To 1909 ο Τζακ Λόντον στο διήγημά του “Κάτω από τις ράγες” ξεκινάει έτσι: “Το παλιό Σαν Φραντσίσκο πριν από το Σεισμό, χωριζόταν στη μέση από δυο σιδερένιες ράγες που διασχίζανε σ’ όλο το μήκος της Μάρκετ στρίτ. Ανάμεσα στην κίνηση και τους θορύβους του δρόμου ξεχώριζε ο διαπεραστικός θόρυβος από το αδιάκοπο πηγαινέλα των τραμ πάνω στις ράγες. Πάνω από τις ράγες, στα βορινά, ήταν τα θέατρα, τα ξενοδοχεία, τα καλά μαγαζιά, οι τράπεζες, οι σοβαροί αξιοσέβαστοι επιχειρηματικοί οίκοι. Κάτω από τις ράγες, στα νότια, ήταν συγκεντρωμένα τα εργοστάσια, τα χαμόσπιτα, τα πλυντήρια, τα συνεργεία, τα μηχανουργεία, οι εργατικές κατοικίες. Οι ράγες ήταν το σύνορο που χώριζε, με μεταφορική σημασία βέβαια, την κοινωνία του Σαν Φραντσίσκο σε τάξεις…” (Οι ευνοούμενοι του Μίδα, εκδ. Νέα Σύνορα, μετ. Αγγελική Φιλιππάτου)
Εν συνεχεία ο συγγραφέας περιγράφει το πως αναπτύσσονται μέσα στην ίδια πόλη δυό διαφορετικοί πολιτισμοί. Σε σύγκρουση και σε επικοινωνία.
Από τότε έχει περάσει πολύς καιρός. Οι σιδερένιες ράγες δεν χωρίζουν τις περιοχές και τους πολιτισμούς. Σε τέτοιο μάλιστα βαθμό ώστε πλέον η εργατική τάξη, ή κάποιοι απ’ αυτήν, να θεωρούν πως ζουν στις ίδιες περιοχές με τους αστούς και πως εν τέλει ο πολιτισμός είναι ενιαίος. Λούσα, αρώματα, μουσικές, συνήθειες, διαδίδονται κατά τρόπο ενιαίο, από όλα τα μέσα, έτσι ώστε να αρκεί ένα ταξίδι στη Μύκονο (προ κορονοϊού) για να αισθανθείς την αύρα και το μεγαλείο του σύγχρονου, εξελιγμένου και προχώ τρόπου ζωής. Δεν έχει σημασία αν αυτό είναι για άλλους έξοδο αμελητέο και για άλλους οι οικονομίες μιας ζωής. Αρκεί η δυνατότητα. Όπως αρκεί και η δυνατότητα αν είσαι όμορφη (και κατά δεύτερο λόγο όμορφος), αν έχεις ταλέντο, στη φωνή, στο μπλα μπλα, στο μαγείρεμα κ.ο.κ. να γίνεις γρήγορα ένα από τα αστέρια της μικρής οθόνης και άρα συνδαιτυμόνας στο μεγάλο τραπέζι, και ενίοτε κρεβάτι, της προβεβλημένης ελίτ.
Η συνταγή επιτυχίας περιλαμβάνει όλες τις ποικιλίες των κοινωνικών ειδών.
Για κάθε είδος διαμορφώνονται και διαχέονται κώδικες, τρόποι, σύμβολα, συμπεριφορές, στυλ…, να ξεχωρίσεις βρε αδελφέ από το συρμό!
Ακόμα και να είσαι αριστερός μπορείς να είσαι μέσα στο πνεύμα!..
Και καθώς τα συλλογικά πολιτικά οράματα υποχώρησαν, και το να αρνείσαι τον κόκορα μέσα σου, στο πλαίσιο ενός συλλογικού εμείς, είναι εκτός μόδας, εκείνο που σώζει είναι το να ξεχωρίζεις ως κόκορας. Ενσταλάζεται και επιβάλλεται ένα ύφος, ένα στυλ, ακόμα κι όταν δείχνει να διατηρεί ανυπότακτη τη ρητορεία του.
Η κοινωνία ξεχωρίζει σε ατομικότητες και ενώνεται σε αυτό. Επί τέλους, χωρίς διχασμούς!..
Τόσο που σταδιακά η Καισαριανή γίνεται μια από τις ακριβότερες περιοχές στην τιμή των διαμερισμάτων και της ψαροταβέρνας, η Νέα Ιωνία δεν έχει πια κλωστοϋφαντουργεία και εργάτες, αλλά μια υψηλού επιπέδου εμπορική αγορά, παρά την κρίση, το Μπουρνάζι είναι το κέντρο της καφετέριας κι όχι των καταραμένων της δυτικής όχθης, οι Τζιτζιφιές κέντρο της γκλαμουριάς του πολιτισμού, του ενιαίου, με τη σφραγίδα του Νιάρχου και το Δρουγούτι με του Ωνάση. Οι διαχωρισμοί δεν είναι πλέον ανάμεσα σε φτωχούς και πλούσιους, όλοι έχουν τις ίδιες ή σχεδόν τις ίδιες δυνατότητες, κυρίως στη δημοκρατία του πολιτισμού.
Το Σαν Φρανσίσκο είναι πια ενιαίο, η Νέα Υόρκη, η Μινεάπολη, το Παρίσι, η Μασσαλία, η Λυών, η Αθήνα…
Αλλά κάποια στιγμή ακούγεται ένας πυροβολισμός, μια κραυγή, μια ανάσα (ή μια έλλειψη ανάσας) και ξαφνικά αποκαλύπτεται ένας άλλος κόσμος, διαχωρισμένος πιο βαθειά, πιο σκληρά και πιο οριστικά. Οι δυό κόσμοι ακόμα κι αν συναντιούνται δεν εφάπτονται, πολύ περισσότερο, δεν ταυτίζονται. Αυτός είναι νόμος. Κοινωνικός. Όποιος τον παραβεί είτε τον αψηφίσει θα μετρήσει τις συνέπειες.
Διαβάζω από ένα άλλο, σημερινό, λογοτεχνικό κείμενο:
“Φτάνω στο νεκροταφείο που έχει γίνει η Βεριέρ, πάω να ξεράσω τ’ άντερά μου μπροστά στο διαφημιστικό πανό της κατασκευαστικής εταιρείας, αλλά, ω τι έκπληξη, την ώρα της απαγόρευσης κυκλοφορίας δάχτυλα αδέσποτα σκέπασαν τη διαφήμιση με μπογιά κόκκινη σαν αίμα κι από πάνω έγραψαν “ΕΔΩ Η ΤΑΞΗ ΣΚΟΤΩΣΕ ΤΟ ΣΑΪΝΤ” και τα μουντά πρωινά έγιναν αλλιώτικα.
Σταματώ μπροστά σ’ αυτό το πανό που έχει γίνει υπέροχο, με τα μάτια γεμάτα αστέρια”
Και λίγο πιο κάτω:
“Είπα στο μικρόφωνο: “Γιατί θα έπρεπε να φοβάμαι αυτούς; Εγώ φοβάμαι αυτούς που σκοτώνουν εδώ πέρα, είναι οι μπάτσοι”. Τα τράβηξαν όλα, αλλά δεν απάντησαν τίποτα, και δεν το έπαιξαν ποτέ στην τηλεόραση. Αντίθετα, έδειξαν τις εικόνες που είχαν τραβήξει πριν μου μιλήσουν, την αντανάκλαση από τις φλόγες στο αγγελικό μου προσωπάκι, και το φόβο στα μάτια μου, ένα ομορφούλη κοριτσάκι κατατρομαγμένο από την καταστροφική μανία αυτών των μπαχαλάκηδων.
Ποτέ μην έχεις εμπιστοσύνη στις εικόνες, Ματιά. Ποτέ μην έχεις εμπιστοσύνη σ’ αυτούς. Δεν ζουν στον ίδιο κόσμο μ’ εμάς, δεν έχουν ιδέα για το μέγεθος της άγνοιάς τους.
Βλέποντας αυτές τις εικόνες είναι που κατάλαβα, Ματιά, κι ας ήμουν δέκα χρονών, κατάλαβα ότι πρέπει να τα κάψουμε όλα, δεν υπάρχει άλλη λύση. Ο μπαμπάς έκανε λάθος. Κι αυτό τον σκότωσε: τα αμέτρητα λάθη του. Δεν έπρεπε να απευθύνει έκκληση για ηρεμία, ήταν μια ύβρις, και δεν σου μιλάω για τη μνήμη του Σαϊντ, Ματιά, ήταν μια προσβολή προς όλους εμάς…
-Πως λειτουργούν τα πράγματα, δεν καταλαβαίνω τίποτα.
-Ποια πράγματα;
-Γιατί ο πατέρας σου έστειλε στη φυλακή τόσα παιδιά από τη Βεριέρ που δεν είχαν κάνει τίποτα το σοβαρό, ενώ τον μπάτσο που σκότωσε τον Σαϊντ δεν τον καταδίκασε κανένας.
Ο Ζε κοιτάζει από το παράθυρο. Σκέφτεται ή ψάχνει να βρει τρόπο να μην απαντήσει. Τον φέρνει σε φριχτά δύσκολη θέση αυτή η ερώτηση. Γιατί εκείνος γεννήθηκε σε σωστό μέρος, σε σωστή στιγμή. Στην καλή χώρα και με το σωστό δέρμα επιδερμίδας. Γιατί δεν μιλάς για ταξικό πόλεμο με τα παιδιά. Προτιμούν να σου ψέλνουν το τροπάριο των ίσων ευκαιριών. Αλλά το βαρέθηκα αυτό το τραγουδάκι, δεν το πιστεύουν πια ούτε τα παιδιά…
… Δεν είναι αλήθεια, σκέφτεται ο Ζε. Όλοι τους ευθύνονταν. Υπήρχαν αναγκαστικά ενδείξεις. Υπήρχαν αναγκαστικά πράγματα που μπορούσαμε να δούμε και δεν είδαμε.
Τις επόμενες μέρες δεν μελετάει. Συνεχίζει να παρακολουθεί τα μαθήματα αλλά δεν κρατάει ούτε καν σημειώσεις. Απλώς κοιτάζει τους άλλους, για πρώτη φορά στη ζωή του, και βλέπει. Τους μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια. Την κούραση. Τα γεύματα που πολλοί πηδούν για να μελετήσουν. Το ψεύτικο κέφι στις συζητήσεις. Την κατάθλιψη των μεν. Το άγχος των άλλων, κι αυτό τον μόνιμο φόβο ότι δεν θα τα καταφέρουν. Και την απουσία αλληλοβοήθειας: ο καθένας για τον εαυτό του, ο καθένας τους έρμαιο της επιθυμίας να είναι πρώτος και του φόβου μην είναι ο τελευταίος….
(Τα αποσπάσματα είναι από το μυθιστόρημα της Κλοέ Μεντί, Τίποτα δεν χάνεται, εκδ. Πόλις, μετ. Γιάννη Καυκιά. Οι υπογραμμίσεις με τα πλάγια γράμματα είναι της συγγραφέα. Το μυθιστόρημα εξελίσσεται γύρω από τη δολοφονία ενός δεκαπεντάχρονου, του Ζαϊντ Ζαϊντί, από έναν αστυνομικό, στην υποβαθμισμένη περιοχή τη πόλης).
Να λοιπόν, που οι ράγες του Σαν Φρανσίσκο δεν έπαψαν να χωρίζουν τους κόσμους. Και ίσως τώρα πιο βαθιά!