Ποια είναι εν τέλει αυτή η «βαθιά Ελλάδα;»
Θέατρο της Οδού Κυκλάδων
Ο Μιχάλης Βιρβιδάκης ανήκει σε κείνη τη σπάνια πλέον «φυλή» των νεοελλήνων θεατρικών συγγραφέων.
Σ’ αυτούς τους λίγους δηλαδή, που προσπαθούν να συγκροτήσουν ένα θεατρικό σύμπαν και μια θεατρική γλώσσα που να πηγάζει από τα σπλάχνα της σύγχρονης ζέουσας ελληνικής κοινωνικής πραγματικότητας.
Είναι πλήρως αποδεκτό και στη θεωρία, πως ελληνικό θέατρο χωρίς ελληνικό θεατρικό έργο, ουσιαστικά δεν μπορεί να υπάρξει. Και είναι αλήθεια πως η ένδεια των τελευταίων δεκαετιών από σύγχρονα ελληνικών θεατρικά κείμενα, αντανακλά μία ανάπηρη πρόσληψη από τους συγγραφείς μας της ρέουσας πραγματικότητας, με αποτέλεσμα την αδυναμία εφεύρεσης μιας «νέας αφήγησης» γι’ αυτήν.
Το φαινόμενο τείνει να γίνει πανευρωπαϊκό, για να μη μιλήσουμε για την «θεατρικά άφωνη» Αμερική.
Από τη δεκαετία το 1987 έως τις μέρες μας, ο Βιρβιδάκης μας έχει δώσει μόλις τέσσερα θεατρικά έργα, που το καθένα απ’ αυτά αποτέλεσε θεατρικό γεγονός, συνιστώντας και από μία ψηφίδα του κόσμου που θέλει να μας κάνει κοινωνούς. Του κόσμου που θέλει να μας αφηγηθεί και είναι τα παρακάτω:
Το φεγγάρι και η λίρα, 1987
2 άνδρες – 1 γυναίκα
Το έργο διαδραματίζεται στη σοφίτα ενός σπιτιού πάνω από το λιμάνι κάποιας επαρχιακής πόλης, όπου κατοικεί μια γυναίκα μεγάλης ηλικίας όταν ένας πλανόδιος ακροβάτης της ζητά να χρησιμοποιήσει το μπαλκόνι για μια επίδειξη πετάγματος, με φτερά που κατασκευάζει ο ίδιος, στους κατοίκους της πόλης…
Στην Εθνική με τα Μεγάλα, 1997
2 άνδρες – 1 γυναίκα
Το έργο εκτυλίσσεται σε μια παράγκα στο πλάι της Εθνικής Οδού, ένα παράπηγμα μεταξύ καντίνας και αποθήκης μεταχειρισμένων ανταλλακτικών για φορτηγά αυτοκίνητα, με πρωταγωνιστές τρία περιθωριακά νέα παιδιά.
Περί Φύσεως, 2009
2 άνδρες – 1 γυναίκα
Αύγουστος. Παραμονή του Σωτήρος. Σε ένα απόμερο λιμανάκι κάποιας ελληνικής παραλίας, τρεις άνθρωποι κάνουν το απογευματινό μπάνιο τους περιμένοντας το φεγγάρι να ανατείλει μέσα απ’ τη θάλασσα. Κι ενώ περιμένουν, συζητούν περί παντός επιστητού, όπως μάλλον θα συνέβαινε πάντα και με όλους όσοι μπήκαν πριν από εκείνους στα νερά αυτά.
Με την «Επαρχία» ο Βιρβιδάκης ολοκληρώνει μια θα λέγαμε άτυπη τριλογία πάνω ή καλύτερα μέσα στη «Βαθιά Ελλάδα», την Ελλάδα πίσω από την τηλεοπτική ψευτογκλαμουριά, την χώρα που καταπίνει ή διώχνει από το προσκήνιο τα παιδιά που της περισσεύουν.
Ένα ιδιότυπο «περιθώριο», διαφορετικό από κείνο που περιγράφουν οι συγγραφείς της γόνιμης θεατρικά δεκαετίας του ’70.
Μέσα στο «λάκκο» του θεάτρου της οδού Κυκλάδων, παλιός γνώστης του χώρου ο συγγραφέας (αλλά και ηθοποιός και σκηνοθέτης), με το ψιθύρισμα του Λευτέρη Βογιατζή ακόμα στ’ αυτιά του (είμαι σίγουρη), ανέθεσε στο σκηνοθέτη Γιώργο Σκεύα να στήσει την «Ελληνική επαρχία» του. Κάποια Παραμονή Χριστουγέννων όπου μια παρέα νέων σχεδιάζουν το κόλπο της ζωής τους. Να ληστέψουν μια τράπεζα. Με έναν τρόπο που δεν το επιχείρησε ποτέ κανείς μέχρι τότε. Με έναν τρόπο που φανερώνει τα σημεία των καιρών. Δολοπλοκίες, αρρωστημένοι έρωτες, ναρκωτικά, χρήμα, παιχνίδια εξουσίας… Με φόντο τις λάσπες και τις λακκούβες των επαρχιακών δρόμων, ο Μιχάλης Βιρβιδάκης στήνει τον καμβά μιας παράξενης μαύρης τραγικωμωδίας.
Ο σκηνοθέτης Γιώργος Σκεύας σημειώνει για το έργο: Στην “Επαρχία” ο Μιχάλης Βιρβιδάκης συνθέτει μια θραυσματική τοιχογραφία της ελληνικής πραγματικότητας στην εποχή μας.
Επτά χαρακτήρες-πρόσωπα στροβιλίζονται εγκλωβισμένα στον μικρόκοσμο τους, προσπαθώντας να βρουν διέξοδο. Τα πρόσωπα μιλούν, ενίοτε μονολογούν, οδηγούμενα μέσα από την ορμή του λόγου τους, σε μιαν έξαρση, βαθιά ποιητική. Ο λόγος τους γίνεται τελικά η ταυτότητά τους, γίνεται και είναι η ταυτότητα της “Επαρχίας”.»
Ο ίδιος ο συγγραφέας σημειώνει μεταξύ άλλων:
«Η “Επαρχία” είναι ένα έργο γραμμένο για το δίκιο και το άδικο όπως κανείς το συναντά διασχίζοντας τους χωμάτινους δρόμους της ελληνικής επαρχίας, μακριά από τις βιτρίνες και την αστραφτερή ζωή των μεγαλουπόλεων. Από τη μια κωμωδία κι απ’ την άλλη δράμα. Φαιδρή κωμωδία πάνω στα λάθη και τις ψευδαισθήσεις ενός περιθωρίου, που διαρκώς υποσκάπτει το οργανωμένο κράτος και οικτρό δράμα ως προς την σοβαρότητα και το αίσθημα ευθύνης εκείνων που ανέλαβαν θεσμικά να διαφυλάξουν αυτή την οργάνωση…
Ο Βιρβιδάκης δεν ενδιαφέρεται τόσο για την αρτιότητα μιας κάποιας πλοκής.
Νοιάζεται περισσότερο να δώσει βήμα στους ήρωές του, να εξωτερικεύσουν τον εσωτερικό τους κόσμο, να δραπετεύσουν από την αφάνεια που τους έχει καταδικάσει το σύστημα.
Έτσι, τα πρόσωπά του –λίγα, συνήθως 2 άντρες και 1 γυναίκα σε κάθε έργο, δεν έχουν ως προτεραιότητα να επικοινωνήσουν αλλά να μιλήσουν.
Υπάρχει κάτι από τα πρόσωπα του «Βυθού» του Γκόρκι, και τα καταραμένα πρόσωπα του Ντοστογιέφσκι, αλλά και το χαοτικό σύμπαν του Μπέκετ, πίσω από τις λέξεις του Βιρβιδάκη.
Γι’ αυτό, παρότι πολλές φορές φαίνονται να φλυαρούν και να βιάζονται να δηλώσουν την ύπαρξή τους, τελικά μας καθηλώνουν στην αλήθεια τους.
Ενώ λοιπόν από πρώτη ματιά το έργο του αυτό (αλλά και τα προηγούμενα) κινείται στο πλαίσιο ενός σύγχρονου νεορεαλισμού, σταδιακά αποκτά μια υπαρξιακή, υπερβατική διάσταση. Ο ρεαλισμός του γίνεται ποιητικός.
Οι ήρωες γίνονται οι φορείς μιας βαλκάνιας τελετουργίας, σαν πίσω από το σκυλάδικο να ακούγονται έστω φάλτσα Βυζαντινές ψαλμωδίες. Ο χορός και το τραγούδι προς τιμήν του Πιερικού, της ομαδάρας τους, παίρνει το χαρακτήρα μιας προσωπικής «πατρίδας» που ενώνει τα μέλη της σε μια οικογένεια που αυτοί έχουν επιλέξει. Μακριά από τις κακοποιητικές δικές τους βιολογικές οικογένειες. Μια χαμένη ταυτότητα, ή τρυφερότητα αναψηλαφείται, το να ξαναακουμπίσουμε το λαϊκό αίσθημα με μια παλιακιά, χαμένη αυθεντικότητα !!!
Στο έργο συναντάμε μια νεαρή πόρνη με παρελθόν πατρικής σεξουαλικής κακοποίησης, το γιο ενός δικηγόρου και βουλευτή, τον υιοθετημένο γιο του παπά της ενορίας, έναν περιθωριοποιημένο καλλιτέχνη που μιμείται τσιτάτα του Μπακούνιν οργανώνοντας τη ληστεία της τράπεζας, έναν διεφθαρμένο αστυνόμο και ερωτικές σχέσεις βεβαρημένες από την υποταγή και την καταπίεση μιας κοινωνίας δομημένης πάνω σε σκληρά πατριαρχικά πρότυπα. Όλα λειτουργούν ως καθρέφτης της ελληνικής «κανονικότητας».
Οι ηθοποιοί υπηρέτησαν άρτια την άποψη του συγγραφέα, όπως ανάγλυφα , κινηματογραφικά σχεδόν μας την μετέφερε ο σκηνοθέτης.
Ο Ορέστης Τζιόβας πειστικός στον ρόλο του παραβατικού αστυνόμου.
Η Γρηγορία Μεθενίτη, συγκλονιστικά απλή στην βαθιά της εξομολόγηση που μας οδήγησε στα ερέβη της «οικογενειακής κακοποίησης».
Ξεχωρίζει η ερμηνεία του Τάσου Λέκκα στον ρόλο του Ίγκι που κεκεδίζει, με την αριστοτεχνική έκφραση των λεκτικών δυσκολιών, και τις συναισθηματικές εναλλαγές και κορυφώσεις. Επίσης εξίσου, ποιοτικές οι παρουσίες επί σκηνής, του Απόστολου Καμιτσάκη (ως Γαβρίλη) και του Δημήτρη Αποστολόπουλο (ως Σάκη).
Ο Νίκος Αρβανίτης (ως Αλέξανδρος), έμπειρος ηθοποιός, ερμήνευσε ως το μεδούλι τον δολοπλόκο βουλευτή, πατέρα και σύμβολο της πατριαρχικής εξουσίας, δείχνοντας υλικά, τον τρόπο διαμόρφωσης της ελληνικής κοινωνίας, στον κυρίαρχο τύπο της.
Η σεξουαλική του χορογραφία με τη Δήμητρα Βήττα (ως Βούλα), στο ρόλο της πρώην συντρόφου του αστυνόμου Μάκη, άρτια εκτελεσμένη, μας μετέφερε πλήρως την απέχθεια απέναντι σε κάθε εξουσία.
Από το έργο ή τα έργα του Βιρβιδάκη, παρότι το κοινωνικό περιθώριο που σκιαγραφεί δεν μας είναι άγνωστο, ανακύπτει ένα κεντρικό ερώτημα:
Ποια είναι εν πάση περιπτώσει η λεγόμενη «Βαθιά Ελλάδα»;
Τη συναντάει κανείς μόνο πίσω από τα μεγάλα φώτα των φορτηγών που διασχίζουν την Εθνική οδό; Στα κρυμμένα παραπήγματα πίσω από χαμένα βενζινάδικα επαρχιακών οδών;
Ή τη συναντούμε και στις γειτονιές της δυτικής Αθήνας, στη β’ εκλογική περιφέρεια Πειραιά, πίσω από το πρώην ΙΚΑ της Πειραιώς… Στα υπόγεια του Κολωνού και των Σεπολίων;
Πίσω από τη χωματερή της Φυλής, στα παραπήγματα των Ρωμά, στις Αχαρναίς, στους κάτω ορόφους των πολυκατοικιών της β’ εκλογικής περιφέρειας Αθήνας, στα Κάτω Πατήσια και στα σκοτεινά της Κυψέλης.
Αποτελείται μόνο από Έλληνες ή και μετανάστες, και πρόσφυγες;
Ποια είναι σήμερα η ανθρωπογεωγραφία της χώρας;
Ο Βιρβιδάκης προσπαθεί να καταστήσει ορατούς κάποιους από αυτούς, κυρίως Έλληνες, νέους, εκτός συστήματος, που παίζουν όμως ανορθόδοξα μαζί του, που το φτύνουν αλλά και επιθυμούν να ενταχθούν λαθραία σ’ αυτό.
Ανοίγει έτσι πεδίο δόξης λαμπρό σε νέους συγγραφείς να τολμήσουν να κοιτάξουν κατάματα όχι μόνο τις μεγάλες πόλεις, ούτε καν τις επαρχιακές και τους νεαρούς περιθωριακούς Έλληνες αλλά και τη «βαθιά Ελλάδα» των φραουλοχώραφων και των πατατοπαραγωγών της Ηλείας, των εργατών γης, που αποτελούνται κυρίως από σκουρόχρωμους αλλοδαπούς, γερούς και δυνατούς τόσο ώστε να αντέχουν το σκληρό ήλιο της καλοκαιριάτικης υπαίθρου και τα σύγχρονα εργασιακά σκλαβοπάζαρα.
Αυτό κι αν είναι στοίχημα!