Τον Νοέμβριο του 2019 παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην Αθήνα ο δίσκος «Τα Ριζά» σε μια εκπληκτική συναυλία στο Ωδείο Αθήνων. Ενόψει της δεύτερης συναυλίας που έχει προγραμματιστεί για τις 27 Δεκεμβρίου στο Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων, συναντήσαμε τον Κωστή Ζουλιάτη, πιανίστα και βασικό δημιουργικό συντελεστή του ομώνυμου σχήματος – που συμπληρώνεται από τον Θεμιστοκλή Καρποδίνη (φωνή) και τον Πέτρο Λαμπρίδη (κοντραμπάσο).
Ριζά όπως ρίζες, αλλά θα έλεγα μια πληθυντική διεργασία που περιλαμβάνει ένα ολόκληρο επικό βίωμα, το ταξίδι, τον αγώνα, τον χωρισμό, τον ξεριζωμό και τον πόθο της επιστροφής. Πιστεύω πως όλος ο δίσκος πατάει πάνω στην επικράτεια αυτού του αισθήματος.
Ριζά, πέρα από τις ρίζες, είναι και οι πρόποδες του βουνού. Άρα έχουμε στο νου την αρχή μιας διαδρομής, ένα κάλεσμα για ανάβαση. Μπορείς να το δεις και σαν ένα ταξίδι που δεν τελειώνει, που έχει πάντα όλο το δρόμο μπροστά του. Και οι ρίζες όμως του δέντρου, δεν νοούνται αλλιώς παρά σε πληθυντικό, με τις υπόγειες διακλαδώσεις και προεκτάσεις τους που γίνονται θεμέλια για αυτό που, πάνω από το χώμα, θα ανθίσει και θα δώσει καρπούς. Ο δίσκος, αλλά και το ρεπερτόριο που επιλέγουμε συναυλιακά, αντανακλά αυτή τη διεργασία. Τις κοινές ή όχι πάντα κοινές διακλαδώσεις των βιωμάτων και των ήχων του καθενός μας, τις επίσης όχι απαραίτητα κοινές προεκτάσεις των σκέψεων και των επιθυμιών του καθενός, που όμως όλες μαζί – και μόνο όλες μαζί – στηρίζουν αυτό που θα δώσει τον καρπό. Και αυτό είναι την ίδια στιγμή και ένα ταξίδι.
Συνεχίζοντας την πρώτη μου παρατήρηση θέλω να προσθέσω πως ασφαλώς υπάρχει το υπόστρωμα της παράδοσης. Δεν έχουμε όμως να κάνουμε με μια διασκευή, έχουμε να κάνουμε με κάτι εντελώς πρωτότυπο και με κάτι που θα μπορούσαμε να κατατάξουμε αισθητικά στη σφαίρα του υψηλού.
Δεν ξέρω κατά πόσο είναι πρωτότυπο ή υψηλό, αλλά θα συμφωνούσα σε αυτό περί διασκευής, γιατί πολύ απλά δεν δεχόμαστε ότι στην παραδοσιακή μουσική υφίσταται η έννοια της διασκευής. Κι αυτό γιατί δύσκολα ορίζεται η έννοια του αυθεντικού, με το χαρακτήρα δηλαδή του αρχικού, της αρχικής «πρώτης» εκτέλεσης. Ποια να είναι άραγε η πρώτη εκτέλεση κάθε τραγουδιού; Η ίδια η φύση της μουσικής αυτής, της λαϊκής συλλογικής δημιουργίας δηλαδή, εμπεριέχει την εξέλιξή της. Έτσι διαμορφώθηκαν και μας παραδόθηκαν αυτά τα τραγούδια και οι σκοποί. Ο καθένας ή η κάθε κοινωνία, κοινότητα, έβαζε μέσα τους μια ακόμα ερμηνεία, μια άλλη γλώσσα, ή προφορά, πρόσθετε ή αφαιρούσε νότες, συνταίριαζε ιστορίες, βιώματα… Ήταν πάντα μια μουσική λειτουργική, που ανταποκρινόταν δηλαδή στις λειτουργίες των ανθρώπων – τα έθιμα, τις χαρές, το πένθος, τις ανάγκες. Γι’αυτό και αντί της διασκευής, υπάρχουν αναγνώσεις, εκδοχές. Οι δικές μας εκδοχές περιέχουν και καθρεφτίζουν τις δικές μας ανάγκες και βιώματα, το πως ακούμε – μαζί με την παράδοση – και την εποχή μας, τους ανθρώπους γύρω μας. Το πώς θα τους τραγουδούσαμε. Καθρεφτίζουν και την αντίληψή μας για την κοινή εμπειρία των ανθρώπων.
Ίσως είναι μια σπουδή πάνω στην παράδοση, υπάρχει αυτό που θα λέγαμε μουσική διδασκαλία, ακούμε την επιρροή της μεγάλης μουσικής, της κλασικής μουσικής, και συγχρόνως δημιουργείτε μια μεταφυσική υπερβατική χροιά, θα έλεγα ακόμα κάτι το εκστατικό.
Κι αυτό επίσης – η μουσική διδασκαλία – υπάρχει μέσα στα βιώματά μας. Δεν μπορούμε να υποκριθούμε ότι είμαστε τσοπάνηδες στο βουνό, δεν έχουμε αυτή την καθαρή αδιαμεσολάβητη σχέση με τη φύση και τις λειτουργίες της. Δεν παίζουμε αυτή τη μουσική στις συνθήκες που τη γέννησαν και κατά κύριο λόγο τη διαμόρφωσαν. Και σίγουρα υπάρχει μια σπουδή από μέρους μας – συνειδητή, σκόπιμη και αναγκαία. Αλλά ακόμα και η έννοια της σπουδής είναι, ας πούμε, ξένη για τη φύση της παράδοσης. Από την άλλη βέβαια, πάντα η επιρροή άλλων μουσικών, ή μουσικών γνώσεων, ήταν σημαντικός παράγοντας διαμόρφωσης και εξέλιξης των τραγουδιών αυτών. Σημαντική επίδραση άσκησαν ακόμα και οι τεχνικές εφευρέσεις, είτε αναφερόμαστε σε μουσικά όργανα είτε σε δυνατότητες όπως π.χ. η ηχογράφηση. Όσο για το εκστατικό στοιχείο, πιστεύουμε ότι ενυπάρχει στους σκοπούς και τους στίχους των παραδοσιακών τραγουδιών. Και προσπαθούμε να το ακούμε και να το μεταφέρουμε. Να κάτι που σε οποιαδήποτε διαφοροποίηση ή «ανασκευή» των επιμέρους μουσικών στοιχείων, δεν θέλουμε να αλλάξουμε. Πάντως η μεταφυσική υπερβατική χροιά που αναφέρεις δεν στέκεται απαραίτητα απέναντι στη «μεγάλη μουσική», π.χ. την κλασική. Εκστατικός και υπερβατικός είναι και ο Μπετόβεν. Στην πραγματικότητα, αυτό το εκστατικό στοιχείο είναι που κάνει κάθε μουσική μεγάλη.
Για αυτό το εκστατικό στοιχείο, πιστεύω πως λειτουργεί το σύνολο των εκφραστικών μέσων: ο συνδυασμός πιάνου και κοντραμπάσου, και της δεξιοτεχνίας των ερμηνευτών, και σαν επιστέγασμα η φωνή του Καρποδίνη η οποία έχει αυτή την κλίμακα, αυτή τη δόνηση και το εκφραστικό βάθος. Δεν μένει σε έναν λυγμό, δίνει έμφαση σε μια γκάμα συναισθημάτων: τον πόθο, την εξέγερση και τον χορό.
Τα τραγούδια αυτά είναι τόσο πλούσια σε αυτή τη γκάμα συναισθημάτων, και την ίδια στιγμή τόσο συμπυκνωμένα, κι αυτό φαίνεται από το εύρος των διαφορετικών προεκτάσεων που ο κάθε εκτελεστής μπορεί να τους δώσει. Μπορούν να χρησιμοποιηθούν για γιορτή, μπορούν να ακουστούν αλλιώς σε μια στιγμή πένθους, μπορούν ακόμα και να μιλήσουν πολιτικά. Όπως επίσης άλλο τραγουδάει ένας χωρικός στο καφενείο κι άλλο ο Κονιτόπουλος, κι ας είναι το ίδιο τραγούδι. Τα δικά μας εκφραστικά μέσα, κάπως αναγκαστικά, οδηγούν σε μια ακουστική συνθήκη. Είναι προφανές ότι έχουμε πάρει τη μουσική από τον φυσικό της τόπο και την μεταφέρουμε σε ένα σαλόνι, μια αίθουσα. Προσπαθούμε όμως να μην προδώσουμε τον πλούτο της. Η αναπαραγωγή ενός λυγμού, όπως λες, θα ήταν κάπως σαν να τη βάζουμε σε ένα καδράκι κάπου σε αυτό το σαλόνι – κάτι δηλαδή μουσειακό. Κι αυτό μάλιστα έχει γίνει κατά κόρον, και μάλιστα από ερμηνευτές που είναι συνυφασμένοι με το ρεπερτόριο της παράδοσης.
Κάτι άλλο που με απασχολεί και με το οποίο επικοινωνούν τα Ριζά είναι αυτή η εκ νέου κατάκτηση της ελληνικότητας. Από δυτικούς και ανατολικούς δρόμους.
Βαριά κουβέντα, καθ’ότι είναι πια αόριστη η έννοια της ελληνικότητας. Η συνάντηση των δυτικών και ανατολικών δρόμων είναι κάτι που χαρακτηρίζει τη μουσική του τόπου εδώ και πάνω από έναν αιώνα. Σε ανθρωπολογική αναγωγή, πάνω κάτω χαρακτηρίζει και την ίδια την ελληνική κοινωνία. Αλλά και ειδικά σε αυτό που κάνουμε εμείς: δεν μπορείς να αρνηθείς την παιδεία σου, που σίγουρα περνάει περισσότερο από τη δυτική οδό. Δεν μπορείς επίσης να αφήσεις έξω τον αμανέ, την έκσταση, την άλλη θεώρηση του χρόνου – στοιχεία ανατολικών καταβολών.
Γιατί λες ότι είναι αόριστη η έννοια της ελληνικότητας; Αυτή η εκ νέου ανακάλυψη των ήχων, των συναισθημάτων και των πολιτιστικών εγγραφών που υπάρχουν στο υλικό της παράδοσης, υλικό που δεν γνωρίζουμε καλά οι νεότεροι και για αυτό θεωρώ σπουδαία τη δουλειά που έχετε κάνει για να το φέρετε μπροστά μας, μας βοηθά να ανακαλύψουμε έναν λαϊκό πολιτισμό που είναι γέννημα αυτού του τόπου. Αν η ελληνικότητα χτυπάει κάπως σαν λέξη, ας μιλήσουμε για έναν ελληνικό λαϊκό πολιτισμό.
Κανένα πρόβλημα, αν αυτό οριοθετεί χωρικά και κοινωνικά τον τόπο που παράγεται και κοινωνείται αυτός ο λαϊκός πολιτισμός. Η έννοια της γλώσσας άλλωστε, αλλά και οι κοινές συντεταγμένες που αφορούν την εμπειρία και το βίωμα, είναι αρκετές για να δώσουν κάποιο νόημα στον όρο «ελληνικότητα» – στο βαθμό βέβαια που αυτό μας διευκολύνει να συνεννοηθούμε. Δεν ξέρω όμως αν είναι σωστό να λέμε ότι ανακαλύπτουμε εκ νέου κάτι που μας έχει ούτως ή άλλως παραδοθεί. Κάθε κοινωνία, εννοώντας κάθε γενιά, καλείται να αντιμετωπίσει την κληρονομιά που παραλαμβάνει. Να σταθεί, να μετρήσει και να αποφασίσει – για την ανάγνωση, για τη χρήση, για τη χρησιμότητα, για τη σημασία. Μπορεί να την απορρίψει, μπορεί να την αφήσει στην άκρη, μπορεί να την αναδείξει σε ένα διαφορετικό φως, μπορεί να την εκσυγχρονίσει, να την επανοηματοδοτήσει κλπ. Αυτό που δεν μπορεί να κάνει – είναι δηλαδή αδύνατον εκ των πραγμάτων – είναι να την σβήσει, να εξαφανίσει τα ίχνη της. Εμείς πιάνουμε τραγούδια που δεν είναι απαραίτητα ξεχασμένα ή παραμελημένα, δεν κάνουμε δηλαδή λαογραφία ούτε μουσικολογικό έργο. Ίσως βέβαια κάποια να μην είναι τόσο γνωστά σε ορισμένους, αλλά αυτό μπορεί να έχει να κάνει με το πως τα αντιμετώπισαν οι αμέσως προηγούμενες γενιές. Και μην ξεχνάμε την παρένθεση της Χούντας, η οποία προσπάθησε εντελώς χυδαία και καταχρηστικά να τα οικειοποηθεί, μετατρέποντάς τα – με αρκετή επιτυχία είναι η αλήθεια – σε σύμβολα εθνικής ταυτότητας, εξουσίας και βαθιάς συντήρησης. Και σίγουρα, αφαιρώντας βίαια τη λαϊκή ταυτότητά τους. Γι’αυτό και είχε μεγάλη σημασία αυτό που επιχείρησαν τότε δημιουργοί όπως ο Σαββόπουλος – αλλά και αργότερα ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, οι Mode Plagal και άλλοι πολλοί. Να επανεντάξουν δηλαδή αυτό το ζωτικό κομμάτι της λαϊκής δημιουργίας μέσα στην έντεχνη φωνή, ακόμα και μέσα σε μια άλλη αισθητική ή συνθήκη. Έδειξαν δηλαδή προς έναν δρόμο της παράδοσης, μια ζωογόνο λειτουργία της. Εμείς, όσο μας αφορά κατά τη δημιουργική διαδικασία, σκαλίζουμε με κάποια σπουδή τις αναγνώσεις και τα έργα αυτού του λαϊκού πολιτισμού, λ.χ. τις ερμηνευτικές καταγραφές κάθε εποχής, ώστε με κάποιο τρόπο – υπόγειο ή ακόμα και αφανή – να συμπεριλαμβάνονται πάντα στη δική μας εκδοχή.
Υπάρχει μνήμη και γνώση του ελληνικού λαϊκού πολιτισμού, αλλά και ευρύτερη παιδεία, που επιτρέπει τη δημιουργική αφομοίωση της παράδοσης. Υπάρχει κάτι το ακέραιο στο εσωτερικό του έργου, ένας συμπαγής πυρήνας.
Αυτός ο πυρήνας είναι αυτό που σώζεται, παρ’όλες τις διαφορετικές μορφές, σε κάθε μεταφορά από γενιά σε γενιά – κατά τη διεργασία δηλαδή μιας παράδοσης. Η μνήμη είναι ίσως το βασικό συστατικό του. Αλλά αν το σκεφτείς, αυτά τα τραγούδια δεν χαρακτηρίζονται από τίποτα το περιττό. Είναι τα ίδια τόσο συμπαγή, και είναι από μόνα τους μια έκφανση αυτού που χαρακτηρίζεις ως «εσωτερικό». Και αναγνωρίζοντας αυτό το στοιχείο όσο αφορά τον στίχο και το τραγούδισμά του, προσπαθούμε να κάνουμε το ίδιο και στο ορχηστρικό μέρος: να απλοποιήσουμε κι άλλο τις δομές, τις συγχορδίες, τη μορφή. Να κρατήσουμε τον πυρήνα, να μείνουμε στους πρόποδες.
Θέλω να μιλήσουμε για τον χρόνο και το μόχθο αυτής της εργασίας. Πόσος χρόνος χρειάστηκε για να επιλεγεί, να δοκιμαστεί το υλικό, να φτιαχτεί το σχήμα, να γραφτούν οι συνθέσεις, να προχωρήσει η παραγωγή του δίσκου; Και ποια δημιουργική φάση ήταν η πιο απαιτητική, η πιο συναρπαστική;
Το σχήμα δημιουργήθηκε από την ιδέα να παιχτεί αυτό το υλικό. Γνωριζόμασταν όλοι πιο πριν, είμαστε καλοί φίλοι, ο καθένας με την πορεία του στα καλλιτεχνικά πράγματα – και όχι μόνο μουσικά – ενώ και ανά δύο είχαμε όλοι συνεργαστεί σε άλλα σχήματα για χρόνια. Ο Θεμιστοκλής με τον Πέτρο σπούδασαν μαζί παραδοσιακή μουσική στην Άρτα, εγώ με τον Πέτρο συναντηθήκαμε πρώτη φορά στους Night On Earth και έκτοτε σε διάφορα μουσικά σχέδια. Και δύο καλοκαίρια πριν, η Βασιλική Μπόγδανου έριξε την ιδέα αυτής της συνεργασίας. Γι’αυτό και ανέλαβε χρέη παραγωγού στο σχέδιο αυτό, το οποίο ξεκίνησε δισκογραφικά, δηλαδή με την ηχογράφηση του υλικού και τη σκέψη της κυκλοφορίας του – πριν καν το αποπειραθούμε επί σκηνής. Η επιλογή των κομματιών βασίστηκε στις ιδέες που ο καθένας έφερνε και στο περιθώριο που θεωρούσαμε ότι έχει κάθε συγκεκριμένο κομμάτι όσο αφορά μία ακόμα ερμηνεία του, ώστε να έχει και νόημα να δισκογραφηθεί. Παρ’ό,τι πήρε χρόνο, λόγω κυρίως φυσικών αποστάσεων – μισοί στην Ελλάδα, μισοί στην Αγγλία – στην πραγματικότητα οι επιλογές και οι διαδικασίες ακολούθησαν κυρίως το ένστικτο και τη φυσικότητα της στιγμής. Ο περισσότερος χρόνος χρειάστηκε για να πάρουν μορφή οι ηχογραφήσεις κατά τη μίξη του δίσκου, μετά δηλαδή από την ηχογράφηση. Εκεί, με συνοδοιπόρο τον Κώστα Χρυσόγελο ή Digital Alkemist, εξαντλήσαμε όλη τη διάθεση πειράματος – να αλλάζουμε συνεχώς τις μορφές, να δοκιμάζουμε ήχους, να επεξεργαζόμαστε χροιές, ακόμα και να παραμορφώνουμε, να προσθέτουμε αρχειακές ηχογραφήσεις φωνών, τραγουδιών, ακόμα και ποιήματα, κείμενα, παλιότερες ηχογραφήσεις μας. Κάθε φάση υπήρξε δημιουργική, άρα και συναρπαστική. Απαιτητική είναι η φάση που πρέπει να αποφασίσεις ότι το πείραμα τελείωσε, ότι η μορφή «έκλεισε», αλλά και η φάση που καλείσαι να υποστηρίξεις το παγιωμένο υλικό σου σε μια συνθήκη, όπως η συναυλία, όπου αυτό κάθε φορά αλλάζει.
Έχει περάσει ένας μήνας και θα σου πω πως είμαι ακόμα υπό την επήρεια αυτού του μοναδικού συναισθήματος που μετέδωσε η συναυλία του Ωδείου Αθηνών. Πιστεύω πως ο χώρος του Ωδείου Αθηνών, η αίθουσα «Άρης Γαρουφαλής», ήταν ιδανικός για να ακουστεί αυτή η δουλειά.
Οι χώροι είναι πάντα ένα θέμα. Γιατί ο καθένας αντιστοιχεί και σε μια διαφορετική συνθήκη. Είτε λόγω μεγέθους, είτε λόγω χαρακτήρα, είτε λόγω ακουστικής κλπ. Η δοκιμασία στον χώρο είναι πάντα ένα ανοιχτό στοίχημα. Στο Ωδείο παίξαμε χωρίς καθόλου ενίσχυση και μικρόφωνα – μόνο με τη φυσική ακουστική του χώρου. Αυτό είναι μια κατεύθυνση που σίγουρα μας ενδιαφέρει να αναπτύξουμε, αν και οι περισσότεροι συναυλιακοί χώροι δεν το επιτρέπουν. Να και κάτι άλλο που ίσως μας φέρει πιο κοντά στον πυρήνα αυτής της μουσικής.
Μετά την πρώτη τους αθηναϊκή συναυλία στο Ωδείο Αθηνών, Τα Ριζά ανεβαίνουν στη σκηνή του Κέντρου Ελέγχου Τηλεοράσεων (ΚΕΤ) στην Κυψέλη, την Παρασκευή, 27 Δεκεμβρίου 2019 στις 9 μ.μ.
Τιμές εισιτηρίων: 8€, 5€ (φοιτητικό, κάρτα ανεργίας, άνω των 65)
Περισσότερα για Τα Ριζά εδώ.