9.9 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

15 σκηνές και μια θάλασσα που δεν τελειώνει

 

 

«Μερικές φορές πρέπει να σωπαίνει κανείς, για να µπορέσει ν’ ακούσει τη µουσική πίσω απ’ τον ήχο της βροχής», λέει ο Μαστρογιάννι στο Μετέωρο Βήμα του Πελαργού. Η βροχή στο έργο του Θόδωρου Αγγελόπουλου ήταν πάντα ο θόρυβος της Ιστορίας, οι εξελίξεις, η πολιτική, αυτό που συμβαίνει σε όλους και για όλους.

 

«Άρχισα να γράφω πολύ νωρίς, εκείνη την ίδια εποχή, κάτω απ’ την ταραχή και τη συγκίνηση που μου είχαν δημιουργήσει οι αναταράξεις της Ιστορίας που είχαν προηγηθεί. Οι σειρήνες του πολέμου του ’40. Η είσοδος του Γερμανικού στρατού κατοχής σε μια έρημη Αθήνα. Πρώτοι ήχοι, πρώτες εικόνες. Έπειτα, ο Εμφύλιος το Δεκέμβρη του ’44. Η σφαγή. Η καταδίκη του πατέρα σε θάνατο. Το χέρι της μητέρας να τρέμει στο δικό μου καθώς ψάχναμε να βρούμε το πτώμα του ανάμεσα σε δεκάδες άλλα, σε ένα χωράφι. Καιρό μετά ένα μήνυμα του από μακριά. Η επιστροφή του μια μέρα βροχής. Πρώτες ιστορίες. Πρώτη επαφή με τις λέξεις, λέξεις που αναζητούν εικόνα. Τότε δεν ήξερα. Το κατάλαβα αρκετά αργότερα όταν έγραψα την πρώτη λέξη στο πρώτο σενάριο. Η λέξη ήταν: βρέχει

 

Τις σκηνές που ακολουθούν είχαμε επιλέξει μαζί με την Ελένη Αγγελοπούλου, σκηνοθέτιδα και κόρη του δημιουργού, για τους σκοπούς της προώθησης του αφιερώματος Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος με τα μάτια των νέων που έγινε στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος στις 23-29 Ιανουαρίου 2014. Τα εισαγωγικά κείμενα από μένα, είναι εκείνα που συνόδευαν τα φιλμικά αποσπάσματα στις δημοσιεύσεις τους στα social media εκείνες τις μέρες.

 

ΚΩΣΤΗΣ ΖΟΥΛΙΑΤΗΣ

 

 


 

 

Ο ΘΙΑΣΟΣ (1975)

 

 

 

 

Δοκιμάστε ν’ ανοίξετε τα βίντεο κλικάροντας επάνω στις φωτογραφίες

 

 

 

 

1946. Εγώ θα σ’αγαπώ και μη σε νοιάζει, swing, Glenn Miller και Μουζάκης: τα ζευγάρια χορεύουν, γιορτάζουν, ζουν. Απέναντι, οι μαύροι ταγματασφαλίτες, μόνοι, παρακολουθώντας, κρατώντας όπλα σε μια στιγμή διασκέδασης –μια αντιερωτική, αυταρχική, μονόχνωτη Ελλάδα. Τους αρκούν τα επικά εμβατήρια και Γύρνα ξανά στην παλιά σου φωλιά βασιλιά. Τα θρυλικά μονοπλάνα του Αγγελόπουλου όχι μόνο χωράνε την Ιστορία και τις πληγές της, αλλά και τη γιορτή, την ανάγκη του κόσμου να υπάρξει. Και την ανάγκη της εξουσίας να σταματάει με το ζόρι τα πάντα, για να ακουστεί το δικό της φάλτσο τραγούδι: το βαθιά αντιερωτικό, αντικοινωνικό και -γι’αυτό- ακοινώνητο. Πόσα δεν μάθαμε στα σχολικά βιβλία· πόσα ψέματα, λαθροχειρίες και εθνικολαγνικές διορθώσεις στις αγχωμένες επίσημες αφηγήσεις. Πόσα μάθαμε από ένα πλάνο γιορτής.

 

 

 

Κυνηγοί κεφαλών· το πρόσωπο της εξουσίας, οι αγωνίες των νικητών, η ματωμένη αφήγηση του τόπου αυτού, που τόσο δύσκολα προφέρεται και όχι χωρίς κόμπους στο λαιμό και στη γλώσσα. Δεν είναι απλώς επίκαιρη και απαραίτητα χρήσιμη η ιστορική ματιά του Αγγελόπουλου, ούτε μόνο συγκλονιστικά προφητική. Είναι πάνω απ’ όλα ποιητική και γενναιόδωρη, χωρίς να κουνάει δάχτυλα, χωρίς εύκολα συμπεράσματα και καταγγελτικά ξόρκια. Είναι για τους ανθρώπους.

 


 

 

Ο ΜΕΓΑΛΕΞΑΝΤΡΟΣ (1980)

 

 

 

«Κάντε ένα σπουδαίο δώρο στον εαυτό σας. Δείτε τον Μεγαλέξαντρο του Αγγελόπουλου και λυτρωθείτε από την ανούσια μελαγχολία του εφήμερου», έγραφε ο μπλόγκερ Το Πορτατίφ (κατά κόσμον Σαμσών Ρακάς) στο twitter εκείνο τον καιρό. Γράφει επίσης εδώ πως «Περάσαμε τα σύνορα και είμαστε ακόμα εδώ».

[σημ.: Ο Μεγαλέξαντρος είναι μια γενναία και τολμηρή σπουδή στη μοίρα των αντάρτικων, των ουτοπιών, των λαϊκών ηγετών, των λαϊκών προσδοκιών και διαψεύσεων, χωρίς λειασμένες γωνίες λήψης και ανάγνωσης, αλλά με όλες τις αγωνίες. Με τις αντιφάσεις, τις ματαιώσεις, τις σκληρές παραδοχές, τα ιστορικά μαθήματα, αλλά και την θολωμένη όψη των ανεπίδεκτων στα μαθήματα. Ο Μεγαλέξαντρος είναι μια σκληρή ταινία. Και γι’αυτό τρυφερή, για ό,τι κινεί την κοινή μοίρα των ανθρώπων].

 


 

 

ΑΘΗΝΑ – ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗ (1983)

 

 

Αρκετά μακριά από τα γνωστά «αγγελοπουλικά», αλλά με το μάτι του ίδιου δημιουργού, η ταινία Αθήνα – Επιστροφή στην Ακρόπολη (ντοκιμαντέρ του 1983, 43 λεπτών) είναι μια από τις ομορφότερες ταινίες που έχουν χωρέσει την ιστορία αυτής της πόλης και τους δρόμους της. Είναι μια μαγική διαδρομή, μέσα από τις εικόνες του Τσαρούχη, τις λέξεις του Ταχτσή και του Σεφέρη, αλλά και τις πληγές στα κτίρια της πόλης, μαζί με εκείνες της Ιστορίας, τις μνήμες, τις αφηγήσεις των τσιμέντων. Η ταινία προβάλλεται σε συνεχείς ανοιχτές προβολές στην Πλατεία Συντάγματος (σ.σ.: στις 24 Ιανουαρίου 2014). κι αυτό ίσως είναι μια πραγματική ζωή για το κέντρο της πόλης, μια χειρονομία. «Ό,τι δεν αγαπάει το θάνατο· ο κινηματογράφος» έλεγε ο ποιητής.

 


 

 

ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΑ ΚΥΘΗΡΑ (1984)

 

 

 

Ο Σπύρος, πολιτικός πρόσφυγας του Εμφυλίου, επιστρέφει από την Τασκένδη μετά από δεκαετίες, με λίγα υπάρχοντα και το βιολί του –πάντα η μουσική. Το τελετουργικό της συνάντησης με την πιστή Πηνελόπη του που ακόμα περιμένει –κουβαλώντας στη λεβέντικη στάση της όλη την Ιστορία και τον πόνο– τελειώνει με μία και μόνο λέξη, με μία και μόνη ερώτηση, ορισμό της αξιοπρέπειας και του μεγάλου πολιτισμού των προσφύγων παντού και πάντα: “Έφαγες;”

Γύρω ένας ρημαγμένος βρεγμένος τόπος, ένας τόπος που ακόμα γκρεμίζεται. 1984, ξημερώνει η δεύτερη τετραετία.

 

 

 

«Μας βάλανε και πολεμήσαμε, βγάλαμε τα μάτια μας, εσύ από δω, εγώ από την άλλη. Χάσαμε κι οι δύο», λέει ο δεξιός (και στη ζωή) Παπαγιαννόπουλος στον αριστερό (και στη ζωή) συγχωριανό Κατράκη. Σε συνέντευξή του το ’97, πάνω στα ντουζένια της σημιτικής ευμάρειας, ο Αγγελόπουλος θα συμπληρώσει: «το ότι αυτή τη στιγμή η Ελλάδα είναι μονιασμένη είναι ένα καλό, είναι πολύ καλό. Το ότι όμως σ’αυτή τη μονιασμένη Ελλάδα υπάρχει απουσία πολιτικού λόγου, είναι το κακό».

Για τη σκηνή αυτή, ο Αγγελόπουλος μαρτυρούσε πως ο Παπαγιαννόπουλος είναι ένας τεράστιος ηθοποιός και μόνο γι’αυτό το βλέμμα. Τότε λοιπόν τον ρώτησε: «Πού ήσουν τόσο καιρό;». Για να του απαντήσει ρωτώντας ο Παπαγιαννόπουλος: «Εσύ πού ήσουν…».

 


 

ΤΟΠΙΟ ΣΤΗΝ ΟΜΙΧΛΗ (1988)

 

 

 

– Φοβάσαι;

– Όχι, δεν φοβάμαι.

«Τι παράξενος κόσμος… Βαλίτσες, σταθμοί παγωμένοι, λόγια και χειρονομίες που δεν καταλαβαίνεις. Κι η νύχτα που μας τρομάζει. Όμως είμαστε χαρούμενοι. Προχωράμε».

Κι ένα κείμενο –μερικά χρόνια πριν– του Θανάση Σκαμνάκη για τα τοπία της ομίχλης και τα τοπία πέρα από την ομίχλη.

 

 

 

 

Τοπίο στην ομίχλη, άνθρωποι σε ακινησία· ένας τόπος σε ακινησία, κοιτάζοντας όλοι τον ουρανό, περιμένοντας πάντα κάτι. Ένας τόπος πάντα κακοκαιρία, παρά τον τόσο ήλιο. Τα δύο παιδιά μάταια ψάχνουν τον πατέρα, μάταια αναζητούν τη φυγή. Όμως φεύγουν· πάντα φεύγουν. «Μη φοβάσαι» λέει ο μικρός Αλέξανδρος στην αδερφή του και η ομίχλη διαλύεται μαγικά· κι ένα άλλο τοπίο προβάλλει: ένα καταπράσινο λιβάδι και πιο πέρα ένα γαλάζιο δέντρο, φωτεινά σαν την Πρώτη Μέρα της Δημιουργίας.

 

Είναι η ταινία που έφερε την αισθητική της πασοκικής καζούρας στις τηλεοράσεις και τις τηλεοράσεις στα μυαλά μας. Είναι η εποχή που όλα έρχονταν καλά· τα θολά τοπία και οι εικασίες στο χιόνι ήταν υπερβολές, ακαταλαβίστικες έμμονες. Όμως ο χρόνος φρόντισε να παραμένει μια ταινία ορόσημο της καθάριας εμπιστοσύνης του δημιουργού της στους νέους, στο νέο, στο πάντα έτοιμο για ταξίδια. Ο χρόνος φρόντισε να μας εξηγηθεί και να μας αποκαλύψει ότι το τοπίο θόλωσε κι άλλο από τότε. Και πλέον να μη μένει παρά η φυγή. Πάντα η φυγή. Προς τα εμπρός. Πίσω και πέρα από την ομίχλη, μπροστά και κόντρα στην ομίχλη.

 


 

 

ΤΟ ΜΕΤΕΩΡΟ ΒΗΜΑ ΤΟΥ ΠΕΛΑΡΓΟΥ (1991)

 

 

 

«(…) μπορεί να είναι αρχή αυταπάτης, από τη στιγμή που οι άνθρωποι αυτοί νομίζουν ότι η λύση του προβλήματος είναι η ελεύθερη αγορά, ο άγριος καπιταλισμός. Όλα αυτά σηματοδοτούν τις εξελίξεις στην Ευρώπη. Μια Ευρώπη των προσφύγων, όπου το πρόβλημα της προσφυγιάς επιτείνεται ολοένα και θα’ναι αυτό που θα χαρακτηρίζει τα μελλοντικά χρόνια. Η ένταξη στην Ευρώπη υπακούει σε μια οικονομική επιταγή ενώ η έκρηξη εθνικισμού σε ένα κενό της ύπαρξης. Η μια τάση λέει, το συμφέρον μας είναι η ένωση και η άλλη ότι μπροστά στο κενό και στην έλλειψη συστήματος αναφοράς το μόνο που μας απομένει είναι η θρησκεία και τα σύνορα. Βεβαίως υπάρχει μια τεράστια αντίφαση. Αυτή την αντίφαση θα τη ζήσει με πολύ έμφαση η Ευρώπη τα επόμενα χρόνια. Γι’ αυτό ούτε η Ενωμένη Ευρώπη θα πάει τόσο ομαλά όσο προβλεπόταν από τους σχεδιαστές της». Λόγια του Θόδωρου Αγγελόπουλου, Γενάρης 1992. [Ολόκληρες οι λέξεις ]

 

Στις ταινίες του Αγγελόπουλου τότε δεν υπάρχει ακόμα η έννοια μετανάστης· υπάρχει ο πρόσφυγας. Αυτός που διώχτηκε από το σπίτι του και κουβαλώντας ένα δισάκι πολιτισμό προσπαθεί να σταθεί όπου γης. Ένας πρόσφυγας βρίσκεται κρεμασμένος. Οι ταινίες του Αγγελόπουλου είναι αργές, κρατάνε πολύ, γιατί βρίσκουν χρόνο να χωρέσουν και το μοιρολόγισμα του νεκρού πρόσφυγα, του ανθρώπινου σκουπιδιού της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

 


 

ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ (1995)

 

 

Η πομπή των χριστιανών που διαμαρτύρονται –και έχουν ήδη επιβάλλει την απαγόρευση της προβολής της ταινίας– θα συναντηθεί με τους ανθρώπους, που –κρατώντας ομπρέλες στο βροχερό τόπο, σε έναν πάντα βροχερό τόπο– επιμένουν να ακούσουν την ταινία στην πλατεία, έστω μόνο από τα ηχεία· να ακούσουν «πόσα σύνορα πρέπει να περάσουμε για να φτάσουμε σπίτι μας;». Στη μέση, τα ΜΑΤ. Μια πάντα διχαστική πραγματικότητα, η πάλη ανάμεσα στις Ελλάδες: αυτή της δημιουργίας και αυτή της συντήρησης. Και η εικόνα, οι εικόνες, που έχουν απαγορευτεί.

 

Είναι μια από τις πρώτες σκηνές του Βλέμματος του Οδυσσέα· το ποιητικό σχόλιο του Θόδωρου Αγγελόπουλου για τα γυρίσματα της αμέσως προηγούμενης ταινίας του (το Μετέωρο Βήμα) και τον θίασο μίσους του μητροπολίτη Φλωρίνης, που κόστισαν μέχρι και τη ζωή του μόνιμου σκηνογράφου του, Μικέ Καραπιπέρη.

 

 

 

Θανάσης Βέγγος και Harvey Keitel. Σπάνια κινηματογραφική συνάντηση, αν το σκεφτείς. «Αλλά αν είναι να πεθάνει η Ελλάδα, να πεθάνει γρήγορα γιατί η αγωνία κρατάει πολύ και κάνει πολύ θόρυβο». Και μετά, «μωρή φύση». Λίγα χρόνια μετά, ο Αγγελόπουλος σε μια συνέντευξή του θα πει ότι «δεν πεθαίνει σαν κράτος, σαν έθνος. Πεθαίνει αυτό που συνιστούσε κάποτε τη μεγαλοσύνη αυτού του τόπου: η πνευματικότητα και η γενναιοδωρία. Αποτέλεσμα είναι μια μιζέρια, αποτέλεσμα είναι μια αδυναμία να καταλάβουμε, να προβλέψουμε και ενδεχομένως να δημιουργήσουμε».

 


 

 

ΜΙΑ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΜΙΑ ΜΕΡΑ (1998)

 

 

 

Φαρμακονήσι, χτες*: «παράνομοι μετανάστες αγνοούνται». Φαρμακονήσι, σήμερα: βρέθηκαν. Τώρα είναι νεκροί μετανάστες· τώρα δεν είναι ούτε μετανάστες. Εννιά παιδιά και τρεις γυναίκες. Όπως λέμε: παιδιά και γυναίκες.

«Κρίμα, μαζί μας δεν θα’ρθεις απόψε. Εγώ φοβάμαι. Η θάλασσα είναι μεγάλη.

Τι να’ναι εκεί που πας; Τι θα’ναι εκεί που πάμε;

Τι τα βουνά, τι τα γκρεμά, αστυνομία φαντάροι. Πίσω ποτέ δεν κάναμε.

Τώρα κοιτάω τη θάλασσα και ούτε που τελειώνει.»

 

*σημ.: Πρόκειται για την πρώτη γνωστή τραγωδία στο Φαρμακονήσι, στις 20/01/2014. Τρεις μέρες μετά, το αφιέρωμα στην Ταινιοθήκη ξεκινούσε –προγραμματισμένα- με το Μετέωρο Βήμα του Πελαργού και την πρώτη σκηνή, όπου ελικόπτερα και λιμενικό αναζητούν νεκρούς πρόσφυγες στο Αιγαίο…

 

 

 

Σ’ ένα λεωφορείο, ο δημιουργός στην τελευταία του μέρα, ο μικρός μετανάστης η ελπίδα, η μουσική που δίνει το ρυθμό της ποίησης σε κάθε στιγμή, στην πιο καθημερινή μετακίνηση, ο Σολωμός και η άλλη ποίηση που χρειάζεται ο άνθρωπος –οι λέξεις για να μιλήσει– η επανάσταση που αποκοιμιέται, τα τοπία έξω, η βροχή του τόπου, οι ποδηλάτες εργάτες που δουλεύουν μέσα στη βροχή για την επικοινωνία του κόσμου, το λεωφορείο που μεταφέρει τον κόσμο, τις χειρονομίες και τα βλέμματα. Και πάντα, ένας μεγάλος χορός· συντρόφων, ανθρώπων αγαπημένων, σκιών από το παρελθόν, το τώρα και το αύριο, γλυκά ανακατεμένες στο ίδιο πλάνο, στον ίδιο χρόνο. Ένα σινεμά που μας βοηθάει να υπάρξουμε, που μας δίνει υλικό για να επεξεργαζόμαστε τις δικές μας χειρονομίες, τη δική μας σκέψη.

 


 

 

ΤΟ ΛΙΒΑΔΙ ΠΟΥ ΔΑΚΡΥΖΕΙ (2004)

 

 

 

Ποτέ ένα κοντινό σε πουλόβερ δεν χώρεσε λυγμικά έναν μεγάλο αποχαιρετισμό. Κι όσο αυτό ξηλώνεται, τόσο η κλωστή μακραίνει και δένει τους ανθρώπους. Δεν είναι αργές οι ταινίες του. Είναι ανυπόφορα μεγάλες. Σε ποίηση.

 

 


 

Η ΣΚΟΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ (2008)

 

 

 

Τρεις επιζήσαντες της μεγάλης παγκόσμιας τραγωδίας, «πολιορκητές του ουρανού, καβαλάρηδες του ονείρου». Ιρέν Ζακόμπ, Μισέλ Πικολί και ένας συγκλονιστικός Μπρούνο Γκαντς σωστός Κατράκης, σε μια από τις ίσως αδικημένες -από τις επικαιρικές συνήθειες- ταινίες του Αγγελόπουλου.

 

 


 

Η ΑΛΛΗ ΘΑΛΑΣΣΑ (2012)

 

 

 

Πριν τέσσερα χρόνια στον περιφερειακό της Δραπετσώνας, οι μετανάστες περίμεναν υπομονετικά να ξεκινήσει το γύρισμα, στημένοι σε ένα τοίχο· περίμεναν για να γίνουν ένα κάδρο της Άλλης Θάλασσας. Δεν έγιναν ποτέ. Παρέμειναν κάδρο της εδώ θάλασσας, εκείνης που γνώρισαν. Οι θάλασσες παρέμειναν αφιλόξενες για κείνους· στις εδώ θάλασσες χάνονται τα παιδιά τους, βυθίζεται η ζωή τους όλη. Η Ελληνική Προεδρία της ΕΕ (σημ.: 2014) έχει τα γραφεία της στο βυθό του Αιγαίου. Εκεί υποδέχεται τους υπηκόους της· εκεί συντελείται η ανάπτυξη.

Καπετάνιε έφυγες και βυθιζόμαστε κι άλλο. Μπαίνουν πολλά νερά.

Από τις εδώ κι εκεί θάλασσες.

 

 

 

 

 

 

 

____________________________________________________

 

Το έργο του Ρενέ Μαγκρίτ Le séducteur (1950) συνδέεται με τον Αγγελόπουλο με την εξής τρόπο: Το 1992, από το Παρίσι, ο Αλέκος Λαμπρίδης στέλνει μια ευχετήρια κάρτα στον σκηνοθέτη. Ο Λαμπρίδης γράφει επάνω στην κάρτα, που απεικονίζει τον συγκεκριμένο πίνακα, στίχους του ίδιου του Θόδωρου Αγγελόπουλου: «και μην ξεχνάς πως ήρθε πάλι η ώρα για ταξίδι / ο άνεμος φυσάει τα μάτια σου μακριά». Η κάρτα αυτή, που ήταν μονίμως επάνω στο γραφείο του Αγγελόπουλου, αποτέλεσε έμπνευση για τη δημιουργία της επόμενης ταινίας, «Το Βλέμμα του Οδυσσέα», και μετά έγινε η σκηνή με το «Γαλάζιο Καράβι», το καράβι οπτασία στο βλέμμα του Μανάκια την ώρα που πεθαίνει κινηματογραφώντας στην παραλία της Θεσσαλονίκης. Την ιστορία αφηγήθηκε στο ΚΟΜΜΟΝ ο Αλέξανδρος Λαμπρίδης.

 

 

 

 

 

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ