19.9 C
Athens
Δευτέρα, 31 Μαρτίου, 2025

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Τι θα έγραφε ο Λούτσιο Μάγκρι σήμερα στον «Ράφτη της Ούλμ»; Του Γιώργου Θερσίτη

 

 

 Στις αρχές του Δεκέμβρη του 2011, ο Λούτσιο Μάγκρι, έθεσε τέρμα στη ζωή του με τη βοήθεια των γιατρών μιας κλινικής στη Ζυρίχη θεωρώντας ότι δεν έχει κάτι άλλο να πει. Το 2010 είχε κυκλοφορήσει Ο ράφτης της Ουλμ, μια ιστορική αποτίμηση της πορείας του Ιταλικού Κομμουνισμού, ένα βιβλίο πλούσιο και σημαντικό, συμπύκνωση και καταστάλαγμα μιας ζωής αλλά κυρίως συζητήσεων που είχαν ανάψει μετά το 1989-90 στη βάση του αν «όλα έχουν τελειώσει». Ο Μάγκρι ήταν αφοριστικά αισιόδοξος αποτιμώντας το κομμουνιστικό πείραμα του 20ου αιώνα.

 

 

Στην αγγλική εισαγωγή του κειμένου** (New Left Review, τ. 51, 2008, μετάφραση δική μας) ο Μάγκρι εξηγεί ότι σε κάποια πολυπληθή συγκέντρωση του 1991 με θέμα αν θα έπρεπε ή όχι να φύγει ο όρος «κομμουνιστικό» από τ‘ όνομα του ΚΚΙ, ο Πιέτρο Ινγκράο, που είχε ήδη αναπτύξει τη διαφωνία του, απάντησε σε σχετική ερώτηση «με τη φημισμένη παραβολή του Μπρεχτ για το ράφτη της Ούλμ»*

 

Ινγκράο και Μάγκρι χρησιμοποιούν την «αλληγορία» του Μπρεχτ για να εκδηλώσουν την πεποίθηση τους ότι το τέλος του κομμουνιστικού «πειράματος» του 20ου αιώνα δε σημαίνει και τέλος του κομμουνισμού: Ακόμα κι αν η αντίθετη αίσθηση κι αντίληψη κυριαρχούσε τότε -ή και σήμερα, ακριβώς όπως κυρίαρχη ήταν η άρνηση της δυνατότητας πτήσης του ανθρώπου την εποχή του ράφτη της Ουλμ.

 

Ο «Ράφτης της Ουλμ», απ’ όσο γνωρίζω δεν έχει κυκλοφορήσει στα ελληνικά παρά το ιδιαίτερα ενδιαφέρον του. Η λεγόμενη ελληνική Αριστερά και η διανόησή της «περί άλλα τύρβαζε» τρώγοντας τις σάρκες της την τελευταία δεκαετία.

 

Αν αξίζει μια συζήτηση σήμερα, είναι ΤΙ θα χρησιμοποιούσε ο ίδιος ο Μάγκρι σαν επιβεβαίωση της ιστορικής και καταλυτικής του αισιοδοξίας, αποτιμώντας όχι μόνο μια πορεία που οδήγησε σε προσωρινή -κατά τον ίδιο- ήττα αλλά όσα ο ίδιος δεν έζησε κοντά δέκα χρόνια τώρα αλλά κι όσα είναι μπροστά μας.

 

Άλλωστε κι ο ίδιος μας προτρέπει σ’ αυτό με το σημείωμα που άφησε πριν την υποβοηθούμενη αυτοκτονία του, που αναφέρει:

 

«Είμαι ένα ζωντανό αποθηκευμένο ιδιωτικό αρχείο. Για κάποιον που είναι ήδη ηλικιωμένος, η απομόνωση έχει μια ορισμένη αξιοπρέπεια. Όμως, για έναν κομμουνιστή, η απομόνωση είναι η μεγαλύτερη αμαρτία. Ο «τελευταίος των Μοϊκανών» μπορεί να είναι μια μυθική μορφή, αλλά ο μοναχικός κομμουνιστής, ο «θυμωμένος γέρος», κινδυνεύει να γίνει περίγελος εάν δεν παραμερίσει.

 

 Δεν είναι αλήθεια ότι το παρελθόν – των κομμουνιστών ή και οποιουδήποτε άλλου – ήταν προδιαγεγραμμένο, όπως δεν είναι αλήθεια ότι το μέλλον είναι πλήρως στα χέρια των νέων που θα έρθουν. Ο «γερο-τυφλοπόντικας» σκάβει το χώμα, αλλά καθώς είναι τυφλός δεν ξέρει από πού έρχεται και πού πάει. Μπορεί και να σκάβει σε κύκλους. Και αυτοί που δεν πίστεψαν ούτε πρόκειται ποτέ να πιστέψουν στη Θεία Πρόνοια πρέπει να βάλουν τα δυνατά τους για να τον καταλάβουν και να τον βοηθήσουν να βρει το δρόμο του».

 

 

 

Ποιός ήταν ο Λούτσιο Μάγκρι

 

(Βιογραφικά στοιχεία από το αφιέρωμα του Π. Σωτήρη, ilesxi.wordpress.com, 2012)

 

Η απόφαση του Λούτσιο Μάγκρι να βάλει τέλος σε μια ζωή που έδειχνε να μην έχει πια νόημα ερμηνεύτηκε από διάφορους σαν αδυναμία ενός ανθρώπου του ευρωπαϊκού κομμουνισμού του 20ου αιώνα να συνυπάρξει με την σύγχρονη ιταλική και παγκόσμια πραγματικότητα και τις προκλήσεις της. Άλλοι θρήνησαν την απώλεια μιας ιστορικής φυσιογνωμίας της Αριστεράς, με τον γνωστό τρόπο της αναδρομικής δικαίωσης των τεθνεώτων. Άλλοι, λίγο πιο προσεκτικοί θα θυμηθούν και τις – υπαρκτές – παλινωδίες του ίδιου του Μάγκρι στην πολιτική του διαδρομή. Αυτό, όμως, που έλλειψε σε όλη αυτή τη συζήτηση ήταν μια πιο προσεκτική αποτίμηση της συμβολής που όντως είχε ο Μάγκρι και το ρεύμα στο οποίο συμμετείχε στην υπόθεση της ανανέωσης της επαναστατικής στρατηγικής.

 

Και αυτό γιατί ο Μάγκρι υπήρξε κομμάτι μιας ευρύτερης συλλογικής προσπάθειας που βγήκε από την καρδιά του Ιταλικού Κομμουνισμού και ταυτόχρονα προσπάθησε να τον αμφισβητήσει ή να τον μετατοπίσει προς τα Αριστερά, συλλογική προσπάθεια που αποτυπώθηκε στο περιοδικό – αργότερα εφημερίδα – Il Manifesto και την πολιτική ομάδα γύρω από αυτό.

 

Σε αντίθεση με άλλα κομμάτια της Ιταλικής επαναστατικής Αριστεράς της δεκαετίας του 1970 το Manifesto έβγαινε από την καρδιά του Ιταλικού κομμουνισμού. Άλλωστε, όλα τα βασικά πρώτα στελέχη του ήταν και στελέχη του ΙΚΚ, όπως η Ροσάνα Ροσσάντα, τέως βουλευτίνα, τέως υπεύθυνη του πολιτιστικού τομέα και μέλος της ΚΕ, ο Άλντο Νάτολι, παρτιζάνος, τέως βουλευτής και μέλος της ΚΕ ή ο Λουίτζι Πίντορ δημοσιογράφος και μέλος της Κ.Ε. Ο Μάγκρι με τη σειρά του, μέλος του κόμματος από τη δεκαετία του 1950, είχε ήδη σημαντική δράση ως διανοούμενος και στέλεχος του κόμματος.

 

Απογοητευμένοι από τα όρια, πολιτικά και θεωρητικά, της παραδοσιακής αριστερής πτέρυγας του ΙΚΚ, που τα εξέφραζε σε όλη τη δεκαετία του 1960 ο Πιέτρο Ινγκράο, δοκιμάζουν μια πολύ πιο βαθιά κριτική, που προσπάθησε να διαφοροποιηθεί τόσο από τη μετάλλαξη του σοβιετικού δρόμου για το σοσιαλισμό, όσο όμως και από τη γραμμή του μετωπισμού, των «δομικών μεταρρυθμίσεων» και του «δημοκρατικού δρόμου» που κυρίως επεξεργάστηκε ο Παλμίρο Τολιάτι για το ΙΚΚ. Η γραμμή του ΙΚΚ ήταν μια γραμμή αντιφατική, που την ίδια στιγμή που διεκδικούσε ανεξαρτησία απέναντι στο ΚΚΣΕ και επέτρεπε ένα μεγάλο άνοιγμα στην κοινωνία και μια εντυπωσιακή ηγεμονία μέσα σε εργατικά και λαϊκά στρώματα, στην πραγματικότητα δεν απαντούσε το ερώτημα της επαναστατικής ρήξης. Ήταν μια στρατηγική που έφτασε στα όρια της με το τεράστιο κύμα κοινωνικών αγώνων που συντάραξε την Ιταλία στα τέλη της δεκαετίας του 1960 με αποκορύφωμα το «Θερμό φθινόπωρο» του 1969 και την αδυναμία του ΙΚΚ να ανοίξει δρόμους επαναστατικής ρήξης.

 

Σε αυτό το τοπίο γεννιέται το Manifesto, που δοκιμάζει μια πρωτότυπη σύνθεση ανάμεσα στην κληρονομιά του Γκράμσι και του Ιταλικού κομμουνιστικού κινήματος, τις εμπειρίες από τους εργατικούς και σπουδαστικούς αγώνες, τις εξελίξεις στο διεθνές κομμουνιστικού κίνημα από την «Άνοιξη της Πράγας» μέχρι την Πολιτιστική Επανάσταση και σε αυτή τη βάση να επεξεργαστεί μια σύγχρονη επαναστατική στρατηγική.

 

Είναι μια δουλειά συλλογική που πολύ νωρίς στοιχίζει την αποπομπή από το ΙΚΚ και σε μια δραματική συνεδρίαση της Κ.Ε. το Νοέμβριο του 1969 απομακρύνονται από το Κόμμα. Ο Άλντο Νάτολι απαντά «Δεν χρειάζεσαι κομματική ταυτότητα για να είσαι κομμουνιστής».

 

Σε αυτό το πλαίσιο επεξεργάζονται ένα σύνολο θέσεων που αποτέλεσαν ίσως ό,τι πιο προχωρημένο έφτασε η ευρωπαϊκή επαναστατική αριστερά εκείνα τα χρόνια. Αξίζει κανείς να αναζητήσει τα κείμενα για σχολείο, για τα εργατικά συμβούλια και κυρίως τις περίφημες «Θέσεις για τον Κομμουνισμό», ένα συλλογικό κείμενο που συμπυκνώνει ταυτόχρονα την πολιτική κληρονομιά του ευρωπαϊκού κομμουνιστικού κινήματος, τους επαναστατικούς ανέμους από την ανατολή και την Πολιτιστική Επανάσταση αλλά και την εμπειρία του παγκόσμιου «1968». Απαλλαγμένο από τον καταναγκαστικό οικονομισμό αρκετών τοποθετήσεων από το τροτσικιστικό ρεύμα, χωρίς τη μονοδιάστατη επικέντρωση στο εργοστάσιο ως το μόνο κοινωνικό χώρο που σφράγισε ιστορικά το ρεύμα του εργατισμού, υπερβαίνοντας τον απλό κινηματισμό άλλων τάσεων, μακριά από την άκριτη κινεζοφιλία των μαοϊκών τάσεων, το Manifesto αναμετρήθηκε περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη τάση με αυτά τα κομβικά ερωτήματα. Πάνω από όλα σε ρήξη με όλη τη λογική των σταδίων που σφράγισε τον κομμουνιστικό ρεφορμισμό, υπερασπίστηκαν την ωριμότητα του κομμουνισμού ως δυνατότητας μέσα στην εκρηκτική όξυνση των αντιφάσεων και σε αυτή τη φάση θα προτείνουν τον ευρύτερο συντονισμό όλων των δυνάμεων της ιταλικής επαναστατικής αριστεράς σε ένα κοινό πολιτικό σχέδιο.

 

Σε αυτή τη συλλογική δουλειά ο Μάγκρι, συνδιευθυντής του περιοδικού Il Manifesto και μετά με βασικό ρόλο στην καθημερινή εφημερίδα από το 1971, θα παίξει βασικό ρόλο, ενώ σημαντική θα είναι η θεωρητική του παραγωγή. Αξίζει για παράδειγμα να διαβάσει κάνεις το κείμενό του Για ένα σύγχρονο μαρξιστικό επαναστατικό κόμμα (Σύγχρονα Κείμενα, 1975) για να δει το θεωρητικό βάθος της σκέψης του.

 

Η μετέπειτα διαδρομή του Manifesto και του ίδιου του Μάγκρι, σφραγίζεται από τις αντιφάσεις της Ιταλικής επαναστατικής Αριστεράς και την προσπάθεια πολιτικής συγκρότησης, μέσα από το PDUP per il Communismo (Κόμμα Προλεταριακής Ενότητας για τον Κομμουνισμό) και τις προσπάθειες για κοινό κατέβασμα της επαναστατικής αριστεράς. Θα σφραγιστεί από την αδυναμία να αμφισβητηθεί η ηγεμονία του ΙΚΚ, από την κρίση των οργανώσεων της επαναστατικής Αριστεράς αρχικά αλλά και της εργατικής αυτονομίας αργότερα, την τραγική κατάληξη όσων επέλεξαν το δρόμο της ένοπλης πάλης, τον Ιστορικό Συμβιβασμό και τις ήττες του εργατικού κινήματος μετά το 1980. Ενώ η Ροσσάντα θα αφιερωθεί περισσότερο στην εφημερίδα Il Manifesto, άλλοι όπως ο Μάγκρι ή η Λουτσιάνα Καστελίνα θα επιλέξουν το δρόμο της επιστροφή στο ΙΚΚ το 1984. Με τη δεξιά στροφή και την εγκατάλειψη του κομμουνιστικού χαρακτήρα το 1989 ο Μάγκρι θα στηρίξει την ίδρυση της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης. Μετά το 1995 ο Μάγκρι θα συμμετέχει στο εγχείρημα του «Κινήματος των Ενωτικών Κομμουνιστών» που θα έρθει σε ρήξη με την επανίδρυση στο όνομα μιας ευρύτερης ενότητας της Αριστεράς, αν και τελικά ο ίδιος ο Μάγκρι, σε αντίθεση με άλλα στελέχη του εγχειρήματος δεν θα γίνει μέλος των «Δημοκρατικών της Αριστεράς» (του κόμματος του Ντ’ Αλέμα και του Βελτρόνι) επιστρέφοντας στο ρόλο του δημοσιογράφου στο Manifesto, με ιδιαίτερη συνεισφορά ιδίως στο θεωρητικό ένθετό του. Ο Λούτσιο Μάγκρι επέλεξε ο ίδιος πότε να φύγει από τη ζωή με αξιοπρέπεια. Τόσο το έργο του, όμως, όπως και η εμπειρία των εγχειρημάτων στα οποία συνέβαλε, αποτελούν κρίσιμες παρακαταθήκες που αξίζει να μελετηθούν.

 

 

 

*LUCIO MAGRI (1932-2011)

 

Ο ΡΑΦΤΗΣ ΤΗΣ ΟΥΛΜ.

 

(Από την εισαγωγή του ίδιου, στην Αγγλική έκδοση του 2010)

 

 

 

«Σε μια από τις πολυπληθείς συγκεντρώσεις που πραγματοποιήθηκαν το 1991 για να αποφασίσει εάν θα αλλάξει το όνομα του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, ένας σύντροφος έθεσε αυτή την ερώτηση στον Πιέτρο Ινγκράο: «Μετά από ότι έχει συμβεί και όλα αυτά που συμβαίνουν τώρα, επιμένετε; Πιστεύετε ότι η λέξη ‘κομμουνιστική’ μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει το είδος ενός μεγάλου, δημοκρατικού μαζικού κόμματος όπως ήταν το δικό μας, και ακόμα είναι, και το οποίο θέλουμε να ανανεώσουμε, ώστε να το συμπεριλάβουμε στην κυβέρνηση;»

 

Ο Ίνγκραο, που είχε ήδη αναπτύξει τους λόγους για τη διαφωνία του και πρότεινε να ακολουθηθεί μια εναλλακτική πορεία, απάντησε – όχι εντελώς αστεία – με τη διάσημη παραβολή του Brecht για τον ράφτη του Ουλμ. Αυτός ο Γερμανός τεχνίτης του 16ου αιώνα είχε εμμονή με την ιδέα της κατασκευής μιας μηχανής που θα επέτρεπε στους ανθρώπους να πετούν. Μια μέρα, πεπεισμένος ότι είχε πετύχει, πήρε τον εξοπλισμό του, εμφανίστηκε μπροστά στον Επίσκοπο και είπε: «Κοίτα, μπορώ να πετάξω». Προκαλούμενος να το αποδείξει, ο ράφτης πήδηξε στον αέρα από την κορυφή της στέγης της εκκλησίας, και, φυσικά, κατέληξε σε

 

συντρίμμια στις πλάκες. Και όμως, το νόημα του ποιήματος του Μπρεχτ αυτό υποδείχνει: -λίγους αιώνες αργότερα οι άνθρωποι έμαθαν πράγματι να πετούν.

 

Η απάντηση του Ινγκράο δεν ήταν απλώς πνευματώδης αλλά βάσιμη. Πόσους αιώνες, πόσους αιματηρούς αγώνες, προόδους και ήττες χρειάστηκε για να φτάσει το καπιταλιστικό σύστημα – σε μια Δυτική Ευρώπη που αρχικά ήταν πιο καθυστερημένη και βάρβαρη από άλλα μέρη του κόσμου – σ´ έναν άνευ προηγουμένου βαθμό οικονομικής αποτελεσματικότητας και στο να αποκτήσει νέους, πιο ανοιχτούς πολιτικούς θεσμούς, μια πιο ορθολογική κουλτούρα; Τι κολοσσιαίες αντιφάσεις χρειάστηκε να σηματοδοτήσουν τον φιλελευθερισμό στη διάρκεια αυτών των ετών; Μεταξύ των επίσημων ιδανικών – κοινή ανθρώπινη φύση, ελευθερία λόγου και σκέψης, λαϊκή κυριαρχία – και πρακτικών που τα απέρριπταν συνεχώς: δουλεία, αποικιακή κυριαρχία, εκδίωξη αγροτών από την κοινή γη, θρησκευτικούς πολέμους; Αντιφάσεις των οποίων η κοινωνική πραγματικότητα νομιμοποιήθηκε στη κοινή σκέψη, με την ιδέα ότι «η ελευθερία θα μπορούσε και πρέπει να παρέχεται μόνο σε εκείνους που, λόγω της ιδιοκτησίας και του πολιτισμού – ακόμη και της φυλής και του χρώματος – ήταν σε θέση να την ασκήσουν με σύνεση». Και σε συσχετισμό με το προηγούμενο, η αντίληψη ότι η ιδιοκτησία αγαθών ήταν ένα απόλυτο, απαραβίαστο δικαίωμα, το οποίο επομένως απέκλειε την καθολική ψηφοφορία.

 

Κι αυτός ο ιστορικός κύκλος δεν ήταν μόνο στην αρχή του αντιμέτωπος με τέτοιες αντιφάσεις: αναπαράγονταν σε διάφορες μορφές κατά την επακόλουθη ανάπτυξή του, σταδιακά μειώθηκαν μόνο με τη δράση νέων κοινωνικών ζητημάτων που ήρθαν στο προσκήνιο και από δυνάμεις που αμφισβητούν το κυρίαρχο σύστημα και τις ιδέες του. Εάν, λοιπόν, η πραγματική ιστορία του εκσυγχρονισμού του καπιταλιστικού συστήματος δεν ήταν μια ξεκάθαρη γραμμική πρόοδος, αλλά ήταν μάλλον δραματική και οδυνηρή, γιατί θα έπρεπε η διαδικασία της αντικατάστασής του να είναι διαφορετική; Αυτό είναι το μάθημα από την ιστορία του ράφτη …»

 

 

 

**Ουλμ 1592

 

(Μπέρτολτ Μπρέχτ_ μετ. Νάντιας Βαλαβάνη)

 

 

 

«Επίσκοπε, μπορώ να πετάξω»

 

Είπε στον Επίσκοπο ο ράφτης.

 

«Κοίτα καλά πως το κάνω αυτό»

 

Και σκαρφάλωσε με κάτι

 

Σαν φτερούγες ραφτό

 

Στης εκκλησιάς τη σκεπή

 

Την πιο ψηλή, την πιο ψηλή.

 

«Δεν υπάρχει ψέμα πιο καθαρό απ’ αυτό

 

Ο άνθρωπος δεν είναι πουλί

 

Ποτέ ο άνθρωπος δε θα πετάξει»

 

Είπε ο Επίσκοπος για τον ράφτη.

 

 

 

«Ο ράφτης χάθηκε και πάει»

 

Είπαν στον Επίσκοπο οι ανθρώποι.

 

«Ήταν μια ονειροφαντασιά.

 

Τα φτερά του κομμάτια

 

Κι αυτός τσακισμένος κείτεται ξάπλα

 

Στης εκκλησιάς την πλατεία

 

Την πιο σκληρή, την πιο σκληρή.»

 

«Οι καμπάνες ν’ αρχίσουν να κτυπούν δυνατά

 

Όλα δεν ήταν παρά ένα ψέμα

 

Ο άνθρωπος δεν είναι πουλί

 

Ποτέ ο άνθρωπος δε θα πετάξει»

 

Είπε ο Επίσκοπος στους ανθρώπους.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ