Του Τενεσί Ουίλιαμς, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καρατζά στο Θέατρο Προσκήνιο έως 25 Φεβρουαρίου 2025
Άθλος της Αλεξίας Καλτσίκη
Το κλασικό αριστούργημα του Τενεσί Ουίλιαμς, από το πρώτο του ανέβασμα το 1947 στο Μπρόντγουεϊ της Νέας Υόρκης σε σκηνοθεσία του Ελία Καζάν που το 1951 έγινε παγκόσμια γνωστό λόγω της κινηματογραφικής του μεταφοράς με τον νεαρό Μάρλον Μπράντο στο ρόλο του Κοβάλσκι και την Βίβιαν Λη στη Στέλλα, έως τις πάμπολλες σκηνικές και κινηματογραφικές μεταφορές του (με τελευταία την «Blue Jasmine» του Γούντι Άλεν), αποτελεί ένα διαρκές καλλιτεχνικό στοίχημα για κάθε σκηνοθέτη που θέλει να το προσεγγίσει ξανά.
Εκείνο όμως που επιβεβαιώνει την έννοια του «κλασσικού» είναι το γεγονός πως αντέχει ακόμα, μετά από σχεδόν 78 χρόνια, αντέχει ως θεματική, ως οπτική, σκέψη, συναίσθημα.
Όλο το δικό του τραυματικό οικογενειακό υπόβαθρο (ομοφυλοφιλία, αλκοολισμός, ψυχικές διαταραχές, η αδερφή του η Ρόουζ που είχε υποστεί λοβοτομή και η οποία χάσκει μόνιμα ως ανοικτό τραύμα) αντανακλάται στους πληγωμένους ήρωες του έργου και ιδίως στην λίγο εστέτ, λίγο αλαφροΐσκιωτη Μπλανς.
Ο συγγραφέας ουσιαστικά ξεσκεπάζει τους καθημερινούς «φόνους» των αδύνατων ανθρώπων από μια αδυσώπητη δυτική κοινωνία που αποστρέφεται το «παρεκκλίνον» ή το «διαφορετικό».
Το έργο μιλά για τη σήψη της αμερικάνικης κοινωνίας, την αποξένωση, την παρακμή ενός κόσμου αλλά και τη βαναυσότητα της πραγματικότητας ενός αναδυόμενου άλλου, τους όρους της μοναξιάς και της ομορφιάς, τις αισθήσεις, τις ψευδαισθήσεις και τις παραισθήσεις μέσω μιας γυναίκας που δεν αντέχει τη ζωή , όπως εξελίχτηκε πραγματικά και είναι.
Ένα τρίγωνο της βίας (Στάνλεϋ-Στέλλα-Μπλανς) πρωταγωνιστεί σ’ αυτό το έργο που μας μεταφέρει τον ιδρωμένο και συνάμα απαγορευμένο σεξουαλισμό του Νότου, τις βαριές ταξικές αντιθέσεις ανάμεσα στην παρηκμασμένη αριστοκρατία του Νότου και την μπρουτάλ, προσωπικότητα της εργατικής τάξης.
Ο συγγραφέας κατορθώνει να μετουσιώνει ακόμα και τον πιο σκληρό ρεαλισμό σε ποίηση, σαν την ενδόμυχη ανάγκη όλων μας να ξεφύγουμε από τα ασφυκτικά πλαίσια μιας πραγματικότητας που πληγώνει.
Ο Ουίλιαμς, πριν λάβει το παρατσούκλι Τενεσί, ονομαζόταν απλά Τόμας Λανιέ Ουίλιαμς.
Ποιος να το πίστευε ότι το 1939, όταν μετακόμισε εκεί, στη Γαλλική συνοικία της Νέας Ορλεάνης και συναναστρεφόταν καλλιτέχνες, εργάτες και υπόκοσμο, τα τραμ είχαν ονόματα. Ένα τέτοιο όνομα θα δώσει μετά από σχεδόν μια δεκαετία στο λεωφορείο που θα πάρει η Μπλανς για να φτάσει στο σπίτι της αδερφής της της Στέλας και του συζύγου της του Στάνλεϋ. Desire δηλαδή Πόθος. Πριν από αυτό, το τραμ που θα χρησιμοποιούσε λεγόταν «Νεκροταφείο» και ο προορισμός της «Ηλύσια Πεδία». Πού υπάρχουν τραμ και στάσεις με ονοματεπώνυμα ό,τι περισσότερο τραβά η όρεξη των ανθρώπων. Μα φυσικά στον ποιητικό κόσμο της Μπλάνς δηλαδή του συγγραφέα.
Άλλωστε ο πόθος, ο έρωτας κι ο θάνατος είναι σε απόλυτη σύζευξη στη σκέψη του συγγραφέα, όπως και το ατελείωτο πένθος.
«Flores por los Muertos» ακούγεται ξαφνικά η φωνή μιας ανθοπώλισσας, «λουλούδια για τους πεθαμένους» για την ημέρα των νεκρών.
Κάθε ένας από τους χαρακτήρες του έργου, σηματοδοτεί και μια αντανάκλαση του μεταπολεμικού «Αμερικάνικου Ονείρου», που έταζε σε όλους απεριόριστες ευκαιρίες για «να πιάσουν την καλή», μια κοινωνική κινητικότητα που δήθεν στηριζόταν στην ηθική της εργασίας, μια προτεσταντική ηθική, ανεξάρτητα από τις ταξικές καταβολές τους. Ένα «όνειρο» που τσακίζεται σε όλα σχεδόν τα έργα του μεγάλου θεατρικού συγγραφέα.
Η υπόθεση του έργου είναι γνωστή:
Το 1948 στη Ν. Ορλεάνη σε συγκρότημα εργατικής πολυκατοικίας κατοικεί η Στέλα , απόγονος αριστοκρατικής οικογένειας του Νότου και ο σύζυγός της ο Στάνλεϋ, εργάτης με βλέψεις ανερχόμενου μικροαστού που περιβάλλονται από τον αντίστοιχο περίγυρο. Εκεί καταφθάνει η αδερφή της, η Μπλάνς, μόνη, με ξεπεσμένη πια ομορφιά, έχοντας περάσει την πρώτη νιότη, άφραγκη, κουβαλώντας τραυματικές μνήμες και ερωτικές αποτυχίες.
Η παρουσία της θα διαταράξει την κανονικότητα του ζευγαριού και του περιβάλλοντός του.
Όλοι αυτοί, ακόμα και η συμπονετική Στέλλα, θα συσπειρωθούν να διώξουν την «αλλόκοτη» Μπλανς, ως το «ξένο» που πρέπει να απομονωθεί.
Έτσι, αφημένη πια στην «καλοσύνη των ξένων» θα οδηγηθεί στο ψυχιατρείο.
Ο Δημήτρης Καρατζάς θέλει να δει περισσότερο «ταξικά» τις αντιθέσεις του έργου, απομακρυνόμενος από την αισθηματολογία, τη μάτσο αρρενωπότητα και το μύθο ενός κινηματογραφικού Μπράντο – Στάνλεϋ σε αντίστιξη με μία γοητευτικά αλκοολική Βίβιαν Λη.
Έτσι υιοθετεί έναν ψυχρό ρεαλισμό που καταδεικνύεται με την πρώτη ματιά, με το στραβό πάτημα της Μπλανς στη σκηνή, με τους πνιγηρούς μικρούς χώρους (σκηνογραφία Μαρία Πανουργιά), που καταργούν την όποια ιδιωτικότητα και μεταφέρουν ταυτόχρονα σε όλους μια αίσθηση περίκλειστου, ένα άγχος επιβίωσης.
Θύμιζε σ’ αυτό το σημείο, τον τρόπο κινηματογραφίας του Ελία Καζάν, όπου τα δύο δωμάτια μετακινούνται με αποτέλεσμα όσο η ροή της ταινίας προχωρούσε, οι τοίχοι να συγκλίνουν δημιουργώντας ένα όλο και μικρότερο χώρο. Σταδιακά δημιουργείται η αίσθηση της ασφυξίας, αναγκάζοντας τη Μπλανς στις τελευταίες σκηνές να καταβάλλει προσπάθεια να κινηθεί.
Παρόλα αυτά, παρόλο το ρεαλισμό του βιασμού της Μπλανς (και πραγματικού αλλά και συμβολικού), το όλον δεν έχανε την ποιητικότητά του, η υστερία των αντιδράσεων, μετουσιώνονταν σε χαμηλούς εσωστρεφείς τόνους. Αυτό το παιγνίδι του ύφους της παράστασης είχε συγκινητικές κορυφώσεις. Κάποια στιγμή η Μπλανς σιγοτραγουδάει το «χάρτινο το φεγγαράκι», αργότερα βγαίνοντας από το μπάνιο λέει «βοηθήστε με να ντυθώ», χαμηλόφωνα, μαλακά σαν κορίτσι ντροπαλό και τη στιγμή που σκίζει τον τοίχο του δωματίου (υπολογίστε ότι όλη η ασφυκτική σκηνογράφηση έφερε το διαμέρισμα της Στέλλας πολύ μπροστά στη σκηνή) μεταφερόμενη σε έναν υποτιθέμενο ολάνθιστο κήπο που προχωρώντας χάνεται από το προσκήνιο. Η φαντασία της είχε μετατρέψει την ασχήμια της μεταφοράς της στο ψυχιατρείο σε έναν λουλουδένιο κήπο, μια ευωδιαστή αγκαλιά.
Όπως μετατρέπει και τα αντικείμενα: μια λάμπα τη στολίζει, ένα δωμάτιο το φωτίζει με φαναράκια, αντικαθιστώντας το ψυχρό φως της πραγματικότητας με τις φωτοσκιάσεις των ψευδαισθήσεών της.
Ο σκηνοθέτης στοιχημάτισε για την εδραίωση της άποψής του περισσότερο πάνω στην παρουσία του Μπαλή – Στάνλεϋ. Ήτοι σε έναν ανδρικό σωματότυπο στον αντίποδα αυτού που σχηματοποιούσε ο Μάρλον Μπράντο και έδωσε το χρίσμα του ρόλου στις μετέπειτα ερμηνείες.
Ο Στάνλεϋ του Μπαλή λοιπόν, δεν είναι μάτσο αρσενικό, ούτε όμορφος, ούτε φαινομενικά νταής.
Είναι μάλλον λυμφατικός, ψιλός μεν αλλά αδύνατος, αντιστάρ θα λέγαμε, μόνο που αυτό δεν τον εμποδίζει να είναι εξ ίσου κακοποιητικός. Το παιγνίδι εξουσίας λοιπόν παίζεται με άλλους όρους έως τις μέρες μας, αλλά παίζεται.
Κατά τη γνώμη μου βέβαια, η άποψη του σκηνοθέτη βρήκε την πραγμάτωσή της περισσότερο στην ασθματική Μπλανς Ντυμπουά της Αλεξίας Καλτσίκη, που εμφανίζεται ως έκπτωτη σταρ του σινεμά, με την καλή ηθοποιό να πετυχαίνει κυριολεκτικά ένα άθλο στην ερμηνεία της.
ΥΓ. Η παρουσίαση του έργου συμπίπτει, εντελώς τυχαία φυσικά, με την ανάληψη της προεδρίας των ΗΠΑ από τον Ντ. Τραμπ. Παρακολουθώντας δε τις ανακοινώσεις της ηγεσίας του κόμματος των Ρεπουμπλικανών όσον αφορά στους μετανάστες και τα ανθρώπινα δικαιώματα, όπου ακόμα και κάποια θετικά μέτρα της προηγούμενης διοίκησης με πρόσχημα τις δήθεν υπερβολές της «woke ατζέντας», πρόκειται να ματαιωθούν, σκέφτηκα ότι μετά από 80 χρόνια η κατάσταση στη Νέα ΄Ήπειρο (αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο) δε λέει ν’ αλλάξει.
Και θυμήθηκα ένα άλλο έργο, παραγκωνισμένο αυτό, του μεγάλου συγγραφέα που περιμένει κάποιον να το ανεβάσει επί σκηνής.
Καμίνο Ρεάλ
Μια ατμόσφαιρα πνιγηρή, κυνική, τραγική και συμβολική περιβάλλει το μύθο του «Καμίνο Ρεάλ». Ο συγγραφέας παρουσιάζει έναν συμβολικό κόσμο ονείρου και ιστορίας, ανακατεμένο με την πραγματικότητα. Δούκες και Καζανόβες, λόρδοι και βαρόνοι, ονειροπόλοι και ρεαλιστές και πάνω απ’ όλα, η αιώνια βία του υποκόσμου. Ανθρώπινες σκιές σε μια ατμόσφαιρα τελετουργικής παράκρουσης, που κινούνται μέσα σε στενά περιθώρια ζωής, χωρίς ελπίδες. Καμιά εξέλιξη ή κάθαρση, μόνο μια σπαρακτική εξομολόγηση και δράση πέρα από τη λογική. Μια πεσιμιστική αναφορά πάνω στην απόγνωση, στο κοινωνικό και ψυχικό αδιέξοδο, στη χαμένη αγνότητα, στην Αμερική της παρακμής, όπου τα όνειρα συντρίβονται και κυριαρχεί ο εξευτελισμός των ανθρώπινων αξιών.
(από το πρόγραμμα 1979-1980 Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος)