Σταύρος Τομπάζος, Παγκόσμια Κρίση (2007-2017) και Σχήματα Αναπαραγωγής του Κεφαλαίου
Εκδόσεις Τόπος, Αθήνα 2019, σελ. 130, 12 €
Μια μικρή αλλά περιεκτική μελέτη του Σταύρου Τομπάζου κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις Τόπος. Όπως μαρτυρά ο τίτλος της, ο Τομπάζος επιχειρεί να συνδέσει, μέσω μιας μαρξιστικής ανάλυσης, την παγκόσμια κρίση με τις δομικές δυσλειτουργίες και τα μπλοκαρίσματα της διαδικασίας αναπαραγωγής του κεφαλαίου, δείχνοντας πώς αυτές οι υποκείμενες δυσχέρειες έχουν εμποδίσει ένα πραγματικό ξεπέρασμα της κρίσης για πάνω από μια δεκαετία. Αναπτύσσει έτσι μια διεισδυτική επιχειρηματολογία η οποία, ενόψει και της επικαιρότητας του θέματος, δίνει στο βιβλίο ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Το βιβλίο χωρίζεται σε πέντε κεφάλαια. Στο πρώτο συζητούνται οι διαδικασίες της συσσώρευσης με βάση τα σχήματα του Μαρξ στον τόμο ΙΙ του Κεφαλαίου· στο δεύτερο αναλύεται ο σύγχρονος τύπος της ιδιωτικής κατανάλωσης (δανεισμός, κ.λπ.) ως μια απόπειρα διαφυγής από τις δυσχέρειές της· στο τρίτο συζητούνται οι παρασιτικές τάσεις του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού (τοξικά-πλασματικά κεφάλαια)· στο τέταρτο γίνεται μια αποτίμηση των παρεμβατικών οικονομικών πολιτικών με τις οποίες επιχειρείται να λειανθεί η κρίση· τέλος, στο πέμπτο μέρος παρουσιάζονται τα συμπεράσματα του συγγραφέα.
Το βιβλίο εξετάζει τις εξελίξεις της νεοφιλελεύθερης περιόδου στα τρία μεγάλα καπιταλιστικά κέντρα, ΗΠΑ, ΕΕ και Ιαπωνία. Ο σκοπός του συγγραφέα είναι να αναδείξει τις χαρακτηριστικές τάσεις της από την έναρξή της στις αρχές της δεκαετίας του 1980 ως σήμερα, παρουσιάζοντας τις σε αναλυτικά διαγράμματα από τα δεδομένα των οποίων πρέπει να ξεκινήσει κανείς. Τα σχετικά στοιχεία, πιάνοντας την περίοδο 1960-2017 και προερχόμενα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την AMECO και άλλες πηγές, δείχνουν:
α) Μια σταθεροποίηση και αύξηση του ποσοστού του κέρδους μετά την πτώση της δεκαετία του 1970, συνεχιζόμενη από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 ως τις μέρες μας.
β) Μια συνεχή πτώση του ρυθμού αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας, ο οποίος έχει πέσει την τελευταία δεκαετία σε πολύ χαμηλά επίπεδα.
γ) Μια μεικτή σχέση ανάμεσα στην αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας και την αύξηση των μισθών, με την τελευταία να είναι γενικά μεγαλύτερη από την πρώτη σε φάσεις οικονομικής ανόδου και μικρότερη έως και αρνητική σε φάσεις ύφεσης.
δ) Τέλος, στη σειρά αλλά όχι και στη σημασία, μια σημαντική υστέρηση των επενδύσεων σε σχέση με την κερδοφορία.
Στο πρώτο κεφάλαιο ο Τομπάζος μας θυμίζει τις στιγμές της αναπαραγωγής κατά Μαρξ, που περιλαμβάνουν το διαρκή αμοιβαίο μετασχηματισμό των τριών μορφών του κεφαλαίου: παραγωγικού, χρηματικού και εμπορευματικού. Παραθέτει ένα σημαντικό απόσπασμα από τον τόμο ΙΙ του Κεφαλαίου: «Αποτελεί απαραίτητο όρο για το συνολικό προτσές παραγωγής, ιδίως για το κοινωνικό κεφάλαιο, να είναι ταυτόχρονα και προτσές αναπαραγωγής, επομένως και κύκληση, καθενός από τα στοιχεία του. Έτσι κάθε λειτουργική μορφή διανύει ταυτόχρονα με τις άλλες τη δική της κύκληση, παρά το γεγονός ότι κάθε φορά παρασταίνεται με τη μορφή αυτή ένα άλλο μέρος του κεφαλαίου. Ένα μέρος του κεφαλαίου, ένα μέρος όμως που πάντα αλλάζει, που διαρκώς αναπαράγεται, υπάρχει με τη μορφή εμπορευματικού κεφαλαίου που μετατρέπεται σε χρήμα· ένα άλλο μέρος υπάρχει με τη μορφή χρηματικού κεφαλαίου που μετατρέπεται σε παραγωγικό κεφάλαιο· ένα τρίτο μέρος υπάρχει με τη μορφή παραγωγικού κεφαλαίου που μετατρέπεται σε εμπορευματικό κεφάλαιο. Η διαρκής ύπαρξη και των τριών μορφών γίνεται δυνατή χάρη στην κύκληση του συνολικού κεφαλαίου που περνά ακριβώς από αυτές τις τρεις φάσεις» (σελ. 45).
Η ομαλή διαδοχή αυτών των στιγμών εξασφαλίζει την ομαλή συσσώρευση και τη διευρυνόμενη καπιταλιστική αναπαραγωγή. Αντίθετα, σε περιόδους κρίσης, ανεξάρτητα από τη συγκεκριμένη εκάστοτε αιτία τους, παρατηρείται η «ασυμβατότητα ανάμεσα στους τρεις βασικούς ρυθμούς του κεφαλαίου» (σελ. 46).
Ξεκινώντας από αυτή την αφετηρία και ερμηνεύοντας τα παρουσιαζόμενα στατιστικά δεδομένα, ο Τομπάζος αναπτύσσει ένα επιχείρημα που μπορεί να συνοψιστεί στις εξής προτάσεις:
α) Η θεμελιώδης δυσχέρεια που υπόκειται της τωρινής κρίσης είναι «η απόκλιση του ποσοστού του κέρδους ως προς το ρυθμό συσσώρευσης του κεφαλαίου», το γεγονός, δηλαδή, ότι συσσωρεύεται (στα καπιταλιστικά κέντρα) ένα διαρκώς μειούμενο ποσοστό της παραγόμενης υπεραξίας (σελ. 46).
β) Το μέρος της υπεραξίας που δεν επενδύεται εν μέρει κατευθύνεται σε επενδύσεις στις αναδυόμενες οικονομίες και εν μέρει χρησιμοποιείται για την τόνωση της κατανάλωσης των νοικοκυριών. Ο λόγος της ιδιωτικής κατανάλωσης προς τους μισθούς είναι γενικά αυξητικός, γεγονός που οφείλεται στην υποστήριξη της κατανάλωσης μέσω του δανεισμού (σελ. 46, 48, κ.ά.). Αυτή η διαδικασία, ωστόσο, οδηγείται σε αδιέξοδο από το γεγονός ότι η εξυπηρέτηση του χρέους αυξάνεται ταχύτερα από τη δανειζόμενη υπεραξία (σελ. 64 κ.ε.).
γ) Η παραπάνω αναντιστοιχία κατέστησε αναπόφευκτο το σχηματισμό των φουσκών η έκρηξη των οποίων πυροδότησε την παγκόσμια κρίση. Η απορρύθμιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος (ανάπτυξη του χρηματικού κεφαλαίου, πλασματικά κεφάλαια, κ.ά.), αν και υποβοηθούσε άμεσα την πραγματοποίηση της αξίας και υποτιθέμενα διαμοίραζε τους κινδύνους, τελικά επέδρασε ενισχυτικά στην ωρίμανση της κρίσης:
«Οι φούσκες που δημιουργούσε υπήρξαν διαχρονικά το αναγκαίο τίμημα ενός ρυθμού συσσώρευσης που, αν και αργός σε σχέση με το ρυθμό αξιοποίησης της αξίας (δηλαδή την παραγωγή κέρδους), υπήρξε υπερβολικά ταχύς σε σχέση με τις πραγματικές δυνατότητες πραγματοποίησης της αξίας βάσει της νεοφιλελεύθερης κατανομής των εισοδημάτων. Το απορρυθμισμένο χρηματοπιστωτικό σύστημα δημιούργησε ένα εποικοδομητικά χαώδες σχήμα αναπαραγωγής διότι δημιουργούσε σχετικά ευνοϊκές συνθήκες για την πραγματοποίηση της αξίας υπονομεύοντας όμως τα θεμέλια πάνω στα οποία στηρίχθηκε, με αποτέλεσμα να καθίσταται ολοένα και πιο ευαίσθητο ως προς ασήμαντες αλλαγές, όπως π.χ. μια μικρή αύξηση στα επιτόκια των κεντρικών τραπεζών» (σελ. 81).
δ) Οι νομισματικές πολιτικές και τα εργαλεία που χρησιμοποίησαν από το ξέσπασμα της κρίσης οι αστικές κυβερνήσεις και οργανισμοί (χαμηλά επιτόκια, ποσοτική χαλάρωση, κ.ά.) συνέτειναν στην ενίσχυση των ισχυρών οικονομιών (φτηνός δανεισμός) και στο να παρεμποδιστεί η απαξίωση του ονομαστικού πλούτου της αστικής τάξης (πλασματικά κεφάλαια, κ.ά.) με το τίμημα της διατήρησης όλων των δυσαναλογιών, που προετοιμάζουν νέες φούσκες και μια επόμενη μεγάλη κρίση (σελ. 103, 109-110 κ.ά.).
Ωστόσο, αυτές οι πολιτικές, αν και αναποτελεσματικές δεν είναι αυθαίρετες. Στην περίπτωση της ΕΕ, «έχουν λογική στον παραλογισμό τους: Εξυπηρετούν τα μακροπρόθεσμα οικονομικά και γεωπολιτικά συμφέροντα των ισχυρών αρχουσών τάξεων της Ευρώπης στον παγκόσμιο οικονομικό και πολιτικό ανταγωνισμό» (σελ. 98).
Οι προσπάθειες επανόδου στην «κανονικότητα» που συζητούνται σήμερα (αύξηση επιτοκίων, κ.λπ.) δεν είναι βέβαιο αν και πώς θα προχωρήσουν, και θα δημιουργήσουν νέες δυσαναλογίες που μπορεί να πυροδοτήσουν, όπως και στον προηγούμενο κύκλο, την επόμενη κρίση.
Οι εκτιμήσεις αυτές έχουν γίνει ασφαλώς με διάφορους τρόπους και από άλλους αναλυτές, η αξία της μελέτης του Τομπάζου όμως είναι ότι δείχνει, με κατανοητό και εύληπτο τρόπο, τη συνεκτικότητα και την αιτιακή διαδοχή αυτών των στιγμών, καθώς και την αναγκαιότητα της συγκεκριμένης διαχείρισής τους από την άποψη των συμφερόντων του μεγάλου κεφαλαίου και των ηγετικών αστικών ομάδων. Χωρίς να μπούμε σε λεπτομέρειες, θα συζητήσουμε εδώ συνοπτικά ένα-δυο θεμελιώδεις υποθέσεις που υπόκεινται της επιχειρηματολογίας του.
Ο Τομπάζος ερμηνεύει την κρίση όχι ως ένα άμεσο αποτέλεσμα της πτωτικής τάσης του ποσοστού του κέρδους, αλλά μάλλον ως ένα αποτέλεσμα των δυσαρμονιών που προκάλεσε η επίμονη (και με την άμεση έννοια επιτυχημένη) προσπάθεια να αναιρεθεί αυτή η τάση με την εφαρμογή του νεοφιλελεύθερου μοντέλου. Σε αντίθεση όμως με άλλους αναλυτές αυτής της κατεύθυνσης, ο Τομπάζος δεν αμφισβητεί την υποκείμενη ύπαρξη και δράση της πτωτικής τάσης, όπως τείνει να κάνει π.χ. ο Ισόν. Αυτή είναι μια ευπρόσδεκτη διαφοροποίηση, γιατί ακόμη και αν δεχτεί κανείς τη θέση ότι πρόκειται για μια κρίση των μηχανισμών ανάσχεσης του πτωτικού ποσοστού του κέρδους, αυτό προφανώς δεν μπορεί να κατανοηθεί ξέχωρα από την ίδια την τάση.
Ο υπολογισμός της εξέλιξης του ποσοστού του κέρδους είναι βέβαια, όπως σημειώνει και ο συγγραφέας, σύνθετος και δυσχερής από τεχνική άποψη. Είναι όμως γενική η συγκατάθεση μεταξύ των μαρξιστών ότι ο νεοφιλελευθερισμός μπόρεσε να αποκαταστήσει το ποσοστό του κέρδους, ακόμη και αν εκείνοι οι μαρξιστές που δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στην πτωτική τάση του αμφισβητούν ότι αυτό ισχύει για όλη τη νεοφιλελεύθερη εποχή.
Το ποια πλευρά έχει δίκιο σε αυτό το σημαντικό σημείο είναι κάτι που δεν είμαστε σε θέση να το εκτιμήσουμε και σε τελική ανάλυση ίσως να μην είναι το αποφασιστικό. Είναι απόλυτα δυνατό η πτωτική τάση του ποσοστού του κέρδους να αντισταθμίστηκε σε όλη τη νεοφιλελεύθερη περίοδο και όχι μόνο σε ένα μέρος της. Παρ’ όλα αυτά, ενώ ο Τομπάζος αναγνωρίζει τη σημασία της πτωτικής τάσης του ποσοστού του κέρδους, έχουμε την αίσθηση ότι τείνει να υποτιμά σε κάποιο βαθμό την έμμεση επίδρασή της.
Κατά πρώτο λόγο, η υστέρηση της συσσώρευσης από την κερδοφορία, με την αλληλένδετη επένδυση ενός σημαντικού μέρους των κερδών στην Κίνα, συνδέεται αναμφίβολα στενά με το χαμηλότερο ποσοστό κέρδους στα καπιταλιστικά κέντρα. Το γεγονός ότι και οι αναπτυσσόμενες χώρες χρηματοδοτούν τον καπιταλιστικό κόσμο με διάφορους τρόπους δεν το αντισταθμίζει αυτό, γιατί δεν προκαλεί μια ισοδύναμη συσσώρευση. Εδώ ακριβώς υπάρχει μια θεμελιώδης ανισομέρεια και ανισορροπία στην παγκόσμια οικονομία, που θα έπρεπε να αναδειχτεί.
Να σημειώσουμε παρεμπιπτόντως ως μια μόνιμη αδυναμία των μαρξιστικών οικονομικών αναλύσεων τη μη συμπερίληψη της Κίνας στη συνολική εικόνα. Το ότι το βιβλίο του Τομπάζου πραγματεύεται την καπιταλιστική κρίση, η οποία αφορά κατά πρώτο λόγο τα καπιταλιστικά κέντρα, είναι μια μερική μόνο δικαιολογία γι’ αυτό. Στην πραγματικότητα, αυτό που είναι η παγκόσμια οικονομία σήμερα προκύπτει από μια διαπλοκή των τάσεων στα ανεπτυγμένα καπιταλιστικά κέντρα με την ανάπτυξη της Κίνας (εν μέρει και της Ινδίας) και μια παρουσίαση των διαφορών και της δυναμικής αυτής της διαπλοκής θα έκανε πιο ξεκάθαρη την εικόνα και για τα ίδια τα καπιταλιστικά κέντρα.
Κατά δεύτερο λόγο, χρειάζεται επίσης να δοθεί μια προσοχή στο συγκεκριμένο χαρακτήρα της αποκατάστασης του ποσοστού του κέρδους. Εδώ, η ίδια η τελμάτωση της παραγωγικότητας στα καπιταλιστικά κέντρα, στην οποία δίνει έμφαση ο Τομπάζος (βλέπε τους πίνακες στις σελ. 21-25) υποδηλώνει ότι η αποκατάσταση δεν προήλθε από τις αντισταθμιστικές επιδράσεις της τεχνολογικής καινοτομίας (μείωση αναγκαίου χρόνου εργασίας, απαξίωση πάγιας επένδυσης, κ.λπ.). Η κύρια πηγή της δεν μπορεί, λοιπόν, παρά να είναι η επάνοδος στην απόλυτη υπεραξία (αύξηση των ωρών εργασίας), που αποτελεί διακριτικό γνώρισμα όλης της νεοφιλελεύθερης περιόδου και ιδιαίτερα μετά την έναρξη της κρίσης.
Αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό στοιχείο για δυο κυρίως λόγους. Πρώτ’ απ’ όλα δείχνει ότι ακόμη και αν η αποκατάσταση του κέρδους ισχύει πράγματι σε όλη την περίοδο από το 1980 ως σήμερα, δεν βασίζεται πια στην τεχνολογική δυναμική του καπιταλισμού, αλλά σε μια αναχρονιστική διαδικασία (επιστροφή στις μεθόδους του 19ου αιώνα), που επιπρόσθετα έχει πλέον φτάσει στα όριά της. Και κατά δεύτερο λόγο, η αναγκαία επιμονή του κεφαλαίου σε αυτή την κατεύθυνση, θα είναι ένας καθοριστικός παράγοντας ενδυνάμωσης της αντίστασης της εργατικής τάξης στα αμέσως επόμενα χρόνια.
Συνολικά, το βιβλίο του Τομπάζου μάς βοηθά ουσιαστικά να σκεφτούμε τις πιθανές εξελίξεις στη νέα δεκαετία και να αναζητήσουμε αντίστοιχους προσανατολισμούς. Όπως λέει και ο συγγραφέας στην κατακλείδα της μελέτης του, οι εξελίξεις αυτές παραπέμπουν σε μια «διαιωνιζόμενη κρίση “κοινωνικής αναπαραγωγής” και “πολιτικής ηγεμονίας” ανοικτής έκβασης, της οποίας οι πρώτες ενδείξεις στις ΗΠΑ και την Ευρώπη είναι ήδη έκδηλες» (σελ. 124).
*Ο Χρήστος Κεφαλής είναι μέλος της ΣΕ της Μαρξιστικής Σκέψης.