Το κείμενο που ακολουθεί είναι ομιλία στην παρουσίαση του βιβλίου του Βασίλη Τσιράκη Οι αλώβητοι (εκδόσεις Τόπος) που έγινε στην Αθήνα τον Οκτώβριο.
Ο Βασίλης Τσιράκης έγινε ο συγγραφέας της Θεσσαλονίκης και της ιστορίας της. Αυτό είναι το τρίτο βιβλίο μιας ιστορικής τριλογίας, αν και η πόλη ήταν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, πρωταγωνίστρια και στα προηγούμενα.
Οι Αλώβητοι είναι αναφορά στην εποχή του εμφυλίου και των όσων ακολούθησαν, μέχρι τη χούντα και το Πολυτεχνείο. Αναπαρίσταται το κλίμα της εποχής και ζωντανεύουν οι συνθήκες τόσο και με τέτοιο τρόπο ώστε προκαλείσαι να παρέμβεις για να τις αλλάξεις. Κι αν δεν μπορείς να αλλάξεις το παρελθόν, να δεχτείς πως πρέπει να αλλάξεις το μέλλον.
Αυτός είναι ένας τρόπος με τον οποίο κρίνεται και ζωντανεύει το ιστορικό μυθιστόρημα ως ένα ιδιαίτερο είδος της λογοτεχνικής δημιουργίας.
Με αφορμή μερικά σχόλια για το ιστορικό μυθιστόρημα στο γενικότερο λογοτεχνικό, κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον.
Αμέσως μετά την ανακήρυξη του ελληνικού κράτους στην Ελλάδα το ιστορικό μυθιστόρημα υπό την επίδραση του Γουόλτερ Σκοτ συνδέθηκε εξ αρχής με τον ρομαντισμό, όπως εξ άλλου συνέβαινε και στην Εσπερία. Στη νεοσύστατη χώρα όμως συνδεόταν πολύ πιο άμεσα με την ανάγκη διαμόρφωσης της εθνικής ταυτότητας.
Χαρακτηριστικοί τίτλοι: Ο αυθέντης του Μορέως (1850) του Αλέξανδρου Ραγκαβή, Ηρωίς της ελληνικής επαναστάσεως (1861) του Στέφανου Ξένου, Κατσαντώνης: κλέφτικον επεισόδιον (1862) του Κωνσταντίνου Ράμφου κ.λπ.
Το μοτίβο είναι πατριωτικό σε αναζήτηση, ή καλύτερα ως αποτύπωση, της αμφισβητούμενης έως τότε εθνικής υπόστασης. Η αιωνία Ελλάς των αρχαίων ερειπίων η οποία αναγεννάται από τη στάχτη μετά 400 χρόνια σκλαβιάς, μια Ελλάς μοναχική, ένδοξη, υπερήφανη, κόντρα στους Φράγκους της Δύσης και κόντρα τους βαρβάρους της Ανατολής, έθνος ανάδελφον αλλά και αιώνιον, που αντιστάθηκε στις ξένες επιβουλές.
Και με ένα διάλειμμα στοχασμού και κριτικής προσέγγισης, η οποία έγινε από την επόμενη λογοτεχνική γενιά, τον Ροϊδη, τον Παπαδιαμάντη, το Βικέλα, η γενιά του 1930 επαναφέρει το μοτίβο της συνέχειας του έθνους, του προικισμένου έθνους.
Ο Παντελής Πρεβελάκης, ο Άγγελος Τερζάκης, ο Μ. Καραγάτσης, ο Γιώργος Θεοτοκάς και άλλοι, στην αναζήτηση της ελληνικότητας ξαναφέρνουν στην πρώτη γραμμή μια ιδέα φυλετικής και εθνικής ενότητας, αλλά ταυτόχρονα υπό την ισχυρή επίδραση του μοντερνισμού που ερχόταν από την Ευρώπη, και μια τάση αμφισβήτησης του δεδομένου κόσμου, σε μια αντίφαση που δεν μπόρεσαν να γεφυρώσουν.
Ο πόλεμος αλλάζει τα δεδομένα και μετά το τέλος του η πορεία δεν μπορεί να συνεχιστεί. Η ιστορία επανέρχεται στη λογοτεχνία ως εμπειρία, αλλά και ως αναζήτηση του νέου τοπίου, καθώς στον πόλεμο και την κατοχή, προστίθεται ο εμφύλιος και τα μετεμφυλιακό καθεστώς των διωγμών και των απαγορεύσεων.
Στην μεταπολιτευτική περίοδο πια το ιστορικό μυθιστόρημα γίνεται περισσότερο ψυχαγωγικό και ενημερωτικό, αποθώντας την ποικιλοτρόπως εθνική ή διαπαιδαγωγική του εστίαση.
Όμως στα τέλη του προηγούμενου αιώνα και στις αρχές του τωρινού αρχίζει μια νέα παραγωγή με ανανεωμένους στόχους. Φαίνεται πως όσο οι ποικίλες καταρρεύσεις αδυνατίζουν τις πολιτικές αφηγήσεις και ο μεταμοντερνισμός κατακερματίζει τον κόσμο σε ατομικά και αβέβαια αισθήματα, διαρρηγνύοντας την ιστορική συνοχή, το ιστορικό μυθιστόρημα ζητάει να καλύψει το κενό μια ιστορικής αφασίας.
Φυλετικά ζητήματα, σχέσεις ιστορικών τόπων και ανθρώπων, η πιο ψύχραιμη ματιά της άλλης πλευράς είναι μερικά από τα στοιχεία του.
Με αυτή την έννοια επαναφέρει και την ιδέα του συλλογικού και κοινωνικού, αλλά και την πολιτική. Σε μια δυσαναλογία θα έλεγα με τα συμβαίνοντα στον πολιτικό και κοινωνικό στίβο, κυρίως πριν να ξεσπάσει η κρίση, όπου οι εργολαβία και η αρπαχτή, και η α-πολιτική αφασία μετατρέπονται σε κοινωνικά ιδανικά.
Η Ρέα Γαλανάκη (Ο βίος του Ισμαήλ Φερίκ Πασά, Θα υπογράφω Λουί, Ελένη ή Ο Κανένας…) και η Μάρω Δούκα (Ένας σκούφος από πορφύρα, Αθώοι και φταίχτες, Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ), ο Αλέξης Πανσέληνος, ο Θανάσης Σκουρμπέλος, ο Άρης Μαραγκόπουλος, ο Βασίλης Γκουρογιάννης, ο Νίκος Θέμελης είναι μερικοί από τους χαρακτηριστικούς συγγραφείς αυτής της μεταστροφής.
Η εποχή της κρίσης σηματοδοτεί μια ακόμα στροφή σε ατομικές και ιστορικές δυστυχίες και δυστοπίες, μια επαναφορά της αλληλεγγύης και του συλλογικού, μια αναζήτηση της ατομικής μοίρας μέσα σε έναν κοινωνικό ιστό που τσακίζεται, πιθανόν και αποσυντίθεται, όχι ως νοσταλγία ενός παρελθόντος πιο έγχρωμου, αλλά ως αναζήτηση συχνά της ταυτότητας του γκρίζου παρόντος.
Συχνά στα ιστορικά μυθιστορήματα οι συγγραφείς υποκύπτουν στη γοητεία της Ιστορίας και σε πολλές σελίδες τους, ακόμα και σε όλο το έργο τους, η μικρή ιστορία των προσώπων, καθώς και η πλοκή του, αλλά και η εμπλοκή των προσώπων μεταξύ τους και με τα γεγονότα, γίνεται στο φόντο της μεγάλης Ιστορίας, με έναν τρόπο όπου η μεγάλη Ιστορία κυριαρχεί και τα πρόσωπα απλά την διακοσμούν. Αλλού με περισσότερη και αλλού με λιγώτερη επιτυχία. Αυτό δεν κάνει το μυθιστόρημα λιγότερο ενδιαφέρον, παίρνω για παράδειγμα μερικά από τα τελευταία μυθιστορήματα της Μάρως Δούκα.
Οι Αλώβητοι έχουν σελίδες με παρόμοια σχέση.
Εσχάτως μάλιστα αναπτύσσεται μια τάση, έχω διαβάσει κάποια γαλλικά βιβλία που έχουν κυκλοφορήσει στην Ελλάδα, του Ερίκ Βιιγιάρ (Ημερήσια διάταξη, Κογκό, 14η Ιουλίου) και του Ζοζέφ Αντράς (Για τα πληγωμένα μας αδέλφια, Κανακύ) όπου αποσύρεται το πρόσχημα της μυθοπλασίας, δηλ. δεν δημιουργείται πλοκή πέραν της ιστορικής και αφήνεται το ιστορικό συμβάν να εξελίσσεται και τα πραγματικά πρόσωπα που εμπλέκονται σε αυτό να παίξουν το ρόλο των ηρώων. Σαν ένα είδος λογοτεχνικού ρεπορταζ. Μέσω αυτού αναδεικνύονται συναισθηματικές και πολιτικές σχέσεις, οι οποίες αποκαλύπτουν τα νήματα και τις αιτίες της Ιστορίας.
Οφείλουμε πάντως να ομολογήσουμε τη χάρη που χρωστάμε σε όλους αυτούς τους συγγραφείς οι οποίοι δημιουργούν με το έργο τους ισχυρά ρήγματα στην καταθλιπτική κυριαρχία μιας ομιχλώδους μεταμοντέρνας κατάστασης και του εξ αυτής παραγόμενου, ως κεντρικό χαρακτηριστικό της, ατομικιστικού εγωκεντρισμού.
Στη φεουδαρχία το άτομο είναι περισσότερο μέρος της φύσης και λιγότερο μέρος της κοινωνίας. Η ατομικότητα είναι εύρημα του καπιταλισμού και των κοινωνικών του σχέσεων.
Το άτομο έχει τη δυνατότητα να αντλεί από πηγές που επιλέγει ή όχι μέσα στην κοινωνική ζωή. Εκεί συντελείται η λογοτεχνία, ως έκφραση του ατομικού που συνδέεται με το κοινωνικό, γεγονός που βρίσκει την εκδήλωσή του στο ρεαλιστικό μυθιστόρημα, αλλά και με άλλο τρόπο στον μοντερνισμό. Εκεί, στον μοντερνισμό, γίνεται μια μετατόπιση προς το άτομο και το βάθος του. Αλλά παραμένει κυρίαρχο το δημόσιο πρόσωπο, ο δημόσιος-κοινωνικός άνθρωπος.
Όμως από τη δεκαετία του 1970 συντελείται η γνωστή μετάθεση. Το ατομικό αναδεικνύεται σε αξία καθεαυτή, διεκδικεί αποκλειστικότητα, γίνεται απόλυτος λόγος. Γεγονός που υπαγορεύει την μη αναφορά στη συλλογική ύπαρξη, πολιτική και ιστορική.
Πρόκειται για εκείνο που ο Χομπσμπάουμ αναφέρει ως εποχή του “α-κοινωνικού ατομισμού”.
Είναι ο μεταμοντέρνος κόσμος.
Το δημόσιο, όπως λέει ο Σένετ στην “Τυρανία της οικειότητας”, υποχωρεί και παραχωρεί τη θέση του στο ιδιωτικό. Ο δήμος γίνεται ανοίκειος τόπος και ο σπιτικός ατομισμός ο οικείος.
Φυσικά οφείλουμε να δούμε τις δυο όψεις του γεγονότος: η ατομοκεντρική αναζήτηση αφ’ ενός πολλαπλασιάζει τη σμίκρυνση, έως ελαχιστοποίησης, του ανθρώπου, τη μόνωση, την ενδοστρέφεια, τη διασπορά του, αφ’ ετέρου πολλαπλασιάζει τις ευκαιρίες έλεγχου του βάθους, της συνείδησης, των ψυχογενών αιτίων.
Το μοντέρνο, η νεωτερικότητα, ταυτίζεται με τον διαφωτισμό, τον ορθολογισμό, την επιστήμη, τις μεγάλες κοινωνικές αλλαγές στις οποίες το άτομο πρωταγωνιστεί ως φορέας του δημόσιου αγαθού.
Το μεταμοντέρνο αμφισβητεί τη γνώση, καρπώνεται την τεχνολογία αλλά αμφιβάλλει για τον ορθολογισμό της, στη φιλοσοφία “εξισώνεται με την αμφισβήτηση του γνωστικου υποκειμένου, με την πεποίθηση δηλαδή ότι κάθε γνώση συνιστά μια εκ των προτέρων κατασκευή που εξυπηρετεί κάποιους ηθικούς, πολιτικούς, ιδεολογικούς και αισθητικούς ή επιστημονικούς σκοπούς απαγορεύοντας στον εξωτερικό παρατηρητή την πίστη σε οποιαδήποτε κανονιστική αρχή”. (Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, Η κίνηση του εκκρεμούς”).
Το υποκείμενο βρίσκεται σε μια κατάσταση σύγχυσης και απροσδιόριστης τοποθέτησης στο κοινωνικό και ιστορικό πλαίσιο.
Στο σημερινό κόσμο το άτομο γίνεται δέκτης χιλιάδων δεδομένων, από το ίντερνετ, την τηλεόραση, την καθημερινή επικοινωνία, τα οποία δεν γίνονται πληροφορίες και απλώς συμβάλλουν στην αποξένωση.
Όπως λένε και οι ψυχίατροι, “για να γίνουν τα δεδομένα πληροφορίες πρέπει να τα συνδέσουμε με ένα δίκτυο προηγούμενων εμπειριών και νοημάτων. Η Ιστορία δίνει νόημα στην αλήθεια, την καθιστά πειστική… Ένα γεγονός γίνεται καθώς ερμηνεύεται, λέει ο ανθρωπολόγος Sahlins. Αποκτά ιστορική σημασία μόνο καθώς το ιδιοποιούμαστε μέσα σε έναν πολιτισμό και μέσα από έναν πολιτισμό… Η Ιστορία, λοιπόν, είναι εγγενής συνιστώσα της ψυχικής ζωής…”.(Σωτήρης Μανωλόπουλος, ψυχίατρος, ψυχαναλυτής, στο συλλογικό τόμο της Ελληνικής Εταιρείας Συστημικής Σκέψης και Ψυχοθεραπείας Οικογένειας, Ανάλεκτα ψυχοθεραπείας και πολιτικής, εκδ. Κοροντζή)
Αν συνεχίσουμε το συλλογισμό μπορούμε να καταλήξουμε αρνητικά, πως ο μεταμοντέρνος ατομικισμός της διάσπασης, του κόσμου, του ατόμου, της Ιστορίας, αποδυναμώνει την ιστορική σημασία των γεγονότων και γίνεται, προφανώς, συντελεστής της σύγχρονης ψυχικής αστάθειας και αβεβαιότητας.
Ο ζωγράφος Κυριάκος Κατζουράκης το αποδίδει με μεγάλη ακρίβεια σε έναν σχολιασμό της πραγματικότητας (“Τάξη στο χάος”): “Η μεταπολίτευση έγινε συνώνυμο του μεταμοντέρνου και καθένας διαλέγει ό,τι του γουστάρει απ’ τον πάγκο…
Κυκλοφορώ, όπως όλοι, σε χώρους κατοικημένους από άδεια και αδιάφορα βλέμματα. Ο ζόφος και η ανέχεια έχουν βρει κατοικία στα πρόσωπα αυτά, μια αίσθηση μόνιμης απειλής και απαξίωσης. Πως να είσαι δημιουργικός; Το αίσθημα του πόνου περιέχει ανάμεικτες περιοχές κατανόησης και φόβου. Κάθε φορά που κοιτάζω αντίστοιχες αποτυπώσεις/διατυπώσεις στην τέχνη (Μπος, Μπρέγκελ, Γκαίτε, Δάντης, ακόμα και στη νεότερη τέχνη, όπως στον Τόμας Μαν ή τον Μπέκετ) επιστρατεύω τη θετική σκέψη πως αυτοί διέθεταν το στοιχειώδες: την πίστη στον άνθρωπο, ανεξάρτητα απο τις πράξεις του… Η πίστη αυτών των δημιουργών είναι επομένως υπέρβαση των πράξεων και άλμα στο μέλλον”.
Θέλει να επαναφέρει το αρχικό ζητούμενο: την αναζήτηση της ενότητας του κόσμου.
Οπότε οφείλουμε να αποδώσουμε τη χάρη στη λογοτεχνία και το ιστορικό μυθιστόρημα, ως προς αυτό, καθώς αποκαθιστά την αντίληψη για την ιστορική συνέχεια, του κόσμου και των ανθρώπων.
Όπου εδώ χρειάζεται να εξετάσουμε ξανά στο παρόν τις ιδέες για την τέχνη, την φιλοσοφία, την πολιτική κ.λπ. ως προτάσεις επανένωσης του κόσμου, γεγονός το οποίο συνιστά καθευατό επαναστατική πράξη.
Προφανώς μιλάμε για την ιδέα μιας ριζοσπαστικής, ολικής, θα έλεγα, επαναστατικής αντίληψης και για την πολιτική.
(Φυσικά η έννοια επαναστατική στις μέρες μας χρησιμοποιείται καταχρηστικά, και από εκείνους, πολλούς έστω, που την οικειοποιούνται – με καλές προθέσεις – και από εκείνους που την κάνουν είδος μαγειρικής, προϊόν της διαφήμισης και ιδέα της πιο συντηρητικής πολιτικής).
Εννοώ τη διαδικασία μέσω της οποίας η φιλοσοφία, η πολιτική και με άλλο τρόπο η τέχνη προωθούν την προβολή στην πραγματικότητα πιθανών εικόνων ως μοντέλων ανατροπής και μετασχηματισμού της κοινωνίας.
Της ολότητας των επιθυμιών και προσδοκιών, που συμπυκνώνονται στο επαναστατικό όραμα του κόσμου, “μιά συγκεκριμένη ουτοπική ολότητα, ως λανθάνουσα διαδικασία ενός ατελούς ακόμη κόσμου” (Ερσντ Μπλοχ).
Δηλ. να διεκδικήσουμε το χρόνο, τη δημιουργία, την έρευνα, την τέχνη κ.λπ. ως μέρη του ενιαίου σώματος της κοινωνίας και της πολιτικής.
Με την έννοια, ότι το όραμα, η επιδίωξη γίνεται τόσο πραγματικότητα όσο και η τρέχουσα ζωή, και ασκεί τη γοητευτική του επίδραση στους ανθρώπους σαν να είναι ένα εδώ και τώρα, δανεισμένο όμως από το μέλλον.
Η κατασκευή μιας παρούσας ζωής από τα υλικά μιάς επόμενης.
Όχι η επιθυμία στη θέση της πραγματικότητας αλλά η επιθυμία ως πραγματικότητα, που αλλάζει τα δεδομένα.
Ως, κατά Μπλόχ, προβολή της εξορθολογισμένης ουτοπίας.
Ως παρέμβαση της φαντασίας στο πραγματικό.
Η ενοποίηση του σημερινού καπιταλιστικού τεμαχισμένου κόσμου δεν είναι εφικτή, όσο παραμένει καπιταλιστικός.
Η επιστροφή σε ένα χρυσό παρελθόν δεν είναι δυνατή.
Η ανατροπή του είναι η μόνη ρεαλιστική δυνατότητα.
Αλλά το παρόν μας εξουσιάζει και δεν μπορούμε να απογειωθούμε από αυτό.
Μπορούμε όμως να το αλλάζουμε ως επιδίωξη, η οποία αντιλαμβάνεται την ολότητα και δεν υποκύπτει στον κυριαρχούντα κατακερματισμό (στον οποίο υποκύπτουν και πολλές από τις επαναστατικές πολιτικές και άλλες λεγόμενες πρωτοπορίες του καιρού μας, αποσπώντας την πολιτική από την τέχνη κοκ.).
Να επανασυγκροτούμε την πραγματικότητα ως σύλληψη του μέλλοντος για να τη διεκδικήσουμε ολόκληρη στο παρόν.
Είναι αυτό που λέει ο Έρνστ Μπλοχ: “Το όχι-ακόμα είναι επίσης και εδώ-και-τώρα: παρεισδύει μέσα στο παρόν ως επαναστατική συνείδηση, ως υποθετική νίκη μιάς μοναδικής επαναστατικής στιγμής”.
Στον Οδ. Ελύτη βρίσκεται ένα σχετικό σχόλιο: “Πρόκειται για τη βαθύτερη εκείνη δύναμη των αναλογιών που συνέχει τα παραμικρά με τα σπουδαία ή τα καίρια με τα ασήμαντα, και διαμορφώνει, κάτω από την κατατεμαχισμένη των φαινομένων επιφάνεια, ένα πιο στέρεο έδαφος, για να πατήσει το πόδι μου – παραλίγο να πω η ψυχή μου. Μέσα σ’ ένα τέτοιο πνεύμα είχα κινηθεί άλλοτε, όταν έλεγα ότι ένα τοπίο δεν είναι, όπως το αντιλαμβάνονται μερικοί, κάποιο, απλώς σύνολο γης, φυτών και υδάτων· είναι η προβολή της ψυχής ενός λαού επάνω στην ύλη”. (“Δημόσια και ιδιωτικά”)
Στο μικρό αυτό κείμενο νομίζω πως εντοπίζονται πολύ χαρακτηριστικά οι μικρές αναλογίες, οι αναγκαίες για μια επαναστατική αντίληψη του κόσμου. Κάτι πάνω στο οποίο θα ισορροπεί ένα σημερινό επαναστατικό μανιφέστο.
Η δύναμη των αναλογιών που συνέχει τα μικρά με τα σπουδαία και διαμορφώνει ένα στέρεο έδαφος για να πατήσει η ψυχή μας.
Και μέσω αυτού να εκφράσουμε τις ευχαριστίες μας στον Βασίλη Τσιράκη και στους “Αλώβητους”, έργο που σας καλώ να δούμε μέσα σε αυτό το πλαίσιο.
Και ένα σχόλιο επ’ αυτού: Οι άνθρωποι που κινούνται μέσα στην ιστορία του μυθιστορήματος, που είναι όπως είπαμε, η ελληνική σύγχρονη ιστορία, δεν είναι καθαυτό αλώβητοι. Το αντίθετο, μάλλον. Έχουν υποστεί τις ρηγματώσεις από την εμπλοκή τους με την πραγματικότητα και εξ αυτής με την Ιστορία. Οι αλώβητοι είναι ο τίτλος του μυθιστορήματος που προσπαθεί να γράψει η Βιργινία, αλλά δεν μπορεί, καθόσον η Ιστορία ακινητεί κατά τη διάρκεια της χούντας, κι όταν η Ιστορία επί τέλους κινείται και το γράφει σχεδόν απνευστί, το διαλύει μοιράζοντας το προκηρύξεις κατά τη διάρκεια των μεγάλων γεγονότων. Και έτσι γίνεται, εν τέλει ένα αλώβητο μυθιστόρημα.
Κι αυτή είναι μια έννοια που περιλαμβάνει όλους εκείνους η οποίοι διεκδίκησαν να παραμείνουν αλώβητοι. Δεν μπορεί να συμβεί αυτό, μπορεί όμως να συνιστούν ένα σημαντικό επεισόδιο εγγραφής στην Ιστορία και συγγραφής της Ιστορίας
* Οι πληροφορίες για το ιστορικό μυθιστόρημα καθώς και οι αναφορές στον ατομισμό και ατομικισμό είναι αλιευμένες από το πολύ σημαντικό βιβλίο του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου “Η κίνηση του εκκρεμούς, Άτομο και κοινωνία στη νεότερη ελληνική πεζογραφία 1974-2017” (εκδόσεις Πόλις)