18.6 C
Athens
Σάββατο, 4 Οκτωβρίου, 2025

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Μες στου Αιγαίου τα νερά αγγέλοι φτερουγίζουν

 

Στη μνήμη της Βιβής Προσκεφαλά (1952-2016)

 

 

 

Εκεί που φτερουγίζουν οι αγγέλοι κυλά και ο ιδρώτας από το λαιμό της Φανής, ποτίζει το βαμβακερό ύφασμα της στολής της, σχηματίζει μισοφέγγαρα στις μασχάλες της.

 

    Μια φίλη της την πήρε τηλέφωνο στο κινητό το καλοκαίρι του 2014.

    «Πού σε πετυχαίνω, Φανή;»

    «Στα Κύθηρα».

    «Μπράβο, Φανή! Επιτέλους πήγες κι εσύ μια φορά διακοπές».
    

Δεν κατάλαβε καλά η φίλη. Η Φανή δεν ήταν «μέσα» στα Κύθηρα, αλλά ανοιχτά των Κυθήρων, εργάτρια της θαλάσσης ήταν, εποχιακή καθαρίστρια στη θαλαμηγό μιας εφοπλίστριας. Τύχη ουρανοκατέβατη το να βρεις δουλειά τέτοιους καιρούς, μεροκάματο 50 ευρώ καθαρά και μαύρα σαν την πίσσα της παραλίας. Εφτά ήταν οι καμπίνες του σκάφους, που δεν έπρεπε να τις λένε καμπίνες αλλά δωμάτια, γιατί οι καμπίνες παραπέμπουν στο πλοίο της γραμμής που κι αυτό, με τη σειρά του, παραπέμπει στους κοινούς θνητούς κι όχι στους VIPs ή, έστω, στους ημι-βίπς. Εφτά δωμά, λοιπόν, και καμιά δεκαπενταριά νομά τα μέλη του πληρώματος, καπετάνιος, μηχανικός, ηλεκτρολόγος, ναύτες, μάγειρας και μαγερόπουλο, σερβιτόρος, καθαρίστριες ή καμαριέρες αν προτιμάτε. Σε κάθε επιβάτη αντιστοιχούσε περίπου μιάμιση ψυχή που τον υπηρετούσε. Φαϊ και ύπνος δωρεάν και η Φανή υπολόγιζε ότι, με τα χρήματα που θα συγκέντρωνε, θα πήγαινε στο συνεργείο το αυτοκινητάκι της που είχε τα χάλια του, θα πήγαινε η ίδια στον οδοντίατρο να στερεώσει τη γέφυρα που τραμπαλιζόταν, θα έκανε δώρα στους ανθρώπους που αγαπούσε. Και μετά και μετά, έχει ο Θεός, έχει η ταξική πάλη που ποτέ δεν σταματά.

    Η Φανή ήταν υπεύθυνη για την καθαριότητα των δωματίων. Άλλαζε καθημερινά τα σεντόνια, τα έβαζε στο πλυντήριο και μετά στο στεγνωτήριο, ενώ μια συνάδελφος είχε αναλάβει το σιδέρωμα. Δύο πλυντήρια και δύο στεγνωτήρια δούλευαν μέρα-νύχτα, μόνο που το γουργουρητό τους δεν έφτανε ούτε στο σαλόνι ούτε στα δωμάτια των επιβατών. Έφτανε όμως στ’ αυτιά της Φανής και όλων των άλλων που ζούσαν στον κάτω κόσμο της θαλαμηγού, έφτανε όπως δεν έφτανε των κυμάτων ο παφλασμός ή το κρώξιμο των γλάρων.

    Δεν την πείραζε ο διαχωρισμός στους πάνω και τους κάτω, παρ’ όλο που από έφηβη ήταν οργανωμένη στην αριστερά, στην πάλη για να καταργηθεί η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Δεν ονειρευόταν να καθίσει στο τραπέζι των κυρίων, να ξαπλώσει σε μια σεζλόνγκ στο κατάστρωμα, να τη δροσίσει η θαλασσινή αύρα, να πιει απ’ το καλό –και πάντα μετρημένο– κρασί, δεν ήθελε να καταργήσει τα όρια. Όμως ποτέ δεν ξεχνούσε το «αυτοί και εμείς», ήξερε ότι εδώ υπάρχουν δύο κόσμοι και ήξερε ποια ήταν η δική της θέση. Σφραγισμένος, κλειστός ο κόσμος των άλλων. Κλειστός και περήφανος ο δικός της κόσμος. Κλειστός ακόμα και απέναντι στα ταξικά αδέλφια της. «Μα να μην ξυπνάνε!» σκεφτόταν κι έσκαγε.

    Από εκλεκτό αιγυπτιακό βαμβάκι τα σεντόνια στα δωμάτια, έμοιαζαν με μεταξωτά, όμως τα σεντόνια του προσωπικού ήταν τραχιά και ανθεκτικά όπως στο δημόσιο νοσοκομείο. Ακόμα και το χαρτί υγείας στο σκάφος ήταν δύο ταχυτήτων, δύο ποιοτήτων, σαν το φτερό του κύκνου το ένα, στρατσόχαρτο του χασάπη θύμιζε το άλλο. Δυο λογιών ήταν και το ελαιόλαδο που ο μάγειρας έβαζε στο φαγητό: έξτρα παρθένο με σχεδόν μηδενική οξύτητα το ένα, άσ’ τα να πάνε, το άλλο.

    Κάποτε θα έγραφε τα απομνημονεύματά της, έλεγε στους φίλους της. Βαρύγδουπη λέξη, θα έγραφε για τη ζωή της. Όχι για την προσωπική της ζωή, αλλά για τη ζωή και τα μυαλά των αφεντικών έτσι όπως τα γνώρισε όταν καθάριζε τα σπίτια τους. Δεν ήθελε να ξεχάσει τις ξένες ζωές που πέρασαν μπροστά από τα μάτια της με την ίδια ταχύτητα που περνά το τοπίο όταν κολλάς το πρόσωπό σου στο τζάμι του τρένου. Θα έγραφε για τον διαζευγμένο νεόπλουτο μαλάκα που άφηνε την τετράχρονη κόρη του να πετά το γατί στην πισίνα. Ύστερα εκείνος βουτούσε στο νερό, έβγαζε το μουσκεμένο και κατατρομαγμένο ζώο, το έδινε στο παιδί, να παίξει ξανά. Το γατάκι ήταν μικρό, δεν είχε ακόμα βγάλει νύχια να γρατσουνίσει.

    Η Φανή δεν ταυτίστηκε με το γέλιο του παιδιού αλλά με το γατί. Και ήταν μια από τις λίγες φορές που απηύθυνε πρώτη το λόγο σε αφεντικό για ένα ζήτημα που δεν είχε σχέση με τα εργασιακά καθήκοντα.

    «Δεν είναι σωστό  να βασανίζετε το ζώο», του είπε σε τόνο αυστηρό.

    «Το ξέρω», ήταν η απάντηση. «Μα αν είναι να γελάσει η Βασούλα…»

    Γιατί η Βασούλα, το παιδί των χωρισμένων γονιών, δεν γελούσε σχεδόν ποτέ και φαίνεται πως μόνο το μαρτύριο του γατιού την έκανε να ξεχνά το φόβο και την αντιπάθεια για τον πατέρα της, όμως αυτός ήταν λάθος τρόπος να ξεχνάς, δεν ήταν;

    Δεν ξαναπήγε να δουλέψει σε εκείνο το σπίτι η Φανή. Για την ακρίβεια, δεν ξαναπήγε να δουλέψει σε σπίτι με τετράποδα. Η Φανή δεν μισούσε, δεν αντιπαθούσε τα αφεντικά που πέρασαν από τη ζωή της. Όμως την τάξη τους την είχε γνωρίσει καλά, έστω από την ανάποδη αν όχι από την καλή. Μήπως και η ανάποδη ενός πλεχτού ή ενός κεντήματος δεν αποκαλύπτει πολλά για τη μαστοριά ή την τσαπατσουλιά της γυναίκας που το έπλεξε ή το κέντησε;

    Οι καλοί υπηρέτες είναι οι αόρατοι, αυτοί που κάνουν τη δουλειά τους χωρίς να φαίνονται. Η Φανή ήξερε να περπατά στο δάσος όταν ο λύκος δεν είναι εδώ. Με κανέναν τρόπο δεν έπρεπε ο καλεσμένος ν’ ανοίξει την πόρτα του δωματίου του και ν’ αντικρίσει μια μικροκαμωμένη γυναίκα με μαύρη στολή και λευκή ποδίτσα στον δικό του χώρο, όμως η Φανή έπρεπε ν’ απομακρύνει την υγρή πετσέτα των χεριών από το μπάνιο αμέσως μετά τη χρήση της, να την αντικαταστήσει με μια φρεσκοσιδερωμένη, και να σκουπίσει με απορροφητικό χαρτί τα ίχνη της υγρασίας στο κοίλο του νιπτήρα. Αυτός ήταν κανόνας απαράβατος και η Φανή είχε ακοή τσοπανόσκυλου: άκουγε πότε έτρεχε η βρύση, πότε άνοιγε και έκλεινε μια πόρτα και, επομένως, ήξερε πότε έπρεπε να τρέξει και να επαναφέρει το μπάνιο στην προτέρα κατάσταση.

    Τουλάχιστον τέσσερις φορές την ημέρα έπρεπε να γίνεται το καθάρισμα και η τακτοποίηση των δωματίων, ούτε μια ζάρα να μην υπάρχει στα σεντόνια, να εξαφανίζεται και το παραμικρό σκουπιδάκι και όχι η σκόνη γιατί πού να βρεθεί σκόνη καταμεσίς της θάλασσας; Και όλα αυτά μέσα σε ελάχιστο χρόνο, να αποφευχθούν οι ανεπιθύμητες διασταυρώσεις.

    Όλο το Αιγαίο όργωσε η Φανή, όμως δεν πάτησε το πόδι της σε κανένα νησί. Οι καλεσμένοι άφηναν το σκάφος και πήγαιναν με ταχύπλοο στο λιμάνι για βόλτα ή για μπάνιο σε κάποια παραλία. Δικαίωμα εξόδου είχαν μόνο ο μάγειρας και οι ναύτες-βαστάζοι που πήγαιναν στη στεριά για ν’ αγοράσουν νωπά φρούτα και λαχανικά, όμως η Φανή και οι άλλοι παρέμεναν υποχρεωτικά στο σκάφος. Τουλάχιστον όταν οι κύριοι, οι γάτες έλειπαν, τα ποντικάκια μπορούσαν να βγουν στο κατάστρωμα, να δουν την Κύθνο, τη Νάξο, τη Φολέγανδρο από μακριά. Με τα κυάλια να ξεχωρίσουν τις ξερολιθιές ή κάποιο ασβεστωμένο ξωκλήσι στην κορυφή του βράχου ακόμα και τις πολύχρωμες ομπρέλες σε κάποια στενή παραλία.

    Δεν χόρτασαν γαλάζιο τα μάτια και η ψυχή της Φανής. Πολλά δεν χόρτασε, δεν γεύτηκε καν στη σύντομη ζωή της. Όμως η ίδια σκόρπισε κάτι γαλάζιο και φωτεινό στη ζωή των ανθρώπων που τη γνώρισαν αλλά κι αυτών που δεν τη γνώρισαν. Έστω και φευγαλέα… και ίσως χωρίς η ίδια να το ξέρει. Άφησε το λιθαράκι της στον μεγάλο και ευγενικό αγώνα. Συνειδητά.

    Δεν είχε παράπονο η Φανή. Η κυρία δεν πέταγε ούτε γατιά ούτε ναύτες στασιαστές στη θάλασσα. Ως εργοδότρια είχε καλό όνομα, ήταν εντάξει στις πληρωμές των ανθρώπων της, τους μιλούσε στον πληθυντικό, μόνο το φαϊ του μάγειρα δεν τρωγόταν, δηλαδή το φαγητό που προοριζόταν για το προσωπικό και που δεν είχε σχέση με το μενού των καλεσμένων. Νερομπούλι οι φακές, ελάχιστο τριμμένο τυρί στα μακαρόνια κι αυτό πλαστικό, το πιο φτηνό της αγοράς, σκληρό το μοσχαρίσιο κρέας που έτρωγαν μία φορά την εβδομάδα, μετρημένα τα φρούτα που αναλογούσαν στο πλήρωμα, ενώ το φρέσκο γάλα προοριζόταν μόνο για τους καλεσμένους. Για το προσωπικό μόνο τσάι, γαλλικός καφές και γάλα μακράς διαρκείας. Ολόκληρη φασαρία έκανε μια φορά η κυρία όταν διαπίστωσε ότι κάποιος από το προσωπικό είχε πιει από το καλό γάλα, όπως το κάρφωσε η οικονόμος του σκάφους. Και πατριώτισσα, με έναν τρόπο. Αν και το σκάφος είχε μαλτέζικη σημαία, όλο το πλήρωμα ήταν Έλληνες και Ελληνίδες, ενώ θα μπορούσε να πάρει Ταϊλανδούς και Σλοβένους, η κυρία ήθελε ανθρώπους της εμπιστοσύνης της, έλεγαν οι παλιοί, από διπλό και τριπλό ιντερβιού περνούσαν όσοι ήταν να προσληφθούν. Και η Φανή είχε άριστες συστάσεις, εξάλλου είχε δουλέψει στα καλύτερα τα σπίτια.

    Το προσωπικό έτρωγε στην κάτω τραπεζαρία, στο μαγειρείο, και σε βάρδιες. Εκεί οι γκρίνιες, οι κακίες αλλά και τα χαμόγελα, εκεί επωάζονταν οι μικρές και μεγάλες ρουφιανιές, εκεί ανοιγόταν στη ζούλα καμιά μπίρα, αγορασμένη με χρήματα αυτών που την κατανάλωναν. Η Φανή ήταν και δεν ήταν εκεί. Φιλική, ανοιχτόκαρδη, πειραχτήρι, αλλά και μακριά ή μάλλον οι άλλοι ήταν μακριά από ό,τι ουσιαστικά τους αφορούσε και θα έπρεπε να ξέρουν πως τους αφορά. Ποτέ δεν συμφιλιώθηκε με την αμάθεια, το σκοταδισμό, το ρατσισμό, τον ανταγωνισμό των κάτω που συχνά έπαιρνε απίστευτα μικροπρεπείς μορφές.

    Δύο μήνες κράτησε η κρουαζιέρα της Φανής. Εξήντα μέρες εν πλω, με μόνο μία έξοδο λίγων ωρών όταν το σκάφος έδεσε για δεύτερη φορά στη μαρίνα του Φαλήρου. Εκεί, στο Φάληρο, γινόταν η ανανέωση της στρατιάς των καλεσμένων. Στην πρώτη στάση η Φανή δεν βγήκε, άδεια εξόδου δόθηκε μόνο στους οικογενειάρχες. Έτσι, για να μην ξεχνά κανείς τη θέση του.

    «Ξέρεις τι είναι να σ’ έχουν φυλακίσει σ’ ένα δεμένο σκάφος;» θα μπορούσε να πει στους φίλους της, μόνο που η Φανή δεν συνήθιζε να παραπονιέται για τα αυτονόητα. Ευτυχώς που υπήρχε το κινητό και μπορούσε να μιλάει με τον έξω κόσμο.

    Ωστόσο, τη δεύτερη φορά που έδεσαν στο Φλοίσβο, δόθηκε άδεια σε περισσότερους, οικογενειάρχες και μη, και στο σκάφος έμεινε μόνο το προσωπικό ασφαλείας. Βρήκε την ευκαιρία η Φανή και πετάχτηκε μέχρι το σπίτι της αδελφής της, αφού προηγουμένως ψώνισε υλικά από το σούπερ μάρκετ για να ψήσει δύο ταψιά τυροπιτάκια και να τα πάει στους συναδέλφους της στο σκάφος. Άλλος έφερε από την πόλη παγωτό, ένας άλλος τσίπουρο. Σάλπαραν και αργά το βράδυ, όταν οι καλεσμένοι είχαν πια αποσυρθεί στις καμπίνες τους, έφαγαν, ήπιαν και τραγούδησαν σιγά, πολύ σιγά μην ακουστούν. Μια εύθραυστη συντροφικότητα. Ο Μυστικός Δείπνος, χωρίς Χριστό αλλά με πολλούς έτοιμους να παίξουν το ρόλο του Ιούδα ή να ταλαντευθούν σαν τον Πέτρο. Ήταν το πρώτο και το τελευταίο γλέντι, ας το πούμε γλέντι, της Φανής στο σκάφος. Στο αμπάρι. Και το σιντί να παίζει:

    Σε μαγικά νησιά θέλω να βρεθούμε
    εκεί που οι καρδιές ξέρουν ν’ αγαπούνε
    μακριά… στη Χαβάη, μακριά… εγώ κι εσύ.

 

 

 

 

 

 

ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΤΖΙΑΝΤΖΗ

 

 

    
 

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ