Διανύοντας μεγάλες αποστάσεις, είχαν την ευκαιρία να συλλογιστούν τα όσα προηγήθηκαν, και να σκεφτούν πολύ πάνω σε αυτά που θα ακολουθήσουν.
Ποτάμια κατέβαζαν μεικτά νερά και κούτσουρα, ικανά να συντρίψουν τους αναπλέοντες – πολλούς τους συντρίψανε.
Με όλες τις ατομικές φιλοδοξίες και τις ιδιοτέλειες τους, τις μικρότητες και την κατακτητική έπαρση τους, με την αλαζονεία της νεότητάς τους αφοσιώθηκαν σε μια αναμέτρηση που τους διέψευδε. Με νίκες που τις πιο πολλές φορές ηττήθηκαν. Γνωστά αυτά, τα έχουμε χιλιομηρυκάσει.
Ήρθαν, ωστόσο ως εδώ κυριαρχημένοι από ιδέες που υπόσχονταν δυνατότητες και δοτικότητα. Ένοχοι, εν τέλει, και ενοχικοί, που δεν μπόρεσαν να κάνουν τον κόσμο αλλιώς. Γιατί διέψευσαν και οι ίδιοι τη γενναιότητά τους και τις επερχόμενες ελπίδες.
Ήσαν – μια προοικονομία της φύσης τους; – επιρρεπείς στους στίχους. Παρηγοριά και ενθάρρυνση. Σαν να ήσαν, οι στίχοι, η ζωή τους, αυτή που έγινε ή αυτή που έπρεπε να γίνει.
“Ζωή σου είναι ό,τι έδωσες”.
Αλλάζουν εποχές, θερμοκρασίες, φαινόμενα, αλλάζουν και οι ορθογραφίες.
Εσχάτως, λοιπόν, επειδή η ορθογραφία μας (καθώς και πολλές από τις σκέψεις μας) ορίζεται από τον ηλεκτρονικό διορθωτή, το κόμμα στο αναφορικό ό,τι παραλείπεται.
Το “Ζωή σου είναι ό,τι έδωσες” γίνεται: ζωή σου είναι ότι έδωσες.
Κι αντί να σημαίνει αυτό που είναι, δηλαδή ζωή σου είναι όλα όσα έδωσες, σημαίνει ζωή σου είναι πως έδωσες κι εσύ κάτι.
Κι όμως αυτή η έκπτωση δεν είναι γραμματική. Είναι κυριολεκτική και πραγματική. Όσο περνούν τα χρόνια τόσο περισσότερο και τόσοι περισσότεροι, σύντροφοι, φίλοι, υποστηρικτές, ανιδιοτελείς και ωραίοι, πλην λίγοι, όχι σε ποσότητα, άνθρωποι, υποκύπτουν σε αυτό το συμβιβασμό. Να θεωρήσουν ζωή τους πως έδωσαν κάτι, και όχι όσα έδωσαν κι όσα μπορούσαν, και μπορούν, να δώσουν.
Με την απαλοιφή ενός κόμματος, που αυθόρμητα και αυθαίρετα υπαγόρευσε ο υπολογιστής, ενός μόνο σημείου στίξης, αναπροσαρμόζουν ολόκληρες ζωές και εποχές.
Στο κάτω-κάτω, λένε, ανταποκρινόμαστε στην εποχή. Κάνουμε εκείνο που μπορούμε. Κι αυτό το πως δώσαμε κι εμείς είναι ικανό να μας κατατάξει στην κατηγορία της ηθικής ζωής, και να μας απαλλάξει από όλες τις κατηγορίες περί αμέλειας, συγγνωστής ή ασύγγνωστης, εγκληματικής πάντως.
Και δεν είναι μόνο στην πολιτική. Είναι μια συνήθεια του κάθε μέρα, πια. Είναι η κάθε μέρα. Είναι ο τρόπος της ζωής μας. Δεν θέλει ν’ ανοίξει πανιά για μεγάλα ταξίδια, γιατί καιροφυλακτούν απογοητεύσεις, ναυάγια, αυτομολήσεις… Χωρίς ρίσκο, μια μετρημένη διαβίωση. Δεν έχει πτώση, δεν έχει και πτήση!..
Κι ο έρωτας, ακόμα και σε νέους ανθρώπους, δεν ανοίγεται, για να μην εκτεθεί, να μην κινδυνεύσει. Προηγείται το μεταπτυχιακό, προηγείται η δουλειά, προηγείται…
Μαραγκιάζει έτσι. Πως μπορεί να είναι ο έρωτας χωρίς να δίνεις τον εαυτό σου; Πως θα κερδίσεις το μεγάλο σύμπαν με μικρούς υπολογισμούς;
Αυτή η μετάθεση της ουσίας μπορεί να εξηγήσει (για να δικαιολογήσει) τις παραιτήσεις, παραλείψεις, αφελείς υπαναχωρήσεις, ελλείψεις που δεν ορίζονται αλλά και δεν περνάνε απαρατήρητες.
Αλλά δεν μπορεί να εξηγήσει ούτε την κυριολεξία ούτε τη μεταφορά του στίχου, και πολύ περισσότερο δεν μπορεί να συμβιβαστεί με εκείνους τους μικρούς και ασήμαντους, αλλά και σπουδαίους ανθρώπους, οι οποίοι επιμένουν να θεωρούν πως ο αόριστος του “έδωσες” δεν είναι χρόνος παρελθών, αλλά παρών και μέλλων, άρα μεταφράζεται ως: δίνεις και θα δίνεις.
Γιατί αυτή η πράξη του δούναι και που δεν χρειάζεται ένα υλικό λαβείν, είναι που κρατάει πάντα ζωντανή μια ελπίδα από μια γενιά σε άλλη, από μια εποχή σε άλλη, από μια ήττα σε άλλη ή σε μια νίκη εν τέλει, ή έστω στην προσδοκία μιας νίκης.
Παρ’ όλο που ξέρουν, και ξέρουμε, πως προϋπόθεση μιας ήττας είναι η προηγηθείσα νίκη, όσο και όπως μιας νίκης η προηγηθείσα ήττα.
Παρ’ όλο που έμαθαν πως η αιώνια μοίρα των ανθρώπων της ενοχής αυτού του “ό,τι έδωσες” είναι να συνεχίζουν απτόητοι (από τις νίκες κυρίως) και να προετοιμάζονται αδιάκοπα για την επόμενη ανατροπή.