Γερμανικά στρατεύματα θα αναπτυχθούν μόνιμα στη Λιθουανία
Γνωρίζει από τα μέσα και γι’ αυτό προβλέπει στα όρια της βεβαιότητας. Σε δηλώσεις του ο Γερμανός υπουργός άμυνας Μπ. Πιστόριους τη Δευτέρα 18.12.2023 τόνισε πως «Η Ευρώπη πρέπει να εξοπλιστεί άμεσα για να εξασφαλίσει ότι μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό της καθώς νέες στρατιωτικές απειλές θα μπορούσαν να εμφανιστούν ως το τέλος της δεκαετίας».
Το «Να υπερασπιστεί τον εαυτό της» χρήζει υπογράμμισης. Η Γερμανική κυβέρνηση υπογράφει «ιστορική» συμφωνία με τον Λιθουανό ομόλογό του, για μόνιμη παρουσία γερμανικών στρατευμάτων στη Λιθουανία, την πρώτη παρουσία, από το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, μόνιμων στρατευμάτων εκτός των συνόρων της και εντός του ευρωπαϊκού εδάφους.
Η συμφωνία προβλέπει να τοποθετηθούν 4.800 στρατιώτες και περίπου 200 άτομα πολιτικό προσωπικό σε συντονισμό με το ΝΑΤΟ.
Να σημειωθεί πως η Γερμανία ηγείται ήδη της πολυεθνικής ομάδας μάχης του ΝΑΤΟ στη Λιθουανία αποτελούμενη περίπου από 1.000 στρατιώτες, οι οποίοι θα ενσωματωθούν στη νέα γερμανική ταξιαρχία.
Η εικόνα συμπληρώνεται με τη δήλωση του Λιθουανού υπουργού Άμυνας, Αρβ. Ανουσάουσκας ότι «η Λιθουανία θα δαπανήσει περίπου το 0,3% του ΑΕΠ της τα επόμενα χρόνια για να χτίσει κατοικίες, χώρους εκπαίδευσης και άλλες υποδομές για τα γερμανικά στρατεύματα».
Ο Γερμανός υπουργός του πολέμου γνωρίζει πως στη Βαλτική, τη «Μεσόγειο της Βόρειας Ευρώπης», τη Θάλασσα των πέντε μεγάλων παράλιων πρωτευουσών κρατών, ο γεωπολιτικός ανταγωνισμός οξύνεται συνολικότερα. Γι’ αυτό και η Γερμανία επιδιώκει σταθερά να αυξήσει την επιρροή της, αναλαμβάνοντας μεγαλύτερη ευθύνη μέσα στο ΝΑΤΟ, σε ανταγωνισμό – μεταξύ άλλων – με την Πολωνία και τις ΗΠΑ.
Οι ανακατατάξεις πλέον εντός του ιμπεριαλιστικού κόσμου ομολογούνται από τους ίδιους τους ηγέτες του.
«Οι ΗΠΑ είναι πιθανόν να μειώσουν τη στρατιωτική τους δέσμευση στην Ευρώπη, καθώς στρέφονται περισσότερο προς την περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού και εμείς οι Ευρωπαίοι θα πρέπει να δεσμευτούμε περισσότερο για να εγγυηθούμε την ασφάλεια στην ήπειρό μας» δήλωσε στην Κυριακάτικη Welt ο Πιστόριους. «Η Ευρώπη μπορεί επίσης να χρειαστεί να αντισταθμίσει τη βοήθεια των ΗΠΑ για την Ουκρανία, αν η Ουάσιγκτον δεν συμφωνήσει για νέα χρηματοδότηση», υπογράμμισε.
Οι ΗΠΑ υποχωρούν και αλλάζουν πρωτεύοντες στόχους, και αυτά δεν κρύβονται.
Υπό αυτή την προοπτική η Γερμανική κυβέρνηση συνασπισμού βλέπει στην εκλογή της πιο «φιλοευρωπαϊκής» κυβέρνησης στην Πολωνία, υπό τον Ντ. Τουσκ, μια ευκαιρία συγκρότησης της διακριτής συμμαχίας εντός του ΝΑΤΟ μεταξύ Γερμανίας – Γαλλίας – Πολωνίας.
Αν κάποιος κάνει μια προβολή στο μέλλον, αυτή η συμμαχία – το λεγόμενο Τρίγωνο της Βαϊμάρης – προβάλλει ως ανατριχιαστική εξέλιξη στην Ευρωπαϊκή Ήπειρο.
Καθώς μάλιστα η Ρωσία παράγει εφτά φορές φτηνότερα όπλα και πιο σύγχρονα από τη «Δύση» και καθώς ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν φαίνεται να σταματά, προετοιμάζονται ανάλογα. Και μέσω αυτής της προετοιμασίας αποκαλύπτονται και τα σχέδια τους: «Έχουμε να καλύψουμε περίπου 5 – 8 χρόνια, όσον αφορά τις Ένοπλες Δυνάμεις, τη βιομηχανία και την κοινωνία» σημειώνει ακάθεκτος ο γερμανός υπουργός..
Σε ένα τέτοιο φόντο χρόνου υπογράφηκε στο Βίλνιους η «ιστορική» συμφωνία με τη Λιθουανία, με τις κύριες στρατιωτικές μονάδες να αρχίζουν να φτάνουν το 2025 και να είναι σε πλήρη πολεμική ετοιμότητα το 2027.
Η περικύκλωση της Ρωσίας βρίσκεται σε αδιάκοπη εξέλιξη.
Για το σκοπό αυτό εργαλειοποιούν ολοένα και πιο απροκάλυπτα και τον πόλεμο στην Ουκρανία.
«Η Ρωσία θα επιτεθεί σε χώρα του NATO αν κερδίσει τον πόλεμο στην Ουκρανία» ισχυρίζεται ο Τζο Μπάιντεν.
«Απόλυτες ανοησίες» χαρακτήρισε τις δηλώσεις αυτές του αμερικανού προέδρου ο Πούτιν. «Η Ρωσία δεν έχει κανέναν λόγο, κανένα συμφέρον – ούτε γεωπολιτικό συμφέρον, ούτε οικονομικό, πολιτικό ούτε στρατιωτικό – να πολεμήσει με χώρες του NATO», υπογράμμισε.
Ωστόσο, ο Ρώσος Πρόεδρος προειδοποίησε ότι ενώ με τη Φινλανδία «δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα», «θα υπάρξει τώρα» λόγω της ένταξής της στο ΝΑΤΟ, που θα «αναγκάσει» τη Ρωσία να «συγκεντρώσει ορισμένες στρατιωτικές μονάδες» κοντά στα σύνορα των δύο κρατών.
Η κατάσταση στη Βαλτική οξύνεται
«Θα συστήσουμε τον στρατιωτικό τομέα του Λένινγκραντ και θα συγκεντρώσουμε εκεί ορισμένες στρατιωτικές μονάδες», υπογράμμισε ο Πούτιν.
Αλλά το Λένινγκραντ, η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Ρωσίας και η πολιτιστική της πρωτεύουσα, βρίσκεται στη Βαλτική, μερικές εκατοντάδες χιλιόμετρα από τη λιθουανική Βίλνους, την έδρα της γερμανικής ταξιαρχίας.
Η κατάσταση στη Βαλτική οξύνεται με απρόβλεπτες συνέπειες.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία, εκτός των άλλων, έχει αναζωπυρώσει και τη διαμάχη αναφορικά με την αποτελεσματικότητα της διαδικασίας της ΕΕ για τις αποφάσεις εξωτερικής πολιτικής. Η ενδεχόμενη αντικατάσταση της ομοφωνίας από την ειδική πλειοψηφία αποτελεί πηγή έντονων συζητήσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Σε αυτό το πλαίσιο η Γερμανία παίζει ηγεμονικά και συμβαδίζει με εννέα κράτη μέλη της ΕΕ (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία, Βέλγιο, Φινλανδία, Λουξεμβούργο, Ολλανδία και Σλοβενία) ιδρύοντας τη λεγόμενη ομάδα «φίλων της ειδικής πλειοψηφίας» για την προώθηση του θέματος.
Η Γερμανία τα προηγούμενα χρόνια στοιχημάτισε πάνω σε τρία ζητήματα: Το πρώτο αφορούσε την παροχή φυσικού αερίου από τη Ρωσία ως φθηνή ενέργεια για τη βιομηχανία. Το δεύτερο στοίχημα ήταν η εκτόξευση των γερμανικών εξαγωγών ως αποτέλεσμα των ειδικών σχέσεων με το οικονομικό θαύμα της Κίνας. Το τρίτο στοίχημα βασίζεται στην Pax Americana ως ένα είδος εξωτερικής ανάθεσης της εθνικής της ασφάλειας σε αμερικανικά χέρια.
Τώρα πλέον και στα τρία φαίνεται να χάνει.
Και όχι μόνο αυτό.
Οι οικονομικές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κάνουν λόγο για στασιμότητα βάθους της γερμανικής οικονομίας; Προβλέπουν αύξηση μόνο κατά 0,8% το 2024, το χαμηλότερο ποσοστό μεταξύ των κρατών-μελών της ευρωζώνης!
Αυτή η σύγχρονη, οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα συνιστά νέο πεδίο ανατροφοδότησης των ενδοκαπιταλιστικών αντιθέσεων και ανταγωνισμών.
Εξ ου και οι κινήσεις της Γερμανίας η οποία θέλει να έχει τα χέρια της λυτά.
Καθώς μάλιστα η τάση είναι να ενισχύονται περαιτέρω τα πολυεθνικά πολυκλαδικά μονοπώλια «καταπίνοντας» ό,τι «μικρό βρίσκουν μπροστά τους, και να «απαιτούν», ως εσωτερική τους ανάγκη, αγορές διαπλανητικών διαστάσεων, τόσο σκληραίνει και μετασχηματίζεται όχι μόνο το αστικό κράτος αλλά και το υπό τη γερμανική κυριαρχία ευρωπαϊκό οικοδόμημα της ΕΕ οδεύοντας προς ένα ιστορικά ανέκδοτο συγκεντρωτισμό – ολοκληρωτισμό.
Η γερμανική κοινωνία, όπως εξάλλου οι νεοφιλελεύθερες κοινωνίες, γενικά, βρίσκεται σε κατάσταση παρατεταμένης κοινωνικής αβεβαιότητας και κατά κύματα αναταραχής.
Στην ουσία διεξάγεται ένας πόλεμος από την οικονομική και πολιτική ελίτ εναντίον της νεολαίας, των ομάδων χαμηλού εισοδήματος, των ηλικιωμένων, των φτωχών έγχρωμων μειονοτήτων, των ανέργων, των μεταναστών και άλλων που σήμερα θεωρούνται αναλώσιμοι. Η ελευθερία και τα πολιτικά δικαιώματα είναι υπό συνεχή επίθεση και ο ρατσισμός εξαπλώνεται παίρνοντας και πολιτική υπόσταση μέσω του A.f.D.
Αυτή η εσωτερική «εμπόλεμη κοινωνική κατάσταση» αναζητά και την «με άλλα μέσα» στρατιωτικοπολιτική της προέκταση.
Εξ ου και η εμφάνιση της, για δεύτερη φορά σε ένα αιώνα, ως αναθεωρητική δύναμη των συμφωνιών λήξης του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου (Πότσδαμ, Τεχεράνης Γιάλτας), ο σημερινός επανεξοπλισμός της καταμεσής μιας καταιγίδας στρατιωτικών δαπανών και οι συμμαχίες με τις ΗΠΑ.
Αυτή ακριβώς η κατάσταση προσδίδει στο κίνημα αποτροπής του πολέμου αλλά και στο δημοκρατικό ζήτημα ιδιαίτερο κοινωνικό και εξαιρετικά άμεσο χαρακτήρα.