MRNA εμβολίων, μας προτείνει και το εμβόλιο για αισθαντική συμμετοχή στην πολύπλοκη, πολύσημη, πολύτιμη ανθρώπινη περιπέτεια, αυτό που και ο ίδιος είχε ανάγκη σε ζόρια και στραπάτσα στο διάβα του χρόνου.
Δίκιο έχει, οι καλοί στίχοι είναι ύψιστη μορφή αλληλεγγύης.
«Μνήμες μαραμένες που σ’ εσάς ξαναγυρίζω, δε βρήκα ποτέ νόημα…» σελ. 12, ποίημα “The cruelty of objects”.
«… μα τα ’χω πει αυτά που θα ’θελα ή που θέλανε, πειθήνια στων τραγικών τα μέτρα», σε΄18, ποίημα «Μήδεια».
«… ακόμα τρώμε το θεό μας και τρωγόμαστε», σελ. 21, ποίημα «Από μια επίσκεψη στο Μουσείο».
«Στη λύπης το πιο μέσα μέρος ακουμπώντας…» σελ. 27, ποίημα «Νεκροί» και από το ίδιο, έξοχο πιστεύω, ο στίχος, «Ασ’ τους να σβήσουν το καντήλι και να ξαποστάσουν».
Στη σελ. 29 και στο ποίημα «Πολυφωνία στην Άνδρο» ο Παυλάκης κρυφακούει τον καυγά του γιασεμιού με το νυχτολούλουδο και αποφαίνεται, «εμείς βγήκαμε από αυτή τη γη και της ταιιριάζουμε»
Στη σελ. 40, ποίημα «Ο δρόμος το σούρουπο», γράφει, «δεν ξέρουμε να πούμε όσα νιώσαμε», στίχος που εκφράζει πολλούς, σίγουρα πολλούς.
Βαστώντας «τις αξίνες της μνήμης» όπως τις λέει στη σελίδα 41, σκάβει τα 50χρονα «του άλλου ξερριζωμού» και ξέρουμε ποιον εννοεί, και στη σελίδα 48, όπου λέει «που να γαντζωθείς πια τώρα που φεύγεις», στίχος με σπαραγμό καθόλου ηχηρό, εννοείται, στίχος πολλών που δε βρήκαμε να γαντζωθούμε κάπου ασφαλείς, ευπροσάρμοστοι και γαληνεμένοι μετά τη συγκλονιστική και σχεδόν απόκοσμη εμπειρία υπέρβασης που ζήσαμε το Νοέμβριο του ’73, τότε που μάθαμε να φοβόμαστε δίχως να κάνουμε πίσω, να λέμε μεγάλα λόγια και να τα πιστεύουμε λέξη προς λέξη.
Ο Παυλάκης λειώνει από νόστο. Στην ουσία, ποτέ δεν έφυγε για αλλού. Μπορεί εδώ και 48 χρόνια να ζει στην Αμερική, αλλά δε γράφει στίχους που να το δείχνουν. Ούτε ο γύρος του κόσμου πρωταγωνιστεί στην ποίησή του κι ας έχει τον κάνει εκατό φορές ταξιδεύοντας για ιατρικά συνέδρια και γενικά επαγγελματικές υποχρεώσεις. Σπουδάζει ξένες πολιτείες, ξένους λαούς και δεν αφήνει να του ξεφύγουν γνώσεις κάθε είδους, διεθνής πολιτική κατάσταση, κοινωνική ανθρωπολογία, τεχνολογία, τεχνητή νοημοσύνη. Αλλά εφαλτήριο της λογοτεχνικής του δουλειάς, θεμέλιο ύπαρξης για κείνον και απόγειο διαύγειας που καταυγάζει κάθε πτυχή των πεπραγμένων του, είναι το τριήμερο της εξέγερσης του ’73, πλούσιο σε ενότητα, άφαντη έκτοτε, σε ανιδιοτέλεια που το είδος της μεταπολίτευσης είχε στόχο να την ροκανίσει και σε ανθρωπιά, αυτή όταν χρειάζεται ανασταίνεται και πάντως είναι η ειδικότητά του.
Σκέφτομαι πως, όπου κι αν βρίσκεται, στην Κρήτη του, στην Κίνα, στη Βραζιλία, στην Κούβα, στον Καναδά, περνάει κάθε μέρα από το αυτοσχέδιο ιατρείο στο Πολυτεχνείο, εκεί που μαζί με άλλους συμφοιτητές του φρόντισαν όσο μπόρεσαν βαρειά τραυματισμένους από σφαίρες, άγγιξαν αίμα που γλιστρούσε ποτάμι μέσα από τα δάχτυλά τους, είδαν το εναγώνιο στερνό βλέμμα, άκουσαν επιθανάτιο ρόγχο, ένιωσαν πως είναι να ξεψυχάει άνθρωπος στα χέρια του.
Σίγουρα έτσι εξηγείται και ο τίτλος «Περασμένα παραμύθια», εξομολογητικός και οδυνηρός, από εκεί και αυτός ο ειρμός υφέρπουσας θλίψης με τη μεγαλύτερη δυνατή συστολή, ως πρέπει.
Συνειδητά ή όχι εκεί θα οφείλεται και η επιθυμία του Παυλάκη το βιβλίο να βγει τέτοιες μέρες, πάση θυσία Νοέμβριο μήνα.
Μήπως το παρακάνω σε συνειρμούς; Μήπως εκβιάζω παραλληλισμούς; Μήπως πιστεύω περισσότερα από όσα υπάρχουν στις σελίδες του;
Έτσι τον διαβάζω και έτσι με αγγίζει πολύ και βαθειά.
Και διαβάζοντάς τον θέλω να πω πως ένιωθα ότι υπάρχει ένα πολύ-πολύ δικό του αποτύπωμα, κάτι παράξενο, κάτι σοβαρό, αλλά τι είναι αυτό;
Μανιακός της μνήμης; Όχι.
Επίμονος συλλέκτης ματαιώσεων; Ούτε.
Καταγραφέας ολισθημάτων αφού έκτοτε μερικοί ξεστρατίσαμε, καθόλου ποιητικά μάλιστα.
Το έψαχνα.
Για μένα λοιπόν το αποτύπωμα του Παυλάκη, το πιο προσωπικό του στοιχείο, είναι η ευθραυστότητα.
Εύθραυστος όπως τα εικοσάχρονα πλάσματα που δεν αποφεύγουν να ζήσουν εμπειρία συντριβής.